Η βουλγαρική κατοχή σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (1941-1944)
Πώς βρέθηκαν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία και τη Θράκη; - Η πολιτική τους απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό και η προσπάθεια εκβουλγαρισμού της περιοχής – Η αποχώρηση των Βουλγάρων από την Ελλάδα και οι εξωφρενικές τους απαιτήσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου με τη στήριξη της ΕΣΣΔ και άλλων κομμουνιστικών κρατών
Για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα εγκλήματα που έγιναν στη διάρκειά του έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε πολλά άρθρα μας και φυσικά θα αναφερθούμε και στο μέλλον, καθώς και οι Σύμμαχοι ήταν υπεύθυνοι για τη διάπραξη εγκλημάτων, τα οποία δεν συγκρίνονται βέβαια με τα όσα έγιναν από τις δυνάμεις του Άξονα.
Υπάρχουν όμως και εγκλήματα που έγιναν στην Ελλάδα και με τα οποία δεν έχουμε ασχοληθεί μέχρι σήμερα. Πρόκειται για όσα διέπραξαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, από το 1941 ως το 1944. Με αυτά θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Πώς βρέθηκαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη;
Όπως είναι γνωστό οι Βούλγαροι εποφθαλμιούσαν πάντα τη Μακεδονία και τη Θράκη. Μετά την ήττα τους στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) υποχρεώθηκαν να περιοριστούν στο μέρος της Μακεδονίας που κατέχουν μέχρι σήμερα, ενώ με τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919), Η Βουλγαρία ως ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να παραχωρήσει τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Να σημειώσουμε μόνο ότι ούτε σ’ αυτή τη Συνθήκη υπάρχει κάποια αναφορά σε Οθωμανική Αυτοκρατορία ή Τουρκία, ενώ αντίθετα αναφέρονται χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Ταϊλάνδη και η Κούβα! Κάποιος θα πρέπει να τονίσει και αυτό στους Τούρκους που διαρκώς «ανακατεύονται» σε θέματα που δεν τους αφορούν, αρκεί να «χτυπήσουν» την Ελλάδα. Πόσοι βέβαια στο ΥΠΕΞ γνωρίζουν αυτή τη λεπτομέρεια της Συνθήκης του Νεϊγί είναι άλλο θέμα…
Η βουλγαρική παρουσία στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αποτέλεσμα συνεννόησης μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας και αποτελούσε μια μορφή παραχώρησης των Ναζί στη Βουλγαρία για την προσχώρησή της στις δυνάμεις του Άξονα. Για τους Γερμανούς αυτό ήταν μια «μορφή αστυνόμευσης» και «είχε χαρακτήρα προσωρινό». Μάλιστα σε γερμανικούς χάρτες η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη χαρακτηρίζονται ως «εδάφη υπό προσωρινή βουλγαρική διοίκηση» και ο οριστικός διακανονισμούς των συνόρων παραπέμπεται για το τέλος του πολέμου. Έτσι η Βουλγαρία βρέθηκε όχι μόνο να κατέχει την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά και να αποκτά έξοδο στο Αιγαίο. Παρά το γεγονός ότι Ελλάδα και Βουλγαρία δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, οι Βούλγαροι άρχισαν στις 20 Απριλίου 1941 την εισβολή στην Ελλάδα και ως τις 15 Μαΐου είχαν καταλάβει όλη την περιοχή που τους είχε παραχωρηθεί.
Στις 23 Απριλίου διακόπηκαν οι ελληνοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις και στις 11 Ιουνίου η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας.
Η ζώνη της κατοχής είχε έκταση 14.168 τ.χλμ. και αρχικό όριο τον ποταμό Στρυμόνα στα δυτικά και τη γραμμή Αλεξανδρούπολης -Σβίλεγκραντ στα δυτικά. Το καλοκαίρι του 1943 η Γερμανία επέτρεψε την επέκταση της βουλγαρικής στρατιωτικής κατοχής στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και στη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Όχι όμως και στη Θεσσαλονίκη και έκταση 30 χιλιομέτρων περίπου γύρω απ’ αυτή. Έτσι, η νέα αυτή έκταση που χαρακτηρίστηκε ως «βουλγαρική ζώνη κατοχής στη γερμανική διοίκηση της επαρχίας της, Μακεδονίας», εκτεινόταν από την Ειδομένη ως το Ακρωτήριο της Επανομής ως το Δέλτα του Στρυμόνα. Οι Γερμανοί έδωσαν τη νέα εντολή στις 10/7/1943 και ως τις 25/7 μια βουλγαρική μεραρχία εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά.
Βουλγαρική διοίκηση και μεθοδεύσεις σε βάρος των Ελλήνων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Οι Βούλγαροι επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της περιοχής που τους παραχωρήθηκε, με πλήρη ενσωμάτωση και κατάληψή της μετά το τέλος του πολέμου, αν βέβαια επικρατούσαν οι δυνάμεις του Άξονα. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει σε αναφορά του ο Αμερικανός Γενικός Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Χόνακερ, το 1942: «Από τον Απρίλιο του 1941 η Βουλγαρία επιχείρησε να αναμορφώσει την περιοχή κατά τα δικά της μέτρα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε μέχρι σήμερα για να επιτύχει τον σκοπό της είναι πασίγνωστες: σφαγές, αναγκαστικοί μαζικοί εκτοπισμοί, κτηνώδη αντίποινα».
Αν και ο Διοικητής του 30ου γερμανικού Σώματος Στρατού παρέδωσε επίσημα την εξουσία της περιοχής στον Διοικητή της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς με σκοπό τη διαφύλαξη της «τάξης και της ασφάλειας» και παρά τις γερμανικές επιφυλάξεις η Βουλγαρία προχώρησε σχεδόν αμέσως στην κατάληψη των δημοσίων υπηρεσιών της περιοχής, την κατάσχεση των ταμείων και των αρχείων τους και την εκδίωξη των Ελλήνων υπαλλήλων. Στις 3 Μαΐου 1941 με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου συστάθηκε η «Διοίκηση του Αιγαίου» με πρωτεύουσα την Ξάνθη.
Η «Διοίκηση του Αιγαίου» ενσωματώθηκε στην 4η περιφέρεια του βουλγαρικού κράτους (Στάρα Ζαγκόρα – Πλόβντιβ – Μπελομόριε), διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις, όπου έδρευαν αντίστοιχα τρεις μεραρχίες Πεζικού του βουλγαρικού στρατού, ενώ σε όλους τους μεγάλους οικισμούς εγκαταστάθηκαν στρατιωτικές φρουρές. Επίσης εγκαταστάθηκαν νέες πολιτικές, στρατιωτικές και αστυνομικές Αρχές, αλλά και οικονομικές, υγειονομικές, κτηνιατρικές και γεωπονικές υπηρεσίες σε αντικατάσταση των ελληνικών. Στις 14 Μαΐου η Βουλγαρία ανακοίνωσε την προσάρτηση των κατακτημένων περιοχών θεωρώντας την εγκατάστασή της σ’ αυτές οριστική.
Για να επιτύχει τους σκοπούς της η Βουλγαρία έβαλε στο στόχαστρο την Εκκλησία, την εκπαίδευση και την οικονομία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. 63 Έλληνες μητροπολίτες και κληρικοί, άλλοι 58 δολοφονήθηκαν και οι υπόλοιποι αντιμετωπίστηκαν με άθλιο τρόπο. Η Ανατολική Μακεδονία εντάχθηκε στη Βουλγαρική Μητρόπολη Νευροκοπίου και η Θράκη στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως. Η Εκκλησία των περιοχών αυτών ενσωματώθηκε στην Εξαρχική Βουλγαρική Εκκλησία (21/6/1941) και επιβλήθηκαν το βουλγαρικό εορτολόγιο, το βουλγαρικό Τυπικό στις ιερουργίες και η τέλεσή τους στα βουλγαρικά (καλοκαίρι 1942). Τις θέσεις των φονευθέντων και εκτοπισθέντων Ελλήνων κληρικών κατέλαβαν Βούλγαροι, συνταξιούχοι κυρίως, που όχι μόνο εκμεταλλεύθηκαν οικονομικά τους Έλληνες, αλλά έγιναν και βασικοί φορείς της βουλγαρικής προπαγάνδας. Όλη η εκκλησιαστική περιουσία και τα εκκλησιαστικά ταμεία πέρασαν στο βουλγαρικό κράτος. Ναοί και μοναστήρια λεηλατήθηκαν από Βούλγαρους ιερείς. Αφαιρέθηκαν άμφια, εικόνες, χρυσά και αργυρά σκεύη, βιβλία και χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας. Η Βουλγαρία στοχοποίησε επίσης την εκπαίδευση και την ελληνική γλώσσα πιστεύοντας ότι έτσι θα ήταν πιο εύκολη η στροφή των Ελληνόπουλων στον βουλγαρικό πολιτισμό. Απαγορεύτηκε η λειτουργία ελληνικών σχολείων και η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, ενώ αντίθετα δεν έκλεισαν αρμενικά, τουρκικά και εβραϊκά σχολεία!
Υπάρχουν όμως και εγκλήματα που έγιναν στην Ελλάδα και με τα οποία δεν έχουμε ασχοληθεί μέχρι σήμερα. Πρόκειται για όσα διέπραξαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, από το 1941 ως το 1944. Με αυτά θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Πώς βρέθηκαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη;
Όπως είναι γνωστό οι Βούλγαροι εποφθαλμιούσαν πάντα τη Μακεδονία και τη Θράκη. Μετά την ήττα τους στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) υποχρεώθηκαν να περιοριστούν στο μέρος της Μακεδονίας που κατέχουν μέχρι σήμερα, ενώ με τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919), Η Βουλγαρία ως ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να παραχωρήσει τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Να σημειώσουμε μόνο ότι ούτε σ’ αυτή τη Συνθήκη υπάρχει κάποια αναφορά σε Οθωμανική Αυτοκρατορία ή Τουρκία, ενώ αντίθετα αναφέρονται χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Ταϊλάνδη και η Κούβα! Κάποιος θα πρέπει να τονίσει και αυτό στους Τούρκους που διαρκώς «ανακατεύονται» σε θέματα που δεν τους αφορούν, αρκεί να «χτυπήσουν» την Ελλάδα. Πόσοι βέβαια στο ΥΠΕΞ γνωρίζουν αυτή τη λεπτομέρεια της Συνθήκης του Νεϊγί είναι άλλο θέμα…
Η βουλγαρική παρουσία στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αποτέλεσμα συνεννόησης μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας και αποτελούσε μια μορφή παραχώρησης των Ναζί στη Βουλγαρία για την προσχώρησή της στις δυνάμεις του Άξονα. Για τους Γερμανούς αυτό ήταν μια «μορφή αστυνόμευσης» και «είχε χαρακτήρα προσωρινό». Μάλιστα σε γερμανικούς χάρτες η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη χαρακτηρίζονται ως «εδάφη υπό προσωρινή βουλγαρική διοίκηση» και ο οριστικός διακανονισμούς των συνόρων παραπέμπεται για το τέλος του πολέμου. Έτσι η Βουλγαρία βρέθηκε όχι μόνο να κατέχει την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά και να αποκτά έξοδο στο Αιγαίο. Παρά το γεγονός ότι Ελλάδα και Βουλγαρία δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, οι Βούλγαροι άρχισαν στις 20 Απριλίου 1941 την εισβολή στην Ελλάδα και ως τις 15 Μαΐου είχαν καταλάβει όλη την περιοχή που τους είχε παραχωρηθεί.
Στις 23 Απριλίου διακόπηκαν οι ελληνοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις και στις 11 Ιουνίου η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας.
Η ζώνη της κατοχής είχε έκταση 14.168 τ.χλμ. και αρχικό όριο τον ποταμό Στρυμόνα στα δυτικά και τη γραμμή Αλεξανδρούπολης -Σβίλεγκραντ στα δυτικά. Το καλοκαίρι του 1943 η Γερμανία επέτρεψε την επέκταση της βουλγαρικής στρατιωτικής κατοχής στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και στη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Όχι όμως και στη Θεσσαλονίκη και έκταση 30 χιλιομέτρων περίπου γύρω απ’ αυτή. Έτσι, η νέα αυτή έκταση που χαρακτηρίστηκε ως «βουλγαρική ζώνη κατοχής στη γερμανική διοίκηση της επαρχίας της, Μακεδονίας», εκτεινόταν από την Ειδομένη ως το Ακρωτήριο της Επανομής ως το Δέλτα του Στρυμόνα. Οι Γερμανοί έδωσαν τη νέα εντολή στις 10/7/1943 και ως τις 25/7 μια βουλγαρική μεραρχία εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά.
Βουλγαρική διοίκηση και μεθοδεύσεις σε βάρος των Ελλήνων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Οι Βούλγαροι επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της περιοχής που τους παραχωρήθηκε, με πλήρη ενσωμάτωση και κατάληψή της μετά το τέλος του πολέμου, αν βέβαια επικρατούσαν οι δυνάμεις του Άξονα. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει σε αναφορά του ο Αμερικανός Γενικός Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Χόνακερ, το 1942: «Από τον Απρίλιο του 1941 η Βουλγαρία επιχείρησε να αναμορφώσει την περιοχή κατά τα δικά της μέτρα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε μέχρι σήμερα για να επιτύχει τον σκοπό της είναι πασίγνωστες: σφαγές, αναγκαστικοί μαζικοί εκτοπισμοί, κτηνώδη αντίποινα».
Αν και ο Διοικητής του 30ου γερμανικού Σώματος Στρατού παρέδωσε επίσημα την εξουσία της περιοχής στον Διοικητή της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς με σκοπό τη διαφύλαξη της «τάξης και της ασφάλειας» και παρά τις γερμανικές επιφυλάξεις η Βουλγαρία προχώρησε σχεδόν αμέσως στην κατάληψη των δημοσίων υπηρεσιών της περιοχής, την κατάσχεση των ταμείων και των αρχείων τους και την εκδίωξη των Ελλήνων υπαλλήλων. Στις 3 Μαΐου 1941 με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου συστάθηκε η «Διοίκηση του Αιγαίου» με πρωτεύουσα την Ξάνθη.
Η «Διοίκηση του Αιγαίου» ενσωματώθηκε στην 4η περιφέρεια του βουλγαρικού κράτους (Στάρα Ζαγκόρα – Πλόβντιβ – Μπελομόριε), διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις, όπου έδρευαν αντίστοιχα τρεις μεραρχίες Πεζικού του βουλγαρικού στρατού, ενώ σε όλους τους μεγάλους οικισμούς εγκαταστάθηκαν στρατιωτικές φρουρές. Επίσης εγκαταστάθηκαν νέες πολιτικές, στρατιωτικές και αστυνομικές Αρχές, αλλά και οικονομικές, υγειονομικές, κτηνιατρικές και γεωπονικές υπηρεσίες σε αντικατάσταση των ελληνικών. Στις 14 Μαΐου η Βουλγαρία ανακοίνωσε την προσάρτηση των κατακτημένων περιοχών θεωρώντας την εγκατάστασή της σ’ αυτές οριστική.
Για να επιτύχει τους σκοπούς της η Βουλγαρία έβαλε στο στόχαστρο την Εκκλησία, την εκπαίδευση και την οικονομία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. 63 Έλληνες μητροπολίτες και κληρικοί, άλλοι 58 δολοφονήθηκαν και οι υπόλοιποι αντιμετωπίστηκαν με άθλιο τρόπο. Η Ανατολική Μακεδονία εντάχθηκε στη Βουλγαρική Μητρόπολη Νευροκοπίου και η Θράκη στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως. Η Εκκλησία των περιοχών αυτών ενσωματώθηκε στην Εξαρχική Βουλγαρική Εκκλησία (21/6/1941) και επιβλήθηκαν το βουλγαρικό εορτολόγιο, το βουλγαρικό Τυπικό στις ιερουργίες και η τέλεσή τους στα βουλγαρικά (καλοκαίρι 1942). Τις θέσεις των φονευθέντων και εκτοπισθέντων Ελλήνων κληρικών κατέλαβαν Βούλγαροι, συνταξιούχοι κυρίως, που όχι μόνο εκμεταλλεύθηκαν οικονομικά τους Έλληνες, αλλά έγιναν και βασικοί φορείς της βουλγαρικής προπαγάνδας. Όλη η εκκλησιαστική περιουσία και τα εκκλησιαστικά ταμεία πέρασαν στο βουλγαρικό κράτος. Ναοί και μοναστήρια λεηλατήθηκαν από Βούλγαρους ιερείς. Αφαιρέθηκαν άμφια, εικόνες, χρυσά και αργυρά σκεύη, βιβλία και χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας. Η Βουλγαρία στοχοποίησε επίσης την εκπαίδευση και την ελληνική γλώσσα πιστεύοντας ότι έτσι θα ήταν πιο εύκολη η στροφή των Ελληνόπουλων στον βουλγαρικό πολιτισμό. Απαγορεύτηκε η λειτουργία ελληνικών σχολείων και η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, ενώ αντίθετα δεν έκλεισαν αρμενικά, τουρκικά και εβραϊκά σχολεία!
Οι δάσκαλοι των σχολείων μετατέθηκαν από τη Βουλγαρία. Έπαιρναν 50% επιπλέον του μισθού τους και έκαναν ειδικά επιμορφωτικά σεμινάρια για λόγους προπαγάνδας. Στην περιοχή ιδρύθηκαν 173 βουλγαρικά δημοτικά, 36 προγυμνάσια και 6 γυμνάσια, στα οποία πάντως φοίτησαν ελάχιστα Ελληνόπουλα. Στις 12/5/1941 καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα η βουλγαρική. Επιβλήθηκε σε όλους τους εργαζόμενους η υποχρεωτική εκμάθηση της βουλγαρικής γλώσσας, οι καταστηματάρχες υποχρεώθηκαν να απευθύνονται στους πελάτες τους στα βουλγαρικά (υπέγραφαν και σχετική υπεύθυνη δήλωση!) και απαγορεύτηκε με επιβολή προστίμου η χρήση της ελληνικής γλώσσας. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία κάθε είδους εντύπων (και εφημερίδων) στα ελληνικά. Άλλαξαν τα τοπωνύμια, οι ελληνικές επιγραφές, ακόμα και σε ναούς, ενώ εκβουλγαρίστηκαν ακόμα και οι επιγραφές των τάφων! Έγιναν προσπάθειες να εκβουλγαριστούν και τα ονοματεπώνυμα των Ελλήνων, αυτό όμως τελικά δεν «πέρασε».
Η οικονομική πολιτική των Βουλγάρων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Οι Βούλγαροι βρήκαν στις ελληνικές περιοχές, ένα πραγματικό Ελντοράντο. Αποφάσισαν να εξοντώσουν οικονομικά τον ελληνικό πληθυσμό λαμβάνοντας μια σειρά από μέτρα όπως: τη δήμευση των σπιτιών τους, όλες τις δασικές εκτάσεις και τα βοσκοτόπια της περιοχής, ενώ παράλληλα δημευόταν η κινητή και η ακίνητη περιουσία των Ελλήνων που απελαύνονταν ή μετανάστευσαν. Η φορολογία που επιβλήθηκε στους Έλληνες ήταν σκληρή και αυθαίρετη. Η φορολογία της ακίνητης περιουσίας συχνά έφτανε την αξία του ακινήτου. Επιβλήθηκαν απίστευτοι φόροι (ανάρτησης επιγραφών, σημαίας, καρέκλας καφενείου που ήταν μάλιστα 10 λεβ την ώρα κ.ά.). Συχνά, οι Βούλγαροι φοροεισπράκτορες δεν έδιναν καμία απόδειξη για τα χρήματα που έπαιρναν κι έτσι οι Έλληνες ξαναπλήρωναν τον φόρο που είχαν ήδη πληρώσει! Και επιπλέον, υποχρεώθηκαν να ενισχύουν χρηματικά τους Βούλγαρους εποίκους (!), καθώς και στρεμματικό φόρο που αναλογούσε στις εκτάσεις που δόθηκαν σε αυτούς! Οι Βούλγαροι απαλλοτρίωσαν νοσοκομεία, τράπεζες, ορυχεία, αλυκές. Απαγόρευσαν σε δικηγόρους, γιατρούς και φαρμακοποιούς να ασκούν το επάγγελμά τους. Από τον Ιούλιο του 1943 μόνο Βούλγαροι μπορούσαν να λαμβάνουν άδειες εμπορίου. Οι γεωργοί υποχρεώνονταν να θερίζουν και να αλωνίζουν με αστυνομική επιτήρηση από Βούλγαρους και να παραδίδουν το 90% της παραγωγής τους. Η εσοδεία καπνού αγοραζόταν από τους παραγωγούς σε τεχνητά χαμηλές τιμές (ίσες με το 1/3 ή το 1/5 της τρέχουσας τιμής). Συχνές ήταν οι επιτάξεις τροφίμων, τροχοφόρων και υποζυγίων, χωρίς κανένα αντάλλαγμα…
Οι τεράστιες πληθυσμιακές μεταβολές σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη μεταξύ 1941-1944.
Μπροστά στο ενδεχόμενο της βουλγαρικής κατοχής, περίπου 60.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη Μακεδονία και τη Θράκη από τον Μάρτιο του 1941. Η είσοδος του βουλγαρικού στρατού οδήγησε σε αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος. Πολλοί Έλληνες έφευγαν για την Κεντρική Μακεδονία, όπου βέβαια υπήρχαν οι Γερμανοί, αλλά και για την Τουρκία!
Όσοι Έλληνες θεωρούνταν επικίνδυνοι απελαύνονταν με συνοπτικές διαδικασίες. Νέοι Έλληνες καλούνταν να υπηρετήσουν στα λεγόμενα «Τάγματα Εργασίας» (για τα οποία βέβαια πρώτοι διδάξαντες ήταν οι Τούρκοι, τριάντα χρόνια πριν, με τα αμελέ ταμπουρού) και για να αποφύγουν την επαχθή αυτή «υποχρέωση» αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν ακόμα και στη Γερμανία για εύρεση εργασίας! Οι μαζικές έξοδοι των Ελλήνων έγιναν τον Νοέμβριο του 1941 με αφορμή τα τρομερά αντίποινα κατά των αμάχων που ακολούθησαν την εξέγερση της Δράμας (28-29/9/1941) και το καλοκαίρι του 1942 εξαιτίας της εφαρμογής του διαβόητου βουλγαρικού νόμου «περί υπηκοότητας στις απελευθερωθείσες κατά το 1942 χώρες». Συνολικά από το 1941 ως το 1944, 170.000-200.000 Έλληνες σε σύνολο 875.369 συνολικού πληθυσμού εγκατέλειψαν την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. 10.000 από αυτούς μετανάστευσαν στη Γερμανία, ενώ 12.483 Μουσουλμάνοι πήγαν στην Τουρκία. Τέλος, τον Μάρτιο του 1943, 4.200 Εβραίοι παραδόθηκαν από τους Βούλγαρους στους Γερμανούς και εξοντώθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στον αντίποδα, Βούλγαροι πολίτες ήρθαν στην Ελλάδα ταυτόχρονα με την άφιξη του βουλγαρικού στρατού. Αρχικά ήρθαν πολιτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειές τους. Ακολούθησαν Βούλγαροι έμποροι και επιχειρηματίες, με την ψευδαίσθηση του εύκολου πλουτισμού. Από το φθινόπωρο του 1941 οι Βούλγαροι ακολούθησαν πιο οργανωμένη πολιτική εποικισμού. Είχαν προηγηθεί αφίξεις πρώην προσφύγων που είχαν ανταλλαγεί στο παρελθόν, τυχοδιωκτών και καιροσκόπων, ακόμα και παλαιών κομιτατζήδων με δράση στην περιοχή. Οι νέοι έποικοι όμως, δεν ήταν πολύ καλύτεροι από τους προηγούμενους. Εξαθλιωμένοι Βούλγαροι ή περιπλανώμενοι Βούλγαροι τσιγγάνοι που επέδειξαν ληστρική συμπεριφορά. Σύντομα εγκαταστάθηκαν σε γη και σπίτια που ανήκαν σε Έλληνες με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν στο ίδιο σπίτι μέχρι και πέντε οικογένειες. Από τους Έλληνες αφαιρέθηκε το 1/2 του γεωργικού κλήρου, τα αποθέματα των ζωοτροφών τους και τα εργαλεία τους. Στους εποίκους δόθηκαν 30-50 στρέμματα εύφορης γης και στους Έλληνες παρέμειναν 6-10 στρέμματα άγονων αγρών!
Όμως ο καιροσκοπισμός από τον οποίο διακατέχονταν οι περισσότεροι Βούλγαροι έποικοι, τους έκανε να επιστρέψουν στη χώρα τους. Υπολογίζεται ότι συνολικά εγκαταστάθηκαν σε τρία χρόνια περίπου 100.000 Βούλγαροι έποικοι σε Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, οι τελευταίοι από τους οποίους εγκατέλειψαν τα ελληνικά εδάφη τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1944.
Η βουλγαρική καταπίεση και οι διακρίσεις σε βάρος των Ελλήνων
Οι Βούλγαροι φέρθηκαν σκαιότατα στον ελληνικό πληθυσμό. Ληστείες, κακοποιήσεις ατόμων, βιασμοί, συλλήψεις Ελλήνων με κάθε αφορμή (ομιλία ελληνικής γλώσσας, κυκλοφορία στους δρόμους μετά τις 8 μ.μ., ανακάλυψη ελληνικών σημαιών, περίθαλψη ανταρτών κ.ά.). Συνηθισμένα ήταν και τα φαινόμενα αρπαγής πολύτιμων αντικειμένων από τα σπίτια, τα οποία στη συνέχεια εκποιούνταν στη Βουλγαρία. Η τροφή στους Έλληνες δινόταν με επισιτιστικό δελτίο. Δικαιούνταν καθημερινά 200 gr καλαμποκίσιου ψωμιού οι ενήλικες και 100 gr οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά ως 15 ετών. Σπάνια δίνονταν ρύζι, αλάτι, όσπρια, ζάχαρη και πατάτες, προϊόντα που κατείχαν σε αφθονία οι Βούλγαροι. Το 1943 απαγορεύτηκε η πώληση σε Έλληνες βασικών προϊόντων διατροφής, όπως γάλα, κρέας, ψάρια και γιαούρτι.
Η αδυναμία πρόσβασης των Ελλήνων σε φάρμακα και ο υποσιτισμός τους οδήγησε σε τραγική κατάσταση. Οι Βούλγαροι όμως απαγόρευσαν ακόμα και την επίσκεψη κλιμακίων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην περιοχή για να μην διαπιστωθούν οι απάνθρωπες πρακτικές που εφάρμοζαν εναντίον των Ελλήνων. Όσοι τελικά εντάχθηκαν στα Τάγματα Εργασίας δεινοπάθησαν. Εργάζονταν για έξι ως οκτώ μήνες καθημερινά στο ύπαιθρο, σε συνθήκες εξαντλητικής πολύωρης εργασίας, με ελάχιστη τροφή και κακοποιήσεις. Τα έργα στην κατασκευή των οποίων συμμετείχαν οι νεαροί Έλληνες γίνονταν στη Βουλγαρία και τη νότια Γιουγκοσλαβία. Πολλοί δεν άντεξαν και πέθαναν. Αλλά και στις κατεχόμενες ελληνικές περιοχές, υποχρεώθηκαν όλοι οι άντρες ως 60 ετών να προσφέρουν άμισθη εργασία και όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας να κάνουν διάφορες αγγαρείες…
Το αντάρτικο σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Το αντιστασιακό κίνημα εναντίον των Βουλγάρων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οργανώθηκε αρχικά από το ΚΚΕ. Η Κ.Ο. του ΚΚΕ Δράμας συγκρότησε ένοπλη ομάδα στα Όρη της Λεκάνης (Τσαλ-Νταγ) το καλοκαίρι του 1941. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 σημειώθηκαν συντονισμένες επιθέσεις ανταρτών στη Δράμα και στα γύρω χωριά. Η βουλγαρική αντίδραση ήταν άμεση. 2.500-3.000 άμαχοι εκτελέστηκαν. Προέρχονταν από τη Δράμα, το Δοξάτο, που θρήνησε 350 άνδρες 16-50 ετών, την Προσοτσάνη, τη Χωριστή και άλλους οικισμούς. Οι βουλγαρικές θηριωδίες ήταν συνηθισμένες στην περιοχή (είχαν προηγηθεί αυτές του 1913 και του 1916-1918), ωστόσο το μόνο που κατάφεραν οι Βούλγαροι ήταν να χαλυβδώσουν την ελληνική εθνική συνείδηση των κατοίκων της. Από το τέλος του 1942 άρχισαν να δημιουργούνται αντάρτικες ομάδες στο Παγγαίο, το Φαλακρό, τα δάση της Ελατιάς και του Κοτζά Ορμάν και το Μενοίκιο. Τον Σεπτέμβριο του 1943 συγκροτήθηκε στην περιοχή το 26ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και στάλθηκε η πρώτη συμμαχική στρατιωτική αποστολή. Από το φθινόπωρο του 1941 δρούσαν στο Παγγαίο μικρές ανταρτικές ομάδες Ποντιων οπλαρχηγών.
Συνεργάστηκαν περιστασιακά με τον ΕΛΑΣ ως τον Δεκέμβριο του 1943. Τον Ιανουάριο του 1944 ΕΛΑΣ και Πόντιοι συγκρούστηκαν ανοιχτά. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1944 οι ομάδες των Ποντίων συγκρότησαν ξεχωριστή αντιστασιακή οργάνωση, την ΕΑΟ (Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες) με επικεφαλής τον Αντώνη Φωστηρίδη (Αντών Τσαούς) που είχε αναλάβει δράση στα όρη της Λεκάνης από το φθινόπωρο του 1942. Ο Αντών Τσαούς πάντως ήταν ένα άκρως αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Η συγκρότηση των ΕΑΟ οφείλεται στο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και τους Βρετανούς. Το 1944 ΕΛΑΣ και ΕΑΟ που είχαν στη δύναμή του 1.000-1.100 άνδρες η καθεμία, συγκρούστηκαν ξανά. Πάντως ενίοτε συγκρούονταν και με τους Βούλγαρους. Σημαντικότερη όλων των μαχών ήταν αυτή της Γέφυρας των Παπάδων, που έδωσαν στις 7-10 Μαΐου 1944 οι ΕΑΟ με τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
Ως τον Αύγουστο του 1944, τα πράγματα δεν άλλαζαν καθώς οι Βούλγαροι ήλπιζαν στη de jure προσάρτηση των ελληνικών εδαφών. Με την ανάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρική από το Πατριωτικό Μέτωπο και τις αριστερές δυνάμεις στις 9/9/1944 και την υπογραφή συνθηκολόγησης με τους Συμμάχους (28/9/1944), η τύχη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης άλλαξε οριστικά. Αρχικά, παραδόθηκε η Καβάλα στο ΕΑΜ ενώ οι δυνάμεις των ΕΑΟ παρέμειναν βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής Δράμας-Ξάνθης. Οι σφοδρές συγκρούσεις των ΕΑΟ με τον ΕΛΑΣ συνεχίστηκαν ως τον Ιανουάριο του 1945. Καθώς και η νέα βουλγαρική κυβέρνηση δεν έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία στην απόσυρση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα, η χώρα μας διαμαρτυρήθηκε έντονα. Τελικά, μετά από πιέσεις Αμερικανών, Βρετανών και Σοβιετικών οι Βούλγαροι αποχώρησαν στις 25-26 Οκτωβρίου 1944. Στη συνέχεια η βουλγαρική κυβέρνηση επιδόθηκε σ’ έναν διεθνή αγώνα για να πείσει την παγκόσμια κοινή γνώμη ότι οι Βούλγαροι δεν έπρεπε να «καταταγούν» στους ηττημένους καθώς βοήθησαν τους Σοβιετικούς κατά την υποχώρηση των Γερμανών!
Στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1946 η Βουλγαρία ζήτησε να μην της επιβληθούν κυρώσεις και να της παραχωρηθεί η Δυτική Θράκη. Το απαράδεκτο αυτό αίτημα υποστηρίχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία (που το 1993 διαιρέθηκε σε Τσεχία και Σλοβακία) και Γιουγκοσλαβία (που έχει διασπαστεί σε 6 κράτη, 7 αν υπολογίσουμε και το Κόσοβο). Ευτυχώς το αίτημα απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε όμως και αίτημα της Ελλάδας για διαρρύθμιση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων υπέρ της. Η Ελλάδα όμως δεν επιτέθηκε στη Βουλγαρία. 30.000 περίπου Έλληνες της Αν. Μακεδονίας-Θράκης έχασαν τη ζωή τους μεταξύ 1941-44. Άλλοι 10.000 πήγαν ως όμηροι στη Βουλγαρία και 100.000 εργάστηκαν καταναγκαστικά. Άγνωστος είναι ο αριθμός όσων πέθαναν από υποσιτισμό. Πλήρωσε ποτέ η Βουλγαρία στην Ελλάδα για όλα αυτά; Το ίδιο και η Αλβανία που ξαφνικά βρέθηκε κι αυτή στο στρατόπεδο των νικητών (αφού βέβαια πήραν και αυτοί ένα καλο μάθημα στην Ήπειρο από τους Έλληνες το 1940-41). Δυστυχώς, την ώρα που είχαμε την ευκαιρία να κερδίσουμε κάτι περισσότερο από τα Δωδεκάνησα, είχαμε εμπλακεί, και λόγω ξένων παρεμβάσεων, στον αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο.
Επίλογος
Το 1945, πέντε επιφανείς πανεπιστημιακοί (Δ. Χόνδρος, Ν. Βλάχος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Σ. Κυριακίδης και Χ. Φραγκίστας) έκαναν επιτόπια έρευνα στη «Βουλγαρική ζώνη» και συνέταξαν σχετική έκθεση. Παρεθέτουμε ένα απόσπασμα: «Τα καλύτερα σπίτια και έπιπλα, ενδύματα και άλλα εφόδια, τα γονιμότερα χωράφια ηρπάγησαν και παρεδόθησαν εις τους Βούλγαρους εποίκους. Όπου δεν υπήρχαν κατάλληλα οικήματα ηναγκάζοντο οι κάτοικοι να κρημνίζουν τα σπίτια των και με τα υλικά να κατασκευάζουν εκπροσώπους κατοικίας δια τους εποίκους με προσωπικήν των εργασίαν εις εμφανή μέρη παρά τους (κοντά στους) δημόσιους χώρους. Αι αγγαρείαι ήσαν εις την ημερησίαν διάταξιν. Οι δυστυχισμένοι χωρικοί ήσαν υποχρεωμέοι να καλλιεργούν τα χωράφια των, τα οποία είχαν παραχωρηθεί εις Βουλγάρους εποίκους και εις το τέλος να εύρουν και χρήματα δια να πληρώσουν τους φόρους των χωραφιών αυτών. Επίσης, ήσαν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και τους φόρους περιουσίας και εισοδήματος από τας οικοδομάς, από τας οποίας είχαν εκδιωχθεί και άλλας ποικιλωνύμους χρηματικάς επιβαρύνσεις…».
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. ΙΣΤ’ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ, «ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. Ζ’, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ, 1975
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΤΟΥΛΑΣ, «1939-1945, ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΑΞΟΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2007
Σχόλια