Η ελληνική επίδειξη αδυναμίας, θεριεύει την Τουρκία που κλιμακώνει την ένταση και είναι έτοιμη να επιτεθεί
Του Δημήτρη Κυπριώτη
Καταγραφή των γεγονότων και μόνο
Αυτό που συνήθως γίνεται κάθε φορά που υπάρχει ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή ακόμη και σοβαρότερα επεισόδια, είναι η καταγραφή των γεγονότων, των περιστατικών και των διαπιστώσεων μέσα από το πολιτικό πρίσμα της συγκεκριμένης περιόδου. Όμως δύσκολα θα βρει κανείς επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα που να προσδιορίζουν τα αίτια που προκάλεσαν την ένταση ή το επεισόδιο, ώστε η επόμενη φορά αν υπάρξει, να έχει εντοπιστεί το αίτιο και η αντιμετώπισή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θερμό επεισόδιο στα Ίμια στα 1996 , που δεν θα βρει κανείς πουθενά σε κρατικές βιβλιοθήκες σχετικές αναφορές, με προσδιορισμένα τα αίτια και τα συμπεράσματα. Ότι σχετικό υπάρχει ανήκει σε πρωτοβουλίες πολιτών.
Έτσι ακριβώς συμβαίνει και το τελευταίο διάστημα, από τότε δηλαδή που η Τουρκία με διάφορες αφορμές έχει δημιουργήσει μία ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που σε καθημερινή σχεδόν βάση τις κλιμακώνει. Για την κλιμάκωση βέβαια αυτήν, αλλά και για την εν γένει συμπεριφορά των Τούρκων, κυκλοφορούν διάφορες εξηγήσεις, όμως δύσκολα θα βρει κανείς αναφορές των αιτίων που να θίγουν ευθέως το πρόβλημα. Και αυτό το πρόβλημα έχει να κάνει με την πλήρη κατάρρευση της ελληνικής στρατηγικής, που εφαρμόζεται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο πολλά χρόνια τώρα.
Πως δικαιολογεί το πολιτικό σύστημα την κατάσταση;
Το πολιτικό σύστημα, σχεδόν στο σύνολό του, αλλά και τα περισσότερα ΜΜΕ, ως βασικά «εργαλεία» διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, προσπαθώντας να εξηγήσουν και να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας, την ένταση των σχέσεων, αλλά και την κλιμάκωση που επιδιώκει, την προσδιορίζουν σε περιμετρικούς παράγοντες, αποφεύγοντας προσεκτικά να «ακουμπήσει» την πραγματική ουσία του προβλήματος.
Για αυτό σε πολλές αναλύσεις ή αναφορές, ακούμε ή διαβάζουμε ότι αυτή η συμπεριφορά της «συμμάχου» Τουρκίας, οφείλεται άλλοτε στη νευρικότητα του Σουλτάνου Ερντογάν, άλλοτε στα εσωτερικά του προβλήματα, άλλοτε στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, άλλοτε στα προβλήματα με τις Η.Π.Α,. Επίσης και στην επιθυμία της Τουρκίας να έχει λόγο και συμμετοχή στα ενεργειακά, ακόμη και στην πρόθεση και τη διάθεση για μια γενναία αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης σε βάρος της Ελλάδας.
Βεβαίως όλα αυτά τα επιχειρήματα ακόμα και άλλα όχι μόνο ισχύουν, αλλά τα βλέπουμε να καταγράφονται και από τα επίσημα χείλη και των δύο πλευρών. Όμως αυτό που δεν ακούμε και δεν βλέπουμε να καταγράφεται, κυρίως από την ελληνική πλευρά, είναι το πραγματικό αίτιο, για το οποίο η Ελλάδα έχει φτάσει αφενός μεν στο σημείο να μην προλαβαίνει να μαζεύει τον Ερντογάν και τα επεισόδια που δημιουργεί και αφετέρου στην οφθαλμοφανή απουσία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων ή και άλλων που εγκυμονούντε στον περίγυρό μας.
Η στρατηγική είναι απούσα
Η αιτία που το πολιτικό σύστημα αποφεύγει να δει την πραγματικότητα κατάματα και να την ομολογήσει, είναι το γεγονός ότι αν έκανε κάτι τέτοιο, θα ήταν υποχρεωμένο να αναλάβει τις ευθύνες του, πράγμα αρκετά δύσκολο για να παραδεχτεί ότι η εθνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας έχει παύσει να υπάρχει όπως σχεδιάστηκε και υπάρχει δυσκολία στην άμεση αντικατάστασής της.
Η στρατηγική της χώρας μας απέναντι στην Τουρκία διαμορφώθηκε τη 10ετία του 1970, αμέσως μετά την κατάληψη της Β. Κύπρου και από τότε , αντιμετώπιζε το πρόβλημα της Τουρκίας σε δύο αντικρουόμενες μεταξύ τους γραμμές, που οδηγήθηκαν τελικά στην κατάρρευση αυτής της εθνικής στρατηγικής. Η αποτροπή και ο κατευνασμός ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά αυτής της στρατηγικής.
Όμως ο αντιφατικός ο χαρακτήρας που έχουν οι δύο αυτές τακτικές, αλλά και η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν, έστω τα καλλίτερα αυτών των χαρακτηριστικών τακτικών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ευνοϊκές περιστάσεις, οδήγησαν τελικά στην ολική κατάρρευση της στρατηγικής.
Βέβαια για να μην είμαστε ισοπεδωτικοί, υπήρξαν και δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που τουλάχιστον η σωστή εφαρμογή της αποτροπής, έφερε αποτελέσματα και ο κατευνασμός ήταν πολύ περιορισμένος. Ήταν η περίοδος της κρίσης του 1987, τότε που όσοι έζησαν τα γεγονότα, θα ενθυμούνται την «στροφή» που έκανε η Τουρκία στις απειλές που είχε εκτοξεύσει για παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Αυτό επιτεύχθηκε, γιατί η αποτροπή που εφαρμόστηκε ήταν πειστική και αποφασιστική, ακόμη και για μια γενικευμένη πολεμική εμπλοκή.
Όμως υπήρξε και η περίοδος από το 1997 μετά τα Ίμια, που μία νέα στρατηγική άρχισε να διαμορφώνεται, αυτή του «ισοδύναμου τετελεσμένου», που είχε φέρει κ θετικά αποτελέσματα, αν και έπασχε και αυτή αφού έδινε το δικαίωμα του πρώτου κτυπήματος στην άλλη πλευρά. Και τότε οι προκλήσεις της Τουρκίας ήταν περιορισμένες.
Ο κατευνασμός του αντιπάλου, αυτή η μεγάλη αρρώστια.
Ο κατευνασμός σαν η δεύτερη παράμετρος της εθνικής στρατηγικής, εκδηλώθηκε μετά τις συνθήκη του Ελσίνκι, κατά κύριο λόγο με την υποστήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων (από Σημίτη μέχρι και σήμερα)στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Προς χάρη αυτής της πορείας, η Ελλάδα υποχώρησε ακόμη και στο να επιτρέψει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ και αν ακόμη δεν αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός κατοχής από την Κύπρο! Στην περίπτωση αυτή το αντάλλαγμα ήταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και στην ευρωζώνη.
Σήμερα Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να μετρήσουν κέρδη και ζημίες. Και για να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις ας μετρήσουμε: Τον τουρκικό στρατό κατοχής να παραμένει στο Νησί και μάλιστα ενισχυμένος, με την χρεωκοπία και τα μνημόνια σε Ελλάδα και Κύπρο με τα γνωστά αποτελέσματα, την πειρατική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην ίδια την ΑΟΖ και την ΕΕ να παρακολουθεί, αλλά και να ….μαλώνει την Τουρκία και να συμπαρίσταται .
Χάραξη νέας εθνικής στρατηγικής.
Οι τελευταίες προκλήσεις της Τουρκίας, σε Ελλάδα και Κύπρο, που ξεπέρασαν κάθε όριο υπομονής και απειλούν τώρα ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα και των δύο χωρών, που προσβάλουν την αξιοπρέπεια των Ελλήνων και των Ενόπλως Δυνάμεων, όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα και με επίδειξη ισχύος των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, έχουν ήδη θέσει επί τάπητος το θέμα της ανάγκης για χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής για την Πατρίδα μας.
Στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη της την ικανότητα σχεδιασμού όχι μόνο αντίδρασης και απάντησης στην επιθετικότητα ή στο θερμό επεισόδιο που δημιουργεί η πλευρά του επιτιθέμενου, αλλά και αυτού που ονομάζεται ως στρατηγική χάραξης γραμμής «πρώτου κτυπήματος».
Οι προτεραιότητες σήμερα πρέπει να αλλάξουν. Η παράμετρος της στρατιωτικής ισχύος πρέπει επιτέλους να μπει στη σκέψη των κυβερνώντων, όπως και η διαχείριση της κρίσης, αφού και στα δύο αυτά θέματα είναι εμφανές το κενό που παρουσιάζεται και δεν μπορεί η μοναδική σκέψη για την αντιμετώπιση της επιθετικότητα της Τουρκίας, να είναι εντελώς μετέωρη και να ψάχνονται οι όποιες λύσεις στην προστασία της ΕΕ του ΝΑΤΟ και των Η.Π.Α.
Τα κράτη και οι λαοί είναι υπεύθυνοι για την ασφάλειά τους, όπως και για την ιστορία τους, αφού όπως επισημαίνει και ο George Eliot :
«Ποτέ κανένα μεγάλο επίτευγμα δεν έγινε από διστακτικούς που ψάχνουν τη σιγουριά»!
Ο Δημήτρης Κυπριώτης είναι στρατηγός ε.α. και Γενικός Γραμματέας του Ε.ΠΑ.Μ.
Σχόλια