Οι “λεπτομέρειες” της κατάρριψης του στρατηγικού UAV των ΗΠΑ που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν…
Δυο “λεπτομέρειες” της υπόθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη στον Κόλπο μετά την κατάρριψη του μη επανδρωμένου αεροχήματος των Αμερικανών από τους Ιρανούς, χρήζουν προσοχής και στην Ελλάδα, αφενός διότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι η περιοχή του Κόλπου συνδέεται με αυτή της Ανατολικής Μεσογείου διά της όσμωσης του σιιτικού ισλαμικού – θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν με την Τουρκία του Ερντογάν (που έχει αρκετά παρόμοια χαρακτηριστικά), αφετέρου διότι “συμπεριφορές” και επιλογές που καταγράφονται, μοιάζουν “σκανδαλιστικά” με αντίστοιχες που είναι παρούσες ως προβλήματα, στις ελληνικές διεθνείς σχέσεις και την άμυνα…
Η πρώτη “λεπτομέρεια” αφορά την προσεκτική κατά τα φαινόμενα επιλογή της χρονικής συγκυρίας από τους “Φρουρούς της Επανάστασης” στο Ιράν για την κατάρριψη του αμερικανικού μη επανδρωμένου -σημαντικού- αεροχήματος. Το ενδιαφέρον δεν είναι τόσο στο περιφερειακό επίπεδο όσο σε αυτό της εσωτερικής πολιτικής σκηνής στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όσον αφορά τη βαρύτητα που πρέπει να έπαιξε η εσωτερική πολιτική συγκυρία στην Ουάσιγκτον στην απόφαση των “Φρουρών” να πάρουν το ρίσκο και να κινηθούν”, μια επιλογή που μέχρι στιγμής δικαιώνεται, η κατάσταση αναλύεται λογικά σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η γνωστή διένεξη ανάμεσα στον Λευκό Οίκο, δηλαδή τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ από τη μία πλευρά και το Κογκρέσο από την άλλη.
Η Νάνσι Πελόζι των Δημοκρατικών “εξόρκισε” το ενδεχόμενο να προκύψει πόλεμος με το Ιράν, ενώ ο Τραμπ, αφού πρώτα είχε επιχειρήσει να υποβαθμίσει την ιρανική ενέργεια κάνοντας λόγο για το ενδεχόμενο να αποτελεί “ιδιωτική πρωτοβουλία κάποιου ανόητου”, φέρεται σύμφωνα με την εφημερίδα “The New York Times” να προχώρησε την τελευταία στιγμή σε ανάκληση της διαταγής εξαπόλυσης ανταποδοτικών πληγμάτων σε βάρος του Ιράν.
Το δεύτερο και πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η κατάρριψη τη στιγμή που πραγματοποιείται διαδοχή στο Πεντάγωνο, με τον Πάτρικ Σάναχαν να διαδέχεται ο Μαρκ Έσπερ. Η κατάσταση αυτή, παρότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα με συνέχεια και “σταθερές” στην πολιτική τους, συν διαδικασίες λήψης αποφάσεως που δεν εξαρτώνται απολύτως από τον εκάστοτε Αμερικανό πρόεδρο, προφανώς προκάλεσε έναν βαθμό “δυσλειτουργίας” στο “σύστημα”.
Επιχειρώντας τη μεταφορά αυτής της κατάστασης στα ελληνοτουρκικά δεδομένα, η διστακτικότητα του συστήματος των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν, είναι ένα μάλλον πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής συμπεριφοράς απέναντι στην Τουρκία.
Και όπως οι Ιρανοί εκτιμάται ότι επέλεξαν και με αυτό το κριτήριο τον χρόνο εκδήλωσης της στρατιωτικής τους αντίδρασης στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία στον Κόλπο, με στόχο την ελαχιστοποίηση των συνεπειών (σ.σ. προς ώρας ο στόχος επιτυγχάνεται), έτσι έχουμε παρόμοια χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντί μας.
Μπορεί το παράδειγμα των Ιμίων να είναι η πιο πρόσφατη και χαρακτηριστική περίπτωση, με τους Τούρκους να εκμεταλλεύονται την προβλέψιμη αποδιοργάνωση λόγω της διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη, αλλά και την έλλειψη συστημικής σταθερότητας που κατέστησε την Ελλάδα όμηρο στις προκατασκευασμένες, ιδεοληπτικού χαρακτήρα αντιλήψεις του πρώην πρωθυπουργού για τα ελληνοτουρκικά, όμως η Ιστορία των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας είναι γεμάτη από παρόμοια περιστατικά, τα οποία περιέγραψε σε άρθρο του ο διαπρεπής αναλυτής Σταύρος Λυγερός, με αφορμή το άρθρο Σημίτη στην εφημερίδα Καθημερινή.
Όσον αφορά τη δεύτερη “λεπτομέρεια” που αφορά γενικότερα στον τρόπο αντιμετώπισης του Ιράν από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ, σε επίπεδο που ομοιάζει ορισμένες φορές με “στρατηγική αμηχανία”.
Πρόκειται για μια παρατήρηση που έχει ως προφανή ερμηνεία το δύσκολο επιχειρησιακό περιβάλλον του Κόλπου που λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και περιορισμών λόγω περιορισμένου θαλασσίου χώρου ευνοεί τους Ιρανούς.
Παράλληλα, ουδείς διασφαλίζει ότι μια σύγκρουση θα μείνει “περιορισμένη” μεταξύ αμερικανικών και ιρανικών δυνάμεων, αφού η Ισλαμική Δημοκρατία απειλεί να εξαπολύσει επιθέσεις εναντίον χωρών – συμμάχων των Αμερικανών της “νότιας όχθης” του Κόλπου, επιχειρώντας να ενισχύσει την αποτροπή διά της απειλής γεωγραφικής επέκτασης της σύγκρουσης.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΙΡΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Παρόμοια -αν και όχι ταυτόσημα- χαρακτηριστικά έχει και η κατάσταση στο μέτωπο Ελλάδας και Κύπρου με την Τουρκία, όχι τόσο λόγω της απειλής σκόπιμης εμπλοκής περισσοτέρων χωρών από τουρκικής πλευράς, καθώς οι αντίπαλοι στην ανατολική Μεσόγειο έχουν άλλα “ποιοτικά χαρακτηριστικά”, αλλά λόγω της αμηχανίας με την οποία οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Τουρκία. Όπως και το Ιράν…
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδεικνύουν τεράστια περιθώρια ανοχής, καθώς κατά βάθος ευελπιστούν σε ένα “θαύμα” της τελευταίας στιγμής που θα ακυρώσει την προοπτική απώλειας της Τουρκίας για τη Δύση εξαιτίας της υπόθεσης αγοράς του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf.
Κι όλα αυτά, παρά την ξεκάθαρα αρνητική στάση απέναντι στην Τουρκία των χωρών που θεωρούνται από την Ουάσιγκτον ως περιφερειακοί σύμμαχοι, όπως και αντίστοιχα στον Κόλπο οι σύμμαχοί των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το Ιράν.
Εάν, δε, διαπιστωθεί στην πράξη ότι οι ΗΠΑ δεν προβούν σε έστω περιορισμένα στρατιωτικά αντίποινα έναντι του Ιράν για την κατάρριψη του μη επανδρωμένου αεροχήματος, δηλαδή σε μια ιρανική πρόκληση, τότε θα ήταν εύλογο να υποθέσει κανείς ότι την ίδια “αυτοσυγκράτηση” θα επιδείξουν και σε περίπτωση που “εκτραπεί” και η Τουρκία.
Όλες οι ανωτέρω παρατηρήσεις πρέπει να μελετηθούν και να αξιολογηθούν από τους υπεύθυνους για την ελληνική άμυνα. Ίσως αυτές οι παρατηρήσεις κάνουν τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, ναύαραχο εν αποστρατεία, Ευάγγελο Αποστολάκη, να προειδοποιεί, ότι εάν η κατάσταση στην περιοχή του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελορίζου εκτραχυνθεί, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε μόνοι μας.
Μπορεί η παρατήρηση αυτή να είναι σωστή, όμως η ευθύνη σε περίπτωση που όντως αντιμετωπιστεί μια τέτοια κατάσταση θα ανήκει και στην Ελλάδα. Αφενός λόγω της εγκατάλειψης των Ενόπλων Δυνάμεων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη δεκαετία και αφετέρου λόγω της διαχρονικά φοβικής αντιμετώπισης της Τουρκίας, με άξονα μια κατευναστική πολιτική που τελικά έχει θέσει τον αναθεωρητισμό της εκτός ελέγχου.
Εάν η Ελλάδα ήταν συνεπέστερη στην αποτρεπτική πολιτική έναντι της Τουρκίας στο στρατιωτικό επίπεδο, θα ήταν πολύ ευκολότερο να βρει την κρίσιμη στιγμή συμμάχους που θα έπαιζαν τον δικό τους αποτρεπτικό -απέναντι στην Τουρκία- ρόλο.
Όταν το “διακύβευμα” αφορά τη δική σου ασφάλεια και εδαφική κυριαρχία, ο πρώτος λόγος στην απόκρουση των αναθεωρητισμών σου ανήκει. Όσο πιο αξιόπιστος είσαι, τόσο μεγαλύτερη βεβαιότητα εκπέμπεις προς τους συμμάχους σου ότι δεν θα βγουν χαμένοι αν προστρέξουν δίπλα σου να παίξουν ενεργό ρόλο. Πάντα επικουρικό όμως, ενώ είναι λογικό να αναμένουν ότι θα πράξεις το ίδιο, εάν και οι ίδιοι βρεθούν μελλοντικά σε δύσκολη θέση.
Όσον αφορά δε “στενά” την κατάρριψη του UAV, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο Αιγαίο. Τουρκικά UAV εισέρχονται στον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο (ΕΑΧ).
Η ερώτηση που πρέπει να τεθεί προς αξιολόγηση από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, είναι αν μπορεί και η ελληνική πλευρά να επιδείξει παρόμοια “θρασύτητα” με την ιρανική απέναντι στους Τούρκους και υπό ποιες συνθήκες… Δεδομένου ότι διαφαίνεται στην Τουρκία επερχόμενη κρίση, έχει στρατηγική λογική να επιχειρηθεί ένα παρόμοιο πλήγμα ατιμωρητί, ή με ελάχιστη κλιμάκωση, ώστε να σταλεί το μήνυμα και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ
Σε αυτό το σημείο όμως, θα πρέπει να εξεταστούν και τα οικονομικά αίτια που πάντα παίζουν ρόλο στις λήψη αποφάσεων, ενίοτε δε και τον πρωτεύοντα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, μια επιπλέον στρατιωτική περιπέτεια για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα στοίχιζε τεράστια ποσά σε μια περίοδο που έχει αυξηθεί υπέρογκα το χάσμα στο ισοζύγιο κρατικών εισροών-εκροών (αυξημένο κατά 40% έλλειμμα το πρώτο οχτάμηνο, αύξηση 206 δισ. δολαρίων!), οπότε τίθεται και ένα θέμα διαθεσιμότητας κονδυλίων.
Μπορεί η πρόθεση να είναι μια περιορισμένης κλίμακας εμπλοκή, όμως η “αποκωδικοποίηση” του οικονομικού περιβάλλοντος στις ΗΠΑ, μπορεί να αποτελέσει επαρκές κίνητρο επιλογής της κλιμάκωσης και γεωγραφικής επέκτασης της σύγκρουσης, για να προκαλέσει τα προαναφερθέντα προβλήματα στους Αμερικανούς. Μια μετωπική σύγκρουση με το Ιράν θα απαιτούσε πολύμηνη προετοιμασία και άπειρα χρήματα.
Κατά δεύτερο λόγο, ήδη η τιμή του αργού πετρελαίου έχει αυξηθεί υπέρογκα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι περισσότερα χρήματα εισρέουν στα ταμεία των “εχθρών” των ΗΠΑ (Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα), ενώ δεν διαφαίνονται εναλλακτικές πηγές προμήθειας.
Μια αύξηση της “θερμοκρασίας” σε μια περιοχή ύψιστου ενδιαφέροντος σε όρους ενεργειακής ασφάλειας για τον πλανήτη, ή και κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, θα επέφερε πετρελαϊκή κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, πλήττοντας τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Επιπρόσθετα, εάν κλείσουν τα Στενά του Ορμούζ, οι Ιρανοί θα διοχετεύσουν το πετρέλαιο τους μέσω Τουρκίας, ή μέσω Ρωσίας. Αυτό θα ενισχύσει τον άτυπο “άξονα Μόσχας – Τεχεράνης – Άγκυρας(άτυπος επειδή υφίστανται πολλές διαφορές απόψεων και συμφερόντων σε πολλά μέτωπα), κάτι προδήλως ανεπιθύμητο.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτού που αποκαλείται “the stalemate machine” το οποίο διέπει τις αμερικανικές επιχειρήσεις εδώ και 70 χρόνια είναι ότι στην αρχή μιας διένεξης δεν υπάρχει τελικός στόχος ή ΑΝΣΚ (αντικειμενικός σκοπός).
Πράγμα το οποίο εξηγεί το γιατί σε όλους τους πολέμους στους οποίους συμμετείχαν οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν ούτε μια νίκη (με εξαίρεση στην Γρενάδα), αλλά στην καλύτερη περίπτωση μια ισοπαλία, ακόμη και έναντι σαφώς πιο αδύναμων αντιπάλων.
Αυτό πάντα λόγω μη προσδιορισθέντος με σαφήνεια αντικειμενικού σκοπού. Κατά συνέπεια και τώρα δεν διακρίνεται ένα σαφές επιθυμητό αποτέλεσμα από την πλευρά των ΗΠΑ. Τι επιθυμούν δηλαδή να επιτύχουν απέναντι στο Ιράν… Το ερώτημα είναι αν ισχύει το ίδιο απέναντι στην Τουρκία. Διότι είναι μια παράμετρος που θα καθορίσει τις εξελίξεις και στην Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA) και ο Ευθύμιος Τσιλιόπουλος αναλυτής διεθνούς ασφαλείας του ιδίου Ινστιτούτου.
Σχόλια