Έχει άραγε νόημα σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων;
Του Γιώργου Καραμπελιά από το slpress.gr
Έχει νόημα ο πατριωτισμός στην εποχή μας; Ή μήπως αποτελεί κάτι ιστορικά ξεπερασμένο, μια απλή ιδεολογία δεμένη με το παρελθόν, ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου η ιστορία έχει καταστεί κυριολεκτικά παγκόσμια; Πολλές φορές, όσοι ιδιαίτερα προερχόμαστε από την Αριστερά και έχουμε αναφορές σε μια ιδεολογία οικουμενικών και πλανητικών διαστάσεων, έχουμε αναρωτηθεί μήπως έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Μήπως τελικώς έχουν δίκιο οι εθνομηδενιστές που διακηρύσσουν την ιστορική υπέρβαση της εποχής των εθνών και την μετάβαση σε μια εποχή υπερεθνικών ή μάλλον μεταεθνικών ενοτήτων.
Είναι προφανές, βέβαια, πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη ιστορική καμπή, πλανητικών διαστάσεων, που δεν αφορά μόνο τον Ελληνισμό αλλά το ίδιο το ανθρώπινο είδος, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι ακόμα και της αυθυπέρβασής του μέσα από την παραγωγή ενός νέου είδους, του αποκαλούμενου μετανθρώπου. Όλα τα έθνη βρίσκονται λοιπόν μπροστά στην απειλή της βύθισής τους στη χοάνη μιας παγκοσμιοποίησης που δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτισμική αλλά πρωτίστως τεχνολογική. Μέχρι που η πανδημία ήλθε να μας υπενθυμίσει τα προφανή…
Προσωπικά, επειδή δεν αντλώ τον εθνισμό μου από μια αποκλειστική προσκόλληση στο ιστορικό παρελθόν του έθνους μας, θέτω συχνά στον εαυτό μου τα σχετικά ερωτήματα. Και κάθε φορά καταλήγω στην ίδια απάντηση, grosso modo: Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του τρέχοντος αιώνα, συνεχίζεται και θα συνεχιστεί η πορεία των εθνών και μάλιστα οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, για να καταλάβουν μια καλύτερη θέση σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Και εμείς οι Έλληνες κινδυνεύουμε μέχρι το τέλος του αιώνα με ιστορική έκλειψη.
Κατά συνέπεια οι Έλληνες, εάν θέλουν να συνεχίσουν να επιβιώνουν ως συλλογικό υποκείμενο, είναι υποχρεωμένοι να βαδίσουν κυριολεκτικώς ενάντια στην Ιστορία, που μοιάζει να τους έχει καταδικάσει. Και αν είναι αλήθεια πως όλοι οι πολιτισμοί γεννιούνται και πεθαίνουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους φορείς τους, δηλαδή τους λαούς και τα έθνη. Έτσι, μπορεί ο αρχαίος περσικός πολιτισμός να έχει σβήσει εδώ και πολλούς αιώνες, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με το ιρανικό έθνος.
Η περιπλάνηση
Ο ελληνισμός, εκκινώντας από την αρχική του κοιτίδα, στις όχθες του Αιγαίου Πελάγους, διέτρεξε μια ιστορία 3000 χρόνων κατά την οποία –ουσιαστικά μέχρι το 1922– είχε κατ’ εξοχήν εξωστρεφή χαρακτηριστικά και άρδευσε πολλούς ξένους πολιτισμούς και ηπείρους. Επηρέασε καθοριστικά τον παγκόσμιο και κατ’ εξοχήν τον δυτικό και χριστιανικό πολιτισμό, εξαντλώντας εν πολλοίς την αρχική του ορμή και την πολιτισμική και πληθυσμιακή του πυκνότητα μέσα από αυτή τη διασπορά.
Το 1922, λοιπόν, έλαβε τέλος, οριστικά, αυτός ο κλασικός τρόπος ύπαρξης του Έλληνα ανθρώπου. Έκτοτε, εισήλθαμε σε μια περίοδο εντεινόμενης παρακμής που διαρκεί ήδη 100 χρόνια και επιδεινώνεται, απειλώντας μας και με ιστορική εξαφάνιση. Οι Έλληνες, μετά από μια μακρά περιπλάνηση στις γειτονιές όλου του κόσμου, όπου έσπειραν τον πολιτισμό τους, γύρισαν πλέον, ως Νεοέλληνες, στην ιστορική τους κοιτίδα, γερασμένοι, εξαντλημένοι, συρρικνωμένοι.
Μόνο μια μεγάλη γενιά μέχρι σήμερα, η “Γενιά του ’30”, από τον Σεφέρη μέχρι τον Πικιώνη, επιχείρησε να ανιχνεύσει μια ιστορική διέξοδο μέσα από τη δημιουργική αναβίωση των αξιών του ιστορικού Ελληνισμού, στον “στενό τόπο” που πλέον ορίζει τη μοίρα μας. Ωστόσο, αυτό το μήνυμα, παρότι ισχυρό, δεν μπόρεσε να ριζώσει σε τέτοια έκταση στο λαϊκό σώμα και στην πολιτική πραγματικότητα ώστε να εγκαινιάσει μια νέα, τέταρτη ιστορική περίοδο του Ελληνισμού.
Και όμως, αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να μη συντριβούμε. Και βέβαια, όπως υπογράμμιζε ο Παναγιώτης Κονδύλης, δεν αναφερόμαστε στην υποθετική στιγμή που «θα καταρρεύσουν ταυτόχρονα» όλες οι εθνικές ταυτότητες, αλλά στο γεγονός ότι κάποιοι ξένοι εισβολείς θα περάσουν… τα δικά μας σύνορα. Αυτό που συνέβη προ καιρού στον Έβρο είναι μία πρώτη γεύση.
Κίνδυνος εξαφάνισης
Η σημερινή Ελλάδα κινδυνεύει με ιστορική εξαφάνιση πολύ πριν από τα υπόλοιπα έθνη. Και σε αυτή ακριβώς τη διαπίστωση εδράζεται και ο εθνισμός μου. Οι Έλληνες είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τη λογική του σκορπίσματος και της άρδευσης των ξένων λαών και πολιτισμών, που, στην τελική παρακμιακή της έκφανση, παρήγαγε το Νεοέλληνα γραικύλο, και να ξαναγίνουν Έλληνες.
Η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι η αντιστροφή της φοράς του βέλους, ώστε ο Οδυσσέας να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του. Και από εκεί, φέροντας ως ιστορικό του απόθεμα όλον τον πλούτο αυτής της μεγάλης διαδρομής («Η Ιθάκη σε έδωσεν το ωραίο ταξίδι» κατά πως μας λέει ο Καβάφης) να ξεκινήσει, εάν το κατορθώσει, μια νέα πορεία “από τα μέσα”. Κι αυτό για να μπορέσει να επιβιώσει και έτσι να ολοκληρώσει ταυτόχρονα και το ανολοκλήρωτο πρόσωπο του νεώτερου Ελληνισμού.
Όταν αναφερόμαστε σε υπέρβαση της παρακμής, αυτή έχει ως προϋπόθεση ακριβώς την “ήττα του Νεοέλληνα από τον Έλληνα”, τον οποίο φέρει ακόμα μέσα του, έστω αποδυναμωμένο, έστω εν σπέρματι. Ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, κυριάρχησε ο ανθρωπολογικός τύπος του ελισσόμενου ανάμεσα στις εξουσίες, χωρίς στέρεη πολιτιστική παράδοση, ανθρώπου.
Οι μαυραγορίτες μεταβλήθηκαν στη νέα άρχουσα τάξη, εκτοπίζοντας την παλιά αστική τάξη που καταστράφηκε στον πόλεμο. Στην πολιτική κυριάρχησαν οι θεραπαινίδες των μεγάλων δυνάμεων και όχι μόνο στα “αστικά” κόμματα, αλλά και στην κομμουνιστική Αριστερά. Έτσι ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη του Νεοέλληνα σε γραικύλο, που αδιαφορεί για την πολιτιστική του κληρονομιά, καταστρέφει το φυσικό και δομημένο περιβάλλον και μαϊμουδίζει κραυγαλέα όλα τα ξένα πρότυπα και μόδες.
Ελίτ του γραικυλισμού
Αυτός ο γραικύλος Νεοέλληνας κατέλαβε σταδιακώς την πολιτική και πνευματική εξουσία και εξόρισε το ελληνικό ήθος, την αυστηρότητα, την ντομπροσύνη, την αξιοπρέπεια στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Στην καλύτερη περίπτωση, το εξόρισε σε προστατευμένους ιδιωτικούς χώρους και μικροπεριβάλλοντα. Ο Έλληνας άνθρωπος και οι αξίες του καταποντίστηκαν κάτω από την κυριαρχία των ελίτ του γραικυλισμού.
Τι τρανότερο παράδειγμα από την κυριαρχία για τόσα χρόνια ενός πολιτικού όπως ο Τσίπρας και όλων όσων σέρνει πίσω του, μόνη επιδίωξη των οποίων είναι η ηροστράτεια κατεδάφιση όποιας αξίας έχει μείνει ακόμα όρθια. Δηλαδή, μετά την κρίση του παραδοσιακού ταξιδευτή και οικουμενικού Έλληνα, που όργωνε τα πελάγη και τις ηπείρους, αναδύθηκε ως υποκατάστατό τους μια παρακμιακή μορφή ατζέντηδων και γραικύλων, που μισούν τον πολιτισμό που γέννησε αυτός ο τόπος.
Εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, από πού άραγε μπορεί να αντλήσει κανείς την οποιαδήποτε αισιοδοξία; Μόνο σκάβοντας στο λαϊκό σώμα και στο κομμάτι της ψυχής μας που παραμένει συνδεδεμένο, έστω με μια μικρή κλωστή, με τη μεγάλη παράδοση, τις αξίες και τον πολιτισμό μας, μπορεί να βρει κανείς τις δυνατότητες μιας οποιασδήποτε ανάκαμψης.
Και επειδή τα ψέματα έχουν τελειώσει και η ανάκαμψη είναι προϋπόθεση για την επιβίωσή μας, θα μπορούσαμε ίσως, μέσα από μια μεγάλη και μακράς πνοής ανορθωτική και επαναστατική πορεία, να εγκαινιάσουμε αυτό που θεωρώ μια αναγκαία τέταρτη στιγμή στη διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού. Πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με μια απλή “επιστροφή στην παράδοση”, αλλά μέσα από τη χρησιμοποίησή της ως το λίπασμα που θα γονιμοποιήσει και θα πυροδοτήσει αυτό που ο Σεφέρης έλεγε “ελληνικό ελληνισμό”, δηλαδή έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στην παράδοσή μας.
Σχόλια