Τρία θαρραλέα βήματα για τις τράπεζες


Η κρίση χρέους της ευρωζώνης προκλήθηκε περισσότερο από τον υπερβολικό δανεισμό του ιδιωτικού κλάδου -και ιδίως του τραπεζικού τομέα- παρά από την ασωτία του Δημοσίου. Το δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα δεν έχει σταματήσει να ζημιώνει την ευρωπαϊκή οικονομία. Τώρα, όμως, οι τράπεζες δανείζουν ελάχιστα, ενώ μέχρι πρότινος δάνειζαν υπερβολικά.

Μία νέα έρευνα από την κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας αποκαλύπτει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις στην Ιρλανδία -και σε άλλες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης- ως προς την πρόσβασή τους σε πίστωση. Η έρευνα χρησιμοποιεί στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να δείξει ότι η ζήτηση πίστωσης από τις ιρλανδικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι εφάμιλλη με τον μέσο όρο στη νομισματική ένωση.
Όμως, ο αριθμός των επιχειρήσεων των οποίων η αίτηση για δάνειο απορρίπτεται ή γίνεται δεκτή με δύσκολους αν όχι απαγορευτικούς όρους ή οι οποίες δεν καταθέτουν καν αίτηση για δάνειο γιατί εκτιμούν ότι θα απορριφθεί, είναι από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη.

Η κατάσταση είναι ίδια και σε άλλες χώρες που βρίσκονται στη δίνη της κρίσης, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα. Εκτός κατασκευαστικού κλάδου, η Ισπανία έχει αρκετά ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στον ιδιωτικό -μη χρηματοοικονομικό- κλάδο. Όσες, όμως, μπορούν να επεκταθούν με βιώσιμο τρόπο διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν την απαραίτητη πίστωση από τις τράπεζες. Κατά συνέπεια, ενώ το ένα τέταρτο της εργατικής δύναμης της χώρας βρίσκεται στην ανεργία, οι επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας δεν το κάνουν. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ακόμη πιο δραματική κατάσταση από ό,τι η ισπανική. Ακόμη και στην Ελλάδα, όμως, ορισμένες επιχειρήσεις λειτουργούν, ειδικότερα εκείνες που ασχολούνται με εξαγωγές, οι οποίες ευνοούνται από τη συρρίκνωση του κόστους εργασίας στην οποία έχει οδηγήσει η πολιτική λιτότητας.

Οι ξένοι προμηθευτές, όμως, όπως και οι πελάτες των συγκεκριμένων επιχειρήσεων ανησυχούν μήπως η χώρα βρεθεί εκτός ευρώ και δεν δείχνουν καμία ανοχή. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξαρτώνται σχεδόν ολοκληρωτικά από τον εγχώριο δανεισμό ενός... αφερέγγυου τραπεζικού συστήματος.

Εύκολα κατανοεί κανείς την αιτία αυτής της κατάστασης. Είναι αφενός η έλλειψη χρηματοδότησης -η ΕΚΤ δεν μπορεί να δανείζει χωρίς εγγυήσεις- και αφετέρου η έλλειψη κεφαλαίων που θα καλύψουν τις όποιες απώλειες.

Μία τράπεζα της οποίας το περιορισμένο ενεργητικό παραμένει ευάλωτο στα επισφαλή δάνεια που σύναψε τον καιρό της εκρηκτικής άνθησης δεν έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε το ενδιαφέρον για νέες χρηματοδοτήσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι τράπεζες, για να πετύχουν τους στόχους ως προς τη χορήγηση δανείων που έθεσαν οι κυβερνήσεις όταν έδωσαν κρατική βοήθεια, μέτρησαν και παλαιότερα δάνεια. Και αυτό δεν έγινε μόνο στην ευρωζώνη, αλλά και στη Βρετανία.

Οι αξιωματούχοι φαίνεται πως δεν έχουν αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πρακτικά, συνεπάγεται ότι ακόμη και οι χώρες που έχουν κάνει το μεγαλύτερο μέρος της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τους κλάδου -στην πρώτη γραμμή είναι η Ιρλανδία και η Ισπανία- δεν πλησιάζουν καν στο τέλος της διαδρομής. Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι πως οι σχέσεις δανειστή-δανειζόμενου παραμένουν δέσμιες ισολογισμών που έχουν ήδη ξεφύγει, αναγκάζοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συρρικνώσουν τις δραστηριότητές τους.

Χρειάζεται μία πολιτική που να επιταχύνει αυτήν τη συρρίκνωση στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Εάν, όμως, δεν εξασφαλιστεί η πρόσβαση των δανειζόμενων σε δανειστές που έχουν τη δυνατότητα να παράσχουν πίστωση, τότε η κατάσταση μπορεί να γίνει πολύ χειρότερη, εμποδίζοντας εκείνους τους κλάδους της οικονομίας που θα έπρεπε να οδηγούν την ανάπτυξη.

Για να επιτευχθεί αυτό, οι αξιωματούχοι πρέπει να βρουν τα κότσια για τρεις τύπους δράσης. Τα κριτήρια κεφαλαιουχικών απαιτήσεων θα πρέπει να αυξηθούν σε απόλυτους όρους ευρώ και όχι μόνο με αναλογικά ποσοστά, έτσι ώστε οι τράπεζες να μην τους πετύχουν μόνο με απομόχλευση.

Εάν δεν αντληθεί επαρκές κεφάλαιο από τον ιδιωτικό τομέα -εάν χρειαστεί και από μη ασφαλισμένα senior ομόλογα-, τότε θα πρέπει να υπάρξει απομείωση στους τίτλους τους. Και οι πολιτικοί θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ -και να τη χρησιμοποιήσουν- για να σχηματίσουν στις υφιστάμενες bad banks και bridge banks ώστε τα νέα σχήματα να μην επηρεάζονται από τα λάθη του παρελθόντος.

Ειδικότερα, η λιανική τραπεζική θα πρέπει να στηρίζεται από ισχυρούς ισολογισμούς. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαν να υπάρξουν ενέσεις δημοσίων κεφαλαίων. Με δεδομένη, όμως, τη δημοσιονομική θέση των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης, οι μηχανισμοί στήριξης είναι καλύτερα τοποθετημένοι για να το πράξουν, υπό την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση θα είναι διατεθειμένη να παραδώσει τον έλεγχο των τραπεζών σε ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές.



ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.,http://www.euro2day.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»