Στὸν πανηγυρικὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε ὁ Στρατὴς Μυριβήλης ἀναφέρει καὶ ἕνα ὡραῖο ἐπεισόδιο. Ὁ σπουδαῖος λογοτέχνης μας εἶχε ἐξασφαλίσει ἄδεια ἀπὸ τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο γιὰ νὰ ἀνεβεῖ τὶς παγωμένες ἀετοράχες τῆς Πίνδου καὶ νὰ παρευρεθεῖ θεατὴς στὸν πανεθνικὸ συναγερμὸ τοῦ Σαράντα. Εἶδε πολλὰ καὶ θαυμαστά. Διαβάζω: «Ἕνας φαντάρος ἔπιασε αἰχμάλωτο ἕναν Ἰταλὸ λοχία, τὴν ὥρα ποὺ ὁ λόχος του δέχτηκε στὰ σκοτεινὰ τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση. Ὁ Ἰταλὸς ἑτοιμαζόταν νὰ τὸν μαχαιρώσει στὰ μουλωχτὰ μὲ τὴν ξιφολόγχη του. Ἔπιασε τὸ χέρι του, τὸ δάγκωσε καὶ τὸν ἀφόπλισε.
-«Πῶς σοῦ ἦρθε καὶ δὲν τὸν σκότωσες μὲς στὴν νύχτα;», τὸν ρώτησα.
|
Στρατής Μυριβήλης
|
-«Νὰ σᾶς πῶ» μοῦ εἶπε. «Ἐκείνη τὴν ὥρα, ἔτσι ποὺ μὲ ξάφνιασε, ἑτοιμαζόμουν νά τοῦ τὴν φέρω. Οἱ σύντροφοί του, ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει τὸν αἰφνιδιασμό, τὸ ᾿βαλαν στὰ πόδια καί τὸν ἄφησαν. Ὅπου τόνε κοίταξα στὴ φέξῃ τῆς φωτιστικῆς ρουκέτας. Ἦταν ὄμορφο παλληκάρι. Λυπήθηκα νὰ τὸν χαλάσω». Καὶ γέλασε σὰν παιδὶ γιὰ τὴν ἀδυναμία του. Φαντάζομαι πὼς μόνο ἕνας Ἕλληνας πολεμιστής, ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς πολεμιστὲς τοῦ κόσμου, μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Καὶ ἡ φράση ποὺ μεταχειρίστηκε ἦταν τόσο ὡραία. Εἶπε «λυπήθηκα νὰ τὸν χαλάσω». Ὑπάρχουν εὐτυχισμένες στιγμές, ποὺ ἕνα ἄτομο, ξαφνικὰ συγκεντρώνει καὶ ἐκφράζει τὴν εὐγένεια ἑνὸς λαοῦ, μιᾶς ὁλάκερης φυλῆς». (Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, «Πανηγυρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν», σελ. 319).
Αὐτὰ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, τὴν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ποὺ «κοιμηθήκαμε ἄνθρωποι καὶ ξυπνήσαμε ἔθνος». Ὅταν ἤμασταν ἀληθινοὶ Ἕλληνες καὶ ὄχι ἀσκέρι ἀδέσποτο.
Διαβάζω γιὰ τὶς σημερινὲς προκοπὲς τῆς «ἄλκιμης» νεολαίας μας. 23 Ὀκτωβρίου 2021. «Λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα ὁμάδα 100 περίπου κουκουλοφόρων βγῆκε ἀπὸ τὸ ΑΠΘ καὶ ἐπιτέθηκε μὲ βόμβες μολότοφ σὲ διμοιρία τῶν ΜΑΤ. Οἱ ἀστυνομία ἀπώθησε τοὺς νεαρούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεψαν στὸ ΑΠΘ, γιὰ νὰ ἐπιτεθοῦν ἐκ νέου λίγα λεπτὰ ἀργότερα... Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἐντὸς τοῦ πανεπιστημιακοῦ χώρου, βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη πάρτυ οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης φυλακισμένων καὶ διωκομένων αντεξουσιαστών». (Ἀπὸ τὸν ἱστότοπο «ἐφημερίδα»).
Μάλιστα. Στὸ πρῶτο κείμενο ἀναπνέεις. Ἀνάσες λευτεριᾶς, ἡρωισμοῦ καὶ εὐγένειας. Στὸ δεύτερο πιάνεις τὴν μύτη σου ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Δυσωδία, παρακμὴ καὶ μῖσος. Ἡ ἀγέραστη Ἑλλάδα τοῦ '40 καὶ ἡ ἑτοιμοθάνατη Ἑλλάδα τοῦ 2021.
Στὸ προλογικὸ κείμενο, ἕνα νέο παιδί, στρατιώτης στὸ μέτωπο, ἀπὸ κάποιο χωριὸ τῆς πατρίδας, μὲ λίγα ἢ καθόλου γράμματα, ποὺ πρὶν ἀνέβει στὰ διάσελα τῆς ἱστορίας, πάλευε μὲ τὴ γῆ τῶν προγόνων του, τὴν καλλιεργοῦσε. Δὲν ἦταν χῶμα ἁπλό, ἦταν ἀγκαλιὰ γι᾿ αὐτόν. Ἔπαιρνε τὸν ἱδρῶτα του καὶ τοῦ ἔδινε καρπούς. Ἔπαιρνε τὴν ζωή του καὶ τοῦ ἔδινε μνήμη, εὐλάβεια, σέβας στὰ χώματα ποὺ ἦταν θαμμένοι οἱ γεννήτορες. Ἦταν ἡ πατρίδα του ἔννοια καὶ ἀξία σεπτή, ἁγία. Καὶ ἅγια ἔπραξε καὶ δὲν χάλασε τὸν αἰχμάλωτο ἐχθρό. Ἔρρεε ἡ ἱστορία τοῦ Γένους στὶς ἀρτηρίες του.
Κάποτε τὰ παλληκάρια τοῦ ἀετοῦ τῆς Ρούμελης, τοῦ Καραϊσκάκη, συνέλαβαν ἕνα δειλό, ἕναν κιοτή, σαπιοκοιλιὰ ποὺ ἔλεγε ὁ στρατηγός. Τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἡ ποινὴ γι' αὐτὸν ἦταν ὁ θάνατος. Τὸν ρώτησαν τί νὰ τὸν κάνουν, ἁρπάζοντας τὰ γιαταγάνια. «Ἄν τὸν σκοτώσετε θὰ πράξετε δίκαια», τοὺς λέει. «Ἄν τοῦ χαρίσετε τὴν ζωή, θὰ πράξετε ἅγια». Καὶ τοῦ χάρισαν τὴν ζωή, γιατί καὶ αὐτὸς εἶχε τὸ «φύσημα τοῦ Θεοῦ» μέσα του ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Μακρυγιάννης.
Ἔξω ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἑλληνόπουλα κι αὐτά. Μὲ μόρφωση καὶ ξένες γλῶσσες. Μπουκωμένα ἀπὸ μεταπτυχιακὰ καὶ διδακτορικὰ χαρτιά. Μεγαλωμένα μὲ χειρότερη τιμωρία ποὺ καταδικάσαμε τὰ παιδιά μας. Νὰ μήν τοὺς λείπει τίποτε. Μὲ τὰ θαυμάσια παιδικὰ δωμάτια, σκαρφαλωμένα σὲ κάποιον ὄροφο πολυκατοικίας. Μοσχοαναθρεμμένες μοναχοκόρες καὶ μοναχογιοὶ οἱ περισσότεροι. Μέ τὴν, καταπῶς λένε τὰ τελευταῖα χρόνια, «κλασσικὴ Ἑλληνίδα μαμά», δοῦλα του καὶ ὑπηρέτρια.
Παρένθεση. Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ κλασσικὴ Ἑλληνίδα μητέρα. Αὐτὴ εἶναι τὸ κακέκτυπό της. Διαβάζω στὴν τότε, τοῦ 1940, ἐφ. «Πρωία», μιὰ ἐπιστολὴ μιᾶς μάνας, χήρας ἀπὸ τὸ Μέγαρα, ποὺ μόλις εἶχε λάβει τὸν πολεμικὸ σταυρὸ ἀνδρείας τοῦ σκοτωμένου γιού της.
«Ὁ Δημητρός μου, ὁ μοναχογιός μου, ὁ προστάτης τῶν τριῶν κοριτσιῶν μου, ἔπεσε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος. Χαλάλι τῆς πατρίδας ὁ Δημητρός μου. Ἄς ἤτανε νὰ πέθαινα κι ἐγὼ πολεμῶντας μαζί του. Ζήτω ἡ Ἑλλάς». (Ἀπὸ τὸν τόμο «ὁ τύπος στὸν ἀγῶνα»). Αὐτὴ εἶναι Ἑλληνίδα μάνα καὶ ὄχι κάποια «κλασσικὴ» μαμά τοῦ σήμερα, πού, μὲ τὸ κινητὸ στὸ χέρι, ἀνατρέφει τὸν αὐριανὸ «ἀνδρεῖο» κουκουλοφόρο γιό της.
Ἔβγαιναν οἱ λόχοι τῶν... κουκουλοφλώρων ἀπὸ τὰ ἀπόρθητα καὶ ἄσυλα ὁρμητήριά τους στὸ ΑΠΘ. Καὶ ποιοὺς στόχευαν μὲ τὶς βόμβες τους; Τὴν ἀστυνομία. Πῶς λέγεται αὐτό, χωρὶς νὰ τὰ μπογιατίζουμε μὲ ἀριστερόμυαλες ἀνοησίες καὶ ἰδεοληψίες; Ἐμφύλιες διαμάχες. Ποιός τρίβει τὰ χέρια του; Ὁ λύκος ἀπέναντι. Ποιὸν λάκκο σκάβουμε; Τὸν δικό μας. Ποιός φταίει; Ἄς γράψει ὁ καθένας μας τὴν ἀπάντηση. Μόνο νὰ σκεφτοῦμε πολὺ πρὸς τὰ ποῦ θὰ στρέψουμε τὸν δείκτη τοῦ χεριοῦ μας. (Ἡ παράνοια εἶναι χωρὶς ὅρια. Ἑνώθηκαν ὀρδὲς κουκουλοφόρων μὲ ρομάδες, ἀπειλῶντας γιὰ ἀντίποινα. Ὅταν ἔπεφτε νεκρὸ ἕνα παιδάκι στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου του, στὴν Ἀθήνα, ἀπὸ ἀεροντουφεκιὲς τῶν ρομάδων, ποῦ ἦταν οἱ κουκουλοφόροι νὰ διαμαρτυρηθοῦν; Καὶ τὸ ἔγκλημα παραμένει ἀνεξιχνίαστο. Τί νὰ πεῖ κανείς;).
Πίσω πάλι στὰ «μεγάλα χρόνια», στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἤξερε νὰ ἀντιστέκεται, στὴν τρανὴ πατρίδα ποὺ εἶχε τὰ μάτια της στραμμένα στὸν οὐρανό. Ὁ συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στὸ βιβλίο του «Τὸ περιβόλι τῶν θεῶν», (σελ. 135), περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Μεταξᾶ στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» καὶ τὴν στιχομυθία μὲ πληγωμένο στρατιώτη:
«-Ποῦ πληγώθηκες ἐσύ, παιδί μου;
-Στὸ Ιβάν!
-Ἔ, τὸ Ιβὰν τὸ τιμωρήσαμε! Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ.
-Ναί, ἔπεσε κ. Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν πρώτη ἀντίσταση, ἔπρεπε νὰ μᾶς θυσιάσει ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε».
Ἄς τιμήσουμε μεθαύριο κατὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ ΟΧΙ, κάποιους «κλασσικοὺς Ἕλληνες» ποὺ ἤξεραν νὰ ποῦν γιατί, ἐδῶ καὶ εἰκοσιπέντε αἰῶνες, ὁ Αἰσχύλος, θέλησε νὰ τοῦ γράψουν στὸν τάφο του ἐπιτύμβιο, ὄχι πὼς στάθηκε ὁ ποιητὴς τῆς «Ὀρέστειας», ἀλλὰ ὅτι πολέμησε στὸν Μαραθῶνα.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Σχόλια