Το (νέο) τουρκο-λυβικό σύμφωνο σφίγγει τη μέγγενη στην Ελλάδα
Του Ζαφείρη Χατζηδήμου
Αν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν πως περνούν «περίοδος μέλιτος», στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Η Αγκυρα, αθόρυβα και – όσο χρειάζεται – διακριτικά, «περικυκλώνει» την ελληνική επικράτεια (και τα ελληνικά νόμιμα συμφέροντα) προχωρώντας σε συμφωνίες πολυεπίπεδης συμμαχίας με άλλες χώρες της περιοχής.
Μια από αυτές είναι και η συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης τις επιπτώσεις της οποίας της είδαμε με το επεισόδιο στην Κάσο και την Κάρπαθο και δυστυχώς θα τις δούμε ξανά και ξανά στο άμεσο μέλλον.
Οι ευθύνες της πολιτικής και διπλωματικής ηγεσίας και σε αυτό το ζήτημα είναι τεράστιες, αφού με τις σπασμωδικές αντιδράσεις της με κορωνίδα την εκδίωξη του τότε λίβυου πρέσβη στην Ελλάδα, Μοχάμεντ Αλ-Μένφι και την υποδοχή του στρατηγού Χαφτάρ με τιμές προέδρου, δεν τήρησε την επιβαλλόμενη ισορροπία με αποτέλεσμα να σπρώξει την Λιβύη για τα επόμενα πολλά χρόνια στην αγκαλιά της Τουρκίας. Ενός διπλωμάτη που ήταν και φιλέλληνας και θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ακύρωση του MoU αν είχαμε την σωστή διπλωματική συμπεριφορά.
Και γιατί το γράφουμε αυτό: Ο Μοχάμεντ Αλ-Μένφι που εκδιώχθηκε με εντολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, είναι από το 2021 ο Πρόεδρος του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης, θέση η οποία τον καθιστά de facto αρχηγό κράτους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και έτσι αναγνωρίζεται διεθνώς!
Το Memorandum of Understanding (MoU) μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης, το οποίο έχει υπογραφεί σε διάφορες φάσεις από το 2019 και έπειτα, αποτελεί μια σειρά από συμφωνίες που στοχεύουν στην ενίσχυση των στρατιωτικών και ενεργειακών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών. Η αρχική συμφωνία υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 2019 μεταξύ της Τουρκίας και της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA) της Λιβύης.
Η αρχική συμφωνία του 2019 ανανεώθηκε και επεκτάθηκε με νέες συμφωνίες το 2022 και το 2024. Στην πρώτη συμφωνία, το MoU αφορούσε δύο κύρια θέματα: τη στρατιωτική συνεργασία και την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην πορεία όμως, οι επικαιροποιήσεις αυτές προσέθεσαν νέα στοιχεία στη στρατιωτική και ενεργειακή συνεργασία, διευρύνοντας περαιτέρω τη δέσμευση των δύο χωρών. Η πιο πρόσφατη συμφωνία πριν από τρεις εβδομάδες, επικεντρώθηκε στη διεύρυνση της συνεργασίας στον τομέα των υδρογονανθράκων, επιτρέποντας στην Τουρκία να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις και έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές που αμφισβητούνται από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Είναι φανερό πως η Τουρκία, επιδιώκοντας να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο, υπέγραψε τη συμφωνία αυτή με τη Λιβύη ως στρατηγική κίνηση για να διεκδικήσει ξεκάθαρα πλέον τα δικαιώματα σε περιοχές πλούσιες σε υδρογονάνθρακες δια της «πολιτικής των κανονιοφόρων» και της περικύκλωσης.
Η στρατιωτική Συνεργασία
Το στρατιωτικό σκέλος της συμφωνίας παρέχει εκτεταμένα προνόμια στις τουρκικές δυνάμεις που επιχειρούν στη Λιβύη. Βάσει της συμφωνίας, οι τουρκικές δυνάμεις έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη λιβυκή εναέρια και θαλάσσια επικράτεια χωρίς να υπόκεινται σε περιορισμούς από τις λιβυκές αρχές.
Συγκεκριμένα, τους επιτρέπεται να φέρουν όπλα και να φορούν τις επίσημες στολές τους κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ενώ απολαμβάνουν πλήρους ασυλίας από οποιαδήποτε τοπική δίωξη.
Επιπλέον, η συμφωνία επιτρέπει στις τουρκικές δυνάμεις να εγκαθιστούν και να διαχειρίζονται τα δικά τους συστήματα επικοινωνίας, χωρίς την ανάγκη έγκρισης από τη λιβυκή κυβέρνηση.
Αυτό περιλαμβάνει την εγκατάσταση τόσο ενσύρματων όσο και ασύρματων επικοινωνιακών συστημάτων, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη συνεννόηση μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων και των κεντρικών τους στηρίξεων στην Τουρκία.
Η Λιβύη αναλαμβάνει την κάλυψη των εξόδων για την παροχή βασικών υπηρεσιών, όπως ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και διαδικτύου, στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται από τις τουρκικές δυνάμεις.
Η Τουρκία, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, παρέχει επίσης στρατιωτική υποστήριξη στη λιβυκή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης στρατιωτικών δυνάμεων και της προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού.
Τα τουρκικά στρατεύματα ήδη έχουν εγκατασταθεί σε αυτόνομη δική τους βάση, έχοντας και την – τυπική – έγκριση της Εθνοσυνέλευσης της χώρας τους, που ενέκρινε επισήμως την αποστολή στρατευμάτων.
Ενεργειακή Συνεργασία και Οριοθέτηση ΑΟΖ
Το ενεργειακό σκέλος της συμφωνίας είναι ίσως το πιο αμφιλεγόμενο, καθώς αφορά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή πλούσια σε υδρογονάνθρακες. Η συμφωνία του 2019 ορίζει την ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, αγνοώντας την παρουσία των ελληνικών νησιών, όπως η Κρήτη, που βρίσκονται εντός της οριοθετημένης περιοχής. Η Ελλάδα, η Αίγυπτος και η Κύπρος θεωρούν ότι αυτή η συμφωνία παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και υπονομεύει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, ισχυρίζεται – παραβιάζοντας και δίνοντας δική της ερμηνεία στο Δίκαιο της Θάλασσας – ότι η συμφωνία είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και ότι προασπίζει τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή. Η συμφωνία προβλέπει την ανάπτυξη κοινών έργων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, δίνοντας στην Τουρκία το δικαίωμα να διεξάγει έρευνες και γεωτρήσεις σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν στην ΑΟΖ της.
Η Ελλάδα, αμέσως μετά την υπογραφή του MoU, εξέφρασε την έντονη αντίθεσή της, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως παράνομη και άκυρη. Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στον ΟΗΕ και ζήτησε την καταδίκη της συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζει τα δικαιώματά της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα ως ισοδύναμο τετελεσμένο υπέγραψε συμφωνία με την Αίγυπτο το 2020 για την οριοθέτηση της δικής της ΑΟΖ, η οποία επικαλύπτει την περιοχή που διεκδικεί η Τουρκία μέσω της συμφωνίας με τη Λιβύη. Πρακτικά όμως δεν γίνεται καμία ενέργεια για να αναγκαστεί η Τουρκία να μην εφαρμόσει αυτή τη συμφωνία, σε σημείο τουρκικά πολεμικά πλοία να εκδιώκουν πλοία ελληνικών συμφερόντων από την… ελληνική ΑΟΖ!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επίσης, αντέδρασε αρνητικά στη συμφωνία, εκφράζοντας την αλληλεγγύη της προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Η ΕΕ θεωρεί ότι το MoU παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και έχει καλέσει την Τουρκία να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών της. Ο Josep Borrell, Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, έχει καταδικάσει την συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι: «δεν μπορεί να παράγει νομικές συνέπειες για τρίτες χώρες και παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου».
Φυσικά, μόνο τον γέλωτα έφερε στην τουρκική πλευρά αυτή η δήλωση, μιας η ηγεσία στην Αγκυρα γνωρίζει τις πραγματικές δυνατότητες εφαρμογής των αποφάσεων της ΕΕ σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής αφενός – και αφετέρου ο φόβος να ανοίξει η Τουρκία τις πύλες εξόδου σε εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες προς την Ενωση βάζει στην άκρη όποιους «λεονταρισμούς» των Βρυξελλών.
Ο ιστός της τουρκικής «αράχνης»
Συνεχίζοντας, η συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης είναι το ένα από τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν την γεωπολιτική επιδίωξη της Τουρκίας να καταστεί ο κύριος παίκτης (και) στην Ανατολική Μεσόγειο. Περιοχή με τεράστια γεωπολιτική σημασία, αποτελώντας το κύριο μέρος του δρόμου της ενέργειας από τον Κόλπο προς την Δύση, διαθέτοντας τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων και ιδιαίτερα τώρα που λόγω των πολέμων Ρωσίας-Ουκρανίας και Ισραήλ Χαμάς, η «αξία» της περιοχής έχει πολλαπλασιαστεί.
Και προς επίρρωση αυτού, ας μη ξεχνάμε ότι η Τουρκία παράλληλα προσπαθεί να αναπτύξει μια ευρύτερη στρατηγική συνεργασία με χώρες της Μέσης Ανατολής και του άξονα Βόρειας-Δυτικής Αφρικής έχοντας ως βασικό υποστηρικτή το Κατάρ – το οποίο ως γνωστό φιλοξενεί επίσης μια στρατιωτική βάση της Τουρκίας – αλλά το κυριότερο: παρέχει τεράστια οικονομική υποστήριξη στην παραπαίουσα τουρκική οικονομία και χρηματοδοτεί πλήρως τις αποστολές της Τουρκίας στη Λιβύη, την Σομαλία και το Αζερμπαϊτζάν.
Πρέπει η Ελλάδα να κατανοήσει πως η συμφωνία της Τουρκίας με την Λιβύη βλάπτει την ελληνική γεωπολιτική (αν υπάρχει) μακροπρόθεσμα. Τα συμφέροντα και η ίδια η επιρροή της Ελλάδας στο γειτονικό της χώρο εξασθενεί επικίνδυνα, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε μια εποχή όπου οι ισορροπίες ισχύος αλλάζουν, η Τουρκία επιδιώκει όχι απλώς να συμμετέχει στο παιχνίδι, αλλά να καθορίσει τους όρους του. Η εξωτερική πολιτική της σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη των φιλοδοξιών της να μετατραπεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη με παγκόσμια επιρροή.
Οι κινήσεις της Τουρκίας σε αυτές τις περιοχές δεν είναι απλώς μια προσπάθεια ενίσχυσης της περιφερειακής της θέσης, αλλά μια συντονισμένη στρατηγική, για την ανατροπή των ισορροπιών και την εδραίωση της ως ηγετικής δύναμης σε παγκόσμια κλίμακα.
Σχόλια