Καποδίστριας: O μεγάλος αναμορφωτής και οι εχθροί του
Η πρόσφατη, πρόχειρη αλλά από θεσμικό περιβάλλον, επιχείρηση προσβολής του Ιωάννη Καποδίστρια, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση τον προβληματισμό για τις βαθιές ρίζες της νεοελληνικής καθυστέρησης. Το έργο του πρώτου Κυβερνήτη είναι βέβαια γνωστό και αναμφισβήτητο, και γι’ αυτό, η «πονηρή» κριτική εστιάζει στις μεθόδους και στον τρόπο διακυβέρνησης. Ας δούμε λοιπόν αυτόν τον τρόπο, έστω συνοπτικά.
Στις 3 Απριλίου 1827, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση με το Στ΄ Ψήφισμά της εξέλεγε ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, με επταετή θητεία, τον Ιωάννη Καποδίστρια, γνωστό για τη λαμπρή του σταδιοδρομία στη ρωσική αυτοκρατορία. Η Επανάσταση περνούσε τραγικές στιγμές, ο Κιουταχής κυριαρχούσε στη Στερεά Ελλάδα και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Η φιλαρχία, η ιδιοτέλεια και ο φθόνος, μετά από δύο εμφυλίους πολέμους, οδηγούσαν με βεβαιότητα στην καταστροφή. Συγχρόνως όμως εμπέδωναν στον λαό τη συνείδηση για το αδιέξοδο του πολυαρχικού συστήματος και την ανάγκη για μια ισχυρή αρχή που θα ήταν αξιόπιστη για διεθνή διαπραγμάτευση, ειδικά σε μια φάση που η Αγγλία φαινόταν για πρώτη φορά διατεθειμένη να μεσολαβήσει για κατάπαυση των εχθροπραξιών και αναγνώριση ενός έστω αυτόνομου κράτους. Έτσι ο λαός υποδέχθηκε ως σωτήρα τον Κυβερνήτη που έφθασε τελικά στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 αφού με ποικίλους τρόπος η αγγλική πολιτική και οι εν Ελλάδι ολιγαρχικοί προσπάθησαν να ματαιώσουν την έλευσή του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας μέσα σε ελάχιστους μήνες αναζωογόνησε την Επανάσταση, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση, αντιμετώπισε το οξύ οικονομικό πρόβλημα, ανασύνταξε σε στρατό τις δυνάμεις ατάκτων. Στο διπλωματικό πεδίο, τόσο στο ζήτημα της πολιτειακής μορφής του ελλαδικού κράτους (αν θα ήταν δηλαδή αυτόνομο και φόρου υποτελές στον σουλτάνο που θα είχε και λόγο στην εκλογή ηγεμόνα ή ανεξάρτητο) όσο και στο ζήτημα των συνόρων (μόνον η Πελοπόννησος), οι εξελίξεις ήταν εντυπωσιακές. Εκμεταλλευόμενος αριστοτεχνικά τον ανταγωνισμό των τριών μεγάλων δυνάμεων για επιρροή στο υπό δημιουργίαν νεοελληνικό κράτος πέτυχε κάτι που φαινόταν όνειρο το 1827.
Πόσοι ξέρουν όμως ότι αυτός εκμαίευσε την αποστολή γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο (για να διώξει τον Ιμπραήμ που συνέχιζε τη δράση του και μετά το Ναυαρίνο) συνιστώντας στο Παρίσι να μην αφήσει στη Ρωσία την αποκλειστική δόξα της συνδρομής στην Επανάσταση λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε το 1828; Πόσοι ξέρουν ότι πριν φθάσει ο γαλλικός στρατός εκμαίευσε από τους Άγγλους τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας για αποχώρηση του Ιμπραήμ, για να μη λάβει ο γαλλικός στρατός τις δάφνες και τους τίτλους του απελευθερωτή;
Αυτές οι διπλωματικές επιτυχίες όμως ήταν που θα πληρώνονταν πανάκριβα: με τη λυσσώδη αντιπολίτευση και τελικά τη ζωή του Κυβερνήτη. Ιδιοτελείς ή με πρόωρες ιδεολογικές αγκυλώσεις δυνάμεις που πλήττονταν από την ίδρυση ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης και τη δημιουργία σύγχρονου εθνικού κράτος (ζητώντας αποζημιώσεις για όσα ξόδεψαν στον Αγώνα ή είσπραξη των φόρων), επιδίδονταν στην υπονόμευση, μη διστάζοντας να συνεργάζονται με το εξωτερικό, κυρίως με την αγγλική πολιτική που ενεθάρρυνε κάθε διαπραγματευτική αποδυνάμωση του Καποδίστρια και της Ελλάδας ώστε να καταδειχθεί ότι οι σπαρασσόμενοι Έλληνες ήταν ανώριμοι για το εκτεταμένο κράτος που απαιτούσαν. Ας έρθουμε λοιπόν στα περί «δικτάτορα»:
Στις 30 Δεκεμβρίου 1828 το «Πανελλήνιον» (που είχε αντικαταστήσει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση η οποία με δική της απόφαση είχε αυτοδιαλυθεί) υπέβαλε στον Κυβερνήτη σχέδιο εκλογικού νόμου για ανάδειξη της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, το οποίο αφαιρούσε το δικαίωμα ψήφου από τους ακτήμονες και τους ετερόχθονες επειδή οι τάξεις αυτές θεωρούνταν φιλοκαποδιστριακές. Ο Καποδίστριας αντέδρασε και επέβαλε αλλαγές στη σύνθεση του «Πανελλήνιου» ώστε να ψηφιστεί ένας νέος πολύ δημοκρατικότερος αυτού που πρότεινε η αντιπολίτευση εκλογικός νόμος. Να ψηφίζουν δηλαδή όλοι οι Έλληνες το γένος, χωρίς οικονομικές προϋποθέσεις, όπως ήθελαν οι «δημοκρατικοί» του αντίπαλοι. Οι εκλογές αποτέλεσαν πραγματικό θρίαμβο για τον Κυβερνήτη. Η παμψηφία των 236 πληρεξουσίων δεσμευόταν από τους εκλογείς να υποστηρίξει οποιαδήποτε πρόταση του Καποδίστρια.
Η Δ΄ Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στις 11 Ιουλίου 1829. Εξ αρχής ο Κυβερνήτης αποσαφήνισε ότι η μόνιμη, συνταγματική οργάνωση της εσωτερικής διοίκησης του κράτους θα γινόταν μετά το τέλος του πολέμου και τη συνθήκη ειρήνης που θα αποσαφήνιζε τα όρια και τον πληθυσμό του.
Δεν έμενε λοιπόν στην αδίστακτη αντιπολίτευση τίποτε άλλο πέραν της ανταρσίας. Πρωταγωνιστούν οι πλοιοκτήτες της Ύδρας που απέρριπταν όλες τις προτάσεις του Καποδίστρια, για καταβολή της πρώτης δόσης των αποζημιώσεων σε οικογένειες πεσόντων και ανέργων ναυτικών, ενώ οι πλοιοκτήτες επέμεναν να πάρουν αυτοί την αποζημίωση με βάση τον αριθμό των πλοίων και αντιδρούσαν ακόμη και όταν ο Καποδίστριας κατέστησε ελεύθερο κάθε δασμού το λιμάνι της Ύδρας. Μάταια.
Οι Υδραίοι δεν αποδέχονταν την ύπαρξη εθνικού στόλου, ήθελαν να ναυλώνουν αυτοί, χωρίς κρατικό έλεγχο τα πλοία τους. Η ανταρσία κλιμακώνεται με τη σύσταση «Συνταγματικής Επιτροπής» ενώ πολλές περιοχές αρνούνταν να αποδώσουν τους τελωνειακούς δασμούς υπονομεύοντας την εθνική οικονομική προσπάθεια. Στην ανταρσία προσχωρεί και η Μάνη, όπου συγκροτείται «κυβέρνηση», λεηλατούνται τα τελωνεία και οι πρόσοδοι της επαρχίας που έπρεπε να δοθούν στο κρατικό ταμείο.
Σε μια στιγμή που ο Καποδίστριας πάσχιζε να πείσει τους ξένους πως δημιουργείτο ισχυρό κράτος για να επεκτείνει τα σύνορα και να λάβει το πολυπόθητο δάνειο, οι ολιγαρχικοί εμφάνιζαν με προκηρύξεις την Ελλάδα ανίκανη να κυβερνηθεί. Ούτε η προκήρυξη νέων εκλογών ούτε η παροχή αμνηστίας εκτόνωναν την κατάσταση, την οποία πυροδοτούσαν ο Γάλλος και ο Άγγλος πρέσβης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αποφασίσει στις 14 Αυγούστου αποκλεισμό της Ύδρας, όπου γινόταν απόπειρα για παράνομη Συνέλευση.
Οι νέες εκλογές που προκήρυξε ο Καποδίστριας θα έδιναν το τελικό πλήγμα στην αντιπολίτευση ενώ οι εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο έφταναν σε εκπληκτικά αποτελέσματα. Τι έμενε στην ολιγαρχία και τον κατσαπλιαδισμό; Η φυσική εξόντωση του Κυβερνήτη. Και όχι μόνο προχώρησαν σε αυτήν αλλά και πανηγύρισαν το γεγονός ότι η ελπίδα για μιαν ανεξάρτητη Ελλάδα είχε εν τη γενέσει της ενταφιαστεί. Αυτό το ένιωσε ωστόσο ο επαναστατημένος λαός.
Ο θρήνος και οι εκδηλώσεις οδύνης υπήρξαν ανείπωτες για τον Κυβερνήτη που με οξεία εθνική συνείδηση αλλά και ευρωπαϊκό «αέρα», ήταν ο μόνος που μπορούσε να επιβάλει την αναγκαία εθνική ενότητα στις ομάδες που καταδυνάστευαν τον τόπο και τον κρατούσαν δέσμιο οθωμανικών ηθών. Αυτό το τέλος θα αποδεικνυόταν σύντομα αλλά και σε βάθος χρόνου μια από τις αιτίες που το αίτημα εθνικής ολοκλήρωσης και πολιτικού εκσυγχρονισμού, παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας τραγικά αδικαίωτο. Διακόσια χρόνια μετά το νεοελληνικό κράτος είναι ακόμη στα χέρια του δεξιού ή του αριστερού κοτζαμπασισμού.
Αναδημοσίευση από το Ποντίκι. Το άρθρο δημοσιεύτηκε εκεί με τον τίτλο “Ήταν δικτάτορας ο Καποδίστριας;”
Σχόλια