Πριν από 110 χρόνια, στις 19 και 20 Οκτωβρίου του 1912, έγινε η μεγάλη μάχη των Γιαννιτσών. Η νίκη στα Γιαννιτσά ολοκλήρωσε την τουρκική κατάρρευση και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.







Η μεγάλη μάχη των Γιαννιτσών
19-20 Οκτωβρίου 1912

Όπως είπαμε ήδη, ο Τούρκος Αρχιστρά­τηγος αποφάσισε να αντισταθεί στα Γιαννιτσά [1]. Οι δυνάμεις που διέθετε για το σκοπό αυτό ήταν 25.000 άνδρες περίπου και 30 πυροβόλα.
Η κύρια τοποθεσία άμυνας ήταν στα δυτικά των Γιαννιτσών, έχοντας στα δεξιά τα δύσβατα υψώματα του Πάικου και αριστερά την λίμνη. Εκεί ο Ταχσίν Πασάς τοποθέτησε την 14η Μεραρχία Σερρών (40ο, 41ο και 42ο Σύν­τα­γμα Πεζικού), που είχε μεταφερθεί σιδηροδρομικώς από τον Στρυμώνα, ανοί­γο­ντας έτσι τον δρόμο στους Βουλγάρους. Ένα Σύνταγμα της Μεραρχίας αυτής, με μέρος του Πυροβολικού (2 πεδινές Πυροβο­λαρ­χίες), τάχθηκε ΒΑ του χωριού Πενταπλάτανος για να προστατεύει την πόλη από βορρά, ενώ τα άλλα δύο μαζί με το Απόσπασμα Κατερίνης (4 Τάγ­μα­τα) τάχθηκαν στα υψώ­ματα μπροστά από την πόλη.
Οι Τούρκοι είχαν ισχυρές θέσεις και πολλές «φωλιές πολυβόλων», με εξαιρετικά πεδία βολής. Νότια της λίμνης και στον κάτω ρου του Λουδία ποταμού, τοποθετήθηκαν τα υπολείμματα της 22ης Μεραρχίας και της Εφεδρικής Μεραρχίας Νεαπόλεως, που είχαν φθάσει υποχωρώντας από το Σαραντάπορο, λίγες μέρες πριν.
Ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος εξέδωσε τις Διαταγές για τις παραπέρα κινήσεις της Στρατιάς στις 18.00 της 18ης Οκτωβρίου 1912, ως εξής:
Η 2η Μεραρχία προς το χωριό Παραλίμνη, η 3η προς το Μεσιανό, η 4η προς τον Πενταπλάτανο και η 6η Μεραρχία προς το Δαμιανό, στέλνοντας αναγνωρίσεις προς τον Αξιό ποταμό [2].
Η 7η Μεραρχία θα κάλυπτε την κίνηση αυτή από την κατεύθυ­νση του Λουδία ποταμού στα δεξιά της ελληνικής παράταξης, με στόχο να κόψει τον εφοδιασμό αλλά και την υποχώρηση του εχθρού.
Η 1η Μεραρχία θα έμενε εφεδρεία.
Όσο για την 5η Μεραρχία, αυτή είχε έναν στόχο, αλλά και μία σπουδαία αποστολή: Ο στόχος ήταν να πάρει το Αμύνταιο και να προσπαθήσει να φτάσει ως το Μοναστήρι, αν την ευνοούσαν οι συγκυρίες. Να επιτύχει δηλαδή αυτό που για την υπόλοιπη Στρατιά ήταν πλέον δευτερεύων στόχος.
Η κύρια αποστολή της όμως ήταν μία: Να προστατεύει το πλευρό της Στρατιάς, όσο αυτή θα προχωρούσε προς τη Θεσσαλονίκη και «ΝΑ ΜΗΝ ΗΤΤΗΘΕΙ !!!» [3]
Νωρίς το επόμενο πρωί, οι Μεραρχίες τέθηκαν σε κίνηση, σύμφωνα με τις Διαταγές του Στρατηγείου:
Η 2η Μεραρχία, ξεκίνησε στις 07.00 με το 12ο Σύνταγμα στην εμπροσθο­φυ­λακή και τα υπόλοιπα σε φάλαγγες, με κατεύθυνση το Κρουσάρι [4] μέσω Καδίνοβου [5] προς Καρυώτισσα [6].
Δεξιά της, ακολουθώντας τις όχθες της αιματοβαμμένης από τους νεκρούς του Μακεδονικού αγώνα λίμνης Γιαννιτσών, βάδιζε η 3η Μεραρχία που τέθηκε σε κίνηση μία ώρα αργότερα. Η Μεραρχία αυτή εκίνησε στις 08.00 από το Βρέσι [7], και με το 3ο Σύνταγμα σε πρώτο κλιμάκιο, κινήθηκε και αυτή μέσω Καρυώτισσας προς Μπαλίτσα [8].
Στόχος των δύο Μεραρχιών ήταν να διαβούν το βαθύ, ορμητικό και με απόκρημνες όχθες ρέμα Μπαλίτσα, από την γέφυρα που υπήρχε στο ομώνυμο χωριό και να βρεθούν έτσι στα νότια των Γιαννιτσών (μεταξύ Γιαννιτσών και Λίμνης).
Πιο αριστερά τους βάδισε προς τα Γιαννιτσά η 4η Μεραρχία, μέσω Γκιούπτσεβου [9], με κατεύθυνση τα δυτικά των Γιαννιτσών.
Η 6η Μεραρχία κινήθηκε ακόμη αριστερότερα, στα ριζο­βούνια του Πάικου μέσω Όμπαρ [10], έτσι ώστε να βρεθεί στα βόρεια των Γιαννιτσών.
Η 1η Μεραρχία κρατήθηκε ως εφεδρεία.
Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος είχε αποφασίσει να δώσει τη μεγάλη μάχη στα Γιαννιτσά, «ιερή» πόλη για τους Μουσουλμάνους. Και διάλεξε το Καδίνοβο, λίγο πριν την Καρυώτισα και την Μπαλίτσα, σαν προχωρημένο σημείο άμυνας, με σκοπό να καθυστερήσει εκεί τους Έλληνες, μέχρι να ολοκληρώσει την αμυντική του οργάνωση μπροστά από τα Γιαννιτσά, δυο ώρες δρόμο πιο πέρα.
Κατά τις 08.30 το πρωί, καθώς η Ημιλαρχία Ιππικού της 2ης Μεραρχίας προχωρούσε ανιχνεύοντας, δέχθηκε πυρά από Τουρκικά τμήματα που ήταν οχυρω­μέ­να ανάμεσα στο Καδίνοβο και την Καρυώτισα. Αναπτύχθηκε προς επίθεση το 3ο Σύνταγμα και με τη βοήθεια του Ι/12 Τάγματος της 3ης Μεραρχίας, και μετά δίωρη μάχη, ανέτρεψε τους Τούρκους που τράπηκαν σε φυγή. Το Ι/12 Τάγμα τους καταδίωξε και έτσι αυτοί δεν πρόλαβαν να ανατινάξουν τη γέφυρα της Μπαλίτσας. Η γέφυρα ήταν στρατηγικής σημασίας, αφού από εκεί θα περνούσαν δύο ολόκληρες Μεραρχίες, η 2η και η 3η. Και λόγω της σημασίας της φυλασσόταν καλά: Οι Τούρκοι είχαν επισημάνει από πριν τη γέφυρα με το Πυροβολικό και με δραστικά πυρά με βολιδοφόρα βλήματα σκότωσαν τους τρεις πρώτους Στρατιώτες που επιχείρησαν να περάσουν. Με απώλειες και με την επέμβαση του Διοικητή του 3ου Συντάγματος Γιαννακίτσα και του Μεράρχου της 2ης Καλλάρη, αλλά και του Διοικητή Πυροβολικού Παρασκευόπουλου που έφιππος φώναζε «δεν είναι τίποτε … μη φοβήσθε … αι οβίδες δεν σκοτώνουν …» κατόρθωσαν τελικά δύο Λόχοι του Ι/12 Τάγματος να περάσουν τη στενή ξύλινη γεφυρούλα. Στο μεταξύ, ο όγκος των δύο Μεραρχιών άρχισε να συσσωρεύεται στη δυτική όχθη και δεχόταν δραστικά πυρά από το Τουρκικό Πυροβολικό, το οποίο εντόπισε και βομβάρδισε ακόμη και το Γενικό Στρατηγείο της Στρατιάς, που την ώρα εκείνη προχωρούσε στον αμαξιτό δρόμο Σκύδρας - Γιαννιτσών.
Αλλά σύντομα τάχθηκε προς βολή το Πυροβολικό της 2ης Μεραρχίας και κάτω από συνεχή και πυκνά πυρά του εχθρού εξαπόλυσε τις πρώτες οβίδες, προς μεγάλη ανακούφιση των πεζών που παρακολουθούσαν ανήμποροι.
Το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε αμέσως νέες Διαταγές ως εξής:
Η 2η και  Μεραρχία να συνε­χί­σουν την επίθεσή τους προς τα Γιαννιτσά από τα νότια, η  να επιτεθεί νοτίως της λίμνης και να περάσει τον Λουδία ποταμό, και η 4η να κινηθεί προς το χωριό Πιλορίκ [11] και βοηθούμενη από την 6η που κινείται πιο βόρεια, να επιτεθεί κατά των Γιαννιτσών από τα δυτικά και βορειοδυτικό, εκτελώντας κυκλωτικό ελιγμό.
Ενώ γίνονταν αυτά, οι λιγοστοί Έλληνες Στρατιώτες που πέρασαν στην άλλη όχθη ήταν επισφαλείς και σε περίπτωση Τουρκι­κής αντε­πίθεσης θα κινδύνευαν να ανατραπούν.
Έπρεπε όμως να φθάσει το από­γευ­μα, όταν η μεγάλη μονομαχία Πυροβολικού στο κέντρο της παράταξης τράβηξε τα πυρά του εχθρού, για να αρχίσει η 3η Με­ραρχία να περνά λίγους - λίγους τους άνδρες της από την γέφυρα.
Μέχρι το σούρουπο (18.30 περίπου) και αφού ο διοικητής του 12ου Συντάγματος Συνταγματάρχης Μπαΐρας τραυματίστη­κε στο χέρι, καθώς οδηγούσε τους άνδρες του, το 3ο και το 12ο Σύνταγμα είχαν αναπτυχθεί στην ανατο­λι­κή όχθη και διανυκτέρευσαν σε επαφή με τον εχθρό.
Στο κέντρο του Ελληνικού μετώπου, η 4η Μεραρχία ξεκί­νησε στις 7.00 και αφού πέρασε το Γκιούπτσεβο, έφθα­σε στο χωριό Βούδριστα [12], συγκέντρωσε τις μονάδες της, και γύρω στις μία το μεσημέρι άρχισε να βαδίζει ανατολικότερα, μέσα από το χωριό Παλαιό [13], με το 8ο Σύνταγμα μπροστά.
Βγαίνοντας από το χωριό, η εμπροσθοφυλακή του 8ου δέχθηκε πυρά από όπλα πεζικού, από τα υψώματα Παληό και 136 που δεσπόζουν δεξιά και αριστερά του δρόμου Παλαιού - Γιαννιτσών.
Η Μεραρχία άρχισε να αναπτύσσει τα Συντάγ­μα­τά της, με το 8ο και 9ο μπροστά και το 11ο σε εφεδρεία. Το 8ο και το 9ο Σύνταγμα αναπτύχθηκαν για επίθεση, κατά τις τακτικές της εποχής, πρώτα σε «διμοιρίες κατά τετράδες» και μετά σε «ακροβολισμό». Η επίθεση ήταν πολύ ορμητική και μία ώρα αργότερα καταλήφθηκαν και τα δύο υψώματα.
Και τότε διαπιστώθηκε ότι μπροστά τους, στη λοφοσειρά που εκτείνεται σε μήκος τριών περίπου χιλιομέτρων, υπήρχε μία δεύτερη αμυντική γραμμή, ισχυρότερη και καλύτερα οργανωμένη, με έδαφος που παρείχε ελάχιστη κάλυψη στον επιτιθέμενο. Τα εχθρικά πυρά από πυροβόλα, πολυβόλα και χιλιάδες μάουζερ σάρωναν, καθώς οι Τούρκοι ήταν πεισμωμένοι και αποφασισμένοι να κρατήσουν γερά την ιερή τους πόλη [14].
Εκείνη την ώρα (14.00) έφθασαν και οι νέες Διαταγές από το Γενικό Στρατηγείο. Ο Μοσχόπουλος, που στο Σαραντάπορο είχε ήδη επιδείξει το πνεύμα πρωτοβουλίας του και τις αρετές του στις υπερκεράσεις, έριξε στον αγώνα και την εφεδρεία του, το 11ο Σύνταγμα, και επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του προς το Πιλορίκ, ώστε να απειλήσει έτσι τα Γιαννιτσά με κύκλωση από βορρά.
Για να υποστηρίξει με πυρά Πυροβολικού το δοκιμαζόμενο πεζικό, γύρω στις 16.00 το απόγευμα με μια παράτολ­μη κίνηση, ανάπτυξε σε ακάλυπτο πεδινό έδαφος δύο από τις Πυροβολαρχίες της Μεραρχίας του.
Η Διαταγή εκτελέστηκε υποδειγματικά.
Μόλις ο Συνταγ­μα­τάρχης Κωνσταντίνος Βουλπιώτης, Διοικητής του Μεραρχιακού Πυρο­βο­λικού, μεταβίβασε τη διαταγή, οι Πυροβολαρχίες των Λοχαγών Μπάλμπη και Αξελού προχώρησαν «σε φάλαγγα κατ’ όχημα» με τους Αξιωματικούς και τους Υπηρέτες αμίλητους, σοβαρούς και καμαρωτούς σαν σε παρέλαση, και φυσικά έγιναν στόχος του εχθρικού Πυροβολικού. Όμως η «τάξις προς πυροβόλησιν» των οκτώ Ελληνικών πυροβόλων έγινε με υποδειγματική ακρίβεια [15].
Τα προόλκαια αποχωρίζονταν ταχύτατα, οι Ελάτες οδηγούσαν τους ίππους προς τα πίσω, οι Σκοπευτές και οι Χειριστές των κλείστρων κάθονταν στις έδρες τους, ήρεμοι σαν να ήταν δημόσιοι υπάλληλοι στα γραφεία τους, οι Πυροβολάρχες έκαναν ψύχραιμοι τους υπολο­γισ­μούς των στοιχείων βολής και σε λίγο, οι πρώτες ελληνικές οβίδες πετούσαν προς τον εχθρό.
Άρχισε η μονομαχία Πυροβολικού. Στην αναμέτρηση αυτή, η φυσική ευφυΐα και η πολύ ανώτερη εκπαίδευση του Έλληνα Πυροβολητή, τα στοιχεία που έκαναν τους Τούρκους να λένε ότι «κάθε Γιουνάνης κουβαλά στην πλάτη του ένα κανόνι», έγειραν σύντομα την πλάστιγγα.
Μόλις με τέχνασμα εντο­πίσθηκαν οι θέσεις των Τούρκων, ακούστηκε το παράγγελμα του Λοχαγού «δια βολιδοφόρων [16] ανά τρείς, πυρ ταχύ!» και αμέσως ο λόφος που ήταν τα εχθρικά Πυροβόλα άρχισε να καπνίζει από τις συνεχείς εκρήξεις, σαν να καίγεται.
Ακολούθησε η διαταγή «βολή προοδευτική!» που ξεσήκωσε ζητωκραυγές από τις ομοχειρίες. Γιατί η διαταγή αυτή σημαίνει ότι ο εχθρός ζεύει με σπουδή τα πυροβόλα του και τρέχει να γλυτώσει ...
Το 8ο και 9ο Σύνταγμα ετοιμάστηκαν για έφοδο.
Με τη διαταγή «Εμπρός δια της λόγχης!» χιλιάδες άνδρες ρίχτηκαν στον κάμπο με αλαλαγμούς. Διέσχισαν με «άλματα» το ακάλυπτο έδαφος και όρμησαν με τη λόγχη στις Τουρκικές θέσεις.
Οι απώλειες ήταν σοβαρές.
Έπεσαν οι Ανθυπολοχαγοί Σούμπασης, Γαλανόπουλος και Σγούρος [17], ο ήρωας Επιλοχίας Μωκέας [18] και δεκάδες στρατιώτες.
Τραυματίστηκε στην κοιλιά ο Ταγματάρχης Ηλιόπουλος, ο Λοχαγός Μήνης στο κεφάλι και ο Ανθυπολοχαγός Κωστόπουλος, αλλά δεν δέχθηκαν να διακομισθούν και μείνανε στις θέσεις τους μέχρι το βράδυ.
Ο εχθρός σάστισε από την ορμή της εφόδου και κλονίστηκε. Μετά από μισή ώρα σκληρού αγώνα κυριεύτηκαν όλες οι σημαντικές θέσεις των Τούρκων, που όμως επέμεναν πεισματικά, και επί μία ώρα οι άνδρες της 4ης Μεραρχίας αποκρούανε ηρωικά τις απανωτές αντεπιθέσεις που κατέληγαν σχεδόν πάντα σε μάχες σώμα με σώμα.
Αλλά κατά τις έξι το βράδυ, ο εχθρός παραδέχτηκε την ήττα του και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Και από τα ποτισμένα με αίμα υψώματα, οι κατάκοποι Έλληνες μαχητές μπορούσαν πλέον να διακρίνουν τα πρώτα άσπρα σπιτάκια των Γιαννιτσών.
Στο μεταξύ πιο βόρεια, η 6η Μεραρχία (17ο, 18ο Σύνταγμα Πεζικού και 1ο Σύνταγμα Ευζώνων) ξεκίνησε από την Σκύδρα στις 07.00, διέγραψε ένα μεγάλο τόξο στους πρόποδες του Πάϊκου, με σκοπό να βαδίσει μέσω των χωριών Χαζάρμπεη [19], Όμπαρ, Κρουσάρι και Αρμουντζού [20] προς το Πιλορίκ [21]. Δυτικά του χωριού Αρμουντζού (ώρα 13.30 περίπου) δέχθηκε πυρά από τις Τουρκικές προφυλακές. Το 9ο Τάγμα Ευζώνων, που ήταν στην εμπροσθοφυλακή, ανέτρεψε τον εχθρό και τον κατεδίωξε προς την κύρια γραμμή άμυνας των Τούρκων. Χωρίς χρονοτριβή, αναπτύχθηκαν όλα τα Συντάγματα «σε διάταξη μάχης», με τους Ευζώνους στο κέντρο, το 17ο αριστερά και το 18ο δεξιά [22]. Το 18ο συνάντησε ισχυρότατη αντίσταση και είχε πολλές απώλειες. Μεταξύ των τραυματιών, ο Διοικητής του Συντάγματος Αντισυν­ταγματάρ­χης Παναγιωτόπουλος και του 1ου Τάγματος Ταγματάρχης Γκιόκας, ενώ ο λόχος Μηχανικού αποδεκατίστηκε από πυρά πολυβόλων.
Οι άνδρες ακέφαλοι καθηλώθηκαν. Αλλά μία διμοιρία του 4ου Λόχου επιτέθηκε ορμητικά και κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους πιο πολυάριθμους Τούρκους.
Στο κέντρο, οι Εύζωνοι επιτέθηκαν με ορμή, υποστηριζόμενοι από το Πυροβολικό της Μεραρχίας, ιδιαίτερα τις Πυροβολαρχίες των Λοχαγών Βερέτα και Άρτη, και κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες διαδοχικές αμυντικές θέσεις του εχθρού. Η ταχύτητα της προέλασής τους ξάφνιασε τους πυροβολητές του εχθρικού Πυροβολικού, και κυριεύτηκαν μεγάλες ποσότητες υλικού και πυρομαχικών.
Αλλά και οι Εύζωνοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε νεκρούς και τραυματίες και μετά και τον θάνατο του Διοικητή του 9ου Τάγματος Ταγματάρχη Γεωργούλη, ο Συνταγματάρχης διέταξε διακοπή της επίθεσης και ανασύνταξη.
Πιο αριστερά, το 17ο Σύνταγμα συνάντησε ισχυρότατη αντίσταση μπροστά από το Πιλορίκ και μέχρι τις εξήμισυ το απόγευμα δεν μπόρεσε να προχωρήσει παραπέρα. Όμως, από τις θέσεις που κατείχε, απειλούσε τους Τούρκους με κύκλωση.
Οι βραδυνές ώρες διέκοψαν την μάχη, με την 2η και 3η Μεραρχία να έχουν διαβεί τον Γραμμό [23] και να είναι έτοιμες για την τελική προέλαση, ενώ τα τρία Συντάγματα της 4ης Μεραρχίας και το 18ο Σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας είχαν καταλάβει τμήμα της βόρειας αμυντικής τοποθεσίας και βρίσκονταν σε στενή επαφή με τον εχθρό.
Οι Στρατιώτες διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, νηστικοί και κατάκοποι. Ο αγώνας της επομένης αναμενόταν σκληρός και αποφασιστικός.
Με το πρώτο φώς της ημέρας (γύρω στις 06.30) και με συνεχή βροχή, οι Έλληνες συνέχισαν την επίθεση, τώρα όμως με την αυτοπεποίθηση του μαχητή που έχει την πρωτοβουλία.
Στα νότια, η 2η και η 3η Μεραρχία προέλασαν ορμητικά μέσα από ελώδες έδαφος και κάτω από πυκνά πυρά. Όμως τώρα είχαν στενή ­στήριξη από το Πυρο­βο­λι­κό και κινήθηκαν πιο αποφασιστικά.
Ανέτρεψαν την εχθρική αντίσταση και κατέλαβαν «δια της λόγχης» τον λόφο που δεσπόζει στα δυτικά των Γιαννιτσών.
Με το θυμό θηρίου που ξεψυχά, τα Τουρκικά πυρά κατά του 7ου Συντάγματος της 2ης Μεραρχίας ήταν καταιγιστικά, συνοδευόμενα από λυσσαλέες αντεπιθέσεις. Αλλά οι Έλληνες Στρατιώτες έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους.
Το Ελληνικό Πυροβολικό αντίθετα, έβαλε μετρημένα αλλά με εκπληκτική ευστοχία και η μία μετά την άλλη οι Τουρκικές Πυροβολαρχίες, κάτω από τον φόβο της καταστροφής, εγκατέλειπαν τις θέσεις τους.
Μαζί έβαλαν και τα πυροβόλα της 4ης Μεραρχίας, που επιτέθηκε τα ξημερώματα κατά των εχθρικών θέσεων στο κέντρο. Η επίθεση ήταν τόσο ορμητική, ώστε γύρω στις 07.30 πέσανε Ελληνικές οβίδες πίσω από τους στρατιώτες που είχαν ήδη καταλάβει τις πρώτες θέσεις που τώρα βομβαρδίζονταν καθυστερημένα!
Κατά τις 09.00, οι Τουρκικές μονάδες στον κεντρικό και το νότιο τομέα του μετώπου δείχνανε εμφανή σημεία κλονισμού, ενώ αντίθετα τα Ελλη­νικά Συντάγματα προχωρούσαν ακάθεκτα. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα χαρακώματα, σχηματίζοντας φάλαγγες που υποχωρούσαν προς τα ανατολικά.
Στο βορρά τα πράγματα ήταν ακόμη πιο εύκολα.
Οι Εύζωνοι και το 18ο Σύνταγμα, αφού ξεκαθάρισαν από νωρίς κάποιες Τουρκικές απόπειρες διείσδυσης στα κενά της Ελληνικής διάταξης, ανέλαβαν και πάλι την πρωτοβουλία.
Το 9ο Τάγμα Ευζώνων, με επί κεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Κ. Παπαδόπουλο, Διοικητή των δύο Ευζωνικών Ταγμάτων της 6ης Μεραρχίας, επιτέθηκε ακάλυπτο κατά των Τουρκικών θέσεων με «εφ’ όπλου λόγχη»με την σημαία μπροστά και την πολεμική σάλπιγγα να σημαίνει «προχωρείτε, προχωρείτε !!!».
Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Και ενώ οι Τούρκοι πέσανε σε απελπισμένη άμυνα, η Πυροβολαρχία του Λοχαγού Βερέτα εντόπισε τις θέσεις του εχθρικού Πυροβολικού που ήταν ταγμένο στο Ελληνικό Νεκροταφείο των Γιαν­νι­τσών και τις τσάκισε με «δραστικά πυρά».
Σε λίγο εντοπίστηκαν ζεύγη αλόγων να πλησιάζουν το Νεκροταφείο: Οι Ομο­ζυ­γίες της εχθρικής Πυροβολαρχίας τρέχανε να ζεύξουν τα πυροβόλα για να τα σώσουν απομακρύνοντάς τα.
Ο Βερέτας ρύθμισε ακαριαία τα πυρά του εναντίον των προολκαίων και η πρώτη οβίδα, με σπάνια ευστοχία, χτύπησε ένα βλητοφόρο που ανατινάχθηκε. Ο τόπος γέμισε συντρίμμια, διαμελισμένα ζώα, νεκρούς και τραυματίες Ελάτες, και όσοι επέζησαν σκορπίσανε πανικόβλητοι από την θυελλώδη έφοδο των Ευζώνων του 9ου Τάγματος, που στις 08.45 κατέλαβαν το Νεκροταφείοκυριεύοντας και τα τέσσερα Τουρκικά πυροβόλα.
Και χωρίς να ανακόψουν την προέλασή τους, οι Εύζωνοι πήρανε και τους λόφους στα βορειοανατολικά των Γιαννιτσών, με δύο ακόμα πυροβόλα και τα βλητοφόρα τους. Εξαπολύθηκαν εναντίον τους δύο διαδοχικές αντεπιθέσεις, αλλά αυτοί, αν και κατάκοποι τις αποκρούσανε με σχετική ευκολία.
Αλλά την κύρια νίκη κατέκτησε η 4η Μεραρχία με μια θυελλώδη προέλαση [24].
Στις 6.30 τα τρία Συντάγματά της ξεκίνησαν την επίθεση στηριζόμενα από το Πυροβολικό της που είχε αναπτυχθεί από το απόγευμα της προηγουμένης. Η δυσκολία ήταν μεγάλη για τον πρόσθετο λόγο ότι στο συγκεκριμένο σημείο οι επιτιθέμενοι δεν είχαν αριθμητική υπεροχή.
Η επίθεση εξελίχθηκε ραγδαία με τα Συντάγματα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να πλησιάζουν τα Τουρκικά χαρακώματα υπό το δραστικό πυρ του Τουρκικού Πυροβολικού από τα γύρω υψώματα, εκδιώκοντας τελικά τους Τούρκους από τις θέσεις τους με την λόγχη.
Ταυτόχρονα, το 17ο Σύνταγμα κατέλαβε τις απέναντί του Τουρκικές θέσεις, απειλώντας τα Γιαννιτσά με κύκλωση από τα βόρεια.
Οι Τουρκικές θέσεις περισφίγγονταν τώρα και από το νότο από την 2η και 3η Μεραρχία και από βορά από την 6η που είχε φτάσει στα πρώτα σπίτια.
Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος βλέποντας την 4η να προωθείται ορμητικά στο κέντρο και καταλαβαίνοντας ότι οι δυνάμεις του έχουν κλονιστεί και κινδυνεύουν με περικύκλωση, διέταξε υποχώρηση που διεξήχθη με μεγάλη δυσκολία λόγω της συνεχούς βροχής και της λάσπης, αλλά και της συνεχούς κατά-δίωξης και των βολών του Ελληνικού Πυροβολικού και σύντομα μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή.
Ένα Τάγμα Ρεντίφ [25] πέταξε τα όπλα του προσπαθώντας να διαφύγει προς τις γέφυ­ρες του Αξιού, ενώ σε άλλο σημείο, ολόκληρος Λόχος με τους Αξιωματικούς του αιχμαλωτίστηκε από το 11ο Σύνταγμα.
Στα Γιαννιτσά, μαζί με τους Ευζώνους, εισήλθαν και οι πρώτοι Λόχοι της 4ης Μεραρχίας και ξέσπασαν άγριες οδομαχίες. Οι Τούρκοι ήταν πλέον σε πλήρη πανικό και ούτε οι εκκλήσεις αλλά ούτε και τα μαστίγια των Αξιωματικών τους είχαν αποτέλεσμα.
Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την 1η Μεραρχία να καταδιώξει και να διαλύσει τον εχθρό, όμως αυτό δεν έγινε καθώς, λόγω της γρήγορης προέλασης, οι μονάδες είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους μέσα στην πόλη των Γιαννιτσών και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για ανασυγκρότηση. Αρκετοί Τούρκοι διέφυγαν προς Θεσσαλονίκη, αποφεύγοντας την πλήρη αιχμαλωσία.
Στα Γιαννιτσά, η Τουρκική συνοικία παραδόθηκε στις φλόγες, και τα λάφυρα ήσαν άφθονα. Πιάστηκαν τρεις χιλιάδες αιχμάλωτοι, 25 πυροβόλα [26] και δύο πολεμικές σημαίες.
Μόνο 7.000 αξιόμαχοι Τούρκοι Στρατιώτες διασώθηκαν περνώντας τον Αξιό [27], υποχωρώντας προς την Θεσσαλονίκη, η υπεράσπιση της οποίας είναι πλέον αδύνατη. Σχεδόν δύο χιλιάδες νεκροί και τραυματίες ήταν οι Τουρκικές απώλειες, ενώ πολλές χιλιάδες Τούρκοι λιποτάκτησαν, ιδίως έφεδροι.
Οι Ελληνικές απώλειες, στην πιο φονική μάχη του πολέμου αυτού, ανήλθαν σε 10 νεκρούς και 29 τραυματίες Αξιωμα­τι-κούς και 178 νεκρούς και 756 τραυματίες Οπλίτες.
Μετά τη μάχη, ο Επιτελικός Αξιωματικός Μανουήλ Ρακτιβάν έγραψε προς την Πηνελόπη Δέλτα:
«20ή Οκτωβρίου. Γιαννιτσά. Είναι η μέρα που πήραμε τη Θεσσαλονίκη.»
Την επομένη, γύρω στις 11.00, μπήκε στα Γιαννιτσά και ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος. Δημογέροντες της Ελληνικής Κοινότητας και πλήθος κόσμου υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές μέσα σε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία για τους νεκρούς στον Ιερό Ναό της Παναγίας, και μετά την ταφή ακολούθησε μεγάλη Δοξολογία με παρόντα τον Αρχιστράτηγο, ο οποίος στην Ημερήσια Διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου, δήλωσε: «Η νίκη των Γιαννιτσών συμπληροί την του Σαρανταπόρου και αποτελεί δια τον Ελληνικόν Στρατόν νέον τίτλον τιμής και δόξης.»
Ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν ανοιχτός.
Το μόνο εμπόδιο που έστεκε πλέον εμπρός στην Ελληνική Στρατιά ήταν τα φουσκωμένα νερά του Αξιού.
Oι Έλληνες ξέπλυναν το στίγμα του 1897.
Αποδείχθηκαν ανώτεροι των Τούρκων σε οργάνωση, εκπαίδευση, ευφυΐα, τακτική και στρατηγική αντίληψη, και πάνω απ’ όλα σε ατομικό θάρρος και ευψυχία.
Η Μάχη των Γιαννιτσών – πρώτη μέρα – 6η Μεραρχία, 18ο Σύνταγμα
(Διήγηση του Πέτρου [28])
Ξημέρωσε η Παρασκευή 19 Οκτωβρίου. Το όμορφο πρωινό έγινε ωραιότερο όταν για πρώτη φορά, από τότε που ήμασταν στη Λαμία, έγινε διανομή αλληλογραφίας. Καλός οιωνός, που με γέμισε χαρά και ευθυμία. Στις 7 φύγαμε από το Βερτεκόπ, με κατεύθυνση τα Βοδενά, αγνοώντας ότι πλησίαζε η μεγάλη ώρα της μάχης.
Ξάφνου, στις 11 ακριβώς, ακούσαμε από δεξιά κρότους αραιούς πυροβόλων, που πύκνωναν όσο περνούσε η ώρα. Μετά τους κανονιοβολισμούς, ακούστηκαν καθαρά «πυρά ομαδόν» Πεζικού. Όσο προχωρούσαμε, οι κρότοι γίνονταν πυκνότεροι. Είχε ήδη αρχίσει σφοδρή η επίθεση του Στρατού μας κατά των οχυρωμένων εκεί Τούρκων, οι οποίοι φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει να υπερασπίσουν την ιερή γι’ αυτούς πόλη «πάση θυσία». Η πορεία μας επιταχύνθηκε. Πριν ακόμη μας δοθεί Διαταγή, αυθόρμητα οι Στρατιώτες άνοιξαν το βήμα τους που μερικές φορές γύριζε σε «τροχάδην». Τρέχαμε προς τον κρότο του τηλεβόλου, προς τη μάχη, προς τη νίκη.
Οι Στρατιώτες ανταλλάσσανε αστεία:
«Τέλος πάντων θα το καπνίσουμε κι εμείς βρε παιδιά»
«Μα τι διάολο; Περίπατο θα πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη; Δεν θα είχε και γούστο.»
«Ε, ρε, γλέντι που γίνεται εκεί κάτω! Αρχίσανε χωρίς να μας περιμένουν οι αφιλότιμοι οι δικοί μας.»
Μεγάλη δυσκολία μας προξένησε η διάβαση ενός μικρού ποταμού. Τουλάχιστον μια ώρα μας έφαγε αυτό το πέρασμα. Επί τέλους, άλλοι μέσα στα νερά, άλλοι με σανίδες, άλλος καβάλα στους άλλους, το περάσαμε. Εκείνοι που πέρασαν πρώτοι βαδίζανε γρήγορα, οι επόμενοι αναγκάζονταν να τρέξουν και οι τελευταίοι τρέχανε και δεν μας φτάνανε. Η πορεία γινόταν σε ρυθμό «τροχάδην». Ανεβήκαμε μια μικρή πλαγιά και φτάσαμε στην κορυφογραμμή. Εκεί ήταν συγκεντρωμένο το Επιτελείο της Μεραρχίας μας, έφιπποι όλοι, φορώντας όχι τα χακί χιτώνια ασκήσεων, αλλά τα επίσημα λευκά!
Σταματήσαμε ακριβώς στις δύο. Πιο πέρα, πίσω από ένα χαμηλό ύψωμα, γινόταν μάχη. Το πυρ σφοδρό. Οι σφαίρες σφυρίζανε γύρω μας. Οι Στρατιώτες διατάχτηκαν «πρηνηδόν». Οι Αξιωματικοί όρθιοι. Περιμέναμε για κάμποση ώρα την Διαταγή της προχώρησης. Μία σφαίρα χτύπησε την αρβύλα του Στρατιώτη Ευθυμίου της Διμοιρίας μου, αλλά δεν την πέρασε. Είθε να ήσαν όλες σαν αυτή. Οι Στρατιώτες περιμένανε ήρεμοι. Η τοποθεσία ήταν πανέμορφη. Δεξιά μας φαινόταν όλη η πεδιάδα, καταπράσινη.
Στις τρεις ακριβώς ακούστηκε η φωνή του Μέραρχου, του κυρίου Μηλιώτη:
«Κύριε Παναγιωτόπουλε, το Τάγμα σας εμπρός!»
Ακολούθησαν αλλεπάλληλες Διαταγές:
«Ο τέταρτος Λόχος, εμπρός μαρς»
Οι γραμμές του Τάγματος κινήθηκαν προς τα εμπρός. Αναπτυχθήκαμε σε «τάξη μάχης». Είχα τη Διμοιρία μου μπροστά μου, συγκεντρωμένη και πειθαρχημένη.
«Εμπρός παιδιά, σε μια γραμμή»
Βαδίζαμε γρήγορα. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε στην κορυφή. Μπροστά μας φάνηκε μια μεγάλη έκταση, ελαφρά κατηφορική. Ο κρότος των όπλων και των τηλεβόλων ήταν εκκωφαντικός.
Το έδαφος μπροστά μας ήταν κυματοειδές, με ελαφρές πτυχές που προσφέρανε κάποια κάλυψη, και ευθεία σε απόσταση 800 ως 1.000 μέτρων, στα φρύδια μικρών υψωμάτων, ήταν οι Τούρκοι, άγνωστο πόσοι, στέλνοντας τις σφαίρες χαλάζι.
Ήταν επιτιθέμενοι;
Ήταν αμυνόμενοι;
Δεν ξέραμε.
Ήταν άραγε το άκρο δεξιό της παράταξής τους που φτάνει μέχρι τις όχθες της λίμνης των Γιαννιτσών;
Το μέρος έδειχνε να είναι πρόχειρα προετοιμασμένο για άμυνα. Άρα ήταν κενό μάλλον πριν το μεσημέρι. Αλλά το ερώτημα παρέμενε: Αυτοί μπροστά μας ήταν Τούρκοι που ήρθαν από εκεί για να απειλήσουν το αριστερό της Ελληνικής παράταξης και έπεσαν πάνω στη Μεραρχία μας; Ή μάθανε ότι προελαύνει εκεί η Μεραρχία μας, απειλώντας τα δικά τους πλευρά, και έστειλαν εσπευσμένα δυνάμεις για να μας σταματήσουν και να εμποδίσουν μία πλευροκόπηση; Δεν το έμαθα. Αλλά σίγουρα η 6η Μεραρχία, φτάνοντας εγκαίρως στο πεδίο της μάχης, άσκησε μεγάλη επίδραση στην ευτυχή έκβασή της, τόσο την πρώτη όσο και την δεύτερη μέρα.
Προχωρούσαμε! Η ορατότητα ήταν εξαίρετη. Αλλά έλλειπε από τη μάχη αυτή το κυριώτερο χαρακτηριστικό των παλαιών μαχών, ο καπνός. Μόνο ο ξερός και πυκνότατος κρότος των μάουζερ και των μάνλιχερ και ο βαρύς κρότος των κανονιών. Οι σφαίρες μελίσσι γύρω μας. Αλλά προχωρούσαμε απτόητοι και γοργά. Δεν έπαυα ούτε στιγμή να παροτρύνω και να ενθαρρύνω τους Στρατιώτες μου.
Οι άλλες Διμοιρίες, διοικούμενες από τον Ανθυπολοχαγό Γιαννουδάκη, τον έφεδρο Ανθυπολοχαγό Ρηγόπουλο και τον Επιλοχία Παπαλουκά, κινούνταν προς τα αριστερά.
Η δική μου, η 1η Διμοιρία, ολόισια μπροστά.
Μετά από λίγο βρήκαμε μπροστά μας πυκνή γραμμή Ευζώνων «πρηνηδόν». Προσπεράσαμε και συνεχίσαμε. Δεξιά και αριστερά, πίσω από ελαφρά ανασηκώματα του εδάφους, τμήματα Ευζώνων που πυροβολούσαν. Τι περιμένανε όλοι αυτοί και δεν προχωρούσαν [29]; Τους αφήσαμε και προχωρήσαμε. Το χαλάζι από σφαίρες πυκνότερο.
Πίσω μας ερχόταν ο Ταγματάρχης Γκιόκας.
«Τι ήθελε αυτός στη γραμμή της μάχης; Δεν ήταν εδώ η θέση του …» σκεπτόμουν. Λες και αποζητούσε το θάνατο.
Κατεβήκαμε τρέχοντας ένα μικρό κατήφορο. Στο χείλος ενός μικρού ρεύματος διέταξα «αλτ», για να πάρουμε ανάσα. Κοίταξα πίσω και είδα ότι δεν μας ακολούθησε κανείς. Οι άλλες Διμοιρίες ούτε που φαίνονταν … Τι γίνεται τώρα;
Μας έφτασε τρέχοντας ο Ταγματάρχης φωνάζοντας:
«Εύγε Βρυζάκη μου, μπράβο παιδί μου … Εμπρός … Εμπρός!!!»
«Επάνω παιδιά, Εμπρός !!!» η διαταγή βγήκε μόνη της από το στόμα μου.
Όλοι σε μια γραμμή ορμήσαμε προς τα πάνω. Φτάνοντας στην κορυφή ήμασταν εντελώς εκτεθειμένοι. Η Διμοιρία, 80 άνδρες περίπου, προχωρούσε «εν αραιά τάξει», αλλά το εχθρικό πυρ θέριζε. Να ο πρώτος πληγωμένος, κλονίστηκε και έπεσε, να και άλλος και άλλος.
Αλλά κανείς δεν πρόσεχε πια, κανείς δεν φοβόταν. Μερικοί Στρατιώτες τρέξανε προς τους πληγωμένους. Οι υπόλοιποι προχώρησαν γοργά και σκυφτά όπου τους οδηγούσα. Φτάσαμε σε ένα φρύδι. Διέταξα «αλτ» και «πυρ» από «ορισμένο υψόμετρο». Τώρα ήταν η σειρά των μάνλιχερ να απαντήσουν στους Τούρκους, που απείχαν ακόμη 600-700 μέτρα. Οι Στρατιώτες μου, άλλοι πρηνείς και άλλοι στο γόνατο, πυροβολούσαν με λύσσα και αυτό τους έδινε περισσότερο θάρρος.
Είχαμε ήδη πολλούς πληγωμένους, αλλά όλων τα βλέμματα κοιτούσαν μπροστά! Εχθρικές οβίδες σκάβανε το χώμα γύρω μας. Δίπλα ήταν πεσμένος ανάσκελα ένας νέος και όμορφος Αξιωματικός. Ένα θραύσμα οβίδας τον βρήκε στο κεφάλι. Ήταν ο Υπολοχαγός Γιάνναρος … λίγο πριν γεμάτος ζωή και ελπίδες, τώρα ξεψυχούσε … Τον γνώριζα και με λύπησε πολύ ο χαμός του. Πήρα την τσάντα, το πιστόλι και το ξίφος του, να τα παραδώσω μια μέρα στον πατέρα του … Ε, ρε μυαλό… Γύρω μου θέριζε ο Χάρος, κι εγώ σκεφτόμουν πώς θα μεταφέρω πίσω στην Αθήνα τα θλιβερά ενθύμια …
«Έννοια σου, γενναίε Αξιωματικέ, θα εκδικηθούμε εμείς τον ηρωικό θάνατό σου …»
Μπροστά μου ήταν δυο τρεις πληγωμένοι της Διμοιρίας μου. Άρπαξα το μάνλιχερ και τις φυσιγγιοθήκες του ενός και πυροβολούσα αδιάκοπα, με λύσσα, προς τις γραμμές των Τούρκων. Ο καημένος ο Στρατιώτης Ρήγας, μπροστά μου, βαριά πληγωμένος, με παρακάλεσε να μην πυροβολώ γιατί τον ενοχλούσε ο κρότος. Άλλαξα θέση και συνέχισα να ρίχνω. Μια οβίδα έσκασε λίγα μέτρα μπροστά μας και ένα μικρό θραύσμα πέτρας με τρύπησε στο χέρι, πάνω από τον αντίχειρα. Έτρεχε αίμα, το έγλυψα να σταματήσει, και θυμάμαι ακόμη τη γλυκιά γεύση. Άλλο θραύσμα πέτρας με χτύπησε πάνω από το γόνατο και μου μελάνιασε το πόδι. Για λίγα λεπτά, το γόνατο μούδιασε και πονούσε. Ασήμαντο τραύμα, το αναφέρω μόνο επειδή μου προξένησε μια γλυκύτατη αίσθηση …
Λίγα βήματα πίσω μου, ο Ταγματάρχης Γκιόκας. Γονατιστός, εξακολουθούσε να μου λέει λόγια ενθουσιασμού και θάρρους. Ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος κοντά του. Γύρισα απότομα:
«Χτυπήθηκες Ταγματάρχα μου;»
«Ναι, παιδί μου, αλλά δεν είναι μεγάλο πράγμα …»
Κοίταξα πίσω για τραυματιοφορείς, δεν φαινόταν πουθενά κανένας. Βλέποντας ότι ο Ταγματάρχης μου υπέφερε και ότι είχε χτυπηθεί άσχημα, διέταξα δυο Στρατιώτες να τον πάρουν πίσω. Τον απομάκρυναν, παίρνοντάς τον σχεδόν αγκαλιά, ενώ αυτός πατούσε το ένα πόδι κάτω. Με αποχαιρέτισε πατρικά και ήταν φανερή η λύπη του που θα άφηνε τη μάχη.
Φαίνεται ότι μάταια περίμενα να φανούν πίσω μου άλλα τμήματα από τους Ευζώνους. Φώναζα με όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν άκουγε κανείς. Είδα να έρχεται ο Λοχαγός μου, ο κ. Φραγκόπουλος, ενώ δίπλα του οι σφαίρες οργώνανε το χώμα.
«Πού είναι οι άλλες Διμοιρίες μας κύριε Λοχαγέ;»
«Ούτε ξέρω …
Απομακρύνθηκαν αριστερά και καθηλώθηκαν.»
Το τρομερό πυρ των Τούρκων μας αποδεκάτιζε. Ο Δεκανέας Παπαδημητρίου, οι Στρατιώτες Ρήγας, Βλάχος, Κουμπούρης και άλλοι, πληγώθηκαν βαριά. Οι Στρατιώτες Στούντας, Κρίκος και Γεωργαντάς στον τόπο. Είδα ότι μάταια περίμενα βοήθεια και ότι όσο μέναμε εκεί ήταν χειρότερα. Αποφάσισα να προχωρήσω με μόνη τη Διμοιρία μου. Αλλά πού να πάω με 50 Στρατιώτες μόνο; Ούτε ήξερα πόσοι ήταν οι Τούρκοι …
Μέσα στο μυαλό μου φούντωσε ξαφνικά η λύσσα, καθώς θυμήθηκα το άτιμο το 1897, τη λύσσα των Τούρκων, τις ατυχίες μας, τις ταπεινώσεις μας. Όχι δεν θα μας νικούσαν ποτέ ξανά! Το πάθος για εκδίκηση με κυρίευσε, με έπνιξε η οργή για τον τραυματισμό του γενναίου Ταγματάρχη μας.
«Παύσατε πυρ. Προσέχετε παιδιά, θα προχωρήσουμε να πάρουμε την άλλη κορυφογραμμή. Εμπρός … Μαρς!!!»
Ρίχτηκα μπροστά και η Διμοιρία ακολούθησε. Μερικοί διστάζανε, τους παρότρυνα και ξεκίνησαν και αυτοί. Μερικοί όμως μείνανε με τους πληγωμένους. Τους άφησα, γιατί δεν είχα τον καιρό να τους εξαναγκάσω. Μέσα στο χαλάζι των σφαιρών οι Στρατιώτες με ακολουθούσαν γενναίοι προς το θάνατο. Μερικοί πέσανε, οι άλλοι, κάτω από τις συνεχείς παροτρύνσεις μου, προχωρούσαν τρέχοντας. Το εχθρικό πυρ άρχισε ν’ αραιώνει.
Αιφνιδιασμένοι από την ορμή μας, οι Τούρκοι, αντί να μείνουν και να μας ξεμπερδέψουν όλους, φοβήθηκαν και άφησαν τις θέσεις τους. Δεν άντεξαν στην τρομερή όψη της ξιφολόγχης.
Διέταξα «αλτ στο επόμενο φρύδι και πυρ ταχύ!». Μεθυσμένοι από τη μάχη και ενθουσιασμένοι, οι Στρατιώτες μου σημάδευαν ψύχραιμα και πυροβολούσαν. Από την πλευρά των Τούρκων ανταποδίδονταν τα πυρά μας. Ο Στρατιώτης Κωσταρρίζος, καλυμμένος πίσω από μια μεγάλη πέτρα, σηκωνόταν και πανηγύριζε κάθε φορά που πυροβολούσε:
«Κύριε Υπολοχαγέ … τον πέτυχα τον κερατά … έπεσε !!!»
«Πέσε κάτω διάολε, μην βγαίνεις από την πέτρα …»
«Εσείς πώς δεν πέφτετε κάτω κύριε Υπολοχαγέ; Είστε πιο σοφός από εμένα; Εκείνους που πέφτουν κάτω βρίσκουν οι σφαίρες …» Δεν απάντησα, μπορεί να είχε και δίκιο …
Το δεύτερο αυτό «άλμα» που κάναμε, με έκανε ανυπόμονο. Γύρισα πίσω να δω, ακόμη δεν φαινόταν κανένα άλλο τμήμα. Έστειλα πίσω τον πιο γενναίο της Διμοιρίας μου, τον Νικολαΐδη, να φέρει ενισχύσεις. Γύρισε πίσω άπραγος.
«Παιδιά … βλέπετε ότι όσο περνάει η ώρα, όσο προχωράμε, τόσο πιο λίγες σφαίρες έρχονται …
Προσέχετε … Εμπρός … Μάααρς!!!»
Σαν να περίμεναν το σύνθημα, οι Στρατιώτες τρέξανε πίσω μου προς το επόμενο κοίλωμα του εδάφους. Η γη ήταν σπαρμένη από σώματα Τούρκων που είχαν πέσει από τις σφαίρες μας.
Τι μέθη! Τι ικανοποίηση! Τι ενθουσιασμός!
Ήμουν εκτός εαυτού. Λίγα βήματα μπροστά μας, προσπαθούσε να διαφύγει ένας Τούρκος Αξιωματικός. Οι πρώτοι Στρατιώτες τον πυροβόλησαν, πυροβόλησα κι εγώ με το περίστροφο, και έπεσε νεκρός. Έτρεξα και του πήρα τα κυάλια, τη σφυρίχτρα και το περίστροφο.
Οι Τούρκοι τρέπονταν σε φυγή, καταδιωκόμενοι και πυροβολούμενοι από τους Στρατιώτες μου, και πέφτανε νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Δρασκελίζαμε πλήθος πτωμάτων.
Πιάσαμε την επόμενη κορυφογραμμή. Τώρα η αντίσταση ήταν ασθενέστερη. Το αραιό εχθρικό πυρ μας έδωσε καινούργιο θάρρος. Στο μεταξύ ήρθαν επί τέλους και Στρατιώτες από τις άλλες Διμοιρίες. Ήρθε και ο Επιλοχίας του Λόχου, με 3-4 Στρατιώτες από τη Διμοιρία του.
«Οι άλλοι έμειναν πίσω» μου είπε … Ας είναι … Δεν με κρατούσε πλέον τίποτε. Οι άνδρες δεν θέλανε άλλο παρά να προχωρούν.
«Εμπρός παιδιά! Μη μείνει κανένας!!!»
Η Διμοιρία προχωρούσε πλέον εντελώς ακάλυπτη.
Τρέπονταν σε φυγή και οι τελευταίοι Τούρκοι, οι πιο γενναίοι.
Τους καταδιώκαμε από κοντά πυροβολώντας τους, καθώς πέφτανε ο ένας πάνω στον άλλο από τη σύγχυση. Το έδαφος ήταν κατηφορικό και κατέληγε σε ρέμα γεμάτο πλατάνια, που έφτανε μέχρι την πόλη των Γιαννιτσών, που την αντικρύσαμε γεμάτοι αγαλλίαση …
Δεξιά μας, πίσω από τους λόφους, μάχονταν οι άλλες Μεραρχίες, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε. Ακούγαμε μόνο τα πυκνά πυρά Πεζικού και Πυροβολικού, τα απαίσια κακαρίσματα των πολυβόλων.
Οι πρώτοι Τούρκοι που τρέψαμε σε φυγή, που ήταν και οι περισσότεροι, έφυγαν από το ρέμα προς τα Γιαννιτσά. Οι υπόλοιποι, καμιά εκατοστή, βρήκαν κάλυψη στο ρέμα, προστατευμένοι από πυκνά πλατάνια. Μερικοί που έφυγαν τελευταίοι, σκοτώθηκαν μέχρι ενός από τα πυρά των Στρατιωτών μου. Έδωσα εντολή να καλυφθούμε σε μια μικρή κοιλότητα, ενώ ο ήλιος έδυε. Διέταξα «πυρ ταχύ» στην κατεύθυνση μίας λόχμης. Πολλοί Τούρκοι βγήκαν από την λόχμη, κάνοντας ότι παραδίνονται. Τους έκανα νόημα με τα χέρια να έρθουν μπροστά μας, αλλά δεν κινούνταν και μάλλον ετοίμαζαν τα όπλα τους.
«Πυρ !!!» φώναξα και μία ομοβροντία ξάπλωσε κάτω πολλούς, οι υπόλοιποι κρύφτηκαν ξανά στη λόχμη.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Αποφάσισα να κινηθώ με τη Διμοιρία προς το ρέμα, να τους κόψω το δρόμο προς τα πίσω. Οι Στρατιώτες μου με απέτρεψαν. Ο Νικολαΐδης μου είπε σιγανά ότι θα ήταν βέβαιος θάνατος αν κατηφορίζαμε, γιατί οι Τούρκοι ήταν κρυμμένοι κι εμείς θα ήμασταν ακάλυπτοι. Ο Νικολαΐδης με κλόνισε λίγο, γιατί ήξερα ότι δεν μιλάει από φόβο αλλά από λογική σκέψη. Αλλά δεν άκουσα.
«Πρέπει να κατέβουμε κάτω … δεν πρέπει να αφήσουμε να ξεφύγουν … Εμπρός !!!»
Προχώρησα μπροστά. Με ακολούθησαν μόνο 7-8 Στρατιώτες, πρώτος και καλύτερος ο Νικολαΐδης …
Έπεφτε σκοτάδι και δεν έβλεπα πού είναι οι υπόλοιποι.
Προχωρούσαμε προσεκτικά στο ρέμα και πλησιάσαμε σε απόσταση 30-40 μέτρων, όταν μας υποδέχτηκαν με πυκνή ομοβροντία. Ο Στρατιώτης Σκαρμούτσος χτυπήθηκε από μία σφαίρα στο στόμα. Συνειδητοποίησα πλέον ότι οδηγούσα τους Στρατιώτες μου σε μάταιο θάνατο.
Διέταξα «αραίωση» και «επιστροφή στις θέσεις μας».
Καθώς έπεφτε η νύχτα, φτάσανε επί τέλους και οι ενισχύσεις … Πρώτα ένας έφεδρος Αξιωματικός με μια Διμοιρία Ευζώνων και μετά περισσότερες Διμοιρίες με τους Αξιωματικούς τους. Με συγχαίρανε, μου σφίγγανε το χέρι, αλλά δεν ήθελα να τους χαριστώ:
«Γιατί βρε παιδιά δεν κατεβήκατε πιο γρήγορα, να τους πάμε στα Γιαννιτσά απόψε;»
«Δεν είχαμε Διαταγή, συνάδελφε …»
«Γιατί βρε παιδιά; Εγώ είχα Διαταγή;
Μουρλός ήμουν που πήγα μπροστά;
Δεν αρκούσε το ΕΜΠΡΟΣ που μου έδωσε ο Ταγματάρχης και ο Λοχαγός μου για να προχωρώ συνεχώς;»
Δεν είχαμε διαταγή σου λέει ο άλλος και νομίζει ότι τα πάντα δικαιολογούνται …
Όπως έμαθα αργότερα, ο Ταγματάρχης μας, καθώς τον πήγαιναν πίσω τραυματία, φώναζε και παρώτρυνε τους Ευζώνους που ήταν πίσω μου να μας ακολουθήσουν … αλλά αυτοί δεν έκαναν ούτε βήμα …
Συγκέντρωσα τους άντρες μου, δίνοντας εντολή να προετοιμάσουν καταυλισμό σε ένα σημείο λίγο ψηλότερα, και ακολούθησα έναν Αγγελιοφόρο που είπε ότι με ζήτησε ο Λοχαγός μου. Τον ακολούθησα στο μέρος που ήταν συγκεντρωμένο το Τάγμα. Ο Λοχαγός μου έσφιξε το χέρι και με συνεχάρη για την τόλμη μου, αλλά με παρατήρησε ότι με μία μόνο Διμοιρία δεν έπρεπε να προχωρήσω τόσο. Όλοι οι Αξιωματικοί ήταν εκεί και μου έδιναν συγχαρητήρια. Ήμουν γεμάτος ενθουσιασμό και υπερηφάνεια, αλλά και πολύ κουρασμένος. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, ήθελα να ξαπλώσω να αναπαυτώ. Ήταν η εξάντληση μετά την ένταση της μάχης. Ένοιωθα όλα τα μέλη μου κλειδωμένα.
Μετά από 4 ώρες αδιάκοπης έντασης, ήρθε η αντίδραση. Η φωνή μου είχε βραχνιάσει.
Αλλά, τι ώρες θαυμάσιες, αλησμόνητες, μεγάλες … Πολέμησα, περιφρόνησα το θάνατο, νίκησα! Η μόνη μου λύπη ήταν οι απώλειες που είχε η Διμοιρία μου. Πέντε νεκροί, δέκα πληγωμένοι, οι περισσότεροι σοβαρά.
Αλλά υπάρχει νίκη χωρίς θυσίες; Θα σας έχω πάντα στη μνήμη μου ηρωικοί μου σύντροφοι, γενναίοι μου Στρατιώτες …
Η μάχη των Γιαννιτσών – 2η Μεραρχία
(Διήγηση του Λεωνίδα)
Ξεκινήσαμε στις 7 το πρωί, με σκοπό να φτάσουμε στη Μπαλίτσα. Εκεί υπήρχε ένα ξύλινο γεφύρι από όπου θα περνούσε η Μεραρχία για να φτάσει στα Γιαννιτσά. Κατά τις 8.30 ακούσαμε πυροβολισμούς στο Καδίνοβο. Το 3ο Σύνταγμα που πήγαινε μπροστά αναπτύχθηκε για μάχη και μέχρι τις 10.30 περίπου είχε διώξει τους Τούρκους. Τους πήρανε στο κυνήγι, και αυτοί δεν πρόλαβαν να ανατινάξουν το γεφύρι. Οι πρώτοι Στρατιώτες μας πέρασαν τρέχοντας για να ασφαλίσουν την απέναντι όχθη, αλλά οι Τούρκοι το είχαν ήδη επισημάνει από πριν με το Πυροβολικό τους και τους υποδέχτηκαν με βολιδοφόρα βλήματα, προκαλώντας απώλειες. Ένας φαντάρος χτυπήθηκε από βολιδοφόρο, τρία θραύσματα καρφώθηκαν στο στήθος του και ένα στο κεφάλι. Ένας δεύτερος χτυπήθηκε και έπεσε στο ποτάμι. Τα φονικά πυρά σταμάτησαν την προέλαση, καθώς οι Στρατιώτες φοβόντουσαν να προχωρήσουν, και καθώς τα τμήματα που ακολουθούσαν άρχισαν να μαζεύονται κοντά στο γεφύρι, πήγε να δημιουργηθεί μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση.
Ο Διοικητής του 3ου Συντάγματος, ο Συνταγματάρχης Γιαννακίτσας προσπαθούσε μάταια να δώσει θάρρος στους Στρατιώτες να προχωρήσουν και χρειάστηκε να επέμβει ο ίδιος ο Μέραρχος ο Καλλάρης, καθώς και ο Διοικητής Πυροβολικού ο Παρασκευόπουλος, που όπως λένε, φώναζε έφιππος «Μη φοβάστε … δεν σκοτώνουν οι οβίδες!»
Αλλά νομίζω ότι την καλύτερη «παρότρυνση» την έδωσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, άθελά τους βέβαια. Καθώς έβλεπαν τόσο στρατό να μαζεύεται πίσω από το γεφύρι, αντί τα πυροβόλα τους να συνεχίσουν τον «φραγμό», χτυπώντας όσους το περνούσαν, παρασύρθηκαν από τον εύκολο στόχο και βάλανε στο σημάδι και τους άλλους που έρχονταν από πίσω.
Αλλά έτσι, ήταν για τους φαντάρους μας «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Προκειμένου να πεθάνουν ακίνητοι, καλύτερα να τρέχαν να περάσουν απέναντι κι ότι ήθελε ας γινόταν. Έτσι, παρά τις απώλειες, δύο Λόχοι πέρασαν απέναντι, παίρνοντας θάρρος και από το Πυροβολικό μας, που μπήκε κι αυτό στη μάχη.
Με πραγματική αυτοθυσία οι Πυροβολητές τράβηξαν πάνω τους τα πυρά, σε μια μεγάλη μονομαχία Πυροβολικού. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία και άλλα τμήματα να περάσουν απέναντι, και μέχρι να σουρουπώσει είχε περάσει σχεδόν όλη η Μεραρχία μας και δύο Συντάγματα της 3ης.
Πάνω στην προέλαση χτυπήθηκε στην παλάμη ο Συνταγματάρχης Μπαΐρας, του 12ου Συντάγματος της 3ης Μεραρχίας. Το μυαλό του όμως ήταν αλλού, καθώς έτρεχε πάνω κάτω με το άλογο, ενθαρρύνοντας τους άντρες του, και ούτε που το κατάλαβε.
«Κύριε Συνταγματάρχα, είσαστε πληγωμένος. Το χέρι σας στάζει αίμα» του φώναξε ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Παρασκευόπουλος.
«Μπα … να το δέσω λοιπόν …» απάντησε αυτός, με το μυαλό του στη μάχη. Του δώσανε ένα επίδεσμο, τύλιξε το χέρι και συνέχισε να καλπάζει, μέχρι που η πληγή κρύωσε και ο πόνος έγινε δυνατός και σταμάτησε.
Καθώς νύχτωνε, αραίωναν τα εχθρικά πυρά και τελικά σταμάτησαν. Διανυκτερεύσαμε πέρα από το ποτάμι κάτω από συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, νηστικοί και κατάκοποι. Και από απέναντι οι Τούρκοι, που δεν είχαν λόγο να κρύβουν τις θέσεις τους, είχαν αναμμένες τεράστιες φωτιές που θα έπρεπε να μας κάνουν να ζηλεύουμε.
Αλλά πώς να ζηλέψουμε την τύχη τους; Αυτοί χάνανε τη μάχη, από αύριο θα τρέχανε να κρυφτούνε. Έτσι, δεν μας ένοιαζε τίποτα, ούτε το κρύο ούτε η βροχή, καθώς όλα δείχνανε ότι εμείς νικούσαμε …
Μέσα στη νύχτα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Αξημέρωτα φάγαμε και λίγο ψωμί. Και με το πρώτο φως, η Μεραρχία μας προέλασε με ορμή. Το έδαφος ήταν ελώδες και τα εχθρικά πυρά έντονα. Αλλά τώρα είχαμε το Πυρο­βο­λι­κό να μας στηρίζει και δεν μας σταματούσε τίποτα. Μπροστά μας υπήρχε ένα ύψωμα και πίσω από αυτό τα Γιαννιτσά! Οι Αξιωματικοί μας είπαν ότι σ’ αυτό το ύψωμα θα κριθεί η μάχη.
«Άντε λοιπόν, αν είναι έτσι τι καθόμαστε;» Η ένταση της μάχης έκανε το αίμα να βράζει.
«Εμπρός δια της λόγχης !!!»
Τρέχοντας και αλαλάζοντας ανεβήκαμε στο ύψωμα, αδιαφορώντας για τα εχθρικά πυρά. Και το πήραμε με τη λόγχη, με μάχες σώμα με σώμα.
Πριν προλάβουμε να ανασυγκροτηθούμε, μας χτύπησαν τα πυροβόλα τους.
Χωνόμασταν μέσα στα χαρακώματα και προσευχόμασταν. Αλλά δεν κράτησε πολύ.
«Τι έγινε τους τέλειωσαν οι οβίδες;»
«Όχι, τώρα θα μας επιτεθεί το πεζικό τους … βαστάτε γερά παιδιά» φώναξε ο Επιλοχίας.
Και επιτέθηκαν με λύσσα οι Οθωμανοί. Τη μεγαλύτερη πίεση δέχτηκαν οι συνάδελφοι του 7ου Συντάγματος δίπλα μας. Εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε προς το πίσω μέρος του υψώματος. Από εκεί βλέπαμε τα Γιαννιτσά! Δυο φορές ο Λόχος μου απέκρουσε τις αντεπιθέσεις τους. Ο χώρος μπροστά μας γέμισε πτώματα Τούρκων και τραυματίες που φώναζαν. Αλλά τώρα που βλέπαμε στο βάθος τα Γιαννιτσά, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε πίσω.
Το κατάλαβαν και οι Τούρκοι και σταμάτησαν τις επιθέσεις.
Κρατήσαμε τις θέσεις μας, καθώς η 4η Μεραρχία από το κέντρο και η 6η από τα αριστερά μπαίνανε στην πόλη. Τα Γιαννιτσά ήταν δικά μας …
Για το τέλος σας έχω και ένα ανέκδοτο που κυκλοφόρησε τότε. Ο Ταχσίν, πριν τη μάχη, είχε λένε ζητήσει ενισχύσεις 5.000 άνδρες από τον Φρούραρχο της Θεσσαλονίκης. Αλλά οι Αξιωματικοί, μην πιστεύοντας ότι υπάρχει πιθανότητα να κερδηθεί η μάχη, αρνιόντουσαν να ξεκινήσουν και οι ενισχύσεις αργούσαν. Τότε ο Ταχσίν σκέφτηκε ένα κόλπο. Έστειλε ένα επείγον τηλεγράφημα με το παρακάτω μήνυμα:
«Νικήσαμε τους Έλληνες, συλλάβαμε 10.000 αιχμαλώτους. Αποστείλατε φρουράν να τους παραλάβει. Καταδιώκω τον εχθρό και αδυνατώ να διαθέσω δικές μου δυνάμεις.»
Το τηλεγράφημα αυτό διέλυσε κάθε δισταγμό και ξεκίνησε αμέσως ένα Σύνταγμα. Μόνο που αντί να βρει αιχμαλώτους, συνάντησε στο δρόμο τους Τούρκους που υποχωρούσαν.
Και λέγεται ότι συνεπλάκησαν και μεταξύ τους, καθώς προσπαθούσαν να αναγκάσουν τους φυγάδες να σταθούν να πολεμήσουν.
Αλλά το πιο ωραίο είναι ότι στο μεταξύ το τηλεγράφημα είχε διαδοθεί και ενώ εμείς βαδίζαμε προς τη Θεσσαλονίκη, εκεί κυκλοφορούσαν οι Τούρκικες εφημερίδες που έγραφαν για τη μεγάλη νίκη στα Γιαννιτσά και τους 10.000 αιχμαλώτους !!!
Σχόλια και παραπομπές
[1] Στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα, στα Γιαννιτσά, που λέγονταν Γενιτσέ ή Ενιτζέ υπήρχαν έντεκα μουσουλμανικές συνοικίες με 1.483 σπίτια και 7.500 μουσουλμάνους στο νότιο μέρος της πόλης, και πέντε χριστιανικές συνοικίες με 925 σπίτια και 5.600 χριστιανούς στο βόρειο.
[2] Όπου το Στρατηγείο θεωρούσε πιθανότερο το ότι οι Τούρκοι θα είχαν οργανώσει την άμυνά τους
[3] ‘Όπως έλεγε επί λέξει η σχετική Διαταγή: «Το μόνον, το οποίον ο Διοικητής της Ε’ Μεραρχίας δέον να έχη υπ’ όψιν του είναι να μην εκτεθή εις ήτταν, καθ’ όσον η μεν Στρατιά δεν θα είναι εις θέσιν να τον συνδράμη, η δε ατυχία του θα επηρεάση κακώς το σύνολον των επιχειρήσεων.»
[4] (Αχλαδοχώρι)
[5] (Γαλατάδες – λεγόταν και Kadino Selo ή Sujukli ή Σουγκουντλού)
[6] Χωριό με σλάβικο και οθωμανικό πληθυσμό, λεγόταν και Καριόβτσα
[7] (Άγιος Λουκάς)
[8] (Μελίσσι – λεγόταν και Μπαλίντζα ή Μπάλτζα)
[9] (Γυψοχώρι)
[10] (Αραβησσός – λεγόταν και Ντεγιρμενλίκ ή Ντερμεντσίκ)
[11] (Πενταπλάτανος)
[12] (ή Σαρή Καδή, ο σημερινός Μυλότοπος)
[13] (Αξός)
[14] Οι Οθωμανοί θεωρούσαν Ιερή Πόλη τα Γιαννιτσά
[15] Σε επόμενο κεφάλαιο, διαβάστε για το τέχνασμα που χρησιμοποίησε ο Αξελός
[16] Τα πυροβόλα Schneider 75 mm (πεδινά και ορεινά) έβαλαν βλήματα «βολιδοφόρα», βάρους 6,5 κιλών, που περιείχαν 80 γραμμάρια μαύρης πυρίτιδας και 280 «βολίδες» των 11 γραμμαρίων, καθώς και βλήματα «εκρηκτικά», βάρους 6,5 κιλών, που περιείχαν 600 γραμμάρια υψηλής εκρηκτικότητας γόμωσης («Schneiderite»). Ο κάλυκας ήταν κοινός, βάρους 710 γραμμαρίων, από τα οποία 285 γραμμάρια ήταν η γόμωση «Rottweil smokeless powder». Μαζί με τον επικρουστήρα, το πλήρες βάρος της οβίδας έφτανε τα 7,58 κιλά.
[17] (Διμοιρίτης των πολυβόλων)
[18] (που είχε κυριεύσει την Τουρκική σημαία στις 10-10-1912, στη μάχη του Σαραντάπορου)
[19] (Δροσερό – λεγόταν και Ασσάρ Μπέη ή Λοζάνοβο ή Ασαρμπέγοβο ή Σαρμπέγοβο)
[20] (Αμπελιές)
[21] (Πενταπλάτανο)
[22] (Το 18ο ήταν ήδη και σε επαφή με μονάδες της 4ης Μεραρχίας)
[23] Χείμαρρος που ξεκινούσε από το Πάικο και χυνόταν στο έλος των Γιαννιτσών. Σήμερα λέγεται Ασπροπόταμος.
[24] Αιχμή της ηρωικής επίθεσης της 4ης Μεραρχίας αποτέλεσε το 9ο Σύνταγμα Πεζικού που είχε την έδρα του στην Καλαμάτα. Λόγω της ανδραγαθίας αυτής, το 9ο Σύνταγμα Πεζικού ονομαζόταν (ως το 2005 που διαλύθηκε) τιμητικά «Γιαννιτσά».
[25] (εφέδρων)
[26] (από τα 30)
[27] Γκρεμίζοντας πίσω τους τις γέφυρες του Αξιού, πράγμα που καθυστέρησε την παραπέρα προέλαση της Στρατιάς
[28] Η περιγραφή που ακολουθεί είναι παρμένη αυτολεξεί από το βιβλίο του Πέτρου Βρυζάκη, με μόνη αλλαγή την απόδοσή της σε γλώσσα δημοτική. Αρχικά είχα σκεφθεί να παραθέσω το πολύ δυνατό αυτό απόσπασμα ως είχε, αλλά ήταν πολύ μεγάλο και γραμμένο στην καθαρεύουσα. Θα δυσκόλευε πολλούς, ιδίως τους νεώτερους.
[29] (Η αλήθεια είναι ότι είχε σκοτωθεί ο Διοικητής τους Ταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλης, ένας εξαίρετος Αξιωματικός, τιμημένος με τον «Αργυρό Σταυρό του Σωτήρα», που χτυπήθηκε ενώ οδηγούσε έφιππος, τους Ευζώνους στην επίθεση, δίνοντας στόχο. Μετά από αυτό το περιστατικό, οι «ακέφαλοι» Εύζωνοι είχαν κλονισθεί και καθηλωθεί.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»