ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ*
του Λευτέρη Τσουλφίδη**
Το κατοχικό δάνειο είναι ζήτημα που έχει απασχολήσει ιστορικούς και πολιτικούς ιδίως μετά το 2010, όταν η ανοιχτή πτώχευση της Ελλάδας ήταν πολύ πιθανή. Το κατοχικό δάνειο είναι μια θλιβερή πραγματικότητα που όντως έλαβε χώρα στη διάρκεια της Κατοχής και παραμένει ανοιχτό ζήτημα, παρά τα πολλά χρόνια που πέρασαν. Η ελληνική πλευρά είτε δεν διεκδίκησε την πληρωμή του δανείου με συνέπεια, είτε ενδεχομένως και μάλλον αυτό φαίνεται να είναι το πιθανότερο δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Στη συνέχεια θα περιοριστούμε σχεδόν αποκλειστικά στις οικονομικές πλευρές αυτού του δανείου.
Το ιστορικό έχει ως αφετηρία τις 14 Μαρτίου 1942, τότε που υπογράφηκε η Συμφωνία της Ρώμης μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας και επιβλήθηκε στην Ελλάδα να καταβάλει τα έξοδα κατοχής της (κατά τα ισχύοντα της Συνθήκης της Χάγης). Επειδή όμως το ποσό που αποφασίστηκε (1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών που θα κατανέμονταν εξίσου σε Ιταλία και Γερμανία) ήταν μικρότερο από τα έξοδα κατοχής, η τότε δωσίλογη κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δανείζει μέσω της ΤτΕ τα επιπλέον ποσά (κατά παράβαση της Συνθήκης της Χάγης) που χρειάζονταν για να καλυφθούν οι ανάγκες που προκύπταν για την συντήρηση των γερμανικών στρατευμάτων στην Αφρική. Οι αποφάσεις περί δαπανών και πιστώσεων λαμβάνονταν αποκλειστικά από τις Δυνάμεις Κατοχής σύμφωνα με τον τότε (υπερ)υπουργό οικονομικών Σ. Γκοτζαμάνη (1954, σ.26).
Ο πληθωρισμός όμως άρχισε να «καλπάζει» και οι Δυνάμεις Κατοχής συνεδρίασαν εκ νέου στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου του 1943 ζητώντας τιμαριθμική αναπροσαρμογή των δαπανών Κατοχής όχι όμως και των δανείων, διότι το συνολικό ποσό θα εκτινάσσονταν σε δυσθεώρητα ύψη. Οι δύο Κατοχικές Δυνάμεις συμφώνησαν ότι το νέο μηνιαίο κόστος Κατοχής δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια δραχμές και εφεξής αποφάσισαν τη διακοπή της δανειοδότησής τους και ταυτόχρονα ξεκίνησαν την αποπληρωμή των δανεικών, από 1 Απριλίου του 1943. Σημειωτέον ότι δεν καθορίστηκε ούτε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου ούτε και το επιτόκιο. Στο μεταξύ είχε παυτεί (όχι τυχαία) o τότε Πρωθυπουργός Κ. Λογοθετόπουλος και τη θέση του πήρε ο Ι. Ράλλη. Στο «κενό εξουσίας» που μεσολάβησε δεν υπογράφηκε κάποιο συμφωνητικό σχετικά με το δάνειο, ωστόσο αυτό αποφασίστηκε να γίνει με την νέα ελληνική κυβέρνηση κάποια στιγμή στο μέλλον. Οι Κατοχικές Αρχές δύο μήνες αργότερα, δηλαδή τον Μάιο του 1943, λόγω του καλπάζοντα πληθωρισμού αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν την οροφή στην καταβολή του μηνιαίου κόστους Κατοχής των 8 δισεκατομμυρίων δραχμών με αποτέλεσμα να την υπερβούν «κόβοντας» νέο χρήμα τροφοδοτώντας έτσι ακόμη περισσότερο τον υπερπληθωρισμό. Επομένως είχαμε ένα αυξανόμενο κόστος Κατοχής που με τη σειρά του αύξανε τις ανάγκες σε νέο χρήμα οδηγώντας τη χώρα σε έναν υπερπληθωρισμό χωρίς προηγούμενο, μέχρι τότε τουλάχιστον, σε ύψος και διάρκεια.
Το κατοχικό δάνειο είναι αναμφίβολα ντροπιαστικό για τις Δυνάμεις Κατοχής δεδομένου ότι επιβλήθηκε σε μια χώρα που ο λαός της λιμοκτονούσε. Γνωρίζουμε ακόμη ότι το 1946 στη Διάσκεψη του Παρισιού το Κατοχικό δάνειο συζητήθηκε. Ειδικότερα, η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τον Γκοτζαμάνη (1954, σ. 14), απαίτησε 64.800.000 δολάρια από την Ιταλία και 120.000.000 δολάρια από την Γερμανία. Συνολικά η τότε ελληνική κυβέρνηση διεκδίκησε για το Κατοχικό δάνειο περίπου 225.000.000 δολάρια. Αν δεχτούμε, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε, το ακριβές ύψος της ελληνικής διεκδίκησης, τότε σε σημερινές τιμές με έτος βάσης το 2020 η συνολική απαίτηση ανέρχεται στα 3.210.360.798,36 δολάρια. Η εκτίμησή μας βασίζεται στον αποπληθωριστή τιμών καταναλωτή που δίνεται στον σύνδεσμο: www.measuringworth.com/dollarvaluetoday, του Officer (2022). Το εκτιμώμενο όμως ποσό είναι δίχως τους τόκους και δάνειο χωρίς τόκους δεν νοείται. Υποθέτουμε ότι το αρχικό ποσό ανατοκίζεται με το μέσο επιτόκιο της περιόδου (1946-2020) το οποίο εκτιμήσαμε, από την ως άνω πηγή, στο 6,5 τοις εκατό. Επομένως, στα 76 χρόνια που μεσολάβησαν το διεκδικίσιμο ποσό το έτος 2021 ανέρχεται στα 26.962.037.537 δολάρια χωρίς να υποθέτουμε ποινές κ.λπ. για τις όποιες καθυστερήσεις.
Με όλα τα ανωτέρω δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε την βλάβη που υπέστη ο ελληνικός λαός από τη στέρηση των ελευθεριών του, τις δεκάδες χιλιάδες ψυχές που χάθηκαν από τον λιμό, τις κακουχίες και τις τεράστιες υλικές καταστροφές για τα οποία δεν υπάρχει τιμή που αποζημιώνει. Το ζήτημα του κατοχικού δανείου ενδεχομένως να είναι ακόμη μαχητό, αλλά ξεφεύγει από την οικονομική ιστορία και περνά πλέον στη σφαίρα της διπλωματίας και της πολιτικής.
**Ο Λευτέρης Τσουλφίδης είναι Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑΜΑΚ.
* Κείμενο στο υπό επανέκδοση βιβλίο μου: Τσουλφίδης Λ. (2022 [2003]) Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
https://www.anixneuseis.gr
Σχόλια