Ερευνητικός διάπλους Oruc Reis – τα «Ίμια του 2020»
του Αναστάσιου Λαυρέντζου*
Με τη Συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου, η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε να δημιουργήσει ένα νομικό τετελεσμένο ενάντια στο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Τα κυριαρχικά δικαιώματα όμως δεν κατοχυρώνονται με υπογραφές τρίτων. Έτσι αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα έπρεπε να επικυρώσει η ίδια την κυριαρχία της απέναντι στην Τουρκία.
Όπως αναμενόταν λοιπόν, την επομένη σχεδόν της Συμφωνίας του Καΐρου, ο Ερντογάν προχώρησε στην πρόκληση που είχε προαναγγείλει: Έστειλε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το σκάφος Oruc Reis, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά πλοία, για να διενεργήσει σεισμικές έρευνες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αντίστοιχα την κινητοποίηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Η αποστολή του Oruc Reis απέδειξε ότι ο Ερντογάν είχε την αποφασιστικότητα να πραγματοποιήσει την πρόκληση που είχε εξαγγείλει από τον Μάιο. Η ελληνική πλευρά όμως δεν προχώρησε σε κλιμάκωση της κρίσης και προτίμησε να διαχειριστεί το ζήτημα στο διπλωματικό πεδίο. Εκ των υστέρων φαίνεται λοιπόν ότι την πρώτη φορά που το Oruc Reis επρόκειτο να μπει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, στα τέλη Ιουλίου, οι έρευνες του αναβλήθηκαν επειδή παρενέβη ο ξένος παράγοντας – κυρίως η Γερμανία – και επειδή η ελληνική πλευρά συναίνεσε στην έναρξη κάποιας μορφής διαλόγου με την Τουρκία.
Στο μεταξύ η Ελλάδα προχώρησε στη Συμφωνία με την Αίγυπτο, εξέλιξη η οποία ήταν μάλλον μη αναμενόμενη. Η Συμφωνία αυτή, όπως έχω αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μου, έγινε με μεγάλο κόστος για την ελληνική πλευρά. Μέσω αυτής η Ελλάδα παραχώρησε στην Αίγυπτο ένα μέρος της ΑΟΖ της Κρήτης, στο οποίο πιθανολογείται σημαντικό κοίτασμα υδρογονανθράκων. Παράλληλα, με το να αποδεχτεί η Ελλάδα μειωμένη επήρεια ΑΟΖ στην Κρήτη, υπονόμευσε τη δυνατότητα μικρότερων νησιών και κυρίως του Καστελλορίζου να έχουν πλήρη ΑΟΖ. Όμως η συμφωνία αυτή είχε ένα θετικό χαρακτηριστικό: έδειξε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να λάβει ακόμη και πρωτοβουλίες υψηλού κόστους, προκειμένου να καταστεί παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό ήταν που μάλλον εξόργισε και τον Ερντογάν, ο οποίος έστειλε το Oruc Reis εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε αρχικά ότι το τουρκικό σκάφος δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει έρευνες, εξαιτίας του θορύβου που παρήγαν τα περιπλέοντα πλοία. Αργότερα όμως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού, Α. Διακόπουλος, παραδέχτηκε ότι το Oruc Reis πραγματοποίησε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Οι εντυπώσεις λοιπόν που προκλήθηκαν είναι σαφείς: Οι Τούρκοι, όπως είχαν προαναγγείλει, μπήκαν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και έκαναν έρευνες για όσο διάστημα ήθελαν αυτοί.
Η Ελλάδα προσπάθησε να αντιδράσει κυρίως διπλωματικά. Συγκεκριμένα ο Έλληνας Πρωθυπουργός επικοινώνησε με τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ και η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Στην πράξη όμως ο ξένος παράγοντας έμεινε αδρανής.
Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ συνεδρίασε στις 14 Αυγούστου 2020, χωρίς όμως να καταδικάσει εμπράκτως τις τουρκικές προκλήσεις και χωρίς να χαιρετήσει την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, όπως ζητούσε η Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό η Γερμανία έδειξε τη δυσαρέσκειά της για το ότι η Συμφωνία του Καΐρου γνωστοποιήθηκε μία μέρα πριν την ανακοίνωση των διερευνητικών επαφών Αθήνας-Άγκυρας, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί με γερμανική διαμεσολάβηση.
Το Oruc Reis γκριζάρει την μη οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ
Οι παραπάνω εξελίξεις περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία δημιούργησε για μια ακόμη φορά ένα τετελεσμένο, ενώ η ελληνική πλευρά έδειξε αδυναμία να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Όμως αυτό συναρτάται και με την έως σήμερα απροθυμία της Ελλάδας να ορίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Διότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ελληνική ΑΟΖ τουλάχιστον ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν έχει προσδιοριστεί, έστω και με μονομερή ανακήρυξη (declaration). Επίσης η περιοχή αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο ούτε της πρόσφατης ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Ένα καίριο ερώτημα επομένως είναι το εξής: σε ποια ΑΟΖ κινήθηκε το Oruc Reis; Κινήθηκε στη θεωρητική ελληνική ΑΟΖ που έχουμε δει σχεδιασμένη στους χάρτες; Μα η ΑΟΖ αυτή βασίζεται στην αρχή της μέσης γραμμής και στην υπόθεση ότι το Καστελλόριζο και η Στρογγύλη θα έχουν πλήρη επήρεια ΑΟΖ. Πώς όμως μπορούμε να εικάσουμε ότι κάτι τέτοιο όντως ισχύει, αφού στην πρόσφατη συμφωνία με την Αίγυπτο η Ελλάδα δέχτηκε με την υπογραφή της ακόμη και η Κρήτη να έχει μειωμένη επήρεια ΑΟΖ;
Στην πράξη λοιπόν το Oruc Reis παραβίασε μια θεωρητική ΑΟΖ, της οποίας ακόμη δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η τελική μορφή. Η Ελληνική πλευρά μέσω της Συμφωνίας με την Αίγυπτο προσπάθησε να διεμβολίσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε μια εμπλοκή που πιθανώς σε μια επόμενη φάση θα καταλήξει στον προσδιορισμό της ΑΟΖ του Καστελλορίζου, ενδεχομένως με την υπαγωγή του θέματος στη Χάγη. Ο Ερντογάν από την πλευρά του έσπευσε πάντως να καλύψει τα κενά της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, δημιουργώντας το δικό του προηγούμενο. Και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε το πλέον πρόσφορο για αυτόν μέσο: τη στρατιωτική ισχύ.
Το ποια θα είναι η συνέχεια δεν είναι εύκολο να προδιαγράψει κανείς. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Ελλάδα πληρώνει την επί δεκαετίες αβελτηρία της να μην έχει οριοθετήσει την ΑΟΖ της. Και για το γεγονός αυτό ευθύνη βέβαια έχει το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και όχι μόνο η παρούσα ελληνική κυβέρνηση.
Υπό το βάρος των εξελίξεων, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε συμφωνίες οριοθέτησης (με Ιταλία και Αίγυπτο), στις οποίες όμως υποχρεώθηκε να κάνει παραχωρήσεις. Επί πλέον, μέσω των συμφωνιών αυτών δημιουργήθηκαν υποθήκες και για την τελική διευθέτηση. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ήλθε και ο Ερντογάν να εγγράψει τα δικά του τετελεσμένα: μέσω του Oruc Reis γκριζάρισε ακόμη πιο πολύ την ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού.
Η Τουρκία επιτυγχάνει τους στόχους της
Μετά από όλα αυτά θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η ελληνική ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν θα είναι αυτή που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στους χάρτες. Θα είναι μικρότερη και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς επαφή με την ΑΟΖ της Κύπρου. Το μόνο που μένει να κριθεί είναι το πόσο μικρή ΑΟΖ θα απομείνει στο Καστελλόριζο. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά: μένει να κριθεί σε ποιο βαθμό η Τουρκία θα πετύχει τους στόχους της και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ας μην ξεχνάμε ότι με ανάλογους χειρισμούς η Τουρκία έχει υποχρεώσει την Ελλάδα να παραιτηθεί από κάθε έρευνα στο Αιγαίο, ακόμη και σε περιοχές όπως ο Θερμαϊκός. Αντίστοιχα, με την προβολή Casus beli, η Τουρκία έχει αποτρέψει την Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Έτσι η Ελλάδα σήμερα είναι το μοναδικό από τα 149 παράκτια κράτη που δεν έχει ασκήσει αυτό το δικαίωμα.
Η πραγματικότητα όμως μας πιέζει να σταθούμε στο σήμερα. Από αυτή την αφετηρία, ας ελπίσουμε ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τις συμμαχίες που της προσφέρονται και θα πράξει το καλύτερο δυνατόν από εδώ και εμπρός.
*Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος κατέχει πτυχίο Φυσικής και διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά και στη Θεωρητική Φυσική. Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως συμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».
Σχόλια