ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ: ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
1. Η αρχαιοελληνική έννοια της κρίσης
1. Ο όρος "κρίση" (από το ρήμα κρίνω) έχει ως αφετηρία του την έννοια του διακρίνειν, τη δύναμη ή την ικανότητα να βλέπει κανείς καλώς, να διαχωρίζει το ένα πράγμα από το άλλο, να το χωρίζει στα στοιχειώδη του μέρη. Παράλληλα έχει την έννοια του σχηματίζω γνώμη, εκφέρω γνώμη, ή αποφαίνομαι περί τινός (δικάζω) καθώς και την έννοια της τροπής που παίρνει μια κατάσταση ή μια νόσος. Ο Πίνδαρος γράφει: Πότμος δε κρίνει συγγενής έργων περί πάντων [μοίρα ρυθμίζει την τροπή που παίρνουν όλα τα ανθρώπινα πράγματα] (Νεμ. 5, 40)
Ο Πλάτων στο Σοφιστή συνδέει την κρίση (δόξα) με τη σκέψη (διάνοια), την παράσταση (φαντασία) και το λόγο: το λέγειν [Το δε γ' απ' εκείνης (ψυχής) ρεύμα δια του στόματος ιόν μετά φθόγγου κέκληται λόγος]. Η σκέψη και ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Σε αντίθεση όμως προς τον αισθητό λόγο, σκέψη αποκαλείται ο διάλογος που γίνεται μέσα στην ψυχή με την εαυτό της χωρίς να συμμετέχει η φωνή [Πλην ο μεν εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος άνευ φωνής γιγνόμενος τούτ' αυτό ημίν επωνομάσθη, διάνοια] (263 e).
Υπάρχει, τονίζει ο Πλάτων, λόγος ψεύτικος και λόγος αληθινός. Εκείνος που είναι αληθινός λέει για σένα εκείνα που είναι όπως είναι [Λέγει δε αυτών ο μεν αληθής τα όντα ως έστι περί σού] (263 β). Ο ψεύτικος λόγος λέει άλλα από εκείνα που είναι [Ο δε ψευδής έτερα των όντων ] (263 b). Ο λόγος, αν είναι λόγος, μιλάει πάντα για κάποιον και για κάτι. Και αν δεν μιλάει για σένα, δεν μιλάει βέβαια ούτε για κανέναν άλλον. Και αν δε μιλάει για τίποτα, δεν μπορεί καν ολότελα να είναι λόγος (263 c).
Μέσα στους λόγους υπάρχει η κατάφαση και η άρνηση. Όταν η κατάφαση (φάσις) και η άρνηση (απόφασις) γίνονται στην ψυχή με τη σκέψη σιωπηλά, τότε έχουμε αυτό που ονομάζουμε κρίση ['Οταν τούτο εν ψυχή κατά διάνοιαν εγγίγνηται μετά σιγής, πλήν δόξης έχεις ότι προσείπης αυτό;] (264 a). Και όταν πάλι αυτή η ψυχική ενέργεια δεν γίνεται μόνη της παρά με τη μεσολάβηση κάποιας αίσθησης, τότε μπορούμε να την ονομάσουμε παράσταση [Τί δ'όταν μη καθ'αυτήν αλλά δι'αισθήσεως παρή τινι τό τοιούτον αυ πάθος, αρ' οίον τε ορθώς ειπείν έτερον τι πλην φαντασίαν;] (264 α). Η κρίση δεν είναι, λοιπόν, παρά το αποτέλειωμα της σκέψης (δόξα δε διανοίας αποτελεύτησις) και η παράσταση κάτι ανάμικτο από αίσθηση και κρίση (σύμμιξις αισθήσεως και δόξης) (264 b)[1]. Η σκέψη, η κρίση και η παράσταση, επειδή συνάπτονται με τον λόγο, είναι φανερό πως μπορούν να γεννηθούν στην ψυχή μας και ψεύτικα και αληθινά (δήλον ότι ταύτα τα γένη ψευδή τε και αληθή πάνθ' ημών εν ταις ψυχαίς εγγίγνεται] (263 d).
O Αριστοτέλης τονίζει: το δε αισθάνεσθαι κρίνειν έστί° κρίνειν δε έστιν ορθώς και μη ορθώς (Tοπικά Β, IV 2)[2]. Στη βάση αυτή, ως πολίτη ορίζει τον μετέχοντα κρίσεως και αρχής [Πολίτης δ' απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής] (Πολιτικά 1275 a 25)[3].
2. Ο όρος "κρίση" με την έννοια του διαστοχασμού και της απόφανσης χρησιμοποιείται και στην αρχαιοελληνική ιατρική. Ο Ιπποκράτης τονίζει ότι η "ιερή ασθένεια" (η επιληψία) θεωρείται από τους ανθρώπους ιερή γιατί δεν την καταλαβαίνουν[4] και προειδοποιεί τους γιατρούς: "Η ζωή είναι σύντομη και η τέχνη μακριά° η ευκαιρία πρόσκαιρη° το πείραμα είναι επικίνδυνο και η κρίση δύσκολη [η κρίσις χαλεπή][5] (Αφορ. Α'). Ο όρος "κρίση" αρχίζει εδώ να προσλαμβάνει σημασία καθαρά ιατρική. Δηλώνει: (1) φθάνω σε κρίσιμο σημείο [το θερμόν φίλιόν έστι και κρίνον] (Ιππ. Αφορ. 1253), και (2) (επί νοσούντος ή νόσου) φθάνω σε κρίσιμη κατάσταση (Επιδ.951, 954).
Η αρρώστια, περί της οποίας το "κρίνειν" πρέπει να αποφανθεί, δεν περιορίζεται μόνο στο σώμα. Σύμφωνα με τον Μένανδρο: Βελτίον έστι σώμα γ' ή ψυχήν νοσείν [καλύτερο είναι να έχεις αρρώστια στο σώμα σου παρά στην ψυχή σου]° νόσον δε κρείττόν έστιν ή λύπην φέρειν [Καλύτερα να υποφέρεις απ' αρρώστια παρά από λύπη][6].
Από τη χρήση του "κρίνειν" [7] για ζητήματα που αφορούν την εκδήλωση, τη συμπτωματολογία και τη θεραπεία των ιατρικών νοσημάτων, ο όρος "κρίση" συσχετίσθηκε με το πάσχον αντικείμενό της και, πέρα από τη λογική της σημασία, προσέλαβε το νόημα της "ασθένειας".
3. Μια άλλη διάσταση της κρίσης προέρχεται από το χώρο της τραγωδίας. Στον Πλάτωνα η τραγωδία συνάπτεται με την έννοια του σοβαρού και θλιβερού συμβάντος- του δράματος. Σε αντίθεση προς τις κωμωδίες, τις αστείες καταστάσεις, ο Πλάτωνας αντιπαραθέτει τη σοβαρή κατάσταση της τραγωδίας. Γράφει στους Νόμους (816 e): " 'Όποιος θέλει να λέγεται συνετός θα αντιληφθεί, ότι είναι δύσκολο να νιώσει τη σοβαρή όψη των πραγμάτων χωριστά από τη γελοία ή κι οτιδήποτε άλλο πράγμα αν δεν γνωρίσει και το αντίθετό του. Αν όμως θέλουμε να είμαστε ενάρετοι έστω και σε μικρό βαθμό, δεν μπορούμε να είμαστε σοβαροί και αστείοι ταυτόχρονα [άνευ γαρ γελοίων τα σπουδαία και πάντων των εναντίων τά εναντία μαθείν μέν ού δυνατόν, εί μέλλει τις φρόνιμος έσεσθαι, ποιείν δέ ούκ αύ δυνατόν αμφότερα, εί τις αύ μέλλει και σμικρόν αρετής μεθέξειν]. Επίσης στον Φίληβο: "Και στους θρήνους και στις τραγωδίες και στις κωμωδίες, και όχι μόνον στο θέατρο αλλά και σε ολόκληρη την τραγωδία και την κωμωδία της ζωής, και σε χίλια άλλα πράγματα, μαζί με τις απολαύσεις είναι ανακατεμένες και λύπες [εν θρήνοις τε και εν τραγωδίαις, μη τοις δράμασι μόνον, αλλά τη του βίου ξυμπάση τραγωδία και κωμωδία, λύπας ηδοναίς άμα κεράννυσθαι, και εν άλλοις δη μυρίοις] (Φίληβος, 50 b)[8].
Για τον Αριστοτέλη η τραγωδία “'έστιν μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας (Περί Ποιητικής 1449 b)[9]. Όμως θα πρέπει να τονισθεί, ότι (1) "το έργον της μιμήσεως επιβάλλει ενεργητικήν, δημιουργικήν επέμβασιν του υποκειμένου° είναι ένας κ ό σ μ ο ς καθ' εαυτόν, όχι απλή αντιγραφή της εξωτερικής ροής των πραγμάτων"[10], (2) το αντικείμενο της μιμήσεως αφορά "ήθη και πάθη και πράξεις"[11], δηλαδή "τον άνθρωπον ως ενεργούντα ή παθαινόμενον"[12], (3) "η ποίησις, όπως και κάθε τέχνη, έχει ως αντικείμενόν της κάτι μόνιμον και καθολικόν" [η μεν εμπειρία των καθ' έκαστόν έστι γνώσις, η δε τέχνη των καθόλου] (Μ.τ.φ. 981 α 15)[13], και 4) "η τραγωδία διεξάγεται εντός μιας περιόδου του ηλίου ή μπορεί να παρεκβαίνη ολίγον τούτου° αντίθετα, η εποποιία είναι αόριστος κατά τον χρόνον" (1449b 13). Η επισήμανση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να κατανοηθεί ότι η κρίση της σύγχρονης κοινωνίας και του πολιτισμού αφορά το παρόν κόσμο, αυτόν τον κόσμο τον εδώ και τώρα, τον παθαινόμενο σήμερα άνθρωπο, και ότι η κάθαρση από τα οικτρά και φοβερά παθήματα δεν μπορεί να επαφίεται σε κάτι αόριστο και άσχετο από την τύχη κάθε συγκεκριμένης ανθρώπινης ύπαρξης.
Η κρίση με τη σημασία της αρχαιοελληνικής τραγωδίας διατηρείται σε ό,τι σήμερα ονομάζεται "δραματουργική" έννοια της κρίσης.
2. Η νεότερη οριοθέτηση της έννοιας της κρίσης
1. Ο όρος "κρίση" με το νόημα της ασθένειας ή της κακής τροπής μιας κατάστασης πραγμάτων εισάγεται στη σύγχρονη σκέψη τον 19ο αιώνα από το χώρο της οικονομίας. Στην "συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει" ο Αρόν γράφει, πως πριν από έναν αιώνα και περισσότερο, κάθε φορά που ξεσπούσε στην οικονομία μια κρίση υπερπαραγωγής, περιορισμένη εκείνη την εποχή σ' έναν μόνο τομέα, την υφαντουργία, ο Μάρξ και ο 'Ενγκελς αναρωτιούνταν αν επρόκειτο για κυκλική ή δομική κρίση, για κρίση παροδική ή για την τελική κρίση του καπιταλισμού[14]
Όταν οι Γάλλοι μιλούν για την κρίση, γράφει ο Αρόν, "δεν ξέρει κανείς αν έχουν στο μυαλό τους τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 15% μεταξύ των μέσων 1974 και 1975, το συνδυασμό μειωμένης παραγωγής και σταθερής αυξήσεως των τιμών ή τέλος την κριτική του σύγχρονου πολιτισμού". Και συνεχίζει: "Η ευρωπαϊκή προσπάθεια για ανάπτυξη, στη διάρκεια των ετών 1947-1972 ανταποκρινόταν ταυτόχρονα στην έμμονη ιδέα της οικονομικής κρίσεως και τη σοβιετική πρόκληση. Μια κάποια προπαγάνδα παρουσίαζε τον δείκτη αναπτύξεως σαν το μέγιστο κριτήριο της ποιότητας ενός πολιτικού συστήματος... Κατόπιν εορτής [οι κυβερνήσεις] ανακάλυψαν, όχι τα όρια της αναπτύξεως, αλλά τα όρια των ευεργετικών αποτελεσμάτων που μπορούσε κανείς να ελπίζει από αυτή. Η ανάπτυξη δεν αρκεί για να μεταβάλει το κατεστημένο° η κοινωνία αναπαράγεται από μόνη της, οι διαφορές αμοιβής, γοήτρου, δυνάμεως ανάμεσα στις τάξεις ή τα άτομα παραμένουν όπως ήταν, σε ότι αφορά τα ουσιαστικά σημεία του συστήματος. Ακόμα και η άνοδος του γενικού μορφωτικού επιπέδου δεν μεταβάλλει παρά με μεγάλη βραδύτητα τις σχετικές δυνατότητες που έχουν οι νέοι που προέρχονται από διάφορες κοινωνικές τάξεις για να προωθηθούν". Και καταλήγει: "Η κρίση, με την έννοια της κριτικής ή της αυτοκριτικής μου φαίνεται ότι είναι το τυπικό χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού. Σ' αυτήν την αέναη αμφισβήτηση, ο δυτικός πολιτισμός οφείλει την πρωτοτυπία του και- με το πέρασμα των αιώνων- τη δημιουργική του δύναμη. [..]. Από τους ευρωπαίους εξαρτάται να μείνει η κρίση παροδικό επεισόδιο και να μη γίνει σταθμός της παρακμής"[15]
2. Στις σύγχρονες λεξικογραφικές καταχωρήσεις δίνονται οι εξής διαστάσεις της κρίσης: Στη Λογική, κρίση είναι η διανοητική ενέργεια που με τη σύγκριση προσδιορίζει τη λογική σχέση μεταξύ δύο εννοιών και αποδίδει στο υποκείμενο ένα κατηγορούμενο, μια ιδιότητα. Στην Κοινωνιολογία, την Πολιτισμολογία και την Ιστορία κρίση θεωρείται η αμφιταλάντευση των δυνάμεων μιας κοινωνίας ή ενός πολιτισμού, ο κλονισμός τους, η πορεία τους προς την αποσύνθεση, τον μαρασμό, την παρακμή. "Κρίση είναι το στάδιο που προηγείται πριν από την παρακμή και που τελικά μπορεί να αποφύγει την παρακμή ή τον αφανισμό. Ανάλογα με τον τομέα στον οποίο εκδηλώνεται, η κρίση παίρνει και διάφορες ονομασίες. Έτσι γίνεται λόγος για "ηθική κρίση", "οικονομική κρίση", "θρησκευτική κρίση", "κρίση των αξιών", αλλά και για "γενική κρίση του πολιτισμού" [16].
3. Η κρίση με την έννοια της "αρρώστιας", και όχι απλά πλέον με την έννοια του "κρίνειν", διατρέχει και το χώρο της Φιλοσοφίας. Μιλώντας ο Husserl για την κρίση του ευρωπαίου ανθρώπου τονίζει ότι όπως για την ανθρώπινη σωματικότητα- για τη ζωή με το νόημα που της παρέχει η Φυσιολογία- μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ έντονης ευδοκίμησης και μαρασμού, μεταξύ υγείας και ασθένειας, έτσι και για την ανθρώπινη πνευματικότητα, για τη ζωή ως παραγωγό πνευματικού έργου και δημιουργό πολιτισμού. Μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε περί υγείας και ασθένειας και για κοινότητες, λαούς, κράτη και υπερεθνικές κοινότητες. Τα ευρωπαϊκά έθνη ασθενούν, η ίδια η Ευρώπη, λένε, βρίσκεται σε κρίση[17].
Σήμερα η έννοια της κρίσης έχει καταστεί "καθολική" έννοια και αναφέρεται γενικά "σε καταστάσεις που περιέχουν απειλή"[18]. Όλοι την επικαλούνται, με το δικό του τρόπο ο καθένας, για να εξηγήσουν και να κατανοήσουν όσα συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες-σε τοπική ή πλανητική κλίμακα- στην κοινωνία και τον πολιτισμό.
Στη σύγχρονη έννοια του τραγικού συμπεριλαμβάνουμε "το συγκρουσιακό στοιχείο (σύγκρουση του ήρωα με υπέρτερες δυνάμεις, με τη μοίρα, τους θεούς, με την κρατική εξουσία, τη συγγένεια, τη φιλία, την κοινωνία και τους θεσμούς κλπ. Επίσης τραγικότητα θεωρούμε την περιπλοκή του ανθρώπου μέσα σε αντιφατικές καταστάσεις, σε τρομερά διλήμματα και αδιέξοδα μαζί με τα συνεπακόλουθα αυτών των καταστάσεων (πόνο, ενοχή, αυτοκτονία, θάνατο ή λύτρωση)"[19].
3. Η διαμάχη για την κρίση - η αμφισβήτηση της κρίσης
1. Σε κάθε μία από τις περιοχές αναφοράς του, ο όρος "κρίση" σημαίνει και κάτι το διαφορετικό. Διαφορετικό νόημα λ.χ. παίρνει η κρίση όταν αναφέρεται στην οικονομία και διαφορετικό όταν αναφέρεται στην κρίση των ιδεολογιών ή στο χώρο των αξιών. Αλλά διαφορετικό νόημα λαμβάνει η "κρίση" ακόμα και ανάμεσα στους επιστήμονες και διανοητές του ίδιου κλάδου. Άλλο πράγμα είναι λ.χ. η έννοια της οικονομικής κρίσης στο μαρξισμό και άλλη στον καπιταλισμό. H οικονομική κρίση μπορεί να αναφέρεται στο επίπεδο της παραγωγής, στο επίπεδο της κατανάλωσης, στο επίπεδο του εισοδήματος των εργατών, στην ανεργία και τον πληθωρισμό ή στο επίπεδο των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Κρίση σε έναν τομέα της οικονομίας (π. χ. στα επίπεδα της ανεργίας και των μισθών) μπορεί να σημαίνει άνθιση για κάποιον άλλο (π. χ. στα κέρδη του κεφαλαίου).
2. Η χρήση της λέξης «κρίση» είναι τόσο πολύπλευρη και πολυσήμαντη ώστε καθίσταται τις περισσότερες φορές ασαφής ή αμφίβολη. Πολλές φορές η εκφορά της λέξης από ένα υποκείμενο εξαντλείται στα συμπτώματα μιας παθολογίας της κοινωνίας και του πολιτισμού, χωρίς να γίνεται αναφορά στα βαθύτερα αίτια και το πραγματικό υπόβαθρο του όρου. Μέσα στην κονφορμιστική συνθήκη του δυτικού πολιτισμού παρατηρείται το φαινόμενο να τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμα και η ίδια η ύπαρξη της κρίσης, ιδίως όταν η φαντασίωση και η υπόσχεση της υλικής ευημερίας ξεπερνούν σε ισχύ τους ηθικούς και μετα-υλικούς όρους της ιστορικο-κοινωνικής μας ύπαρξης.
Αλλά αυτό που συμβαίνει στον Δυτικό άνθρωπο δεν είναι κατ' ουσίαν η αμφισβήτηση της κρίσης, αλλά η μη συνειδητοποίησή της. "Η πνευματική παρακμή της γης έχει τόσο πολύ προχωρήσει", γράφει ο Heidegger, "ώστε οι λαοί κινδυνεύουν να απολέσουν και την τελευταία πνευματική ικμάδα, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθούν αυτή την παρακμή και να την εκτιμήσουν αναλόγως"[20].
Την καταγγελία αυτής ακριβώς της παρακμής του δυτικού πολιτισμού εξέφρασε πρωταρχικά η φοιτητική εξέγερση στη Γαλλία το Μάη του 1968. Ο όρος "κρίση πολιτισμού", γράφει ο Αρόν, σημαίνει "την άρνηση των αξιών και των προταγμάτων που στηρίζουν τη συνοχή μιας ορισμένης κοινωνίας, ή μάλλον (κι αυτό θα ήταν πιό ακριβές) την ανικανότητα των εφήβων να μεταβιβάσουν στις γενιές που ανεβαίνουν το σεβασμό αυτών των αξιών ή την υπακοή σ' αυτά τα προτάγματα"[21]. Όμως η μεταβίβαση των αξιών στη νέα γενιά είναι δυνατή μόνον όταν οι αξίες αυτές είναι συμβατές με την ηθική της δικαίωση και τα οράματά της. Όταν πίσω από τη βιτρίνα των καθιερωμένων κοινωνικών αξιών κρύβεται η υποκρισία και παραμονεύουν το ψέμα κι η απάτη, τότε η κοινωνία έχει μπει σε κατάσταση σήψης και η εξέγερση της νεολαίας παραμένει η πλέον υγιής αντίδραση σ' έναν υπό κατάρρευση κόσμο. Αναφερόμενος έτσι στο Μάη του 68 ο Αρόν γράφει: "Για μερικές μέρες όλες οι αρχές τέθηκαν σε αμφισβήτηση, και η αρχή του Κράτους, και η αρχή των διδασκάλων, της Εκκλησίας όσο και της επιχειρήσεως"[22]. Ήταν μια εξέγερση εναντίον του "βιομηχανικού πολιτισμού", καθώς και η ανακάλυψη της ύπαρξης και της δύναμης μιας "καινούργιας αριστεράς, που είναι επαναστατημένη εναντίον του μαρξισμού- λενινισμού εξίσου όμως και του φιλελευθερισμού". Εν συντομία, ήταν μια εξέγερση που κατέδειξε "την κοινωνική αποτυχία της οικονομικής επιτυχίας"[23]. Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το εννοήσει ο κόσμος (το κοινωνικό κατεστημένο), ο οποίος "έμεινε κατάπληκτος" πιστεύοντας ότι "η επανάσταση στερούνταν και αιτίες και σκοπούς"[24].
3. Με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τους Ααρόν και Χάϊντεγγερ κατανοεί την κρίση ο Τόφλερ. Αναφερόμενος στον πολιτισμό του "τρίτου κύματος" γράφει: "Ένας νέος πολιτισμός προβάλει στη ζωή μας και παντού τυφλοί άνθρωποι προσπαθούν να τον καταπνίξουν,...ν' αποκαταστήσουν τον ετοιμοθάνατο κόσμο που τους γέννησε"[25]. Αυτό που αποκαλούμε "κρίση" δεν είναι τίποτε άλλο από την αποτυχία προσαρμογής μας στο σαρωτικό κύμα των αλλαγών που εισβάλλουν τόσο ραγδαία μες τη ζωή μας, και που ανατρέπουν θεσμούς, μεταβάλλουν τις αξίες μας και συρρικνώνουν τις ρίζες μας[26]. "Το σοκ του μέλλοντος" εκφράζει το "παραλυτικό άγχος" και τον "αποπροσανατολισμό" που προκαλούν στον άνθρωπο οι αλλαγές σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Δεν πρόκειται για έναν ενδεχόμενο κίνδυνο, αλλά για μια ασθένεια που μπορεί να περιγραφεί με "ιατρικούς και ψυχιατρικούς όρους" και απ' την οποία υποφέρουν ήδη ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι. Αυτή η "ασθένεια της αλλαγής" σχετισμένη "με τη φαινομενικά παράλογη αντίσταση ενάντια στην αλλαγή, όπως αυτή προβάλλεται από άτομα και ομάδες", απαιτεί μια "νέα θεωρία της προσαρμοστικότητας" που να απορρέει από μια νέα μέθοδο. Η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να είναι η μέθοδος των παλαιότερων που μελετούσαν το παρελθόν για να φωτίσουνε το παρόν. Η μέθοδος στηρίζεται στο φωτισμό του παρόντος από το μέλλον. Η ακριβής πρόβλεψη της φυσιογνωμίας του μέλλοντος μπορεί "να μας καλλιεργήσει μια βαθιά αντίληψη του παρόντος" και να μας κάνει ικανούς να κατανοήσουμε αποτελεσματικά τα προσωπικά και κοινωνικά μας προβλήματα[27].
Η κρίση, συνεπώς, σύμφωνα με τον Τόφλερ είναι κρίση της προσαρμοστικότητάς μας μπροστά στις αλλαγές- αλλαγές οι οποίες προκάλεσαν, σε όλες τις πριοχές του ατομικού και κοινωνικού βίου, "το τέλος της μονιμότητας". Εκείνο λοιπόν που έχουμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε την προσαρμογή μας στο παρόν κοιτάζοντας (αντλώντας αισιοδοξία από) το μέλλον.
4. Μια ανάλογη προς τον Τόφλερ άποψη διατυπώνει ο W. Zapf, ο οποίος εναποθέτει την ευθύνη της προσαρμογής μας στις εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα. Τις "δυσλειτουργίες" που παρατηρούνται στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες ο Zapf δεν τις αντιλαμβάνεται ως "συστημικές κρίσεις", αλλά ως "κρίσεις προσαρμογής" και "κρίσεις επιλογής" που προκαλούνται από τις επιτυχίες που έχουν επιδείξει σε όλα τα επίπεδα ο θεσμός της ανταγωνιστικής δημοκρατίας και το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Οι κρίσεις είναι προϊόν μερικών αλλαγών που επιφέρει η οικονομικο- τεχνολογική ανάπτυξη στην παραδοσιακές βιομηχανίες και στη δομή της απασχόλησης. Όμως δεν αλλάζει μόνο η δομή της απασχόλησης και της παραγωγής, αλλά και η ίδια η ζωή. Οι δημιουργούμενες νέες ανάγκες και συμπεριφορές υποχρεώνουν και ωθούν το πολιτικό σύστημα να προσαρμόσει τις πολιτικές του και να κάνει "επιλογές". Στη διαδικασία αυτή ενδέχεται το πολιτικό σύστημα να εμπλακεί σε προσωρινές κρίσεις[28],[29].
5. Τη διαμάχη όσον αφορά την κατανόηση του όρου "κρίση" τη βρίσκουμε και στους σύγχρονους Έλληνες στοχαστές, όπως για παράδειγμα στον Π. Κονδύλη και στον Κ. Καστοριάδη.
Γράφει σχετικά ο Π. Κονδύλης: "Το γεγονός π. χ. ότι στην πνευματική παραγωγή των τελευταίων εκατό χρόνων τον τόνο τον έδωσαν απαισιόδοξα μοτίβα, γίνεται κατανοητό ή αισθητό ως ένδειξη ή απόδειξη του ότι στο ίδιο διάστημα η ιστορία προχωρούσε απλώς από το κακό στο χειρότερο. Έτσι παραγνωρίζεται η αποφασιστική πολεμική διάσταση αυτής της απαισιοδοξίας, η οποία δεν αναφερόταν σε οποιαδήποτε πραγματικότητα (άλλωστε η πραγματικότητα γνωρίζει μόνο συμβάντα και όχι ηθικά εμπνευσμένες αποτιμήσεις τους° πραγματικές είναι μονάχα οι υπάρξεις που επιχειρούν τέτοιες αποτιμήσεις, καθώς και οι συνέπειες της δράσης, την οποία υποκινούν οι αποτιμήσεις αυτές), αλλά στρεφόταν ως ιδέα εναντίον άλλων ιδεών, και μάλιστα εναντίον της αστικής αισιοδοξίας της προόδου. Παρόμοια, η κατάλυση των αστικών ηθικών και αισθητικών κανονιστικών αρχών ανάγεται σε μια βαθειά κρίση της κοινωνίας και του ανθρώπου, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν ότι ακριβώς χάρη στην κατάλυση τούτη μπόρεσαν να επιβληθούν εκείνοι οι τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς που αποδείχτηκαν απαραίτητοι για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας. Αν άλλωστε παίρναμε την έννοια της κρίσης στην κυριολεξία και αθροίζαμε όλες τις κρίσεις, όσες ισχυρίστηκαν διάφοροι ότι έλαβαν χώρα σε διάφορα χρονικά σημεία των Νέων Χρόνων, τότε θα αναγκαζόμαστε να συμπεράνουμε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες από καιρό θα έπρεπε να έχουν καταρρεύσει"[30].
Η παραπάνω αντίληψη, που κυριαρχείται από την πίστη στο τεχνικό πνεύμα, βρίσκει σαν αντίποδά της τη θέση του Καστοριάδη, ο οποίος τονίζει: "Το αίσθημα ότι περνάμε κρίση συνιστά την ίδια την κρίση". Η θέση όμως αυτή, όπως εξηγεί ο ίδιος, δεν σημαίνει αμφισβήτηση της κρίσης. Δεν σημαίνει πως η κοινωνία πιστεύει πως βρίσκεται σε κρίση ενώ δεν βρίσκεται. Δεν σημαίνει πως η κατάσταση σε πολλούς τομείς ακόμα και των πλουσίων χωρών δεν είναι απαράδεκτη. Η θέση σημαίνει πρωταρχικά πως "δεν πρέπει να ψάξουμε την κρίση μόνο μέσα στα αντικειμενικά γεγονότα". Η αίσθηση του κόσμου "ότι υπάρχει αδιέξοδο, και ακόμα πιό σημαντικό, ότι όλα είναι εις μάτην", η απογοήτευση και η απέχθεια απέναντι στους πολιτικάντηδες που αδρανοποιούν την κοινωνία και την αποστερούν από την εκδήλωση των πλέον δημιουργικών και ιστορικών της δυνατοτήτων, είναι η ίδια η κρίση[31].
4. Αντικειμενική και υποκειμενική διάσταση της κρίσης
1. Ο Habermas, αξιώνοντας να διερευνήσει κατά τρόπο επιστημονικό την "κρίση", επιχειρεί πρώτα να διευκρινίσει την αντικειμενική και συγχρόνως την υποκειμενική διάσταση της κρίσης. Γράφει: "Πριν από την υιοθέτηση του όρου ως κοινωνικού-επιστημονικού όρου, η έννοια της κρίσης μας ήταν γνωστή από την ιατρική χρήση της. Σε εκείνο το πλαίσιο αναφέρεται στη φάση μιας ασθένειας κατά την οποία αποφασίζεται εάν ή όχι οι αυτο-θεραπευτικές δυνάμεις του οργανισμού είναι ικανές για ανάρρωση. Η κρίσιμη διαδικασία, η ασθένεια, εμφανίζεται σαν κάτι αντικειμενικό. Μία μεταδοτική ασθένεια, για παράδειγμα, επέρχεται από εξωτερικές επιδράσεις πάνω στον οργανισμό° και οι αποκλίσεις του οργανισμού από την σκοπούμενη κατάσταση-την κανονική, υγιή κατάσταση- μπορεί να παρατηρηθεί και να μετρηθεί με τη βοήθεια εμπειρικών παραμέτρων. Η συνείδηση του ασθενούς δεν παίζει κανένα ρόλο σε αυτό° το πώς αισθάνεται, το πώς βιώνει την ασθένειά του, είναι το πολύ- πολύ ένα σύμπτωμα μιας διαδικασίας που ο ίδιος πολύ σπάνια μπορεί σε κάποιο βαθμό να την επηρεάσει"[32].
2. "Εντούτοις, δεν θα μιλούσαμε για κρίση- τη στιγμή που ιατρικά είναι ένα ερώτημα περί ζωής και θανάτου- εάν ήταν μόνο ζήτημα μιας αντικειμενικής διαδικασίας που τη βλέπουμε εξωτερικά και εάν ο ασθενής δεν ήταν υποκειμενικά επίσης αναμεμειγμένος σ' αυτή τη διαδικασία. Η κρίση δεν μπορεί ν' αποχωρισθεί από την οπτική γωνία αυτού που την υφίσταται- ο ασθενής βιώνει την αδυναμία του απέναντι στην αντικειμενικότητα της ασθένειας μόνο και μόνο επειδή είναι ένα υποκείμενο καταδικασμένο σε παθητικότητα και προσωρινά στερημένο της δυνατότητας να είναι ένα υποκείμενο σε πλήρη κατοχή των δυνάμεών του. Συσχετίζουμε, συνεπώς, με τις κρίσεις την ιδέα μιας αντικειμενικής δύναμης που στερεί το υποκείμενο από κάποιο μέρος της κανονικής του κυριαρχίας. Το να συλλάβουμε μια διαδικασία ως κρίση σημαίνει να αποδώσουμε σ' αυτή σιωπηλά μια κανονιστική σημασία- η επίλυση της κρίσης επιφέρει μια απελευθέρωση του υποκειμένου που είχε συλληφθεί από αυτή"[33].
Η υποκειμενική διάσταση της κρίσης γίνεται πιό καθαρή, ισχυρίζεται ο Habermas, καθώς περνάμε από την ιατρική στην "δραματουργική έννοια της κρίσης", η οποία αναδείχνει το ζήτημα της προσωπικότητας. Γράφει: "Στην κλασσική αισθητική, από τον Αριστοτέλη στον Χέγκελ, κρίση σημαίνει το σημείο αντιστροφής μιας αναπόδραστης διαδικασίας που, παρά την πλήρη αντικειμενικότητά της, δεν επιβάλλεται απλώς εξωτερικά και δεν παραμένει εξωτερική ως προς την ταυτότητα των προσώπων που είναι αιχμαλωτισμένα σ' αυτή. [...]. Η αντίθεση, η οποία εκφράζεται στην καταστροφική αποκορύφωση της διαμάχης, είναι εγγενής στη δομή του συστήματος δράσης και στα συστήματα που συνθέτουν την προσωπικότητα των κύριων χαρακτήρων. Η μοίρα εκπληρώνεται στην αποκάλυψη των αντιμαχόμενων κανόνων έναντι των οποίων οι ταυτότητες των συμμετεχόντων συντρίβονται, εκτός και αν είναι ικανές να αναλάβουν τη δύναμη να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους διαλύοντας την μυθική δύναμη της μοίρας μέσω του σχηματισμού νέων ταυτοτήτων"[34].
4. Την έννοια της κρίσης επιχειρεί να την αποστασιοποιήσει ο Habermas από το μαρξιστικό οικονομίστικο ή τεχνικιστικό πνεύμα, αναδείχνοντας τη σημασία του υποκειμένου. Συσχετίζει προς τούτο την κρίση με τη δοκιμασία που υφίσταται το πρόσωπο στην αρχαία τραγωδία και με τη σωτηριακή αντίληψη της ιστορίας. Γράφει σχετικά: "Η έννοια της κρίσης που αναπτύχθηκε στην κλασική τραγωδία έχει επίσης ένα αντίστοιχο προς την έννοια της κρίσης που εκφράζει η ιδέα της ιστορίας σαν διάσωσης [σωτηρίας ή λύτρωσης]. Αυτή η μορφή σκέψης εισήχθη στις εξελικτικές κοινωνικές θεωρίες του δέκατου ένατου αιώνα μέσα από τη φιλοσοφία της ιστορίας του δέκατου ένατου αιώνα. Έτσι ο Μαρξ ανέπτυξε, για πρώτη φορά, μια κοινωνική-επιστημονική έννοια της κρίσης του συστήματος° είναι έναντι αυτού του υπόβαθρου που μιλάμε σήμερα περί κοινωνικής και οικονομικής κρίσης"[35].
Συνεχίζεται
ΠΗΓΕΣ
[1] Πλάτωνος, Σοφιστής, (Εισ.-Μετφ.- Σχ. Δημήτρης Γληνός), Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, χ.έ.
[2] Αριστοτέλους το Όργανον, (Μετφ. Επιμ. Αριστείδης Παπανδρέου), Αθήνα: Εκδ. Ι. Β. Βασιλείου, 1990, σ. 89.
[3] Αριστοτέλους, Πολιτικά, (Μετφ.- Εισ.- Σημ. Νικ. Παρίτση), Αθήνα: Πάπυρος, 1975, σ. 140.
[4] C. Singer, A history of biology, London, 1950, σ. 4. Η αναφορά από την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του John D.Bernal: Η επιστήμη στην ιστορία, Τομ.I, (Μετφ. Ε.Ι.Μπιτσάκης), Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, 1982. σ. 214.
[5] C. Singer, A short history of medicine, Oxford, 1928, σ. 229. Από τον Bernal, Η επιστήμη στην ιστορία, ό. π. σ. 214.
[6] Απάνθισμα σοφίας: Αρχαία ρητά και αποφθέγματα, (Επιμέλεια: Σ. Παπασταματίου, Α. Χατήρας), Αθήνα: "O.E.E. 'Ατλας", σ. 475.
[7] Είναι προφανές ότι η αρχαία ελληνική έννοια του κρίνειν ως αποφαίνεσθαι συνάπτεται με τη θεολογική (χριστιανική) έννοια του Θεού-δικαστή που βλέπει και κρίνει δικαίους και αδίκους ή της μέλλουσας "κρίσης" όπου καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του.
[8] Πλάτωνος, Φίληβος ( ή Περί ηδονής, ηθικός), (Εισ.-Μετφ.- Σημ. Δ. Ι. Αυγερινού), Αθήνα: Πάπυρος, Τομ. 5ος, 1975.
[9] 'Oπως σημειώνει ο Ιωάννης Συκουτρής: "Είναι θεμελιώδης αρχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ότι η εξέλιξις δεν είναι τι άπειρον, όπως πιστεύομεν σήμερον, αλλ' έχει ένα πέρας, το οποίον είναι και πέρας αλλά και σκοπός της εξελίξεως° και τα δύο εκφράζει η λέξις τέλος, εξ ης παράγεται και το τελικός και το τέλειος. Τοιούτον τέλος είναι η φύσις εκάστου πράγματος, δηλαδή η μορφή εκείνη της εξελίξεως, καθ' ήν το εξελισσόμενον πραγματοποιεί ολοκληρωμένον και άρτιον ό,τι υπάρχει ήδη εις τον ορισμόν αυτού: οίον γαρ έκαστον έστιν της γενέσεως τελεσθείαης, ταύτην φαμέν την φύσιν είναι εκάστου (Πολιτ. 1252b 32). Κατά τον Αριστοτέλην άρα, η εξέλιξις της τραγωδίας έχει συμπληρωθή° ό,τι βήμα γίνη πέραν τούτου, θα μας οδηγήση κατ' ανάγκην έξω της εννοίας της τραγωδίας, εις άλλο λογοτεχνικόν είδος" (Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, Μετφ. Σ. Μενάρδου, Εισαγωφή, κείμενον και ερμηνεία Ι. Συκουτρή, Ακαδημία Αθηνών, Εστία, 1936, σχόλιο 4, σ. 40). Η τραγωδία για τον Αριστοτέλη είναι "μίμησις όχι ανθρώπων, αλλά πράξεως και βίου, και η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία συμβαίνει εν πράξει, και ο σκοπός είναι είδος πράξεως, ουχί ποιότης" (Περί Ποιητικής 1450 α). 'Οπως σημειώνει ο Συκουτρής: "Τα πρόσωπα του δράματος δεν λαμβάνονται ως αυτοτελείς προσωπικότητες, τας οποίας περιγράφει στατικώς και ηρεμούσας ο ποιητής° αλλ' ως κέντρα και αφετηρία δράσεως και αντιδράσεως, εις την επαφήν των δηλαδή προς άλλα πρόσωπα και άλλας δυνάμεις εξωτερικάς ή ηθικάς, και ως πρόσωπα που ζούν. [...]. Η ευδαιμονία είναι ψυχής ενέργεια κατ' αρετήν (Ηθικά Νικ. 10891 16)° είναι πράξις, όχι απλή ψυχική κατάστασις, όπως πιστεύουν σήμερον" (ό. π. σ. 58).
[10] Ι. Συκουτρής, ό. π. σ. 53.
[11] ό. π. σ. 56
[12] ό. π. σ. 59.
[13] ό. π. σ. 66.
[14] Ραίημον Αρόν, Συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει (τομ. Β'), (Μετφ. Πέτρου Ρούσου), Αθήνα: Σιδέρης, 1980, σ. 342
[15] ό. π. σσ. 339-341
[16] Σωκράτης Γκίκας, Φιλοσοφικό Λεξικό, ό. π. σ. 169.
[17] Edmund Husserl, Η κρίση του Ευρωπαίου ανθρώπου και η φιλοσοφία (Μετφ. Θεόδωρος Λουμπασάκης), Αθήνα: Eκδ.'Ερασμος, 1991, σσ. 21-22
[18] Hλίας Κατσούλης, Γιοαχίμ Ράσκε κ, ά., Τα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (Τόμος Α), Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1990, σ.75.
[19] Σ. Γκίκας, Φιλοσοφικό Λεξικό, ό. π. σ. 312.
[20] Μάρτιν Χάϊντεγγγερ, Εισαγωγή στη μεταφυσική, (Εισ.-Μετφ.-Επιλ. Χρήστος Μαλεβίτσης), ΑΘήνα: Δωδώνη, 1973, σ. 68.
[21] Ραίημον Αρόν, ό.π. σ. 447
[22] ό. π. σ. 446
[23] ό. π. σ. 447
[24] ό. π. σ. 446
[25] 'Αλβιν Τόφλερ, Το τρίτο κύμα, (Μετφ. Ερ. Μπαρτζινόπουλος), Αθήνα: Κάκτος, 1982, σ. 24
[26] Τόφλερ, 'Αλβιν. Το Σοκ του Μέλλοντος (Μετφ. 'Ελσα Νικολάου), Αθήνα: Κάκτος, 1991, σσ.15-16
[27] ό. π. σ. 18
[28] Κατσούλης, Ράσκε, ό. π. σσ. 107-109.
[29] W. Zapf, Zur Diskussion um Krise und Innovationschancen in westlichen Demokrantien, στο, M. Kasse (Hrg), 1986. Υποσημείωση από τους Κατσούλη- Ράσκε, ό. π.
[30] Κονδύλης, Παναγιώτης. Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός. Τόμοι Ι,ΙΙ. Αθήνα: Θεμέλιο, 1993. Τομ. Ι. σ. 326
[31] Συνέντευξη του Κ. Καστοριάδη στον Roger-Pol Droit της εφημερίδας Monde, Εφ. Βήμα 15-12-1991
[32] Jurgen Habermas, Legitimation crisis, (Tr. Thomas McCarthy), Great Britain: Polity Press, 1988, σ.1. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γερμανική με τον τίτλο: Legitimationsprobleme im Spatkapitalis mus, Suhrkamp Verlag, 1973.
[33] ό. π. σ. 1.ΠΓΗ:ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Σχόλια