Στη Χαλκιδική το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα – Οι αναφορές του Θουκυδίδη και τα αγιορείτικα έγγραφα
Στη γη της Χαλκιδικής βρίσκεται το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα και συγκεκριμένα στο Ποσείδι, στην περιοχή που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν αρχαία Μένδη. Ο ναός βρισκόταν σε λειτουργία για περισσότερα από 1000 χρόνια και υπάρχουν αναφορές σε αυτόν από τον Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα. Εκτιμάται ότι κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα.
Του Θάνου Χερχελετζή
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτίρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος αυτού. Το τελευταίο, που είναι και το αρχαιότερο, χρονολογείται από την πρωτογεωμετρική περίοδο, δηλαδή μεταξύ 11ου και 10ου αι. π.Χ.. Το δάπεδό του συγκεκριμένου κτιρίου είναι πήλινο και οι τοίχοι είναι από μεγάλες κροκάλες. Τα υπόλοιπα κτίσματα χρονολογούνται από τον 7ο-6ο π.Χ. αι., ενώ ο κυρίως ναός από τον 5ο π.Χ. αι.
Όλα τα κτίρια είχαν λατρευτικό χαρακτήρα και παντού διακρίνονται βωμοί που χρησιμοποιούνταν για θυσίες, ενώ υπάρχουν και χώροι που χρησίμευαν για να γίνονται οι τελετές, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω.
Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάρος που διασώζεται μέχρι και σήμερα.
Η αρχαία Μένδη
Όπως διαβάζουμε σε κείμενο της αρχαιολόγου Ε. Μπ. Τσιγαρίδα στην ιστοσελίδα «Οδυσσευς» του Υπουργείου Πολιτισμού, η αρχαία Μένδη βρίσκεται στη χερσόνησο της Παλλήνης στη Χαλκιδική και αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές αποικίες της Ευβοϊκής Ερέτριας. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών η κατοίκησή της ξεκινά στoν Α΄ ελληνικό αποικισμό.
Η Μένδη γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, κυρίως εξαιτίας των εξαγωγών του περίφημου Μενδαίου οίνου.
Το ιερό του Ποσειδώνα
To ιερό του Ποσειδώνα στην χώρα της αρχαίας Μένδης εκτείνεται στην επίπεδη επιφάνεια του αμμώδους ακρωτηρίου Ποσείδι. Σε κείμενο της αρχαιολόγου Σοφίας Μοσχονησιώτη στον συλλογικό τόμο «Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία – Προς τη γένεση των πόλεων – Ιερό του Ποσειδώνα στο Ποσείδι», διαβάζουμε ότι όπως διαπιστώθηκε από τη γεωλογική έρευνα το ιερό καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση μιας αμμώδους χερσονήσου, μήκους 150 περίπου μέτρων και πλάτους 60, έτσι ώστε τα κτίριά του να προβάλλονται μέσα στη θάλασσα, όπως οι αντίστοιχοι ναοί στο Σούνιο και τη Νάξο. Η γεωμορφολογία του ακρωτηρίου μεταβλήθηκε σημαντικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, λόγω των αποθέσεων και μετατοπίσεων της άμμου από τις τρικυμίες αλλά και των μεγάλων σεισμικών ρηγμάτων. Η πυκνή διάταξη των τεσσάρων κτιρίων που έχουν προς το παρόν ερευνηθεί, υποδηλώνει την έλλειψη διαθέσιμου χώρου, κανένα κτίριο ωστόσο δεν φαίνεται να είχε καταργήσει ουσιαστικά τη χρήση του αρχαιότερου, ενώ αρκετά αποσπασματική ήταν η κατάσταση διατήρησης των περισσότερων θεμελίων.
Σύμφωνα με την Σ. Μοσχονησιώτη, η πρώτη ένδειξη λατρείας στον χώρο του ιερού διαπιστώνεται από το τέλος των μυκηναϊκών χρόνων, στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 11ου αι. π.Χ. Την περίοδο αυτή ανοίχθηκε ένας αρκετά μεγάλος λάκκος, βάθους περίπου μισού μέτρου, μέσα στην άμμο, για την καύση των σφαγίων που προσφέρονταν στον θεό. Ο τύπος αυτός του κατάγειου βωμού, η εσχάρα, συναντάται κυρίως στη λατρεία των χθόνιων θεών, αυτών δηλαδή που κατοικούσαν μέσα στη γη. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένη η πρώιμη αυτή λατρεία στο ιερό της Μένδης. O Ποσειδώνας, με την ιδιότητά του ως θεού των σεισμών και των υδάτων, «γαιήοχος», κύριος δηλαδή της γης και ενοσίχθων, ήταν ένας από τους χθόνιους θεούς. Το πρωιμότερο αυτό στρώμα, το οποίο αποτελούσαν στάχτες και καμένα λιπαρά χώματα, περιείχε πολλά οστά ζώων, αλλά και όστρεα και τμήματα κυρίως από αμφορείς και κρατήρες. Σταδιακά τα υπολείμματα των θυσιών γέμισαν τον λάκκο και υψώθηκαν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ ατελείς περίβολοι ή λιθοσωροί από πέτρες και βότσαλα που τοποθετήθηκαν κατά καιρούς τα συγκρατούσαν στη θέση τους.
Το ιερό ιδρύθηκε κατά τους υπομυκηναϊκούς-πρωτογεωμετρικούς χρόνους και μέχρι την ελληνιστική περίοδο, αποτελεί το πρωιμότερο μέχρι σήμερα ιερό της Μακεδονίας και ένα από τα πρωιμότερα σε ολόκληρο τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η εποχή της ιδιαίτερης ακμής του, ωστόσο, ανάγεται στη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.
Τα κτίρια
Το αρχαιότερο λατρευτικό κτίριο είναι μονόχωρο αψιδωτό διαστάσεων (14,27×5,42μ.), και χρονολογείται στον 11ο αιώνα π.Χ. Είχε λίθινη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή. Στο εσωτερικό του, αλλά και γύρω από αυτό αποκαλύφθηκαν επάλληλα στρώματα θυσιών και άλλων τελετουργιών, που χρονολογούνται από τον 12ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ξεκίνησε η κατασκευή του κτιρίου Γ, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.. Είναι μια οβάλ κατασκευή, διαστάσεων 25,20×7μ., η οποία πρέπει να ήταν σε χρήση μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ., οπότε επισκευάσθηκε το δάπεδο, ενώ κατασκευάσθηκε αναβαθμός, ίσως για την τοποθέτηση εδράνων και κλινών.
Αβέβαιη παραμένει προς το παρόν η χρήση του ορθογώνιου κτιρίου Β, διαστάσεων 20×16μ., στα ΝΔ του χώρου, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ..
Περίπου στα μέσα του 5ου αιώνα κατασκευάζεται, τέλος, το κτίριο Α, διαστάσεων 23,20×8,35μ., στο κέντρο περίπου του ανεσκαμμένου χώρου. Είχε το σχήμα αρχαίου ναού με πρόδομο και σηκό, ενώ είχε θεμελιωθεί πάνω σε στρώμα θυσιών του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ., όπου αφθονούσαν τα οστά ζώων, τα όστρεα, καθώς και τα πήλινα αγγεία.
Συστηματική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στο ιερό από την ΙΣΤ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, υπό τη Διεύθυνση της Ι. Βοκοτοπούλου, στο διάστημα 1990-1994.
Η αναφορά του Θουκυδίδη στο Ιερό του Ποσειδώνα
Στο ιερό του Ποσειδώνα στη Χαλκιδική αναφέρεται και ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του. Γράφει χαρακτηριστικά:
Οι Αθηναίοι ανακτούν την Μένδην
129. Όταν ο Βρασίδας επέστρεψεν από την Μακεδονίαν εις την Τορώνην ευρήκεν ότι η Μένδη είχεν ήδη, καταληφθή από τους Αθηναίους, και επειδή εθεώρησεν αδύνατον επί του παρόντος να διαβή εις την Παλλήνην, προς βοήθειαν των Μενδαίων και των Σκιωναίων, έμενεν εκεί ήσυχος φυλάττων την Τορώνην. Τωόντι, την εποχήν περίπου που ελάμβαναν χώραν τα γεγονότα της Λυγκηστίδος, οι Αθηναίοι, προς εκτέλεσιν του σχεδίου, επί τη βάσει τον οποίου είχαν ετοιμασθή, εξεστράτευσαν δια θαλάσσης εναντίον της Μένδης και της Σκιώνης, με μοίραν στόλου πενήντα πλοίων από τα οποία δέκα ήταν Χιακά, με χιλίους Αθηναίους οπλίτας και εξακοσίους τοξότας, χίλιους μισθοφόρους Θράκας και επί πλέον με πελταστάς, τους οποίους εχορήγησαν οι εκεί σύμμαχοι. Αρχηγοί της εκστρατείας ήσαν ο Νικίας, υιός του Νικηράτου, και ο Νικόστρατος, υιός του Διειτρέφους.
Εκκινήσαντες δ’ από την Ποτείδαιαν με τον στόλον, προσήγγισαν πλησίον εις το Ποσειδώνιον, από όπου εβάδισαν εναντίον των Μενδαίων. Οι τελευταίοι, μαζί με τριακοσίους Σκιωναίους που είχαν έλθει εις βοήθειάν των και, τους Πελοποννησίους επικούρους, επτακόσιοι εν συνόλω οπλίται, υπό την αρχηγίαν του Πολυδαμίδου, είχαν προ μικρού στρατοπεδεύσει εκτός της πόλεως, επάνω εις οχυρόν λόφον. Ο Νικίας, επί κεφαλής εκατόν είκοσι ψιλών Μεθωναίων, εξήντα Αθηναίων επιλέκτων οπλιτών και όλων των τοξοτών, επεχείρησε να τους επιτεθή επί του λόφου, ανερχόμενος από μίαν ατραπόν, αλλ’ ένεκα των απωλειών που υφίσταντο οι άνδρες του δεν ημπόρεσε να εκβιάση την άνοδον.
Όλος ο άλλος στρατός, υπό την αρχηγίαν του Νικοστράτου, ενώ προσεπάθει από άλλον μακρύτερον πλάγιον δρόμον ν’ αναβή εις τον λόφον, ο οποίος ήτο απόκρημνος, περιέπεσεν εις πλήρη αταξίαν, και ολίγον έλειψε να νικηθή ολόκληρος ο στρατός των Αθηναίων. Την ημέραν επομένως αυτήν, ένεκα της ισχυράς αντιστάσεως των Μενδαίων και των συμμάχων των, οι Αθηναίοι υπεχώρησαν και εσχημάτισαν στρατόπεδον ενώ οι Μενδαίοι, όταν ενύκτωσε, επέστρεψαν εις την πόλιν.
Πληροφορίες-πηγές: Δήμος Κασσάνδρας, Ιερό Ποσειδίου / Υπ. Πολιτισμού, Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία – Προς τη γένεση των πόλεων – Ιερό του Ποσειδώνα στο Ποσείδι, Θουκυδίδης, Ιστορίαι
Σχόλια