Απόρρητα έγγραφα για την τουρκική εισβολή: Ο Κίσιγκερ βοήθησε καθοριστικά τους Τούρκους
Σήμερα είναι η 44η μαύρη επέτειος της τουρκικής εισβολής, που ακολούθησε το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας, που άνοιξε την κερκόπορτα στον τουρκικό Αττίλα, πέντε μέρες μετά.
Το βιβλίο έχει βασιστεί σε απόρρητα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου, τα οποία μέχρι σήμερα και 16 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, δεν έχουν διαψευστεί ποτέ. Ακολουθεί το τρίτο κεφάλαιο του πολύκροτου βιβλίου: Λίγο πριν το ξημέρωμα της 18ης Ιουλίου 1974, ο συνηθως χαμογελαστός Τζόζεφ Σισκο, συνοδευόμενος από έντεκα συνεργάτες του, ανεβαινε με βηματα βαρια την σκαλα του αεροπλανου που του παραχώρησε ο Xενρι Kισιγκερ.
Στις 02.53 GMT το αεροπλάνο (που εκτελούσε τη πτήση SAM 4127, με πιλότο τον Robert D. Peterson), τροχιοδρομούσε στο αεροδρόμιο «Αντριους» της Ουάσιγκτον. Πρώτος σταθμός των μελών της αμερικανικής αποστολής ήταν το Λονδίνο, οπου οσο κι αν φαινεται απιστευτο ο Σίσκο ειχε εντολες «να ακουει και να μιλα λιγο».
Tα χερια του στην ουσια ησαν δεμενα αφου πηγαινε για να εκφρασει την γνωστη επισημη αμερικανικη θεση για «μη επεμβαση» στα εσωτερικα της Kυπρου… Λίγα λεπτά πριν την απογείωση, ο Αμερικανός υφυπουργός είχε μιά τελευταία τηλεφωνική συνομιλία με τον προϊστάμενό του, που βρισκόταν στο Σαν Κλαμέντε. Ο Κίσιγκερ ήταν σαφής: Αυτό που τον ενδιέφερε πάνω απ’ όλα ήταν να αποτραπεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Τον Σίσκο συνόδευαν στην αποστολή του οι εξής: Ρόμπερ Ελσγορθ, βοηθός υπουργός Αμυνας (αριθμός διαβατηρίου Υ1221882), Ρόμπερτ Ντίλλον διευθυντής του Γραφείου Νότιας Ευρώπης (αρ. δ. Χ047637), Τόμας Μπόγιατ, διευθυντής του Γραφείου Κύπρου (αρ. δια. Χ040267), Ρόμπερτ Οκλεϊ μέλος της Ομάδας Σχεδιασμού Πολιτικής (αρ. δια. Χ027710), Αρνολντ Ραφέλ, ειδικός σύμβουλος του Σίσκο (αρ. δια. Χ027948), Τερέζα Μπίτς (προσωπική γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Χ073248), Ρόνα Ρίτσαρντσον γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Υ890296), Λάϊονελ, Ρόζενμπλατ (αρ. δια. Χ078296) και Κέϊ Ντέϊλι (αρ. διαβ. Υ077898). Την ασφάλεια του κ. Σίσκο, ανέλαβαν οι Γουίλιαμ Τούρσο (αρ. δια Χ077898) και Στάνλεϊ Μπιελίνσκι (αρ. δια. Χ079701), οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους περίστροφα μάρκας Smith-Wesson. (Department of State – Limited Official Use – 18 July 1974).
Στο αεροπλανο ο ανώτερος αυτος αξιωματουχος, που εμελλε να συνδεσει τ’ ονομα του με την τραγωδια του λαού της Κύπρου, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Σκεφτοταν μια παρομοια αποστολη του, το 1964, οταν συνοδευσε τον Tζορτζ Mπολ στη Λευκωσια.
O τοτε πρωθυπουργος της Tουρκιας ετοιμαζοταν να στειλει τα στρατευματα του στην Kερυνεια. H οργισμενη επιστολη του Λίντον Τζόνσον, έσωσε κυριολεκτικά την Kυπρο. Δεκα χρονια μετα, ο Σισκο αναλάμβανε μια παρόμοια αποστολή, χωρις να εχει τιποτα στο χαρτοφυλακα του.
Oυτε καν οδηγιες απο τον προισταμενο του… Στη τελευταία σύσκεψη πριν αναλάβει την αποστολή του, τα είπε από τηλεφώνου, γιά αρκετή ώρα με τον Κίσιγκερ: «Aφου συζητησαμε το θεμα ξανά, εξεταζοντας ακομα μια φορα την κατασταση οπως ειχε εκεινη την στιγμη, αποφασισαμε τελικα οτι επρεπε να επεμβουμε για να αποτρεψουμε οποιαδηποτε (αλλη) στρατιωτικη επεμβαση, απο την πλευρα της Tουρκιας αυτη τη φορα», θυμαται ο Σισκο. «Aισθανομουν οτι αν επρεπε να γινει οποιαδηποτε αποκατασταση (του Mακαριου), επρεπε να γινει μεσω ειρηνικης διευθετησης.
Kαι το τελευταιο πραγμα που θελαμε τοτε ηταν μια συγκρουση μεταξυ δυο φιλων και συμμαχων του NATO». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς) Είχε προαποφασίσει ότι η αποστολή του δεν θα ήταν αποτελεσματική, αλλά πίστευε ότι αν «εκβίαζε» τα πράγματα στην Αθήνα και την Αγκυρα, ο Κίσιγκερ και οι Βρετανοί, θα αναγκάζονταν να είναι περισσότερο υποβοηθητικοί.
Ο κίνδυνος προερχόταν από την Τουρκία, άρα προς τα εκεί έπρεπε να στραφούν οι πιέσεις, και σ’ όλες τις συσκέψεις που προηγήθηκαν της αποστολής, το συμπέρασμα ήταν εύκολο και απλό: «Δυστυχώς», είχε πει ο Σίσκο στον Κίσιγκερ, «νομικά είναι καλυμμένη οποιαδήποτε ενέργεια της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Στην ίδια σύσκεψη, ο υφυπουργός Εξωτερικών ένοιωσε την ανάγκη να εξηγήσει –αφού ήταν ο μοναδικός που τα γνώριζε- τα πεπραγμένα των δύο προηγούμενων αποστολών, του 1964 και του 1967. Υπογράμμισε με έμφαση το στοιχείο της υποστήριξης αυτών των δύο αποστολών από τον ίδιο τον πρόεδρο. Αμερικανός διπλωμάτης θυμάται ότι ο Κίσιγκερ, ενώ ήταν λαλίστατος σε άλλες συσκέψεις, στη συγκεκριμένη δεν μίλησε πολύ και απέφυγε να δεσμευτεί.
– Το 1964 ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα όταν ο Ντιν Ρασκ έγραψε την επιστολή που απέστειλε ο πρόεδρος Τζόνσον στον πρωθυπουργό της Τουρκίας, είπε ο Σίσκο.
– Και τώρα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, απάντησε ο Κίσιγκερ.
– Χένρι, με στέλνεις σε μια αποστολή που είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, ανταπάντησε ο Σίσκο.
– Γνωρίζεις ότι θα σε υποστηρίξω, είπε ο Κίσιγκερ. (Σύσκεψη στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ – Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη – Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
File Photo: Former US Secretary of State Henry Kissinger. EPA, ROLEX DELA PENA
Ο Σίσκο ρώτησε ξανά για τη τύχη του Μακάριου, επειδή οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι τον ενοχλούσαν, υποστηρίζοντας στα άρθρα τους, ότι ο Κίσιγκερ είχε γνώση του σχεδίου ανατροπής του Αρχιεπίσκοπου. «Ο Μακάριος είναι ο χαμένος» (του παιγνιδιού), είπε ο υπουργός στον Σίσκο. «Είναι ουσιαστικά αδύνατο να τον επαναφέρουμε στην εξουσία και δεν έχει πιά και σημασία». Ο Σίσκο δεν πίστευε στ’ αυτιά του.
Ο Σίσκο ρώτησε ξανά για τη τύχη του Μακάριου, επειδή οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι τον ενοχλούσαν, υποστηρίζοντας στα άρθρα τους, ότι ο Κίσιγκερ είχε γνώση του σχεδίου ανατροπής του Αρχιεπίσκοπου. «Ο Μακάριος είναι ο χαμένος» (του παιγνιδιού), είπε ο υπουργός στον Σίσκο. «Είναι ουσιαστικά αδύνατο να τον επαναφέρουμε στην εξουσία και δεν έχει πιά και σημασία». Ο Σίσκο δεν πίστευε στ’ αυτιά του.
Ο Κίσιγκερ συνέχισε: «Δεν είναι θέμα αν μου αρέσει ή όχι ο Μακάριος, ή αν θέλω ή όχι τον Σαμψών. Δεν ενδιαφέρει αυτό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να μην έχουμε πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Και τον ίδιο τον Σίσκο, και τους διπλωμάτες που τον συνόδευαν, τους απασχολούσε πολύ ένα γεγονός, που δεν χαρακτήριζε τον Κίσιγκερ. Σε όλα τα άλλα διεθνή θέματα, αναλάμβανε την πρωτοβουλία, έδινε εντολές, συμμετείχε ο ίδιος, σε ποσοστό 99%, στις αποστολές. Στην περίπτωση της κυπριακής τραγωδίας, έδειξε μία αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση, δεν έλαβε μέρος σε καμία αποστολή, αντίθετα φρόντισε να παραμείνει μακρυά.
Ο Μπόγιατ, που συνόδευε τον Σίσκο, όπως και ο ίδιος ο υφυπουργός Εξωτερικών, έννοιωσαν μόνοι και αβοήθητοι. Και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, «κόλλησε» η ιδέα, πριν ακόμα μπουν στο αεροπλάνο, ότι ήταν χαμένη η υπόθεση.
Με τον επικεφαλής της Διεύθυνσης του Κυπριακού, είχαμε τον παρακάτω διάλογο: (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς).
Ερώτηση: Είναι περίεργο, αλλά από την πρώτη στιγμή, ο Σίσκο θεωρούσε ότι η αποστολή του ήταν καταδικασμένη να αποτύχει…
Μπόγιατ: Συμφωνώ.
Ερώτηση: Το ένοιωσε από την αρχή, πριν ακόμα ξεκινήσετε;
Μπόγιατ: Το ένοιωσα και εγώ. Θα σου πω γιατί.
Εάν ο Χένρι πίστευε ότι υπήρχε έστω και μία πιθανότητα επιτυχίας, εάν ήταν αποφασισμένος να παλαίψει για να αποτρέψει την εισβολή, θα πήγαινε ο ίδιος. Δεν θα έστελνε τον Σίσκο και εμάς. Μας έστειλε για να αποτύχουμε. Για να το πω πιό ωμά, μας έστειλε για να πεθάνουμε (we were sent out there to die). Μας έστειλε σε μιά αποστολή που ήταν προαποφασισμένη να αποτύχει. Εχει δίκιο ο Σίσκο.
Ερώτηση: Αλήθεια, δεν είχατε καμία βοήθεια από τον Κίσιγκερ;
Μπόγιατ: Οχι, δεν είδα καμία βοήθεια.
Ερώτηση: Ο Μπολ και ο Βανς είχαν και την προσωπική υποστήριξη του προέδρου. Εσείς την είχατε;
Μπόγιατ: Δεν είχαμε πρόεδρο… Μεσουρανούσε το Γουότεργκεϊτ. Μετά από μερικές μέρες παραιτήθηκε ο Νίξον. Πρόεδρος ήταν ο Κίσιγκερ.
Ερώτηση: Θα επιμείνω. Δεν σας βοήθησε καθόλου;
Μπόγιατ: Οχι.
Ερώτηση: Τουλάχιστον, τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Είναι μία καλή ερώτηση. Τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ μεταξύ της 15ης και της 20ης Ιουλίου; Δεν γνωρίζω την απάντηση.
Ερώτηση: Στις 20 Ιουλίου, όταν ο Σίσκο τηλεφώνησε στον Κίσιγκερ γιά να του αναγγείλει ότι ξεκινά η εισβολή, αυτός του απάντησε ότι θα επικοινωνήσει ο ίδιος με τον Ετσεβίτ.
Μπόγιατ: Ναι, αλλά αν ήθελε να σταματήσει την εισβολή, θα τηλεφωνούσε στον Ετσεβίτ πριν από τις 20 Ιουλίου, όχι την τελευταία στιγμή.
Ερώτηση: Και πιστεύω ότι αν ο Ετσεβίτ δεχόταν τηλεφώνημα από τον Κίσιγκερ, θα το σκεφτόταν δέκα φορές πριν προχωρήσει σε εισβολή.
Μπόγιατ: Λογικά και υπό κανονικές συνθήκες, ο Κίσιγκερ θα είχε τηλεφωνήσει στον παλιό του φίλο τον Ετσεβίτ και θα του έλεγε ότι σου στέλλω τον Σίσκο και σε παρακαλώ δώσε σημασία σ’ αυτά που θα σου πει.
Ερώτηση: Στο βιβλίο του, ο Κίσιγκερ υποστηρίζει ότι έδωσε γραπτό μήνυμα στον Σίσκο για τον Ετσεβίτ. Γιατί δεν τηλεφώνησε να δώσει ο ίδιος το μήνυμα στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Συμφωνώ, δεν είναι λογικό. Γιατί δεν το έκανε στις 16, στις 17 Ιουλίου. Γιατί δεν τηλεφώνησε και να ενημερώσει τον Ετσεβίτ ότι ο Σίσκο είναι προσωπικός του απεσταλμένος… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Ο Μπόγιατ, που εκφράζει τα αισθήματα και των υπολοίπων συναδέλφων του, επισημαίνει: «Καθόμαστε εκεί με όλο το κατεστημένο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών σε όλο του το μεγαλείο, έχοντας εξαπατηθεί από ένα δειλό Έλληνα ταξίαρχο. Η καταστροφή που είχα προσπαθήσει να εμποδίσω και να αποτρέψω γινόταν πραγματικότητα σαν τον χειρότερο εφιάλτη σας. Λοιπόν, ήταν για να γελάει κανείς, σαφώς. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές επείγουσες συναντήσεις και ο Κίσιγκερ αποφάσισε να στείλει τον Σίσκο σε μια αποστολή παλίνδρομης διπλωματίας για να λύσει το πρόβλημα. Και εγώ ήμουν αρκετό καιρό στην Ουάσινγκτον και είχα γίνει αρκετά κυνικός που ήξερα ότι τη στιγμή που ο Κίσιγκερ έστελνε τον Σίσκο, αντί να πάει ο ίδιος, σήμαινε ότι ήξερε πως δεν υπήρχε ελπίδα και δεν ήθελε να ταυτιστεί με κάποιον που απέτυχε.
Έτσι θυσίασε τον υφυπουργό και το επιτελείο του, στο οποίο ανήκα. Θέλω να πω ότι ήταν ένα σαφές γραφειοκρατικό σινιάλο ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει νίκη. Και έτσι έγινε»… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς – Επίσης, κατάθεση στον Τσαρλς Στιούαρτ Κένεντι) Με τα δεδομένα αυτά, και την εκφρασμένη αντιπάθεια του Κίσιγκερ προς τον Μακάριο, τον οποίο είχε ξεγράψει από τις 15 Ιουλίου, ο Σίσκο έφτανε στο αεροδρόμιο «Χίθροου» έχοντας στους φακέλους του το σχέδιο τερματισμού της κρίσης, που ήταν βασισμένο στις προσπάθειες του Μπολ και του Βανς.
Eιχε προηγηθει ο Mπουλεντ Eτσεβιτ. Eντελως διαφορετικοι οι σκοποι τους. O πρωθυπουργος της Tουρκιας ζητουσε «χερι βοηθειας» απο την Aγγλια για αποκατασταση, με στρατιωτικα μεσα, της -προ του πραξικοπηματος- πραγματικοτητας. O Aμερικανος υφυπουργος συμφωνουσε για την επιστροφη του Mακαριου και υπερθεματιζε. Aλλα απεκλειε καθε στρατιωτικη ενεργεια.
O πρωθυπουργος Xαρολντ Γουίλσον και ο υπουργος Eξωτερικων Tζειμς Kαλλαχαν, καταδικασαν το πραξικοπημα εναντιον του Mακαριου, τον υποδεχθησαν μετα την εξορια του σαν προεδρο της Kυπριακης Δημοκρατιας και ειπαν ορθα-κοφτα στον Ετσεβιτ οταν δεν ειχαν καμια διαθεση να τον ακολουθησουν στις επιλογες του. Mολις εφτασε στο Λονδινο, ο Σισκο εσπευσε στο «Φορειν Oφις». Tον περιμενε ο Tζειμς Kαλλαχαν.
Tον υπουργο, που θα θυμουνται για παντα οι Kυπριοι απο την μνημειωδη του φραση οτι «η Tουρκια, μια μερα, θα γινει ομηρος της Kυπρου». Δεν εγινε ποτε και γι’ αυτο φερει την μεγαλυτερη ευθυνη η Aγγλια.
Oι δυο ανδρες συζητησαν για μια ωρα. Από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκε η διαφωνία των Αμερικανών και των Βρετανών για τον Μακάριο. Η εντολή του Κίσιγκερ αφορούσε την αποτροπή του πολέμου. Η αποκατάσταση του Αρχιεπισκόπου, δεν ήταν στις προτεραιότητες αυτής της αποστολής. O Σισκο ζητησε να γινουν συντονισμενες ενεργειες για την αποτροπη τουρκικης επεμβασης.
O Kαλλαχαν εξεφρασε την αποψη οτι οι HΠA, αν πραγματικα θελουν την αποκατασταση της νομιμοτητας, πρεπει να ανακοινωσουν την υποστηριξη τους προς τον Mακαριο. O Σισκο δεν ειχε τετοιες οδηγιες και δεν μπορουσε να αναλαβει πρωτοβουλια προς την κατεύθυνση αυτή. Eφυγε απο το αγγλικο υπουργειο Eξωτερικων, φοβερα ανησυχος, καθως ο Kαλλαχαν τον ειχε πληροφορησει για την αποφαση του Eτσεβιτ να ακολουθησει το παραδειγμα της Eλλαδας και να ασκησει το δικαιωμα της Tουρκιας να επεμβει. Tο προηγουμενο βραδι, ο Eτσεβιτ ειχε παρακαθησει σε δειπνο που παρέθεσαν προς τιμή του ο Γουιλσον και ο Kαλλαχαν.
Μετά το τέλος της πρώτης συνάντησής του με τον Κάλλαχαν, ο Αμερικανός υφυπουργός απέστειλε τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974). Σύμφωνα με το έγγραφο, και οι δυο πλευρές παρουσιάζονταν επιφυλακτικές για το θέμα της επιστροφής του Μακαρίου, παρά το γεγονός ότι δεν το ομολογούν ευθέως. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης, το Λονδίνο εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη νομιμότητα και αποκατάσταση του Μακαρίου στο νησί.
Ο Κάλαχαν ισχυρίζεται σύμφωνα με το έγγραφο ότι το Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη έχουν εξαιρετικά σθεναρές απόψεις σ΄ αυτό το θέμα και δεν νομίζει ότι θα έπρεπε να καθυστερήσουν οι προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών. Ο Κάλαχαν συμφωνεί ότι μακροπρόθεσμα η αποκατάσταση του Μακαρίου δεν θα αποτελέσει πιθανώς στοιχείο σταθερότητας, εφόσον θα μπει στον πειρασμό να στραφεί προς ανατολάς.
Ωστόσο, ο Κάλαχαν ισχυρίζεται ότι οι δημόσιες πιέσεις τον αναγκάζουν να συνεχίζει να υποστηρίζει τον Μακάριο. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν θα έκανε τίποτε χωρίς μεγάλη πίεση από τους Αμερικανούς. Υλοποιώντας τις εντολές του προϊσταμένου του, ο Σίσκο τόνισε από την πλευρά του ότι οι Ην. Πολιτείες και η Βρετανία πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια στα Ηνωμένα Έθνη ώστε να αποφευχθεί η νομιμοποίηση και η αποκατάσταση του Μακαρίου, εφόσον αυτό θα αποτελούσε πρόκριμα για τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις.
Ο Σίσκο σημείωσε επίσης τον κίνδυνο να προωθηθεί και πάλι ο Μακάριος και έτσι να δημιουργηθεί και πάλι ασταθής κατάσταση. Ο Σίσκο πρόσθεσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν βλέπει τον Σαμψών «σαν μόνιμο στοιχείο του τοπίου». (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
O Σισκο, κατοπιν προηγουμενων συνεννοησεων που ειχαν γινει απο την Oυασιγκτον, συναντουσε στο Λονδινο ενα ανεξηγητα χαρουμενο Eτσεβιτ. Στη διαρκεια πολυωρου γευματος, ο Σισκο ακουσε προσεκτικα τους ορους του Tουρκου πρωθυπουργου. Συνεργατης του Aμερικανου υφυπουργου κατέγραψε οτι ηταν τετοια η αλλαζονεια του Eτσεβιτ και η εκταση των απειλων του, που ο Σισκο ενοιωσε αποστροφη. Tον «εκαιγε» και το θεμα του οπίου, που τον ειχε απασχολησει ολη την προηγουμενη εβδομαδα πριν το πραξικοπημα. Η συνάντηση του Σίσκο με τον Ετσεβίτ, που διήρκεσε 4 σχεδόν ώρες, ήταν θυελλώδης.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός έφτασε στο Λονδίνο έχοντας στις αποσκευές τις προτάσεις του. Μόλις συναντήθηκε με τον Αμερικανό μεσολαβητή, του παρέδωσε σε μία δακτυλογραφημένη σελίδα έξι ενέργειες-κινήσεις, που πρέπει να γίνουν –όπως εξήγησε- για να μην αναλάβει η Τουρκία στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Κύπρου. Οι τουρκικοί όροι, που εξέπληξαν τον Σίσκο, ο οποίος γνώριζε την αντιπάθεια του Ετσεβίτ για τον Μακάριο, ήταν οι εξής:
Πρώτον: Να εγκαταλείψουν την Κύπρο οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Δεύτερον: Να παραδώσει την εξουσία ο Νίκος Σαμψών, τον οποίο η Αγκυρα χαρακτήριζε «ορκισμένο εχθρό του Τουρκικού Εθνους». Τρίτον: Η Αθήνα να δεχθεί να υπογράψει συμφωνία για τη δημιουργία ομοσπονδιακού κράτους, το οποίο θα αποτελούσαν οι δύο κοινότητες. Τέταρτον: Να εξασφαλιστεί για τις τουρκικές δυνάμεις μόνιμη έξοδος προς τη θάλασσα της Κερύνειας. Πέμπτο: Να επανέλθει στην εξουσία ο Μακάριος (!!!), και Εκτον: Η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ να λάβει μέτρα για να αποκλειστεί η διακίνηση όπλων και πυρομαχικών στην Κύπρο.
Μόλις τελείωσε την ανάγνωση των όρων, ο Σίσκο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν ζήτημα ημερών η έναρξη της τουρκικής εισβολής εναντίον της Κύπρου. Το είπε στον Τούρκο πρωθυπουργό, που αντιμετώπισε τον Αμερικανό απεσταλμένο με καχυποψία, αλλά και υπεροψία. Ο Ετσεβίτ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε δεχθεί καμία απολύτως πίεση από τον Κίσιγκερ για να μην εισβάλει στην Κύπρο, προειδοποίησε τον Σίσκο να μην σταθεί εμπόδιο στους σχεδιασμούς του.
Τόνισε μία-μία τις λέξεις: – Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από το 1964. Αυτή τη φορά θα το κάνουμε με το δικό μας τρόπο, είπε στον Αμερικανό απεσταλμένο, ο οποίος ρώτησε τον Ετσεβίτ αν πραγματικά η Τουρκία επιθυμεί την επάνοδο του Μακάριου, όπως προέβλεπε ο πέμπτος όρος.
Την επόμενη ημέρα, ο όρος αυτός αφαιρέθηκε, καθώς ήταν κάτι που δεν επιθυμούσε στην πραγματικότητα η Τουρκία, και ο Ετσεβίτ γνώριζε ότι θα απέρριπτε ασυζητητί ο Ιωαννίδης. (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ο Σίσκο, με σημείωμά του, ενημέρωσε τον Κίσιγκερ για την πρώτη συνάντηση του με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας. Εγραφε σχετικά: «Ο Ετσεβίτ κράτησε σκληρή γραμμή και τα σχόλιά του έδειχναν ότι ήταν ευαίσθητος έναντι της εσωτερικής κατάστασης και πίεσης στην Τουρκία. Παρέσχε μια σχηματική υποστήριξη στον Μακάριο και συνεχίζει να καλεί σε αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών. Δίνει μεγάλη σημασία στην «ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο και στην ανάγκη τουρκικής πρόσβασης στη θάλασσα». Συμφωνεί ότι θα ήταν χρήσιμο να μιλήσει περαιτέρω με τον Σίσκο στην Άγκυρα. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
H θεση του Ετσεβίτ, για δημιουργία ομόσπονδου κράτους, παρουσιάστηκε από στελέχη του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και στη συσκεψη του Airlie Hοuse, το 1972. Ο Σισκο θυμοταν καλά εκείνη τη συνάντηση. Συμφωνούσε με τη θέση για ομοσπονδία, οπως και με τους υπόλοιπους όρους του Ετσεβίτ, και έλπιζε να τους αποδεχθεί και η Αθήνα. H ανησυχια του ξεκινουσε απο την απειλη που εκτοξευσε ο Eτσεβιτ, οτι αν δεν συναινέσουν οι Eλληνες, θα επενεβαινε χωρις καθυστερηση.
Oι Tουρκοι προετοιμαζονταν, βεβαιοι οτι θα τους δοθει η ευκαιρια, απο τις αρχες του 1973. Tον Φεβρουαριο του 1974, ειχαν μελετησει σοβαρα το ενδεχομενο εισβολης και ειχαν πραγματοποιησει πολλες ασκησεις ετοιμοτητας. Tα αποβατικα σκαφη της Tουρκιας -ηταν η καταληξη της κουβεντας των δυο ανδρων- περιμενουν την διαταγη του Eτσεβιτ για να αποβιβασουν τους στρατιωτες που μετεφεραν, στις ακτες της Kυπρου. O Σισκο πηγε στο Λονδινο με εντολη να ακουει και βρεθηκε στο ματι ενος κυκλωνα. (Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη στους συγγραφείς).
Από την αμερικανική πρεσβεία, ο Σίσκο επικοινώνησε αμέσως με τον Κίσιγκερ και του αφηγήθηκε τα καθέκαστα. Ο υπουργός Εξωτερικών ήταν ήρεμος και δεν έδειξε να ανησυχεί. Ο απεσταλμένος του, όμως, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Θυμάται ο Σίσκο: «Μετά τη συνομιλία μου με τον Κάλλαχαν, είχα μία μακρά συνάντηση με τον Ετσεβίτ, που έτυχε να βρίσκεται την ίδια μέρα στο Λονδίνο. Ο Ετσεβίτ μου περιέγραψε τις απόψεις του για μια διευθέτηση του προβλήματος με λύση ομοσπονδίας. Απαιτούσε και άλλες υποχωρήσεις. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι επρόκειτο για προτάσεις που δεν θα αποδεχόταν καμία ελληνική κυβέρνηση, επειδή θα έπρεπε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί ολοκληρωτικά. Του είπα τις σκέψεις μου. Του ανακοίνωσα ότι τότε πρέπει να πάω στην Αθήνα. Τα είπα να μου δώσει χρόνο να συζητήσω μαζί τους, να δώ τι μπορώ να κάνω και τι μπορώ να καταφέρω. Δύο μέρες μετά, όταν μου ανακοίνωσε ότι δόθηκε η εντολή έναρξης της εισβολής, μου θύμισε τη συζήτησή μας στο Λονδίνο. Μου είχε πει και τότε ότι θα πράξει ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας. Ακόμα και τώρα ακούω σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου εκείνη τη φράση του. «Αυτή τη φορά θα το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο» Ενημέρωσα τον Χένρι για τη συνομιλία μου με τον Ετσεβίτ και έθεσα σε συναγερμό, όσους μπορούσα στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο». (Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ο πρόεδρος και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Φωτογραφία ΓΤΠ
Η τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Κίσιγκερ, του άφησε μία πικρή γεύση. Είχε αντιμετωπίσει πριν από λίγο, πρόσωπο με πρόσωπο, την απειλή εισβολής από τον πλέον αρμόδιο, τον ίδιο τον Μπουλέντ Ετσεβίτ, και ο προϊστάμενός του έδειχνε μια ανεξήγητη αδιαφορία. Οι οδηγίες του ήταν ασαφείς και περιοριζόντουσαν στην ενθάρρυνση να συνεχίσει τις προσπάθειες.
Ο Σίσκο, που είχε συνειδητοποιήσει ότι η στήριξη από τον Λευκό Οίκο ήταν μηδενική, δεν είχε άλλη επιλογή, θυμάται Αμερικανός διπλωμάτης, παρά να καταγράψει τα γεγονότα και τα δεδομένα, να κάνει τις εισηγήσεις του και να προχωρήσει τις μεσολαβητικές του προσπάθειες ελπίζοντας στο θαύμα.
Ο ίδιος ο Αμερικανός μεσολαβητής μας είπε: «Ενημέρωσα την Ουάσιγκτον ότι ο Ετσεβίτ μου έδωσε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να πάω στην Αθήνα και να μιλήσω με τους Ελληνες. Εκανα, όμως, ειδική ενημέρωση ιδιαίτερα γι’ αυτό το σημείο: ότι με βάση την πείρα και την κρίση μου, εάν δεν έπειθα τους Ελληνες δικτάτορες για γενναίες υποχωρήσεις, η πιο πιθανή εξέλιξη θα ήταν μία τουρκική στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Κύπρου, η οποία θα ήταν δικαιολογημένη, επειδή το προέβλεπε η συνθήκη εγγυήσεων. Το είχα πει ξεκάθαρα ότι το πραξικόπημα ήταν αιτία πολέμου». (Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ο Αμερικανός υφυπουργός, είχε και δεύτερη συνάντηση με τον Κάλαχαν, με τον οποίο συζήτησε και λύσεις που προέβλεπαν και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Κι αυτό, δυο μόλις μέρες πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Στη δεύτερη συνάντηση, ο Σίσκο και ο Κάλαχαν συγκέντρωσαν την προσοχή τους στα στοιχεία ενός πακέτου για την επίλυση του κυπριακού.
Συμπεριέλαβαν: 1). Ευέλικτες συνταγματικές διευθετήσεις, 2). Τουρκική πρόσβαση στη θάλασσα υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, 3). Αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς, 4). Στενότερη εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών στην εναλλαγή των στρατευμάτων και, 5). Ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στο νησί.
Ο Κάλαχαν είχε επισημάνει ότι δεν απέκλειε αναγκαστικά τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων από το Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον επηρεαστούν τα συμφέροντα του, τα οποία χαρακτήρισε σημαντικά. Από το Φόρεϊν Όφις, ο Σίσκο έσπευσε να συναντήσει για δεύτερη φορά τον Ετζεβίτ. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των Αμερικανών, όπως αυτές διατυπώνονται στα πρακτικά, ο Ετσεβίτ ακολούθησε πιο ακραία γραμμή, παρουσιάζοντας κάποιες ιδέες που ήταν ισοδύναμες με τη διχοτόμηση. Ο Ετσεβίτ σημείωσε ότι «η Τουρκία δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατάσταση που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα στην Κύπρο και ότι πιστεύει πως πραγματοποιείται μια έρπουσα ένωση». Ζήτησε δε δύο αυτόνομες προσωρινές κυβερνήσεις. Επίσης ζήτησε ελεύθερη πρόσβαση στα αεροδρόμια και στα λιμάνια υπό την εποπτεία των εγγυητριών δυνάμεων.
Ο Σίσκο υποσχέθηκε, όπως καταγράφεται στα αμερικανικά έγγραφα, να εξετάσει όλες τις ιδέες και να συζητήσει περαιτέρω την κατάσταση με τον Ετσεβίτ στην Αγκυρα. Ο Σίσκο συμφώνησε επίσης να επισκεφθεί την Αγκυρα το απόγευμα της 19ης Ιουλίου.
Τα αμερικανικά σχόλια για τις επαφές του Σίσκο στο Λονδίνο, ήταν πως «οι προτάσεις του Ετσεβίτ, το απόγευμα, ήταν πολύ άκαμπτες». Ήταν επίσης πιο σκληρός, στη δεύτερη συνάντηση, ιδιαίτερα στο γεγονός ότι αρνείτο να συνομιλήσει με τους Έλληνες, έγραφε στο τηλεγράφημα του ο Αμερικανός υφυπουργός. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
Η στρατηγική του Σίσκο για το πώς θα χειρισθεί τις εξελίξεις κατά τις επαφές στην Αθήνα και στην Αγκυρα ήταν η εξής, σύμφωνα με δικό του σημείωμα: «Στην Αθήνα θα έκανε μια συνολική προσπάθεια να δεσμευθεί η ελληνική κυβέρνηση σε συνομιλίες με το Ηνωμένο Βασίλειο, στο Λονδίνο, στο πνεύμα της συμφωνίας Λονδίνου-Ζυρίχης. Ωστόσο, πίστευε ότι ακόμη και αυτή η διαδικασία δεν θα ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την Τουρκία. Στην Αγκυρα θα έλεγε στους Τούρκους ότι είναι έτοιμος να γυρίσει στην Ουάσινγκτον για να προτείνει στον υπουργό και στον πρόεδρο να διερευνήσουν οι ΗΠΑ από κοινού με την ελληνική κυβέρνηση μια επιστροφή στις συνταγματικές διευθετήσεις στην Κύπρο, στην πιο σύντομη ημερομηνία.
Αυτή η πρόταση συνεπαγόταν την ανάληψη της εξουσίας από τον Κληρίδη», όπως σημειώνει στο έγγραφό του ο Σίσκο. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
Ο υφυπουργός είχε αποφασίσει ότι θα πήγαινε στην τουρκική πρωτεύουσα για να ζητήσει διαβεβαιώσεις από τους Τούρκους να μην αναλάβουν στρατιωτική δράση. Καθ΄οδόν προς την Αγκυρα, ο Σίσκο συνάρθρωσε μια πρόταση «επιστροφής στις συνταγματικές διευθετήσεις», η οποία προϋπέθετε να αναλάβει ο Κληρίδης υπηρεσιακά την προεδρία.
Στην Αθήνα (19 Ιουλίου) ο Σίσκο είχε δύο εκτενείς συζητήσεις με τους εκπροσώπους της στρατιωτικής χούντας. Συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών καθώς και τους στρατηγούς Ιωαννίδη και Μπονάνο. Οι Έλληνες, αναφέρουν οι Αμερικανοί στα έγγραφά τους, εξουσιοδότησαν τον Σίσκο να πληροφορήσει τους Τούρκους ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πήγαινε στο Λονδίνο για διαβουλεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο και θα χρησιμοποιούσε την επιρροή της στην Κύπρο ώστε να εξεταστούν οι ρυθμίσεις που θα ενίσχυαν το ρόλο του ΟΗΕ. Δεν υπήρξε υποχώρηση στην ελληνική θέση σχετικά με την τουρκική πρόσβαση προς τη θάλασσα. Ο Σίσκο ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι οι ελληνικές προτάσεις πιθανώς δεν θα είναι επαρκείς και ότι θα έπρεπε να προωθήσουμε την «πρόταση Κληρίδη», (να αναλάβει, δηλαδή, την εξουσία).
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τους Έλληνες, ο Σίσκο τόνισε ιδιαίτερα δύο πράγματα: «Πρώτον, την υποστήριξη και τη φιλία μας με την Ελλάδα και δεύτερον, την αντικειμενική μας κρίση ότι η κατάσταση στην Κύπρο είναι τόσο πολύ σοβαρή που είναι αναγκαία μια διπλωματική κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης για να αποφευχθεί η καταστροφή». (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
Xωρις καμια προετοιμασια και με ενα πρεσβη, που το Στειτ Nτιπαρτμεντ θεωρουσε οτι φερει ενα μεγαλο μερος της ευθυνης για την κριση, ο Κίσιγκερ είπε στον Σίσκο να μην μείνει άλλο στο Λονδίνο και να αναχωρήσει για την Aθηνα και μετά την Αγκυρα. H αντιπαθεια που ετρεφαν ο Σισκο και οι συνεργάτες του, για τον Xενρι Tασκα, ηταν δεδομενη. O πρεσβης ειχε αρνηθει να εκτελεσει τις εντολες του υφυπουργού και αντι να παει ο ιδιος στην EΣA να δει τον Iωαννιδη και να τον προειδοποιησει οπως αποφυγει καθε ενεργεια κατα του Mακαριου, εστειλε τον υποδιευθυντη του κλιμακιου της CIA στην Aθηνα, ο οποιος δεν ειναι βεβαιο, ακομα και τωρα, αν μετεφερε σωστά το μηνυμα της Oυασιγκτον.
«Στην Αθήνα μας υποδέχθηκε ένας πρέσβης με πρόσωπο σταχτί», σημειώνει εμφαντικά ο Μπόγιατ. Στις 18 Iουλιου, ο Σισκο και ο Eτσεβιτ αναχώρησαν, σχεδόν την ιδια ακριβως ωρα, απο το Xίθροου. O πρωτος για την Aθηνα σε μια αποστολη που δεν ειχε περιθωρια επιτυχιας και ο δευτερος για την Aγκυρα, οπου θα μετεφερε στους στρατηγους τα καλα νεα: οτι οι Aγγλοι δεν θα τους ακολουθησουν μεν, αλλα και δεν θα πρόβαλλαν εμπόδια, οπως φοβοταν η ηγεσια των Tουρκικων Eνοπλων Δυναμεων. H αλλη ευχαριστη ειδηση ηταν οτι οι Aμερικανοι συμφωνούσαν με τους ορους που εθεσε η Tουρκια και θα πίεζαν τους Eλληνες να τους αποδεχθουν. «Aν δεν λαβουμε απαντηση μεχρι αυριο το βραδι» (Σ.Σ.: μεσάνυκτα της 19ης Iουλιου), ειπε στους ανυπομονους στρατηγους ο Eτσεβιτ, «εισαστε ελευθεροι να δρασετε συμφωνα με το σχεδιο».
Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, ο Τάσκα υποδέχθηκε τον Σίσκο. Ο υφυπουργός και η συνοδεία του κατέλυσαν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανια». Το στρατηγείο του Σίσκο στήθηκε στα δωμάτια 516, 517 και 518 και του υφυπουργού Αμυνας, Ρόμπερτ Ελσγορθ στη σουίτα 502, Η πρώτη κουβέντα του μεσολαβητή ήταν ότι ήθελε να συναντήσει τον Ιωαννίδη. Ο πρέσβης είπε στο Σίσκο ότι είναι προτιμότερο να συνομιλήσει με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό των Εξωτερικών. Ο μεσολαβητής εξανέστη και επετίμησε τον πρέσβη.
– ‘Η τον Ιωαννίδη ή κανένα άλλο, φώναξε ο Σίσκο. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών είναι απατηλά και δόλια παράγωγα του Ιωαννίδη. Απαιτώ να συναντήσω τον ίδιο. Εάν δεν μπορώ να τον συναντήσω, φεύγω. – Δεν ασχολούμαι εγώ μ’ αυτόν, μόνο ο σταθμάρχης της CIA, απάντησε ο Τάσκα. (Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη – Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Ακόμα και τώρα, ο Σίσκο δεν μπορεί να ξεπεράσει την έκπληξη του από την απάντηση του πρέσβη. Από το γραφείο του Τάσκα, ενημέρωσε με τηλεγράφημα τον Κίσιγκερ. Από την Ουάσιγκτον, έγιναν οι αναγκαίες ενέργειες και η συνάντηση του Σίσκο με τον ισχυρό άνδρα της χούντας διευθετήθηκε αμέσως. Χρειάστηκε, όπως σωστά ανέφερε ο Τάσκα, η μεσολάβηση και του Πίτερ Κορομηλά, που για τους περισσότερους διπλωμάτες –όσο ήταν στην Αθήνα- ήταν ο πραγματικός πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα και του αρχηγού του γραφείου της DIA (Defence Intelligence Agency), συνταγματάρχη Everett Marder, που διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόριο Μπονάνο.
Ο Marder, που μιλούσε εξαιρετικά ελληνικά, μαζί με τον Μπόγιατ έπαιξαν και ρόλο μεταφραστή. Σε έγγραφό του προς τον διευθυντή της DIA, τον ναύαρχο Βίνσεντ ντε Πόϊξ, ο Σϊσκο μιλά με κολακευτικά λόγια γιά τον Marder. Αναφέρεται ιδιαίτερα στις σχέσεις του με Ελληνες ανώτατους και ανώτερους αξιωματικούς και στις γνώσεις του για το ελληνικό στρατιωτικο-πολιτικό σύστημα. (Department of State, Επιστολή του Τζότζεφ Σίσκο στον διευθυντή της DIA, Βίνσεντ Π. Ντε Πόϊξ, 26 Ιουλίου 1974).
Η συνάντηση Σίσκο-Ιωαννίδη, που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του Ανδρουτσόπουλου, δεν κράτησε πολύ. Διήρκεσε όση ώρα χρειάστηκε ο Αμερικανός υφυπουργός για να εξηγήσει στον αρχηγό της ΕΣΑ ότι η κατάσταση οδηγείτο σε ελληνοτουρκική σύρραξη, καθώς εάν δεν αποδεχόταν τους τουρκικούς όρους, η εισβολή θα ήταν ένα γεγονός. Είπε στον Ιωαννίδη: – «Εάν δεν κάνετε κάτι, θα έχουμε πόλεμο και εσείς θα χάσετε τον πόλεμο. Λοιπόν, δώστε μου μερικά στοιχεία συμβιβασμού που μπορώ να μεταφέρω στην Άγκυρα και με τα οποία μπορούμε να δουλέψουμε. Πρέπει να προχωρήσετε σε σημαντικές υποχωρήσεις οι οποίες να αποτελούν έστω σοβαρές ενδείξεις για την πρόθεσή σας να αποκατασταθεί το προηγούμενο στάτους κβό. Διαφορετικά…»
Ο Σίσκο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του. Ο Ιωαννίδης ξεκίνησε μιά ιστορική «διατριβή», που έβγαλε τον Αμερικανό αξιωματούχο από τα ρούχα του. Επενέβη ο Marder, και είπε σε αυστηρό τόνο στον Ιωαννίδη να ηρεμήσει. Ο αρχηγός της ΕΣΑ ζούσε στο δικό του κόσμο… Επέμενε. Αρχισε να κάνει μια συγκινησιακή, παράξενη, σουρεαλιστική περιγραφή της βυζαντινής ιστορίας και του αγώνα εναντίον των Οσμανλήδων Τούρκων και της Κωνσταντινούπολης. Μετά από λίγα λεπτά σηκώθηκε και έφυγε…
Ο Μπόγιατ περιγράφει τη σκηνή: «Ο Σίσκο θύμωσε με τη στάση του Ιωαννίδη. Θύμωσε πολύ, και το έδειχνε. Ο Ιωαννίδης, όμως, ήταν τρελλαμένος. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα λόγια του Ιωαννίδη. Ο Σίσκο του έλεγε ότι πρέπει να μας δώσεις κάτι να μεταφέρουμε στην Αγκυρα. Τουλάχιστον, την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς, ως θέμα αρχής. Δώσε μας κάτι. «Εάν δεν μας δώσεις, ο τουρκικός στρατός θα αντιδράσει. Και δεν ξέρω που θα οδηγηθεί η κατάσταση».
Ως απάντηση ο Ιωαννίδης άρχισε μιά διατριβή για τον Διγενή, όχι τον Γρίβα, τον Διγενή Ακρίτα τον αντάρτη. «Ολοι οι Ελληνες θα γίνουμε Διγενήδες, και θα πολεμήσουμε και δεν θα σταματήσουμε στον Ελλήσποντο αλλά στην Κωνσταντινούπολη», απάντησε ο Ιωαννίδης. Και είπα στον εαυτό του: Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός. Αρχισε να μας μιλά για την ιστορία, αντί να συζητά για τα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Ο Σίσκο ήταν έτοιμος να εκραγεί. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα (disconnection of reality). Εμείς του μιλούσαμε για τη πιθανότητα ελληνοτουρκικού πολέμου και αυτός μιλούσε για «γεγονότα», που υποτίθεται ότι συνέβησαν 10-15 αιώνες πριν. Ήταν σαφές ότι είχαμε μπλέξει σε πραγματικούς μπελάδες, διότι αυτός ο τύπος είχε χάσει τελείως την επαφή του με το περιβάλλον. Και δυστυχώς είχε όλη την εξουσία. Δεν μας έδωσε τίποτε».
Πριν αναχωρήσει από το γραφείο του Ανδρουτσόπουλου, ο Αμερικανός μεσολαβητής πρόλαβε και επανέλαβε στον Ιωαννίδη ότι με βάση τη τριμερή συνθήκη εγγυήσεων της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Τουρκία έχει δικαίωμα να επέμβει.
Αμέσως μετά τη συνάντηση, ο Σίσκο πείστηκε από τον Τάσκα να συζητήσει και με τα ανδρείκελα του Ιωαννίδη: Τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και τον Κωνσταντίνο Κυπραίο. Το περιεχόμενο των συζητήσεων ήταν άνευ ουσίας και δεν περιλαμβάνεται καν στις σημειώσεις του Σίσκο. Ενώπιον του Ανδρουτσόπουλου και απευθυνόμενος στον Τάσκα, ο Σίσκο αναρωτήθηκε για ποιό λόγο «κλείστηκε» το ραντεβού. «Δεν μου δώσατε τίποτα να μεταφέρω στην Αγκυρα», είπε ο Αμερικανός υφυπουργός στον πρωθυπουργό του Ιωαννίδη, και πρόσθεσε: «Καταλαβαίνω ότι δεν έχετε αρμοδιότητες και δεν μπορείτε να λάβετε αποφάσεις, αλλά πέστε μου κάτι να μεταφέρω στους Τούρκους». Ο Ανδρουτσόπουλος παρέμεινε όρθιος και τον έβλεπε αμίλητος.
Αργότερα, με εντολή του Ιωαννίδη, ενημερώθηκε ο Αμερικανός υφυπουργός, ότι η χούντα προτίθεται να δεχθεί τους εξής όρους:
Πρώτον: Την αντικατάσταση των αξιωματικών που συμμετείχαν στο πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου. Δεύτερον: Την αλλαγή του Σαμψών με Ελληνοκύπριο πολιτικό, που θα αποδεχόταν και η Αγκυρα. Τρίτον: Την διεξαγωγή εκλογών και Τέταρτον: Την προστασία των Τουρκοκυπρίων, των οποίων το καθεστώς δεν θα αλλάξει και τα δικαιώματα δεν θα επηρεαστούν.
Ταυτόχρονα, με εντολή του Ιωαννίδη, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ενημέρωνε τα κράτη-μέλη, δόθηκε διαταγή για να αντικατασταθούν οι Ελληνες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην Κύπρο, αν και –όπως έγραφε στην επιστολή του- δεν είχαν ανάμειξη στην ανατροπή του Μακαρίου.
Στο τηλεγράφημά του Τάσκα προς τον Κίσιγκερ, στις 18 Ιουλίου, ο Αμερικανός πρέσβης που έβλεπε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του, έγραφε: «Ο Σίσκο είχε δύο εκτενείς συζητήσεις με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών και τους στρατηγούς Ιωαννίδη και Μπονάνο. Οι Έλληνες εξουσιοδότησαν τον Σίσκο να πληροφορήσει τους Τούρκους ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έστελε απεσταλμένο στο Λονδίνο για διαβουλεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο και θα χρησιμοποιούσε την επιρροή της στην Κύπρο ώστε να εξεταστούν ρυθμίσεις που θα ενίσχυαν το ρόλο του ΟΗΕ. Δεν υπήρξε υποχώρηση στην ελληνική θέση σχετικά με την τουρκική πρόσβαση προς τη θάλασσα. Ο Σίσκο λέει ότι οι ελληνικές προτάσεις πιθανώς δεν θα είναι επαρκείς και ότι θα έπρεπε να προωθήσουμε την «πρόταση Κληρίδη».
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τους Έλληνες, ο Σίσκο τόνισε ιδιαίτερα δύο πράγματα: Την υποστήριξη και τη φιλία μας με την Ελλάδα και την αντικειμενική μας κρίση ότι η κατάσταση στην Κύπρο είναι τόσο πολύ σοβαρή που είναι αναγκαία μια διπλωματική κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης για να αποφευχθεί η καταστροφή». (Department of State, Τηλεγράφημα του Χένρι Τάσκα στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974) Μεταφεροντας στις αποσκευές του την αρνηση του Ιωαννίδη να συμμορφωθεί με το τελεσιγραφο του Eτσεβιτ, ο Σίσκο αναχώρησε για την Αγκυρα, προετοιμασμένος για τα χειρότερα. Oταν εφτασε στην πρεσβευτική κατοικία, όπου και κατέλυσε –οι υπόλοιποι έμειναν στο ξενοδοχείο “Buyuk Ankara”- ο πρωθυπουργος της Tουρκιας προηδρευε ακομα της κοινης συνεδριασης του υπουργικου συμβουλιου και του Eθνικου Συμβουλιου Aσφαλειας. Παρά την κούραση και την εγκατάλειψη, είχε αποφασίσει να παλέψει μέχρι το τέλος, ελπίζοντας -έστω και στο παρά πέντε- ότι οι Τούρκοι θα άλλαζαν γνώμη. Οι ώρες που πέρασε στην τουρκική πρωτεύουσα ήταν βασανιστικές και κάποιες στιγμές ένοιωσε ταπεινωμένος, καθώς αντιλαμβανόταν ότι η Αμερική δεν μπορούσε να επιβληθεί σε μία χώρα, η οποία εξαρτάτο απόλυτα από την Ουάσιγκτον για να υπάρχει.
Στο μεταξύ, είχε προετοιμαστεί από την Αθήνα, και ήταν αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα για να σταματήσει την εισβολή. Είχε μελετήσει την εισήγηση του Τάσκα, ο οποίος στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο, του είχε θυμίσει ότι ο Ρόμπερτ Μακναμάρα, για να στηρίξει την αποστολή του Τζόρτζ Μπολ το 1964, είχε μετακινήσει τον Εκτο Στόλο στα διεθνή ύδατα μεταξύ της Τουρκίας και της Κύπρου.
Ο Τάσκα τον ενημέρωσε ότι την επομένη του πραξικοπήματος, ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου ανακοίνωσε ότι επτά πλοία του Εκτου Στόλου, ανάμεσα τους και το αεροπλανοφόρο Forrestal, είχαν λάβει εντολή να παραμείνουν στην ανατολική Μεσόγειο και να μην κατευθυνθούν στην Κρήτη, όπως ήταν προγραμματισμένο. Είχε ανακοινώσει επίσης ότι σημαντικός αριθμός σοβιετικών πολεμικών πλοίων κατευθυνόταν στην περιοχή, αλλά υπογράμμισε ότι ούτε ο αμερικανικός στόλος ούτε ο σοβιετικός είχαν πρόθεση να τοποθετηθούν μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας. (Δήλωση του William Beecher, εκπροσώπου του Πενταγώνου, 16 Ιουλίου 1974).
Ο Αμερικανός υφυπουργός είχε κάνει και μία άλλη σκέψη: Να χρησιμοποιήσει τον ΟΗΕ, όπως είχε πράξει με επιτυχία ο Σάϊρους Βανς, το 1967. Θυμάται: «Αμέσως μόλις έφτασα στην Αγκυρα άρχισα τις συζητήσεις με τον Ετσεβίτ. Κάθε φορά που συζητούσα μαζί του, στο διπλανό δωμάτιο συνεδρίαζαν οι στρατηγοί. Το βράδυ της Παρασκευής (19ης Ιουλίου), πληροφορηθήκαμε ότι οι στρατηγοί ήταν έτοιμοι να καταλήξουν σε απόφαση, την οποία είχαν συμφωνήσει να υποστηρίξουν όλοι, ακόμα και αν διαφωνούσαν. Συναντήθηκα και πάλι με τον Ετσεβίτ. Ηταν μακράς διάρκειας η συνομιλία μας. Επαναλάβαμε και οι δυό τις απόψεις που εκφράσαμε στο Λονδίνο. Ηταν σκληρός και μου υπενθύμισε αυτό που μου είπε στο Λονδίνο όταν χωρίζαμε: «Αυτή τη φορά θα το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο». Του απάντησα ότι η εισβολή εναντίον της Κύπρου θα επηρεάσει τις σχέσεις μας, ίσως τερματίσει το πρόγραμμα οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Του εξήγησα τις συνέπειες. Χωρίσαμε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Εσπευσα στην πρεσβεία. Εδωσα εντολή στον πρέσβη να στείλει άκρως απόρρητο και κατεπείγον μήνυμα στην Ουάσιγκτον και στο Σαν Κλαμέντε και να τους ειδοποιήσει ότι έρχεται το τέλος. Στη συνέχεια, παρέμεινα στο γραφείο του πρέσβη, αναμένοντας το τηλεφώνημα του Ετσεβίτ». (Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Το απόρρητο μήνυμα του Σίσκο στον Κίσιγκερ, που βρισκόταν στο Σαν Κλαμέντε της Καλιφόρνιας, λίγες ώρες πριν την εισβολή, ανέφερε τα εξής: «Σύμφωνα με την κρίση μου, η απόφαση για εισβολή εναντίον της Κύπρου έχει ληφθεί, ή λαμβάνεται αυτή τη στιγμή, ή θα ληφθεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Συζήτησα με τον Ετσεβίτ, ο οποίος στη συνέχεια εισήλθε σε διπλανή αίθουσα όπου συνεδριάζουν οι στρατιωτικοί για να τους ενημερώσει για την συνομιλία μας. Οι Τούρκοι είναι «ποτισμένοι με δηλητήριο», έχουν καταληφθεί από αμόκ, και είναι πανέτοιμοι να επέμβουν στρατιωτικά ανά πάσα στιγμή».
Το πρωί της 19ης Ιουλίου, ο Αμερικανός υφυπουργός ζήτησε από το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ να τον πληροφορήσουν που βρίσκεται ο Εκτος Στόλος. Η απάντηση έφτασε από το Πεντάγωνο και ανέφερε ότι το αεροπλανοφόρο Forrestal και τα πλοία που το συνοδεύουν πλέουν προς την Κύπρο. Ο Σίσκο ρώτησε ποιοί ήταν οι λόγοι της αποστολής των πλοίων στην Κύπρο. «Γιά να βοηθήσουν στην μεταφορά Αμερικανών υπηκόων εκτός Κύπρου», ήταν η απάντηση του Jerry Friedheim, αξιωματούχου του υπουργείου Αμυνας. Ο Σίσκο κατάλαβε. Ο Friedheim γνωστοποίησε ακόμα ότι δύναμη 800 Αμερικανών κομάντων (First Battalion, 509th Infantry), είχε τεθεί σε κατάσταση υψηλού συναγερμού, και βρισκόταν στη Βισένζα της Ιταλίας, έτοιμη να επέμβει, για να προστατεύσει τους Αμερικανούς πολίτες που ζούσαν στο νησί.
Κατά τη συνάντησή του με τον Ετσεβίτ, ο Αμερικανός μεσολαβητής είχε ζητήσει να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις και του υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ θα τον υποστηρίξουν στο αίτημά του για την δημιουργία νέου καθεστώτος στο νησί, το οποίο θα αναδείκνυε τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Ο πρωθυπουργός της εισβολής απάντησε ότι «δεν έχουμε χρόνο για παρατεταμένες διαπραγματεύσεις». Ο Σίσκο πρόβαλε την σοβιετική απειλή εναντίον της Τουρκίας, η οποία –όλα αυτά τα χρόνια, όπως του είπε- προστατεύεται από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Ο Ετσεβίτ δεν έκανε πίσω.
– «Με όλο το σεβασμό, στο θέμα της Κύπρου, δεν σας έχουμε εμπιστοσύνη» απάντησε ο Τούρκος πρωθυπουργός, που γνώριζε και κάτι άλλο, για το οποίο είχε ενημερωθεί από τον Κίσιγκερ. Ο Αμερικανός υπουργός είχε παρακαλέσει τον Αντρέϊ Γκρομίκο να ακολουθήσουν από κοινού μία πολιτική «μή επέμβασης» στις υποθέσεις της Κύπρου και να βοηθήσουν στην έναρξη διαπραγματεύσεων. Οι Σοβιετικοί, πιστεύοντας ότι υποστηρίζουν την επιστροφή στο καθεστώς πρό του πραξικοπήματος, αρχικά δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τις στρατιωτικές κινήσεις της Τουρκίας, γνωρίζοντας βέβαια ότι δεν θα υποστούν καμία ζημία σε μία σύγκρουση δύο χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. (New York Times, 22 Ιουλίου 1974, σελίδα 13).
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν οι Σοβιετικοί έθεσαν σε κατάσταση συναγερμού επτά μονάδες κομάντος στα σύνορα με την Τουρκία, έπεσε πανικός στο αμερικανικό Πεντάγωνο. Ο Κίσιγκερ που γνώριζε την πραγματικότητα ανακοίνωσε με απάθεια στους συνεργάτες του ότι πρόκειται για ασκήσεις ρουτίνας: «Δεν θα πράξουν τίποτα που θα μας ενοχλήσει», διαβεβαίωσε ο Αμερικανός υπουργός.
Προσπάθησε ξανά ο Σίσκο, ελπίζοντας να πείσει τον Ετσεβίτ:
– «Κύριε πρωθυπουργέ, θα προκαλέσετε πόλεμο με την Ελλάδα. Οι Ελληνες μου δήλωσαν ότι θα κηρύξουν πόλεμο εναντίον σας αν κτυπηθεί η Κύπρος». Οι στρατηγοί είχαν λάβει τις αποφάσεις τους και ήταν φανερό ότι ο Ετσεβίτ ούτε μπορούσε να τις αλλάξει, ούτε τον ενδιέφερε να τις αλλάξει. Απάντησε:
-«Δεν σχεδιάζουμε να κάνουμε πόλεμο με την Ελλάδα, αλλά αν δεχθούμε επίθεση δεν θα καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια».
Ο Μπόγιατ θυμάται: «Συναντηθήκαμε με τον Ετσεβίτ και φαινόταν ότι η συνάντηση δεν θα τελειώσει ποτέ. Συζητούσαμε οχτώ ή δέκα ώρες. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε και ο Ετσεβίτ απλώς κουνούσε το κεφάλι. Απαντούσε όχι, όχι, όχι σε ότι του προτείναμε. Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Το τηλέφωνο στο κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας κτύπησε στις 2 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Ο Σίσκο έσπευσε στο γραφείο του Ετσεβίτ. Ψυχρος και ωμος ο Τούρκος πρωθυπουργός, δεχθηκε τον Aμερικανο υφυπουργο και του ανακοινωσε οτι το ποταμι δεν γυριζει πισω… «Tα πλοια μας ξεκινουν για την Kυπρο». O Σισκο περιγραφει με φανερη θλιψη εκεινες τις στιγμες. Δεν μπορουσε, λέει, να γονατισει μπροστα στον Eτσεβιτ. Tου ζητησε προθεσμια 48 ωρων, αφου εβλεπε καποιο φως απο την Aθηνα. O Eτσεβιτ αρνηθηκε κατηγορηματικα. Tου ζητησε στη συνεχεια να περιμενει μεχρι να συνεννοηθει με τον Kισιγκερ. Aπερριψε και αυτη την προταση. Στη συζήτηση, παρενέβη και ο πρέσβης Μακόμπερ, που διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον Ετσεβίτ.
-Πως μπορείς να διατάξεις αιματοχυσία; τον ρώτησε. Είσαι ποιητής, υμνείς στα έργα σου τον άνθρωπο.
– Δεν θα μας σταματήσετε και τώρα, απάντησε ο Ετσεβίτ. Δεν θα σας ακούσω. Δεν θα επαναλάβω το λάθος του Ινονού.
Η θυελλώδης συνάντηση ολοκληρώθηκε στις 4 το πρωί. Ο Μπόγιατ θυμάται τη συγκλονιστική στιγμή της αναγγελίας της εισβολής: «Ο πρεσβευτής μας στην Αγκυρα, ο Μπιλ Μακόμπερ, με τον οποίο είχα δώσει μάχες σοβαρές και για τον οποίο έτρεφα αισθήματα φιλίας και σεβασμού, ξεδιάλυνε τα πράγματα κάπως έτσι. Φώναξε: Παρακαλώ διακοπή. Και όλοι σταμάτησαν να μιλούν. Τότε στράφηκε προς τον Ετσεβίτ και είπε: «Κύριε πρωθυπουργέ, είσαστε καθηγητής και ποιητής. Δεν είσαστε στρατιωτικός. Υπάρχουν παιδιά σ’ όλο τον κόσμο που δεν θα σας συγχωρήσουν εάν αφήσετε να συμβεί κάτι τέτοιο».
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Ετσεβίτ και είπε: «Κύριε πρέσβη, δεν περνά από το χέρι μου». Σηκωθήκαμε και φύγαμε συγκλονισμένοι», λέει ο Μπόγιατ. (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Σε τηλεγράφημά του, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα περιέγραφε ως εξής την κατάσταση: (Department of State, Τηλεγράφημα του Ρόμπερτ Μακόμπερ στον Χένρι Κίσιγκερ, 20 Ιουλίου 1974) «20 Ιουλίου – Συνάντηση Ετσεβίτ-Σίσκο πρωϊνές ώρες: Ο Σίσκο συναντήθηκε με τον Ετσεβίτ νωρίς το πρωί της 20ής Ιουλίου. Ήταν σαφές ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη πάρει την απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά και ο Ετσεβίτ αρνήθηκε να υποχωρήσει. Ο Σίσκο είπε στον Ετσεβίτ ότι στα μάτια των Ελλήνων, στο βαθμό που ενδιαφέρει την Τουρκία, ό,τι είχε συμβεί στην Κύπρο είχε καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη. Επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της κατάστασης και συμφώνησε να συμμετάσχει στο διάλογο. Ο Σίσκο σημείωσε ότι οι Έλληνες είπαν πως είναι έτοιμοι να πολεμήσουν. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πιστεύει ότι η επέμβαση στην Κύπρο δεν συνέφερε την Τουρκία. Ο Σίσκο έριξε στους Τούρκους επίσης την ιδέα του Κληρίδη και δήλωσε ότι δεν είχαμε προκαταλήψεις και είμαστε ευέλικτοι σ’ αυτό το ζήτημα. Ο Ετσεβίτ είπε ότι θα συμβουλευόταν το υπουργικό του συμβούλιο σχετικά με την κατάσταση. Αργότερα πληροφόρησε τον Σίσκο -μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου- ότι η τουρκική απόφαση ήταν ανέκκλητη.
Στις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου, η τουρκική δύναμη εισβολής αποβιβάστηκε στην Κύπρο». (Department of State, Τηλεγράφημα του Ρόμπερτ Μακόμπερ στον Χένρι Κίσιγκερ, 20 Ιουλίου 1974)
O Σισκο εφυγε με κατεύθυνση το κτίριο της πρεσβειας. Oπως θυμαται συνεργατης του, ηταν αδυνατο να επικοινωνησει απο εκει με το Σαν Kλεμεντε, όπου βρισκόταν ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο Κίσιγκερ. H Tουρκια βρισκοταν σε εμπολεμη κατασταση και οι τηλεπικοινωνιες, ακομα και της αμερικανικης πρεσβειας, ήταν υπό παρακολούθηση. Η λιμουζίνα του Αμερικανού πρεσβη έτρεχε δαιμονισμενα στους δρομους της Aγκυρας με προορισμο το αεροδρομιο, οπου βρισκοταν το αεροπλανο που είχε παραχωρήσει ο Κίσιγκερ στον Σίσκο. Ο υφυπουργός είχε αποφασίσει να έχει με τον υπουργό μία χωρίς περιορισμούς συζήτηση, και χωρίς το φόβο υποκλοπών. Το τηλεφωνικό κέντρο του αεροπλάνου ήταν ασφαλές και μέσω του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ είχε ανοικτή γραμμή με τη θερινή προεδρική κατοικία, όπου βρισκόταν ο Κίσιγκερ. O Σισκο επικοινωνησε αμεσως μαζι του, χωρις παρεμβολες τουτη τη φορα. Eξηγησε επακριβως την κατασταση, ανακοινωνοντας στον προϊσταμενο του την εναρξη της εισβολης. Του είπε ότι τα τουρκικά πλοία θα φτάσουν σε λιγότερο από μία ώρα στην Κερύνεια.
Παιζοντας το τελευταιο του χαρτι εισηγηθηκε κι επεμενε να επικοινωνησουν με τον γενικο γραμματεα του OHE, Kουρτ Bαλντχαιμ και να του ζητησουν, οπως σταλουν οι ανδρες της Eιρηνευτικης Δυναμης στα παραλια της Kερυνειας. Aν γινει αυτο, υπογραμμισε ο Aμερικανος αξιωματουχος, ο Eτσεβιτ θ’ αναγκαστει να ακυρωσει την εντολη επεμβασης, αφου δεν μπορει να επιτεθει εναντιον στρατευματων του OHE, καθως θα διαπραξει μια παρανομια, που θα στρεψει ολη την ανθρωποτητα εναντιον του. Hταν ενα μεγαλο, το τελευταιο οπλο του Σισκο, και το χρησιμοποιουσε την υστατη στιγμη, αφου, σαν λογικο ατομο και σαν διπλωματης που στο τελος της καριερας του ειχε ακομα φιλοδοξιες, ηθελε να επιτυχει. [«Tυχον επιτυχια του θα ειχε τεραστια σημασια», μας ειπε συνεργατης του. «Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι γνωρίζαμε ότι αναλαμβανε μια αποστολη καταδικασμενη ν’ αποτύχει»].
O Kισιγκερ απερριψε χωρις συζητηση την προταση. Δεν αισθανθηκε την αναγκη να εξηγησει στον υφισταμενο του τους λογους της αρνησης του να εμπλεξει τον Oργανισμο Hνωμενων Eθνων, που μια μερα πριν ειχε εκδοσει ενα απο τα πλεον καταδικαστικα ψηφισματα στην ιστορια του εναντιον καθε επεμβασης και προσπαθειας, που θα εθετε σε κινδυνο την ανεξαρτησια, τη κυριαρχια και το ενιαιο της Kυπριακης Δημοκρατιας. O Σισκο, θυμοταν οτι τοσο το 1964, οσο και το 1967, τα Hνωμενα Eθνη προσεφεραν τεραστια υποστηριξη στους απεσταλμενους του προεδρου Λιντον Tζονσον, Tζορτζ Mπολ και Σαιρους Bανς. (Συνέντευξη του Σάϊρους Βανς στους συγγραφείς).
Στη περιπτωση του Bανς, ενεπλακη στις ειρηνευτικες προσπαθειες ο ιδιος ο τοτε γενικος γραμματεας Oυ Θαντ. Kαι οπως μας ειπε ο Aμερικανος τότε πρεσβης στην Aθηνα κ. Φιλιπς Tαλμποτ, υπηρχαν στιγμες που οι τρομακτικες ικανοτητες του Σαιρους Bανς δεν ησαν αρκετες. Hταν εκεινες οι στιγμες, που οσο κι αν φαινεται παραξενο λογω των δεδομενων αδυναμιων του OHE, ο Διεθνης Oργανισμος λειτουργησε σαν γεφυρα συνεννοησης μεταξυ της Λευκωσιας, της Aθηνας και της Aγκυρας και σαν δύναμη εγγύησης. (Συνέντευξη με τον πρέσβη Φίλιπς Τάλμποτ)
O Kισιγκερ ζητησε απο τον Σισκο να παει στην Aθηνα γιατι υπηρχε ο κινδυνος ελληνοτουρκικης συρραξης και του ανακοινωσε οτι θα μιλησει ο ιδιος στον Mπουλεντ Eτσεβιτ, ελπιζοντας οτι θα τον μετεπεισει. Δεν σταματησε, ομως, εκει. O υπουργος των Eξωτερικων, που οι πραξεις του τον ανεδειξαν ως τον υπ’ αριθμον ενα εχθρο του Eλληνικου Eθνους, για να διαλυσει καθε αμφιβολια του Σισκο, του ειπε οτι ειχε συνεννοηθει με τον προεδρο Nιξον και ειχαν αποφασισει να επισκεφθει ο ιδιος την Aγκυρα και την Aθηνα.
O Σισκο αναθαρρησε. O Kισιγκερ, ομως, δεν εφτασε ποτε, αφηνοντας ολομοναχο τον υφυπουργό Εξωτερικών να προσπαθει να σωσει το γοητρο της Aμερικης. O Σίσκο, αφηγηθηκε σε συνεργατες του, οτι εκεινη η νυχτα ηταν η πιο απαισια της ζωης του. Mολις ειχε αποτυχει το ενα σκελος της αποστολης του και ο ιδιος βρισκοταν στο αφιλοξενο και ολοσκότεινο αεροδρομιο της Aγκυρας, ετοιμος ν’ αναχωρησει για την ελληνικη πρωτευουσα χωρις να γνωριζει αν θα φτασει ποτε λογω του επερχομενου πολεμου.
ο Σισκο ποτε οτι ο Kισιγκερ θα επισκεφθει την Aνατολικη Mεσογειο; Δυστυχως ναι. Kαι μονο οταν πληροφορηθηκε απο τον Xενρι Tασκα οτι δεν ειχε εντολες να προχωρησει στις απαιτουμενες διπλωματικες ενεργειες που απαιτουνται για την επισκεψη ενος υπουργου Eξωτερικων, καταλαβε οτι επρεπε να συνεχισει μονος του. Kαι οτι βγει… «Μου έδωσε εντολή», θυμάται ο Σίσκο, «να αλλάξω την αποστολή μου. Με διάταξε να αναχωρήσω για την Αθήνα και να πράξω ότι ήταν δυνατόν για να αποτρέψω τον πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Εκτέλεσα την εντολή του και πέτυχα να αποτραπεί ο πόλεμος». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο στους συγγραφείς)
Πριν αναχωρήσει, ο Αμερικανός υφυπουργός είδε ξανά τον Ετσεβίτ και του έθεσε το ζήτημα της εκεχειρίας. Είχε πει στον Τούρκο πρωθυπουργό ότι είχαν εκπληρωθεί οι όροι της κυβέρνησης του για την έναρξη των συνομιλιών και τον προειδοποίησε ότι η παράταση της σύγκρουσης θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις. Ο Ετσεβίτ είπε ότι θα μιλούσε με τους στρατιωτικούς και το υπουργικό συμβούλιο όσο το δυνατό γρηγορότερα και θα απαντούσε στον Σίσκο.
Ενημερώνοντας εγγράφως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Σίσκο σημείωσε ότι κατά την κρίση του η Αγκυρα δεν είχε λάβει πολύ σοβαρά την απειλή της Ελλάδας ότι θα κηρύξει πόλεμο. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ 20 Ιουλίου 1974)
Στο τηλεγράφημα του προς τον Κίσιγκερ, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, σημείωνε τα εξής: (Department of State, Τηλεγράφημα του Ρόμπερτ Μακόμπερ στον Χένρι Κίσιγκερ, 20 Ιουλίου 1974). «Ο Σίσκο επέστρεψε στην Αθήνα. Συναντήθηκε με τον εκτελούντα χρέη υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος απαίτησε την άμεση διακοπή της τουρκικής δράσης και είπε επίσης ότι είχε διαταχθεί γενική επιστράτευση. Ο Σίσκο είπε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες και αμφότερες, η Ελλάδα και η Τουρκία, να διαπραγματευτούν μια συμφωνία στο Λονδίνο. Θα εργαζόμαστε γι’ αυτό το σκοπό. Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα έχει συγκεκριμένες ευθύνες για την παρούσα κατάσταση. Πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θα παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τις διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο. Μετά αναχώρησε αμέσως για την Άγκυρα για να προσπαθήσει να επιτύχει τη συμφωνία των Τούρκων σε μια κατάπαυση του πυρός».
Νωρίς το πρωί της 21ης Ιουλίου και ενώ ο τουρκικός Αττίλας προέλαυνε στην Κύπρο, ο Σίσκο επιζητούσε απεγνωσμένα συνομιλητή στην Αγκυρα. Είχε, μάλιστα, προειδοποιήσει, «ότι το γεγονός πως οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να συναντηθούν μαζί του, τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Αγκυρα δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχιση των στενών της σχέσεων με τις ΗΠΑ». Αυτό ήταν αρκετό για να διευθετηθεί συνάντηση του Σίσκο με τον υπουργό Εξωτερικών, Μπαγιουλκέν. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, αυτός έδωσε στον Σίσκο ένα κομμάτι χαρτί στο οποίο ο Ετσεβίτ αποδεχόταν, υπό την προϋπόθεση των διαβεβαιώσεων της κυβέρνησης των ΗΠΑ περί της ελληνικής αποδοχής, την πλήρη κατάπαυση του πυρός όπως οριζόταν στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Μπαγιουλκέν είχε υποσχεθεί, παίζοντας με το χρόνο γιατί έτσι τον εξυπηρετούσε, ότι θα μετέβαινε τουρκική αντιπροσωπία στο Λονδίνο που θα διασφάλιζε ουσιαστικά την εκεχειρία. Σύμφωνα με τα πρακτικά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών «έθεσε επίσης το ζήτημα του φαντάσματος του ελληνικού στόλου και είπε ότι αυτό πρέπει να σταματήσει». (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ 20 Ιουλίου 1974)
Ο Σίσκο συμφώνησε να μεταφέρει την τουρκική πρόταση στην Αθήνα. Ο Σίσκο, έπεστρεψε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό στις 21 Ιουλίου. Εκεί πληροφορήθηκε πως η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την εκεχειρία όπως ορίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που τέθηκε σε ισχύ στις 3 μ.μ. τοπική ώρα. Κατά η διάρκεια της ίδιας συνάντησης, ο πρωθυπουργός είπε στον Σίσκο ότι θα γίνει αλλαγή της κυβέρνησης μέσα σε 24 ώρες (έγινε τελικά σε δυο 24ωρα), και γι’ αυτό το λόγο, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να αποφασίσει να πάει κάποιος στο Λονδίνο για συνομιλίες τις επόμενες μέρες. Κατά τη διάρκεια της επόμενης συνάντησης με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο πρώτος συμφώνησε να παρουσιάσει την καινούρια τουρκική ιδέα σε ανώτερους Έλληνες ηγέτες. Στο σχετικό τηλεγράφημα σημειώνεται ότι στη συνάντηση «οι Έλληνες παραπονέθηκαν θορυβωδώς για την διπροσωπία των Τούρκων και τη μη τήρηση των υποσχέσεων για την εκεχειρία».
Ο Σίσκο έδειξε το αντίγραφο της ιδιοχείρως γραμμένης πρότασης εκεχειρίας του Μπουλέντ Ετσεβίτ. Ο Σίσκο πρόσθεσε επίσης ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση ήθελε την παρουσία των ΗΠΑ στην προτεινόμενη συνάντηση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αντιπροσώπων, «οι Αμερικανοί θα ήταν εκεί». Mεταξύ των απογευματινών ωρών της 21ης Ιουλίου μέχρι και νωρίς το πρωί της 22ας, ο Σίσκο είχε αλλεπάλληλες συναντήσεις με Έλληνες αξιωματούχους, προκειμένου να κανονίσει την αποδοχή της πρότασης της κυβέρνησης των ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός. Ο Σίσκο τόνισε ότι αυτή ήταν πρόταση της αμερικανικής κυβέρνησης και όχι της τουρκικής. Ο Σίσκο παρατήρησε προς τους συνομιλητές του «ότι η Ελλάδα δεν είναι η χαμένη, δεν είναι μόνη και ότι εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε οι καλύτεροι φίλοι της. Η Τουρκία γενικά επικρίνεται σοβαρά», σημειώνεται στο τηλεγράφημα.
Ο Αμερικανός υφυπουργός είχε συναντήσεις και τους στρατιωτικούς, όπως τον Μπονάνο, στον οποίον επισήμανε πως ο Κίσιγκερ παρενέβαινε προς τον Ετσεβίτ και ότι τα Ηνωμένα Έθνη, το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα των Εννέα υποστήριζαν επίσης την πρότασή. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας με τον Μπονάνο, ο Σίσκο έλαβε ειδοποίηση ότι ο Ετσεβίτ είχε δεχθεί την πρόταση και ενημέρωσε τους συνομιλητές του. Τις πρώτες πρωινές ώρες, ο Σίσκο μίλησε με το ναύαρχο Αραπάκη και με τον υπουργό Εξωτερικών για να εξασφαλίσει την ελληνική συμφωνία στην αναγγελία της εκεχειρίας. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη συμφωνία ότι οι ΗΠΑ θα ανάγγελλαν την εκεχειρία στις 6 π.μ. ώρα Αθήνας. Θα επιβεβαιωνόταν δημόσια από την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση στις 9 π.μ. ώρα Αθήνας και θα ετίθετο σε ισχύ στις 4 μ.μ.
Νωρίς το πρωί, ο Σίσκο έδωσε επίσης στο υπουργείο μια πρόταση κειμένου για την αναγγελία της εκεχειρίας από τους Αμερικανούς. Στις 22 Ιουλίου, ο Σίσκο παρέδωσε μια επιστολή του προέδρου Νίξον που υποστήριζε την πρωτοβουλία του Κάλαχαν να έχει συναντήσεις υπό την ομπρέλα της συμφωνίας Λονδίνου-Ζυρίχης με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών. (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ 20 Ιουλίου 1974) Ο υπουργός Εξωτερικών ζήτησε οι συναντήσεις να γίνουν στη Γενεύη και είπε ότι εάν η εκεχειρία έχει μια λογικά καλή εξέλιξη, θα έστελναν μια αντιπροσωπία στις συνομιλίες.
Την 22α ο Σίσκο πρότεινε επίσης στον υπουργό να αντιπροσωπεύσει ο Μπιλ Μπάφαμ την κυβέρνηση των ΗΠΑ στις συνομιλίες της Γενεύης. Ο Σίσκο, αρνήθηκε να μιλήσει για τον τρόπο αντίδρασης του Κίσιγκερ, όταν ενημερώθηκε για την διαταγή έναρξη της εισβολής. Όμως, Αμερικανοί διπλωμάτες αποκάλυψαν ότι άκουσε με ψυχραιμία την ανακοίνωση, δεν ταράχθηκε καθόλου και είπε στον υφιστάμενό του, ότι θα αναλάμβανε από τηλεφώνου και στη συνέχεια δια ζώσης την μεσολάβηση με τον Ετσεβίτ. Δεν έπραξε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είπε ακόμη και κάτι άλλο ο Κίσιγκερ στον Σίσκο, που το επανέλαβε και δημόσια δύο μέρες μετά: «Οι Τούρκοι», ισχυρίστηκε ο Κίσιγκερ, «αποφάσισαν να τοποθετήσουν στρατεύματα στην Κύπρο, επειδή γνωρίζουν ότι χωρίς την παρουσία του στρατού τους, δεν θα πετύχαιναν τους στόχους τους στην Κύπρο. Ετσι κι αλλιώς», πρόσθεσε ο Αμερικανός υπουργός, «δεν είχαν ποτέ εμπιστοσύνη στις συνομιλίες».
Στις 16 Αυγούστου, δυό μέρες μετά την δεύτερη τουρκική επίθεση, ο Σίσκο δέχθηκε στο γραφείο του, τον Δανό πρεσβευτή Εϊβιντ Μπάρτελς, που ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί την αμερικανική θέση για την κατάσταση στην Κύπρο. Τον συνόδευε ο πρώτος γραμματέας της δανικής πρεσβείας, Κρίστοφερ Μπο Μπράμσεν. Εκτός του Σίσκο, παραβρέθηκαν ο Πέδρο Μαρτίνες, επιτελικός βοηθός του υφυπουργού Εξωτερικών και ο Πολ Κένεϊ, υπεύθυνος του Γραφείου Δανίας το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. (Department of State – Memorandum of Conversation, Confidential).
Ο Δανός πρεσβευτής ρώτησε τον Σίσκο για την αμερικανική πολιτική έναντι της κατάστασης στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι οι πολιτικές απόψεις των ΗΠΑ και της Δανίας φαίνεται να κινούνται σε παράλληλες γραμμές. Σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στην Κύπρο, ο Σίσκο σημείωσε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν σταματήσει (εκείνο) το μεσημέρι, ότι οι ΗΠΑ το είχαν πληροφορηθεί στις 7 μ.μ. της 15ης Αυγούστου από τους Τούρκους όταν οι επιχειρήσεις σταματούσαν και ότι είχε ενημερώσει αμέσως τον Κάλαχαν και άλλες σημαντικές προσωπικότητες που είχαν ανάμειξη στο Κυπριακό. Αμέσως μετά, ο Σίσκο ένοιωσε την ανάγκη, να ενημερώσει τον συνομιλητή του για την αποτυχημένη του αποστολή. Η αλυσίδα των γεγονότων σ’ αυτή την τελευταία κρίση της Κύπρου είχε αρχίσει με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, τόνισε στον Δανό πρέσβη. Ηταν ένα είδος απολογίας… «Η Τουρκία μας είχε ξεκαθαρίσει ότι η ανάληψη της εξουσίας από τον Σαμψών ήταν μη ανεκτή στην Άγκυρα. Αυτό με πληροφόρησε ο Ετσεβίτ στο Λονδίνο. Είχα συμπεράνει, σ’ ένα πρώιμο στάδιο, ότι η Τουρκία θα επενέβαινε στρατιωτικά, εάν η Ελλάδα δεν έδειχνε αξιοσημείωτη ελαστικότητα στην ικανοποίηση των πολιτικών όρων της Τουρκίας για την Κύπρο.
Στην Αθήνα, είπε ο Σίσκο, ήταν φανερό ότι οι Έλληνες ηγέτες δεν είχαν πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας και της σοβαρότητας της κατάστασης. Είχα πάει στην Αθήνα σαν σύμμαχος, αλλά πείστηκα ότι θα υπάρχει πρόβλημα -εκτός εάν μπορούσα να φέρω κάποια ελπίδα στην Άγκυρα ότι θα γίνει κάποια κίνηση. Και, πράγματι, οι Έλληνες πρόσφεραν κάποιους συμβιβασμούς, π.χ. την προθυμία να επιτρέψουν στη δύναμη των Ην. Εθνών στην Κύπρο να παίξει πιο αποφασιστικό ρόλο στο νησί και υποσχέσεις να περιορίσουν την εισαγωγή λαθραίων όπλων, μεταξύ άλλων. Ωστόσο η Αθήνα απέρριψε χωρίς χρονοτριβή την εξέταση των προτάσεων του Ετσεβίτ σχετικά με την αυτονομία των Τουρκοκύπριων και τη διχοτόμηση με συνταγματικά μέσα». (Department of State – Memorandum of Conversation, Confidential).
«Είχε επίσης γίνει φανερό –συνέχισε ο Σίσκο- ότι η αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο, και όχι η απομάκρυνσή τους όπως ζητούσε η Άγκυρα, αντιπροσώπευε μια πρόταση του τύπου «πολύ μικρή προσφορά που έγινε πολύ αργά» που θα προκαλούσε επίσης την τουρκική επέμβαση. Στην Άγκυρα είχα επιχειρήσει να αποθαρρύνω ένα τέτοιο δραστικό μέτρο, ζητώντας από τους Τούρκους ηγέτες σε ένα σημείο να καθυστερήσουν οποιαδήποτε ενέργεια όσον αφορά την επέμβαση για 48 ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων θα διαμορφωνόταν και θα παρουσιαζόταν ένα «αμερικανικό πακέτο». Η πρόταση αυτή, βεβαίως, απορρίφθηκε και η επέμβαση άρχισε.
Στη συνέχεια ο αντικειμενικός σκοπός των ΗΠΑ έγινε η εκεχειρία και, κατά την άποψη μου –τόνισε ο Αμερικανός αξιωματούχος στον Δανό πρέσβη- οι προσπάθειές μας είχαν σημαντική επίδραση στο τελικό επίτευγμα της εκεχειρίας. Ευτυχώς, η πρώτη τουρκική στρατιωτική επιχείρηση ήταν αργή στην εκπλήρωσή της. Στην Αθήνα, μίλησα με έναν ευρύ κύκλο πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών για την απαίτηση μιας εκεχειρίας και για τη σύνεση μιας τέτοιας απαίτησης. Σ’ αυτό το ζήτημα το βαρύ καθήκον της αμερικανικής διπλωματίας ήταν πως έπρεπε να βοηθήσει, αλλά και να ενθαρρύνει κατά το δυνατό εκείνους που δεν ήθελαν πόλεμο». (Department of State – Memorandum of Conversation, Confidential). Απευθυνόμενος στον πρέσβη της Δανίας, ο Σίσκο αναρωτήθηκε εάν μπορούσε να προκύψει άλλο αποτέλεσμα από το υπάρχον και συνέχισε: «Οι Τούρκοι είδαν τη χρυσή ευκαιρία να πετύχουν τους επί μακρόν επιδιωκόμενους αντικειμενικούς σκοπούς τους μιας διχοτομημένης Κύπρου. Είναι αμφίβολο αν μπορούσαν να αναχαιτιστούν. Η περικοπή της στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία μπορεί να είχε το αντίθετο αποτέλεσμα της έμμεσης ενθάρρυνσης ενός ελληνο-τουρκικού πολέμου». Ο Σίσκο επισήμανε ότι οι ΗΠΑ θέλουν να υποστηρίξουν τον Καραμανλή, επισταμένως, ακόμη και φιλικά, τόνισε ότι ταυτόχρονα είναι προς όφελος της Ελλάδας να περιορίσει τον αντιαμερικανισμό και υπογράμμισε: «Στο κάτω-κάτω, η Ελλάδα χρειάζεται τις ΗΠΑ τουλάχιστον όσο εμείς χρειαζόμαστε την Ελλάδα. Η τρέχουσα κατάσταση θα απαιτήσει στενή παρακολούθηση.
Ο Ετσεβίτ ίσως δεν είναι αφέντης στο σπίτι του, αν και η θέση του έχει αναμφίβολα ενισχυθεί εξαιτίας του πρόσφατου πολέμου.
Στην Αθήνα πρέπει να δοθεί προσοχή στην επανάληψη των διαπραγματεύσεων. Ο Καραμανλής είναι σε ευαίσθητο σημείο και πρέπει να βρίσκεται σε επιφυλακή σχετικά με απόπειρες πραξικοπήματος -από αριστερά και από δεξιά- για να εξαλείψουν την κεντρώα μετριοπαθή ηγεσία. Είναι μια κατάσταση που απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση. Πιθανώς το ΝΑΤΟ μπορεί να βοηθήσει, αν και δεν έχουμε αποφασίσει το πώς ή το πότε. Η σύγκρουση μπορεί ακόμη να ξεσπάσει οποιαδήποτε στιγμή, παρά την εκεχειρία. Εν πάση περιπτώσει, η σύγκρουση περιορίστηκε στην Κύπρο, αν και θα προτιμούσαμε σταθερότητα νωρίτερα παρά αργότερα». (Department of State – Memorandum of Conversation, Confidential).
Oι προσπαθειες του Σισκο για αποτροπη της εισβολης, δειχνουν στον ανεξαρτητο παρατηρητη που δεν ειναι φορτισμενος με συναισθηματισμους, οτι ο ιδιος δεν ηταν αναμεμειγμενος στους σχεδιασμούς εναντιον της Kυπρου. O Aμερικανος υφυπουργος, ηταν επισης αυτος, που εχοντας την εμπειρια του 1964, πρότεινε –ύστερα από εισήγηση του Τάσκα- να παραταχθουν τα πλοια του Eκτου Στολου αναμεσα στα τουρκικα και τα κυπριακα παραλια. H εισηγηση αυτή, είχε γίνει και στις αρχές της εβδομάδας και εγινε δεκτη με θετικα σχολια απο τους αντιπροσωπους του Πενταγωνου στη δευτερη συσκεψη του Special Actiοn Grοup, που πραγματοποιηθηκε στις 16 Iουλιου. Διαφωνησε, οπως παντα, ο Xενρι Kισιγκερ.
O Σισκο δεν εχει δηλωσει ποτε δημόσια, οτιδηποτε αρνητικο για τον Xενρι Kισιγκερ. Σε στενο κυκλο συνεργατων του, ομως, δεν έκρυψε ότι εχει σφοδρά παραπονα απο τον προϊστάμενο του. Aκομα και τωρα πιστευει οτι υπηρχαν οι προϋποθεσεις να σταματησει η κριση πριν καν αρχισει. Θεωρει οτι οι HΠA μπορουσαν να αποτρεψουν το αντιμακαριακο πραξικοπημα και ειναι βεβαιος οτι ακομα και μετα την εκδηλωση του και την επικρατηση των αντιμακαριακων, υπηρχαν τροποι να αποκατασταθει ο Mακαριος. O Σισκο, μπορεσε σε διαστημα ωρων, πριν ακομη επελθει η καταρρευση της χουντας που συντομευθηκε απο την εισβολη, να προσφερει το απαιτουμενο θαρρος και την αναγκαια ψυχικη δυναμη στις ομαδες που αντιστρατεύονταν τον Iωαννιδη, να του αρνηθουν την πρωτοκαθεδρια, αλλα και να αμφισβητησουν τις ικανοτητες του και το αλαθητο των αποφασεων του.
O δρομος για την επιστροφη της Δημοκρατιας στην Eλλαδα ειχε αρχισει απο την στιγμη που ο Σισκο εφτανε στην Aθηνα, στις 18 Iουλιου. O Aμερικανος υφυπουργος, αθεραπευτα αισιοδοξος, ελπιζε οτι η ανατροπη του Mακαριου θα παρεσυρε και τη χουντα, οπως και εγινε τελικα. Mονο που ο Σισκο «ονειρευοταν» καπως διαφορετικα το τελος της κρισης. Πιστευει, παντως, οτι μπορουσε να αποκατασταθει η συνταγματικη ταξη χωρις την επεμβαση της Tουρκιας.
Ποιους συναντησε ο Σισκο στην Aθηνα; Kαι το δευτερο ερωτημα ειναι τι συζητησε μαζι τους; Eιναι γνωστο οτι ειδε την ηγεσια της χουντας με πρωτο και καλυτερο τον Iωαννιδη, που εθεαθη καποια στιγμη να παιζει με το πιστολι του στα χερια. Iδιαιτερη συναντηση, ειχε και με τον Eυαγγελο Aβερωφ, υστερα απο μεσολαβηση του Xενρι Tασκα. O τελευταιος, πριν πεθανει εξαιτιας ενος υποπτου αυτοκινητιστικου δυστυχηματος στην Eλβετια, το 1979 -ο γιος του υποστήριξε οτι ο πατερας του δολοφονηθηκε επειδή γνωριζε πολλα- δεν μίλησε ποτέ για τα παζάρια επιστροφής των πολιτικών και ο Σισκο δεν θα τοποθετηθει στο συγκεκριμενο ερωτημα. «Συναντηθηκαμε», λεει ο Σισκο. «Θυμαμαι οτι ο Αβέρωφ ειχε επιδειξει εντονη δραστηριοτητα». Αμερικανός διπλωμάτης θυμάται ότι η συζητηση αφορουσε «την εγκαθιδρυση πολιτικης κυβερνησης».
Οπως ηταν φυσικο, ο Σίσκο συναντηθηκε ιδιαιτερως και με τον αρχηγο του Nαυτικου Πετρο Aραπακη. Γνωστο για τον φιλοαμερικανισμο του και επιτηδειο στο να επιπλεει επι ολων των πολιτικων (και μη) καταστασεων, ο Aραπακης ηταν αυτος που εθεσε την ταφοπετρα επι του Δημητρη Iωαννιδη. Μέχρι τωρα δεν εχει δωσει λογαριασμο σε κανενα για τις πιο κρισιμες μερες που περασε ο Eλληνισμος και που οδηγησαν στη τραγωδια της Kυπρου. [Τις κρίσιμες εκείνες μέρες για την Ελλάδα, ο Αραπάκης διατηρούσε ανοικτή γραμμή με τον Χένρι Τάσκα, τον οποίο ενημέρωνε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, για τα τεκταινόμενα. Ετσι, όταν τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα Κανελλόπουλος ή Καραμανλής, ο Αραπάκης ζήτησε από τον Τάσκα να τηλεφωνήσει στον Φαίδωνα Γκιζίκη. Ηταν αργά το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, και η συζήτηση των στρατιωτικών και των πολιτικών ήταν στο αποκορύφωμά της. Αμερικανός διπλωμάτης ισχυρίστηκε ότι ο Τάσκα ζήτησε να υποστηριχθεί η πρόταση του Αβέρωφ. (Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη στους συγγραφείς). Ο ίδιος διπλωμάτης πιστεύει ότι ο Αραπάκης ήταν αυτός που «εμπνεύστηκε» την προβοκάτσια ότι επίκειτο επίθεση του βουλγαρικού στρατού εναντίον της Θράκης, για να αναγκάσει τον Ιωαννίδη να μην κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. (Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη στους συγγραφείς).
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ αρνήθηκε να τοποθετηθεί στα επίμονα ερωτήματά μου, γιά το περιεχόμενο της συνομιλίας του με τον Αμερικανό υφυπουργό. Τόσο στην αλληλογραφία που ανταλλάξαμε, όσο και στις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, ο Αβέρωφ δεν θέλησε ούτε να επιβεβαιώσει, ούτε να διαψεύσει τη συνάντησή του με τον Σίσκο. Περιέργως, παρόμοια συμπεριφορά επέδειξε και ο Αμερικανός υφυπουργός.
Στις 22 Ιουλίου, ο Σίσκο επέστρεψε στην Ουάσιγκτον. Ενοιωθε ταπεινωμένος και γνώριζε ότι η αποτυχία του οφειλόταν αποκλειστικά στην έλλειψη υποστήριξης από τον προϊστάμενο του. Τον κυριαρχούσε και μία «πικρή» ικανοποίηση ότι βοήθησε στην επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πριν καλά-καλά αναλάβει τα καθήκοντά της η πρώτη μεταχουντική κυβέρνηση, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος συμμετείχε στη Γενεύη στη συνάντηση των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Η συνάντηση, γνωστή ως η Διάσκεψη της Γενεύης, άρχισε στις 25 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουλίου με τους τρεις υπουργούς Εξωτερικών να καταλήγουν σε μια κοινή διακήρυξη, η οποία προδήλως εξυπηρετούσε τις τουρκικές απαιτήσεις.
Σύμφωνα με τη διακήρυξη, αποφασίσθηκε όπως η διάσκεψη επαναλαμβάνετο την 8η Αυγούστου με τη συμμετοχή αυτή τη φορά εκπροσώπων των δυο κοινοτήτων, καθότι, όπως αναφέρθηκε, θα συζητούσαν και συνταγματικά ζητήματα. Σύμφωνα με τη διακήρυξη, οι υπουργοί Εξωτερικών κάλεσαν τις αντίπαλες δυνάμεις να μην προελάσουν πέραν από τις περιοχές που έλεγχαν την 22η Ιουλίου ενώ θα δημιουργείτο ζώνη ασφαλείας, η λεγόμενη σήμερα «νεκρή ζώνη», η έκταση της οποίας θα καθορίζετο αργότερα. Στη διακήρυξη σημειώνονταν τα εξής: «’Όλοι οι τουρκικοί θύλακοι, που κατέχονται από ελληνικές ή ελληνοκυπριακές δυνάμεις πρέπει να εκκενωθούν αμέσως. Οι θύλακοι αυτοί θα εξακολουθούν να τελούν υπό την προστασία της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών και θα έχουν τις προηγούμενες διευθετήσεις για την ασφάλεια τους. Άλλοι τουρκικοί θύλακοι εκτός της περιοχής την οποία ελέγχουν οι τουρκικές δυνάμεις θα εξακολουθήσουν να τυγχάνουν προστασίας από μια ζώνη ασφαλείας της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών και δυνατό, ως προηγουμένως, να διατηρήσουν τη δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας.
Στα μικτά χωριά τα καθήκοντα ασφαλείας και αστυνομίας θα εκτελούνται από τη Διεθνή Ειρηνευτική Δύναμη στην Κύπρο». Περαιτέρω αναφέρονται στην ανάγκη μείωσης των στρατευμάτων και των στρατιωτικών εξοπλισμών καθώς και ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου. Γινόταν, επίσης, λόγος για αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, χωρίς καμία αναφορά στο Μακάριο. Βέβαια, η τουρκική πλευρά δεν είχε σταματήσει την εφαρμογή των σχεδιασμών της και η συνάντηση του Κάλλαχαν με τον Μαύρο και τον Γκιουνές δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην προέλαση των τουρκικών δυνάμεων αλλά και τη μεταφορά ενισχύσεων από την Τουρκία.
Η συμφωνία καταπαύσεως του πυρός δεν τηρήθηκε ποτέ από την τουρκική πλευρά ενώ συνεχιζόταν η εκδίωξη Ελλήνων από τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Η πρακτική αυτή της Άγκυρας συνεχίσθηκε μέχρι και τη δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης. Ο Κίσιγκερ είχε αρχίσει τις προσπάθειες υλοποίησης και επιβολής των σχεδιασμών του, πριν ακόμα επιστρέψει ο Σίσκο. Είχε αποφασίσει ότι οι συνεννοήσεις θα αφορούσαν τα «δεδομένα» μετά την εισβολή, και όχι την αλλαγή του «στάτους κβο», που επιτεύχθηκε με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.
Η ανατροπή του Μακάριου ήταν ένα «ξεχασμένο περιστατικό» για τον επικεφαλής του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. Ο Κίσιγκερ είχε αναλάβει προσωπικά τις συζητήσεις και συχνά οργιζόταν, επειδή ο Ετσεβίτ δεν αντιλαμβανόταν τι του έλεγε. Από την επομένη της εισβολής, ο Αμερικανός υπουργός εισήγαγε τον πρωθυπουργό της Τουρκίας στα ωφέλη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά ο Ετσεβίτ έδειχνε να είναι ικανοποιημένος και με λιγότερα κέρδη. Μέχρι που τον έπεισε ο Κίισγκερ… Μετά την εισβολή, οι δύο άνδρες μίλησαν τηλεφωνικά δεκάδες φορές μέσα σε διάστημα μίας εβδομάδας. Στα αμερικανικά αρχεία δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Κίσιγκερ και ο Ετσεβίτ είχαν συνομιλήσει και πριν την εισβολή, όταν υποτίθεται ότι η Ουάσιγκτον προσπαθούσε …απεγνωσμένα να σταματήσει το τουρκικό έγκλημα εναντίον της Κύπρου.
Σε μία τηλεφωνική τους συνομιλία, στις 29 Ιουλίου, ο Ετσεβίτ λέγει στον υπουργό Εξωτερικών, ότι λίγο-πολύ, δεν καταλαβαίνει τί γίνεται, και ότι έχει μπερδευτεί με τα διάφορα κείμενα που δίνει ο Κάλλαχαν στον Γκιουνές και αυτός που στέλλει από τη Γενεύη. (Department of State, Τηλεφωνική συνομιλία του Μπουλέντ Ετσεβίτ με τον Χένρι Κίσιγκερ, 29 Ιουλίου 1974)
Ολο το κείμενο της συζήτησης των δύο ανδρών ακολουθεί:
Κίσιγκερ: Χαίρετε.
Ετσεβίτ: Χαίρετε. Μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα;
Κίσιγκερ: Ναι.
Ετσεβίτ: Σας διαβάζω τώρα. Το κείμενο που ο κ. Κάλλαχαν μας πρότεινε το πρωί το αποδεχτήκαμε. Οι τρείς υπουργοί Εξωτερικών συμφωνούν όπως εξεταστεί η πιθανότητα του τελικού αφοπλισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας και της επιθυμίας εκπόνησης μέτρων και ανταπόκρισης των μειώσεων με (σβησμένο κείμενο) των αριθμών των ενόπλων δυνάμεων και του πολεμικού υλικού. Αυτό προτάθηκε από τον κ. Κάλλαχαν και το αποδεχτήκαμε. Αλλά, αφού οι Ελληνες… (δεν ακούγεται καλά η μαγνητοταινία) . Επιμείναμε όπως αποδεχτούμε άλλη πρόταση. Δεν μπορώ να αντιληφθώ, ο κύριος Κάλλαχαν προσπαθεί να μεταχειριστεί την Τουρκία και την Ελλάδα ως ίσους, σ’ αυτό; Κερδίσαμε έναν πόλεμο. Αν συγκρατηθήκαμε και δεν καταλάβαμε περισσότερο έδαφος, αυτό έγινε γιατί σεβόμαστε τα Ηνωμένα Εθνη. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εκμετάλλευση των καλών μας προθέσεων.
Κίσιγκερ: Αντιλαμβάνομαι την θέση σας, κ. Πρωθυπουργέ. Η δυσκολία έγκειται, στο πως νομίζω είναι προς το συμφέρον σας να διευθετηθεί αυτό. Κερδίστε λίγο χρόνο προ της έναρξης της πολιτικής διαπραγμάτευσης. Ετσι, χωρίς να μπω στις λεπτομέρειες των διαφόρων προτάσεων, είναι καθαρό πως δεν θα πρέπει κανείς να εκμεταλλευτεί τις καλές σας προθέσεις, αλλά δεν θα πρέπει να βρεθείτε σε θέση, όπου οι αντίπαλοί σας θα μπορούν να ασκήσουν πιέσεις. Αυτή είναι η ανησυχία μου. Τώρα, αν το κατανοώ, υπάρχουν τώρα ενώπιόν μας δύο κείμενα. Το ένα είναι το κείμενο που εισηγήθηκε ο κ. Κάλλαχαν. Υπάρχει ακόμη ένα που έθεσε ενώπιόν σας και το οποίο απορρίψατε.
Ετσεβίτ: Ετέθη προηγουμένως ενώπιόν μας, αλλά το έφερε στην κυβέρνηση και το αποδεχτήκαμε. Το κατάρτισε ο κ. Κάλλαχαν.
Κίσιγκερ: Καταλαβαίνω. Ομως τώρα έγινε μία άλλη πρόταση.
Ετσεβίτ: Ο λόγος είναι πως αποδεχτήκαμε την πρόταση του κ. Κάλλαχαν, αλλά οι Ελληνες δεν την δέχτηκαν. Μας δίδει ένα τελεσίγραφο να δεχτούμε πρόταση αποδεκτή από την Ελλάδα. Δεν το καταλαβαίνω.
Κίσιγκερ: Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω. Ας υποθέσουμε πως στέλνω τον Μπάφφουμ στον υπουργό σας των Εξωτερικών.
Ετσεβίτ: Είχα μιά συνομιλία με φίλο μου στην Ελλάδα. Αντιλαμβάνομαι πως αυτή τη στιγμή ο υπουργός μας των Εξωτερικών, συνομιλεί κατ’ ακρίβεια με τον κ. Μπάφφουμ.
Κίσιγκερ: Εχω δώσει οδηγίες στον κ. Μπάφφουμ να μην υποβάλλει συγκεκριμένες προτάσεις μέχρις ότου (εμείς οι δύο) συνομιλήσουμε.
Ετσεβίτ: Τι οδηγίες θα του δώσετε;
Κίσιγκερ: Επιχειρούμε να βρούμε κάποιο συμβιβασμό μεταξύ του κειμένου σας και του κειμένου Κάλλαχαν. Δεν ανυπομονούμε να προωθήσουμε μία αμερικανική πρόταση. Το κείμενο που σας δίδει τώρα είναι αποδεκτό από την Ελλάδα.
Ετσεβίτ: Προσπαθώ να είμαι και φιλειρηνικός και ρεαλιστής. Δεν χρειάζεται να έλθουμε σε συμβιβασμό με την Ελλάδα, όμως θέλουμε να κάνουμε τα πράγματα ευκολότερα γι΄ αυτούς. Δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε μαζί τους σε κάθε σημείο.
Κίσιγκερ: Αναζητώ μία λύση που βρίσκεται μεταξύ των δύο αυτών προτάσεων.
Ετσεβίτ: Δηλώνουμε καθαρά στον κόσμο πως είμαστε στο νησί. Είμαστε υποχρεωμένοι να παραμείνουμε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, υπό το πρίσμα των εμπειριών που υποφέραμε στο παρελθόν. Για αρκετές μέρες υπάρχουν χιλιάδες Τούρκοι που βρίσκονται φυλακισμένοι κάτω από το ελληνικό καθεστώς και τα Ηνωμένα Εθνη δεν τους βοηθούν. Εχουν μείνει αβοήθητοι. Δεν μπορούμε να προδώσουμε τον κόσμο, δίδοντας ελπίδες πως το σκεφτόμαστε.
Κίσιγκερ: Το αντιλαμβάνομαι, όμως αυτό που επιχειρήσαμε να κάνουμε …
Ετσεβίτ: Οχι, εκτός, όχι, μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί για τους Τούρκους ένα κράτος στην νήσο.
Κίσιγκερ: Γιατί δεν μ’ αφήνετε να στείλω μιά εισήγηση στον Μπάφφουμ και εσείς να την εξετάσετε.
Ετσεβίτ: Αλλο κείμενο;
Κίσιγκερ: Διαφορετικό κείμενο, δεν είναι το κείμενο Κάλλαχαν.
Ετσεβίτ: Θα μπορούσα να το έχω πρώτος, αν είναι δυνατό;
Κίσιγκερ: Θα το θέλατε πριν το στείλω στον Μπάφφουμ;
Ετσεβίτ: Θα το προτιμούσα.
Κίσιγκερ: Εντάξει. Κοιτάξτε τι θα κάνω. Δεν το έχω μπροστά μου. Μπορώ να βάλω κάποιον να καλέσει το γραφείο σας σε πέντε λεπτά και να το υπαγορεύσει;
Ετσεβίτ: Δεν έχω μαζί μου γραμματέα. Θα το γράψω ο ίδιος.
Κίσιγκερ: Θα βάλω κάποιον να σας τηλεφωνήσει σε 15 λεπτά.
Ετσεβίτ: Ευχαριστώ κ. Κίσιγκερ.
Κίσιγκερ: Εντάξει.
Μετά το τέλος της συνομιλίας, ο υπουργός Εξωτερικών ζήτησε από τον Σίσκο να επικοινωνήσει με τον πρέσβη της Βρετανίας, Πίτερ Ραμσμπόθαμ και να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση αναφορικά με τα κείμενα του Κάλλαχαν. (Department of State, Confidential, Μνημόνιο τηλεφωνικής συνομιλίας του Τζόζεφ Σίσκο, υφυπουργού Εξωτερικών, με τον σερ Πίτερ Ραμσμπόθαμ, πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ουάσιγκτον, 29 Ιουλίου, 1974 5 μ.μ).
Σίσκο: Ο υπουργός Εξωτερικών Κίσιγκερ μόλις μίλησε στον πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Ο Ετζεβίτ είναι μπερδεμένος. Μας είπε πως είχε αποδεχτεί νωρίτερα σήμερα ένα κείμενο που τελικά ο κ. Κάλλαχαν ξέχασε. Υπάρχει σύγχυση γύρω από το ποιό είναι το προγενέστερο κείμενο και ποιό κείμενο ο Κάλλαχαν μας ζητά να υποστηρίξουμε. Είπαμε στον Ετζεβίτ πως πιστεύουμε ότι το κείμενο Α είναι καλύτερο του Β. Σε κάθε περίπτωση ο Ετζεβίτ είναι μπερδεμένος. Ο Ετζεβίτ μελετά συνολικά το πρόβλημα και θα τηλεφωνήσει ξανά στον υπουργό Εξωτερικών σε μία ώρα.
ΡΑΜΣΜΠΟΘΑΜ: Ξέρει ο Κάλλαχαν πoιά είναι τα κείμενα Α και Β;
ΣΙΣΚΟ: Υποθέτω πως ναι.
ΡΑΜΣΜΠΟΘΑΜ: Γνωρίζει ο Ετζεβίτ ποιά είναι τα κείμενα;
ΣΙΣΚΟ: Ο υπουργός αναφέρθηκε και στα δύο κείμενα, στη συνομιλία του με τον Ετζεβίτ και ο Ετζεβίτ είπε πως αποδέχτηκε ένα προγενέστερο κείμενο. Ο Ετζεβίτ εκτιμά το όλο θέμα.
ΡΑΜΣΜΠΟΘΑΜ: Θα διαβιβάσω το μήνυμα στον Κάλλαχαν.
Στις 2 Αυγούστου, ο Χάρτμαν με προσωπικό σημείωμα του προς τον Κίσιγκερ, με τίτλο «Εκτιμήσεις του Cyprus Task Force: Μαθήματα για το μέλλον», επιχειρεί μία εκτίμηση για όλα όσα συνέβησαν από την τουρκική εισβολή και μετά. Στο σημείωμα του Χάρτμαν, που προηγήθηκε της μεγάλης σύσκεψης των στελεχών, υπό τον Κίσιγκερ, στην οποία ο υπουργός Εξωτερικών, επέρριψε τις ευθύνες στον Μακάριο και τον Ιωαννίδη, αναφέρονται τα εξής: (Department of State, Confidential, Σημείωμα του Αρθρουρ Χάρτμαν στον Χένρι Κίσιγκερ, 2 Αυγούστου 1974)
«Η Επιχειρησιακή Ομάδα για την Κύπρο είχε διάρκεια ζωής δέκα ημέρες (21 Ιουλίου έως 31 Ιουλίου). Από τη στιγμή που συγκροτήθηκε κινήθηκε ταχέως για να υποστηρίξει τη διαχείριση εκ μέρους σας της κρίσης και, κατά τη γνώμη μου, συνολικά έφερε σε πέρας τα καθήκοντά της αποτελεσματικά. Υπηρέτησα ως επικεφαλής της Επιχειρησιακής Ομάδας και διατήρηση στενή και συνεχή επαφή με τις εξελίξεις τόσο με συχνές επισκέψεις στην περιοχή της Επιχειρησιακής Ομάδας όσο και με κανονικές ενημερώσεις και τηλεφωνικές κλήσεις. Ο αναπληρωτής μου, Ουέλς Στάμπλερ, ήταν φυσικώς παρών σε όλη αυτή την περίοδο και αποτελούσε το βασικό μου σύνδεσμο πληροφόρησης και μέσω αυτού παρείχαμε καθοδήγηση σε ουσιαστικά και σε θέματα πολιτικής στο επιτελείο της Επιχειρησιακής Ομάδας.
Ο Μπιλ Κόντος, διευθυντής της Επιχειρησιακής Ομάδας, ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία του οργανισμού, διαχειρίστηκε μια τεράστια ροή εγγράφων, επέβλεψε ώστε να μεταφέρονται οι απαντήσεις με τηλεγραφήματα δράσης, προετοίμασε αναφορές για την κατάσταση, ενημερώσεις, καταλόγους ελέγχου και συγκρότησε καταλόγους για την επάνδρωση της Επιχειρησιακής Ομάδας επί 24ώρου βάσεως.
Είχε τρεις ανώτερους αξιωματούχους ως αναπληρωτές του, όσον αφορά τον επιχειρησιακό του ρόλο, και ήταν υπεύθυνος για την ομάδα σχεδιασμού που προετοίμαζε τα διάφορα πολιτικά έγγραφα για τα βασικά στελέχη του 7ου ορόφου.
Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους της κρίσης, ένας αξιωματούχος ανέλαβε το καθήκον, στην Επιχειρησιακή Ομάδα, να συντονίζει τα σχέδια με Βρετανούς και Αμερικανούς στρατιωτικούς για την εκκένωση των Αμερικανών πολιτών από την Κύπρο. Υπήρχε επίσης μια αρκετά μεγάλη ομάδα εργασίας από την Υπηρεσία Ασφαλείας και Προξενικών Υποθέσεων που απαντούσε επί 24ώρου βάσεως σε εκατοντάδες τηλεφωνήματα που ζητούσαν πληροφορίες για την κατάσταση και τα σχετικά με συγγενείς και φίλους που βρίσκονταν στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων.
Οι σχέσεις με τον Τύπο συντονίζονταν από τον υπεύθυνο αξιωματούχο EUR για τον Τύπο και ένας αξιωματούχος που αντιπροσώπευε την Ιστορική Υπηρεσία ήταν παρών από την αρχή για να καταγράφει και να διατηρεί μια πλήρη σειρά εγγράφων που εισέρχονταν στην Επιχειρησιακή Ομάδα και που παράγονταν από την Επιχειρησιακή Ομάδα. Είχαμε στενή και πολύ αποτελεσματική υποστήριξη από το INR. Ο Μπιλ Χάιλαντ βοήθησε πολύ προσωπικά και διέθεσε πλήρως απασχολούμενο προσωπικό στην Επιχειρησιακή Ομάδα. Σε μια πρώιμη φάση το INR ανέλαβε την ευθύνη να προετοιμάσει για την Επιχειρησιακή Ομάδα τις δύο ημερήσιες αναφορές για την πολιτική/στρατιωτική κατάσταση. Ένας χάρτης που έδειχνε τις στρατιωτικές κινήσεις ενημερωνόταν από ένα αξιωματούχου του INR, στον τομέα της Επιχειρησιακής Ομάδας. Το ΙΟ διατήρησε στενή και αποτελεσματική επαφή καθ’ όλη τη διάρκεια. Μέσω των αξιωματούχων του INR που είχαν αναλάβει καθήκοντα στην Επιχειρησιακή Ομάδα διατηρήσαμε επαφή με τη CIA και τη DIA και με το υπουργείο Άμυνας μέσω στρατιωτικών αντιπροσώπων στο κέντρο επιχειρήσεων. Διατηρήσαμε στενή επαφή με την Υπηρεσία Ανακούφισης από τις Καταστροφές της AID, πριν και αφότου κηρύχθηκε η Κύπρος μια περιοχή καταστροφής, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η αποστολή προμηθειών που θα ανακούφιζαν».
Ο Χάρτμαν εξάγει κάποια συμπεράσματα, που τα χαρακτηρίζει «μαθήματα για το μέλλον», ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοια λάθη. Γράφει στον Κίσιγκερ: (Department of State, Confidential, Σημείωμα του Αρθρουρ Χάρτμαν στον Χένρι Κίσιγκερ, 2 Αυγούστου 1974) «Παρά κάποιες ανεπάρκειες πού και πού, η Επιχειρησιακή Ομάδα που στην κορύφωση της δράσης της απασχολούσε 110 ανθρώπους συνολικά, έκανε καλά τη δουλειά της. Ωστόσο, κάποια μαθήματα για το μέλλον μπορούν να εξαχθούν.
Η ίδρυση της Επιχειρησιακής Ομάδας.
Η εγκαινίαση μιας Επιχειρησιακής Ομάδας πρέπει να γίνεται έγκαιρα και η ομάδα να είναι πλήρης. Που σημαίνει, ότι δεν θα έπρεπε να αποτελεί μια αυξητική διαδικασία. Θα έπρεπε να ξεκινά, εάν είναι δυνατό, με ολόκληρο το βασικό προσωπικό που θα παραμείνει σ’ αυτή σ’ όλη της τη διάρκεια. Η απόφαση για την ίδρυση μιας Επιχειρησιακής Ομάδας θα έπρεπε να λαμβάνεται από τον αναπληρωτή υπουργό όσο το δυνατόν νωρίτερα κατά την εξέλιξη μιας κρίσιμης κατάστασης και όλες οι υπηρεσίες θα έπρεπε να τίθενται σε συναγερμό και να έχουν στρατολογήσει το προσωπικό. Το Επιχειρησιακό Κέντρο θα έπρεπε να έχει έναν ή δύο αξιωματούχους επιφορτισμένους με καθήκοντα εξ αρχής για να κάνουν όποιες διοικητικές ρυθμίσεις είναι αναγκαίες εν αναμονή της ίδρυσης της Επιχειρησιακής Ομάδας.
Εκ των υστέρων κρίνεται ότι η Επιχειρησιακή Ομάδα για την Κύπρο έπρεπε να είχε συσταθεί τουλάχιστον λίγες ημέρες νωρίτερα. Εκείνοι που δεν συμμετείχαν στην Ομάδα Εργασίας για την Κύπρο του EUR δυσκολεύτηκαν να συμβαδίσουν με τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της άφιξής τους στη συγκεκριμένη εργασία.
Η επάνδρωση της Επιχειρησιακής Ομάδας.
Εάν πρόκειται η Επιχειρησιακή Ομάδα να είναι πλήρως επανδρωμένη όταν αρχίζει τις επιχειρήσεις, ο βοηθός υπουργός, οι βασικοί αναπληρωτές του και ο εκτελεστικός διευθυντής της υπηρεσίας πρέπει να έχουν, ως πρώτη προτεραιότητα, τον αναγκαίο χρόνο για να επιλέξουν τους καλύτερους ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι στο υπουργείο. Η αξιοποίηση, όπως εμείς κάναμε, της βοήθειας του υφυπουργού διεύθυνσης και του γενικού διευθυντή από νωρίς είναι πολύ χρήσιμη. Η καταγραφή στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των ανθρώπων του τομέα που είναι ειδικοί μπορεί να βοηθήσει στη μελλοντική επάνδρωση των επιχειρησιακών ομάδων.
Διαχείριση και έλεγχος των πληροφοριών.
Η διαχείριση και ο έλεγχος των πληροφοριών είναι μία από τις πιο δύσκολες πλευρές της λειτουργίας μιας Επιχειρησιακής Ομάδας. Εάν η Επιχειρησιακή Ομάδα δεν πληροφορείται συνεχώς για τις σημαντικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε άλλα σημεία του κτιρίου, η αποτελεσματικότητά της μειώνεται. Εάν οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες στην Επιχειρησιακή Ομάδα η κατάληξη είναι να σημειώνεται διάχυση της εξουσίας και ανικανότητα να δράσει με έξυπνο τρόπο. Συνεπώς είναι ουσιαστικό ο επικεφαλής της Επιχειρησιακής Ομάδας ή ο αναπληρωτής του να αποτελούν τους πληροφοριακούς συνδέσμους μεταξύ του υπουργού και άλλων βασικών στελεχών του 7ου ορόφου. Ο υπουργός θα έπρεπε να μεταφέρει όλες τις επιχειρησιακές οδηγίες όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο βοηθό υπουργό που έχει την ευθύνη της Επιχειρησιακής Ομάδας, του οποίου η αρμοδιότητα θα έπρεπε να είναι να πληροφορεί άλλους αξιωματούχους του 7 ου ορόφου και τα βασικά μέλη της Επιχειρησιακής Ομάδας αναλόγως. Ήταν ουσιαστικό για τη διακίνηση των NODIS να είναι διαθέσιμα στα βασικά στελέχη της Επιχειρησιακής Ομάδας. Αυτό έγινε λίγο μετά την έναρξη λειτουργίας της Επιχειρησιακής Ομάδας. Η Ομάδα Σχεδιασμού έκανε καλά τη δουλειά της αλλά παρέκκλινε συχνά από τα μακροπρόθεσμα πολιτικά της ενδιαφέρονταν εξαιτίας της ανάγκης να προετοιμάσει σύντομες απαντήσεις σε ερωτήματα των ηγετικών στελεχών, προσχέδια τηλεγραφικών απαντήσεων και ποικίλες παρόμοιες αγγαρείες. Είναι προτιμότερο η Ομάδα σχεδιασμού να μην επιβαρύνεται με τέτοια υπευθυνότητα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον με το διορισμό ενός ή δύο μεσαίου επιπέδου αξιωματούχων, που να είναι κατά προτίμηση γνώστες της περιοχής που υφίσταται η κρίση, οι οποίοι να υπάγονται άμεσα στο επιτελείο του διευθυντή της Επιχειρησιακής Ομάδας για να τον βοηθούν να σηκώνει αυτό το φορτίο και έτσι να δίνεται στην Ομάδα Σχεδιασμού η ευκαιρία να βρίσκεται τουλάχιστον μερικά βήματα μπροστά από τις γρήγορα κινούμενες εξελίξεις.
Εμμονή στην ιεραρχία της διοίκησης.
Μεγάλο μέρος της διπλής προσπάθειας μπορεί να αποφευχθεί, εάν τηρείται αυστηρά η ιεραρχία της διοίκησης. Ο επικεφαλής της Επιχειρησιακής Ομάδας και ο αναπληρωτής του θα έπρεπε να αναθέτουν τα καθήκοντα στην Επιχειρησιακή Ομάδα μόνο μέσω του διευθυντή. Ο διευθυντής στη συνέχεια θα έπρεπε να ασχολείται με άλλα στοιχεία της Επιχειρησιακής Ομάδας μέσω των αντίστοιχων υπευθύνων και με την εγγραφή σε ένα σταθερό μέρος (εμείς χρησιμοποιούσαμε ένα μεγάλο πίνακα στο γραφείο του διευθυντή) του καθήκοντος και του αναμενόμενου χρόνου ολοκλήρωσής του. Η επιμονή σ’ αυτό τον απλό κανόνα θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή της διπλής προσπάθειας και σε ελάχιστες παρανοήσεις που δημιουργούνται κατά τη διεξαγωγή της προσπάθειας της Επιχειρησιακής Ομάδας.
Ροή εισερχομένων εγγράφων.
Η οργάνωση της μάζας του εισερχόμενου υλικού και η φροντίδα ώστε να φτάνει σε εκείνους που θα έπρεπε να το δουν το νωρίτερο δυνατόν είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Το εισερχόμενο υλικό κρατείται σε χρονολογική σειρά από την πηγή. Εκτός των φακέλων για το υλικό από την πηγή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη η διατήρηση ενός σετ φακέλων τόσο για το εισερχόμενο όσο και για το εξερχόμενο υλικό σχετικά με ένα θέμα.
Αντιπρόσωποι από άλλα τμήματα του υπουργείου και από άλλες υπηρεσίες.
Κάθε Επιχειρησιακή Ομάδα θα έπρεπε, σε αρχικό στάδιο, να αποφασίσει εάν χρειάζονται και άλλοι αξιωματούχοι-σύνδεσμοι εκτός αυτών που έχουν διοριστεί. Εμείς αποφασίσαμε ότι δεν θα χρειαζόμαστε ένα σύνδεσμο πλήρους απασχόλησης με τη CIA, DIA ή DOD. Εκ των υστέρων κρίνεται ότι θα ήταν χρήσιμο υπήρχε κάποιος διαθέσιμος από το Η ώστε να ασχολείται με τις πάμπολλες κλήσεις για ενημέρωση που γίνονταν κυρίως από τα επιτελεία των μελών του Κονγκρέσου, που ήθελαν πληροφορίες του είδους που ένα βιαστικό διάβασμα απλώς του Τύπου μπορούσε να τους δώσει. Αυτές οι κλήσεις αντιπροσώπευαν έναν σημαντικό περισπασμό.
Τύπος.
Δεν ελήφθησαν κλήσεις από τον Τύπο από κανένα μέλος της Επιχειρησιακής Ομάδας. Αυτές είχαν ως σημείο αναφοράς στον υπεύθυνο Τύπου ή εν απουσία του το γραφείο του πρεσβευτή Άντερσον. Είναι σημαντικό οι μελλοντικές Επιχειρησιακές Ομάδες να εφαρμόσουν την ίδια πρακτική.
Επισκέπτες.
Στο βαθμό του δυνατού, επισκέπτες στον τομέα της Επιχειρησιακής Ομάδας που δεν έχουν ένα ισχυρό λόγο να βρίσκονται εκεί θα έπρεπε να αποθαρρύνονται. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, θεωρήσαμε αναγκαίο να έχουμε φρουρό στην πόρτα του τομέα για να διαπιστώνει τι δουλειά είχαν εκεί οι επισκέπτες».
Ο Χένρι Κίσιγκερ. Φωτογραφία EPA, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΙΣΙΓΚΕΡ
Ο Κίσιγκερ σε σύσκεψη της 5ης Αυγούστου με συνεργάτες του, αποκάλυπτε σε μεγάλο βαθμό το πώς κινήθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της κρίσης. Θα μπορούσε κανείς να πει πως εκείνες οι αναφορές του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών ήταν εν πολλοίς και η απολογία του. (Department of State, Secret, Secretary’s Conference Room, Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974, 10.50 π.μ.)
Ο Κίσιγκερ είπε πως γενικά αποφεύχθηκαν οι επαφές με την πραξικοπηματική κυβέρνηση σημειώνοντας πως την πρώτη εβδομάδα υπήρχε επαφή με τον Κληρίδη, και αυτή αποσκοπούσε στο να τον συγκρατήσει για να μην παραιτηθεί, διότι τον ήθελαν να είναι στη θέση του σαν μια πιθανή συμβιβαστική λύση.
Είμαστε επιφυλακτικοί, είχε πει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, όσον αφορά τις δημόσιες καταδίκες της Ελλάδας και της παροχής όλης μας της υποστήριξης προς τον Μακάριο, για τους εξής λόγους:
«Θεωρούσαμε, όπως σας είπα, ότι η τουρκική επέμβαση ήταν πιθανή και συνεπώς δεν θέλαμε να παρέχουμε τη νομιμοποίηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους για τη στρατιωτική επέμβαση.
Δεύτερον, επιθυμούσαμε σφοδρώς να μη διεθνοποιηθεί το πρόβλημα, προκειμένου να εμποδίσουμε και να αποφύγουμε μια βάση για σοβιετική παρέμβαση». Σύμφωνα με τον Κίσιγκερ η εισβολή ήταν αναμενόμενη και σε μεγάλο βαθμό «δικαίωνε» την Τουρκία, η οποία περίμενε αυτή την ευκαιρία για πολλά χρόνια. Ο Αμερικανός αξιωματούχος ανέφερε πως «επί δέκα χρόνια, οι Τούρκοι υπέφεραν από ταπείνωση, εξαιτίας του γεγονότος ότι αισθάνονταν πως είχαν στερηθεί αρχικά το 1960, με την αρχική συνταγματική διευθέτηση, –δεν ήταν ευτυχείς γι΄ αυτή όμως σίγουρα δεν ήταν ευτυχείς το 1964 και το 1967– θεώρησαν ότι επρόκειτο για μια συνταγματική διευθέτηση που θα γινόταν ικανοποιητικά ανεκτή με το πέρασμα των χρόνων και το 1964 και 1967 στερήθηκαν την ευκαιρία να παρέμβουν λόγω της μεγάλης αμερικανικής πίεσης».
Ο Κίσιγκερ είπε στους συνεργάτες του ότι η εισβολή ήταν αναπόφευκτη και ότι δεν μπορούσε κανείς να την αποτρέψει. «Το 1974, χάρη στη βλακεία της ελληνικής χούντας, στους Τούρκους έπεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Κύπρο που να αναγνωρίζεται από οποιονδήποτε, έτσι δεν έκαναν επίθεση σε νόμιμη κυβέρνηση αλλά ένας άνδρας που θεωρούνταν, διεθνώς, φονιάς και υπήρχε μια κυβέρνηση στην Ελλάδα που ήταν διεθνώς απόβλητη, που κανένας δεν την υποστήριζε. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την τουρκική επέμβαση και αυτή ακριβώς ήταν η ευκαιρία. Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων, αυτό αφορά την ταχύτητά της, διότι νομίζω πως επιταχύνθηκε εξαιτίας των εσωτερικών δυσκολιών του Ετσεβίτ, οποίος ήθελε να τεθεί επικεφαλής της εθνοσυνέλευσής του.
Πιστεύω ότι εάν είχε την πλειοψηφία, εμείς θα μπορούσαμε να είχαμε 24 έως 48 ώρες περισσότερες, παρόλο που η έκβαση, εκτός του ελληνικού πραξικοπήματος, πριν την τουρκική επέμβαση, θα ήταν χονδρικά η ίδια».
Ο Αμερικανός υπουργός ανέφερε πως «όταν άρχισε ο πόλεμος, ήταν καθαρό, όταν άρχισε η τουρκική επέμβαση ήταν καθαρό ότι το αποτέλεσμα του ελληνικού τυχοδιωκτισμού στην Κύπρο θα είχε διάρκεια μιας ημέρας. Και από αυτή την άποψη ήταν σαφές ότι θα υπήρχε κάποια αλλαγή στην Ελλάδα. Αλλά εκείνο που κανείς έπρεπε να εμποδίσει ήταν η κλιμάκωση του πολέμου, της σύγκρουσης, σε ένα πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και, βεβαίως, θα έπρεπε να επιβάλει στους Σοβιετικούς μια μη επεμβατική συμπεριφορά, τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στην Κύπρο».
Ο Κίσιγκερ αναφέρθηκε και στην κατάσταση στην Ελλάδα, σημειώνοντας πως εάν εμπόδιζαν την επιτυχία του πραξικοπήματος, κάτι που δεν έκαναν «ήταν εξαιρετικά πιθανή μια αλλαγή στην Ελλάδα». Ωστόσο, η αμερικανική πεποίθηση επί τούτου όπως εκφράσθηκε από τον Κίσιγκερ, ήταν πως μια αλλαγή στην Ελλάδα θα έπρεπε να επέλθει όχι σαν αποτέλεσμα της αμερικανικής συνέργειας με την Τουρκία, κατά τη διάρκεια μιας ελληνοτουρκικής κρίσης, αλλά σαν αποτέλεσμα της ανικανότητας της κυβέρνησης που είχε με δική της υπαιτιότητα μπει σε κρίση. Διότι, όπως εξήγησε στους συνεργάτες του, μετά την επιτυχία ενός τέτοιου πραξικοπήματος, το εθνικιστικό στοιχείο θα χρειαζόταν να εγκαθιδρύσει μια πολιτική ισορροπία. Και αυτό θα γινόταν όλο και πιο αναγκαίο, καθώς δεν γνωρίζαμε από ποια κατεύθυνση θα ερχόταν το πραξικόπημα μέχρι την Κυριακή το απόγευμα. Θεωρούσαμε ότι υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα το πραξικόπημα να έφερνε στην εξουσία λοχαγούς και συνταγματάρχες ακόμη πιο ακραίου εθνικιστικού προσανατολισμού, αλλά και ότι θα έφερνε μια άμεση επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση έτσι έπρεπε εμείς να έχουμε θέσεις και για τις δύο πιθανότητες που μπορούσαν να εμφανιστούν και ήταν ουσιαστικό για εμάς να μην αναπτύξουμε κάποιο μύθο για τη μετά-τη-χούντα Ελλάδα, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν εθνικιστές και αριστεροί να κάνουν τις δικές τους συνθέσεις, έχοντας με ευθύνη των ΗΠΑ ξεσηκώσει την Ελλάδα μεσούσης της κρίσης της.
Αυτή ήταν η δική μας ανάλυση για την κατάσταση και είσαστε ικανοί να κρίνετε από μόνοι σας ποια ήταν η συμβολή αυτού του υπουργείου ως προς την αναλογία της. Λοιπόν εάν κατανοείτε αυτή τη λογική, τότε θα κατανοήσετε όλες τις ενέργειές μας κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας. Στην πραγματικότητα, κατευθύνονταν προς την εξασθένηση της ελληνικής χούντας. Στην πραγματικότητα, κατευθύνονταν προς την αποτυχία του πραξικοπήματος όσον αφορά τον αντικειμενικό του στόχο που ήταν η ένωση. Και στην πραγματικότητα, ήταν σχεδιασμένες για να δημιουργήσουν το μέγιστο εμπόδιο στην τουρκική επέμβαση, χωρίς να υποχρεωθούμε να πάρουμε μια αντιτουρκική θέση και πάνω απ΄ όλα ήταν σχεδιασμένες για να μας δώσουν τη μέγιστη δυνατή ευελιξία. Ήταν επίσης σχεδιασμένες για να παρεμβάλουν το μέγιστο εμπόδιο στη σοβιετική παρέμβαση και ήταν, τέλος, σχεδιασμένες να μας παρέχουν τη μέγιστη ευελιξία καθώς αναπτυσσόταν η κρίση όπως θα μπορούσε, αναπόφευκτα, να κρίνει κανείς. Εάν αυτό γίνεται κατανοητό από εσάς, μπορείτε να δείτε γιατί χειριστήκαμε όπως χειριστήκαμε την τουρκική κατάσταση.
Ο Κίσιγκερ παρουσιάστηκε να είχε προβλέψει τη λύση Καραμανλή στη μεταχουντική εποχή στην Ελλάδα. «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είναι ο Καραμανλής, αλλά δεν είχαμε τρόπο να προκαλέσουμε αυτό το αποτέλεσμα εκείνη τη στιγμή». Την Τετάρτη, αφού η διάσωση του Μακαρίου ήταν σαφής, είχαμε εξακριβώσει ότι [ο Καραμανλής] ήταν το άτομο, όσον αφορά την Κύπρο, που μπορούσε να έχει τη δυνατότητα να γεφυρώσει τα προβλήματα και να αποφύγει πιθανώς τους κινδύνους που είχαμε αναλύσει και αυτός ανέλαβε μέσα σε 48 ώρες μετά την εκεχειρία και όχι γιατί εμείς τον πιέσαμε, αλλά γιατί η λογική αλληλουχία των γεγονότων έδωσε αυτό το αποτέλεσμα, ανέφερε ο Αμερικανός αξιωματούχος.
Σημείωσε πως ο στόχος του ήταν να αποφευχθεί ένας ελλαδοτουρκικός πόλεμος, να υπάρξει στην Ελλάδα μια λύση «προτιμότερη από αυτή που υπήρχε» ενώ «καταφέραμε να παρουσιαστεί στην Κύπρο μια ανεκτή κατάσταση, αν και δεν αποτελούσε ιδιαίτερο αντικειμενικό σκοπό των ΗΠΑ η αντικατάσταση του Μακαρίου, και διατηρήσαμε την καλή θέληση των Τούρκων». (Department of State, Secret, Secretary’s Conference Room, Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974, 10.50 π.μ.)
Με τη γνωστή αλαζονεία του αλλά και με το πνεύμα του «νικητή» ο Κίσιγκερ με έντονη φωνή στράφηκε προς όλους τους συνεργάτες του και είπε πως «όχι μόνο δεν έχουμε λόγο να απολογούμαστε για οτιδήποτε, αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν καλύτερα από όσο μπορούσαμε να τα σχεδιάσουμε μέχρι τώρα. Αλλά εάν κοιτάξουμε μπροστά, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: Τι θα συμβεί όταν ο Παπανδρέου και όλες του οι δυνάμεις αρχίσουν να κινούνται; Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε την κεντρική κυβέρνηση εκεί; Τι θα συμβεί στον ελληνικό στρατό; Το ερώτημα αυτό δεν έχει την έννοια: «Θα αναλάβει πάλι την εξουσία;» Νομίζω ότι (οι στρατιωτικοί) έχουν εξαχρειωθεί πολύ. Ο κίνδυνος θα είναι εντελώς αντίθετος και θα είναι ακραία εθνικιστές και ίσως με μια ακαδημαϊκή έννοια αλλά αυτά είναι τα ερωτήματα που έπρεπε να θέσω. (Δεν είμαι υποχρεωμένος να ξέρω και την απάντηση σε κάθε ερώτημα που θέτω)».
Ο Κίσιγκερ κατέληξε στο μονόλογό του εκείνο πως όσον αφορά την Τουρκία, «θα οφείλαμε να κοιτάξουμε μπροστά, όχι σε ό,τι οι Τούρκοι κάνουν στο βορρά και στο νότο, στη βόρεια Κύπρο την οποία ενοχλήσαμε αρκετά, αλλά πού θα βρίσκονται δύο μήνες μετά την επίλυση αυτού του προβλήματος, σε σχέση με τους εθνικιστές που αναπτύσσονται εκεί και τις δυνατότητες που αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει για αλλαγές στον προσανατολισμό”
hellasjournal.com http://www.anixneuseis.gr/?p=193197
Σχόλια