Χρονικό του 1940 / του Ηλία Βενέζη
Οἱ Ἕλληνες κάμαμε πολοὺς πολέμους καὶ πολλὲς ἐπαναστάσεις, ὥσπου τέλος κουράστηκαν. Γι᾿ αὐτὸ μαζέψαν μὲς στὰ σύνορά τους ἀπ᾿ τὴν Ἀσία κι᾿ ἀπὸ ἄλλα μέρη ὅλους τοὺς χριστιανοὺς κι᾿ εἴπανε: «Τῶρα πιὰ νὰ ᾿συχάσουμε». Ζοῦσαν τὴν ταπεινὴ καὶ δύσκολη ζωὴ τῶν βουνῶν καὶ τῶν θαλασσῶν τους ἄρχοντες καὶ λαός, θέλανε πολὺ τὴν εἰρήνη, κ᾿ οἱ γραμματικοὶ γράφανε βιβλία ποὺ λέγανε γιὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης.
Τότες ἔτυχε καὶ μπῆκαν πάλι τὰ μεγάλα Ἔθνη τοῦ κόσμου σὲ ἄμάχη θανάσιμη. Οἱ Ἕλληνες, ὅταν τὸ μάθανε, εἶπαν:
«Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε νὰ μοιράσουμε μὲ κανένα γείτονά μας γῆ γιὰ θάλασσα. Θὰ μείνουμε σὲ εἰρήνη».
Καὶ μεῖναν κάμποσο καιρὸ σὲ εἰρήνη. Μὰ ἐπειδὴ εἶχαν πολλὰ λιμάνια καὶ θάλασσες ποὺ ἦταν περάσματα τῶν καραβιῶν, ἕνας μεγάλος γείτονάς τους, ἄρχισε πολὺ νὰ τοῦς πειράζει μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Ἀνήμερα τῆς Παναγίας, Αὐγούστου 15, ὁ λαὸς τῶν βουνῶν καὶ τῶν ψαράδων τῆς Ἑλλάδας, πῆγε μὲ πολλὰ καράβια νὰ προσκυνήσει τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἕνα νησὶ στὸ Ἀρχιπέλαγο. Ἦταν συνήθεια σὰν τέτοια μέρα νὰ πηγαίνει στὸ νησὶ μαζὶ μὲ τὰ καράβια κ᾿ ἕνα πολεμικό. Ἔφτασε στὸ νησὶ τὸ πολεμικὸ καράβι, ἔριξε ἄγκυρα καὶ στάρισε τὶς παντιέρες του. Τότες ὁ κακὸς γείτονας, ποὺ ἤθελε νὰ βάλει σὲ μπελᾶ τοὺς Ἕλληνες, κρυμμένος μὲς στὴ θάλασσα, ἔριξε τορπίλα καὶ βούλιαξε τὸ πολεμικὸ, σκότωσε κάμποσους κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ναῦτες. Ἔριξε καὶ στὰ καράβια τῶν προσκυνητάδων, καὶ πολὺς θρῆνος θὰ γινόταν ἀνάμεσα σὲ γυναῖκες καὶ παιδιά, ἂν δὲν τύχαινε ἕνας μῶλος τοῦ λιμανιοῦ, ὅπου πῆγαν καὶ σκάσαν οἱ τορπίλες.
Τότες ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων πολύ θύμωσε, θύμωσε κ᾿ ἡ Παναγία, ὅμως εἶπαν: «Ἂς κάμουμε πὼς δὲ βλέπουμε, νὰ μείνουμε σὲ εἰρήνη».
Ὅταν, ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἄνθρωπος σταλμένος ἀπ᾿ τὸν κακὸ γείτονα, πῆγε περασμένα μεσάνυχτα καὶ μήνυσε στους Ἕλληνες πὼς: «Ὁ στρατὸς μας θὰ μπεῖ σὲ τρεῖς ὧρες στὴ χώρα σας νὰ πάρει ὅ,τι θέλει ἀπὸ γῆ κι᾿ ἀπὸ θαλασσα. Καὶ νὰ μὴ κάμετε τίποτα, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ σᾶς κάμουμε γῆς μαδιὰμ, Ἔθνος τόσο μεγάλο καὶ πολὺ μοβόρο καταπὼς εἴμαστε».
Τότες οἱ Ἕλληνες θυμηθῆκαν τὴν παλιὰ ἱστορία τῆς μικρῆς τους χώρας, θυμηθῆκαν πόσες φορὲς τὰ βάλανε οἱ πρόγονοί τους μὲ τοὺς βάρβαρους, κάθε φορὰ ποὺ ἦταν σὲ κίντυνο ἡ λευτεριά τους, καὶ εἶπαν ὅπως πάντα, εἶπαν οἱ Ἕλληνες:
«Ἐλᾶτε νὰ τὰ πάρετε. Θὰ πολεμήσουμε».
Διαλαλήσανε τότες σ᾿ ὅλη τὴ χώρα οἱ μπουροῦδες, ποὺ εἶχαν βάλει στὰ κεραμίδια τῶν σπιτιῶν, πὼς ὁ τόπος κιντυνεύει καὶ θὰ γίνει πόλεμος.
Τὸ τί ἔγινε, τότες, μὲ τὰ ξημερώματα, δὲν λέγεται. Οἱ μπουροῦδες μουγκρίζανε ὅμοια μὲ ζωντανὰ ποὺ τὰ σφάζουν, οἱ ἄνθρωποι στὶς πολιτεῖες τρέχανε, πῆραν τὸ μήνυμα στὰ βουνὰ οἱ βοσκοὶ, κι᾿ οἱ ψαράδες στὶς θάλασσες, ὅλα τὰ πλεούμενα γύρισαν πλώρη, κι᾿ ὅλοι οἱ βοσκοὶ τρέχαν νὰ πάρουν τ᾿ ἄρματα. Στὸ μεταξὺ ὁ κακὸς γείτονας ἔστειλε σιδερένια πουλιὰ στὸ γαλανὸ οὐρανὸ τῶν Ἑλλήνων καὶ ρίχνανε μπόμπες καὶ σκοτώνανε γυναῖκες καὶ παιδιά.
«Ἔ! λέγανε οἱ ξένοι ἄνθρωποι, βλέποντας τὰ γινόμενα. Τί θὰ κάμει τόσο μικρὸς λαὸς μὲ τόσο μεγάλο γείτονα; Θὰ γονατίσει σὲ μιὰ μέρα!».
Μὰ ὁ λαὸς πίστευε πὼς θὰ τὸν βοηθήσει ἡ προσβλημένη Παναγία.
«Καλὰ, περιμένετε νὰ δῆτε! Περιμένετε ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα, τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου».
Οἱ μητέρες στέλναν τ᾿ άγόρια τους νὰ πολεμήσουνε καὶ λέγαν:
«Νὰ μὴ γυρίσετε ἂν δὲ ρίξετε τὸν ἀντίχριστο στὴ θάλασσα».
Οἱ ἐκκλησίες δώσανε τὰ ἀναθήματα τῶν πιστῶν, χρυσᾶ καραβάκια καὶ ἀγγέλους καὶ ἀσημένια χέρια, κ᾿ οἱ γραμματικοὶ ποὺ γράφανε πρὶν βιβλία γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, στείλανε μήνυμα στὶς ἄλλες χῶρες καὶ εἴπανε πὼς τέτοιο ἄδικο δὲν ξαναστάθηκε, λοιπὸν θὰ ὑπερασπίσουμε τὴ γῆ μας καὶ τὴν ἐλευθερία.
Πέρασε μιὰ μέρα καὶ οἱ βάρβαροι, ποὺ λέγαν πὼς μὲ τὰ φουσάτα τους θὰ πατήσουν τὴ χώρα, δὲν μπόρεσαν νὰ μποῦν. Πέρασε κι᾿ ἄλλη μέρα καὶ πάλι δὲν μπόρεσαν, ἐπειδὴ στὰ περάσματα τῶν βουνῶν εἶχαν φτάσει οἱ Ἕλληνες καὶ τοῦς πολεμοῦσαν. Πέρασαν ἔτσι πολλὲς μέρες. Ὁ λαὸς ἔβλεπε ὁράματα μὲ ἀρχαγγέλους καὶ μαυροντυμένες γυναῖκες, κι᾿ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο:
«Περιμένετε τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου».
Κι᾿ ὅταν ξημερωσε ἡ μέρα αὐτή, μεγάλη χαρὰ ἦρθε στοὺς Ἕλληνες. Ἦρθε μήνυμα πὼς οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ψαράδες, ποὺ ξεσηκώθηκαν νὰ σταματήσουν τοὺς βάρβαρους, τοὺς κυνήγησαν μὲς στὴ χώρα τους καὶ τους πῆραν πολλὰ λάφυρα, ἄρματα καὶ φυσέκια καὶ μιὰ μεγάλη πολιτεία, τὴν Κορυτσᾶ. Τὰ γυναικόπαιδα κουβαλοῦσαν στοὺς πολεμιστὲς βόλια καὶ θροφὲς καὶ κατρακυλοῦσαν πάνω στοὺς ὀχτροὺς πέτρες καὶ τοὺς σκότωναν. Ὅσοι ὀχτροὶ γλυτῶσαν, πῆραν τ᾿ ἄγρια βουνὰ καὶ τοὺς φάγανε οἱ λύκοι.
Τότες ἔγινε μεγάλος ἑορτασμὸς στὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα τρεῖς μέρες, καὶ τὰ σπίτια βάλανε σημαῖες, καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος φόρεσε ἄμφια καμωμένα μὲ ἀσῆμι, καὶ γύρω του ἔβαλε μαυροφορεμένους ἀρχιμαδρίτες καὶ δοξάσανε τὸ Θεό. Ὁ λαὸς ἔψελνε «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῳ» καὶ οἱ γυναῖκες κλάψανε σιωπηλὰ ὅταν μνημόνεψαν τοὺς σκοτωμένους πολεμιστές.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
«Νέα Ἑστία», 1 Ιανουαρίου 1941
Σχόλια