Η εορτή των Χριστουγέννων και το πρόσωπο του Ιησού

(προσθήκη φωτογραφίας)
Η εορτή των Χριστουγέννων και το πρόσωπο του Ιησού

Η έννοια των Χριστουγέννων συνδέεται με δύο διαφορετικά πράγματα: α) με τη γέννηση του Ιησού, την ''Χριστού γέννα'' και β) με την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων. Το δεύτερο είναι διαφορετικό ζήτημα απ' το πρώτο. Οι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν τα Χριστούγεννα αμέσως μετά τη γέννηση του Ιησού. Πέρασαν αιώνες μέχρι να καθιερωθεί ειδική εορτή για το συγκεκριμένο συμβάν. Συνέβη όμως, όντως; Και αν ναι, πότε; Ας ξεκινήσουμε με το ''πότε''.
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται σε κάποιον που τόσα χρόνια είναι πεπεισμένος ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δεκέμβρη, η πραγματικότητα είναι ότι ο ακριβής χρόνος γέννησης του Ιησού δεν είναι καθόλου γνωστός. Ούτε τα ευαγγέλια ούτε οι επιστολές αναφέρουν κάτι ακριβές. Εννοείται πως δεν ισχύει η εκλαϊκευτική άποψη της παράδοσης ότι ο Ιησούς γεννήθηκε το 0, καθώς προφανώς δεν υπάρχει μηδενική χρονολογία. Τι πάει να πει μηδέν; Επειδή τα περισσότερα ευαγγέλια και οι επιστολές γράφτηκαν τον 1ο αιώνα μ.Χ., με πρωιμότερο ευαγγέλιο αυτό του Μάρκου που γράφτηκε γύρω στα μέσα του πρώτου αιώνα μ.Χ., η γέννηση του Ιησού τοποθετείται πριν από αυτές τις ημερομηνίες. Μπορούμε να υπολογίσουμε στο περίπου πότε γεννήθηκε (αν όντως γεννήθηκε);
Ένας από τους αρκετά μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς (5ος-6ος αιώνας μ.Χ.), ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius Exiguus), ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει και στα ημερολογιακά προβλήματα που υπήρξαν σχετικά με τον καθορισμό του εορτασμού του Πάσχα, υπολόγισε μέσω αστρονομικών/αστρολογικών παρατηρήσεων ότι ο Ιησούς, με τον σημερινό τρόπο χρονολόγησης, γεννήθηκε περίπου ανάμεσα στο 4-2 π.Χ. Φαίνεται παράδοξο ο Χριστός να γεννήθηκε προ Χριστού αλλά μην ξεχνάτε ότι η κατά Χριστόν μέτρηση του χρόνου είναι πολύ μεταγενέστερη της γέννησης του Ιησού. Το σύστημα που υπήρχε τότε ήταν η μέτρηση από Κτίσεως Ρώμης.
Ακολούθως, παρότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε γεννήθηκε, είναι σίγουρο ότι δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, για τους ακόλουθους λόγους: Η γέννηση του Ιησού κατά τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνια και ΟΧΙ στις 25 Δεκεμβρίου. Η 25η Δεκεμβρίου (όχι τυχαίο το ότι συμπίπτει σχεδόν με το χειμερινό ηλιοστάσιο), ήταν η γιορτή του θεού ήλιου (Sol invictus) αλλά και των Σατουρναλίων προς τιμήν του θεού Κρόνου. Σχεδόν όλοι οι αρχαίοι λαοί, οι οποίοι είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με τα άστρα και την παρατήρηση της κίνησης των πλανητών και των ζωδίων, είχαν και από μια ηλιακή θεότητα που την γιόρταζαν κάπου ανάμεσα στις 21-25 Δεκέμβρη. Η αιτία είναι προφανής. Τότε είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο και η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, την οποία ο ήλιος αρχίζει σταδιακά να κερδίζει και η μέρα να μεγαλώνει. Συμβολικά, το χειμερινό ηλιοστάσιο αποτελεί μια νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι.
Οι περισσότερες απ' τις αρχαίες γιορτές ήταν καθορισμένες με βάση τα αστρονομικά φαινόμενα κι αυτό δημιουργούσε προβλήματα στους Χριστιανούς διότι αρκετοί προσήλυτοι από παγανιστικές θρησκείες, λόγω συνήθειας και εθίμων, συνέχισαν να παρευρίσκονται και να συμμετέχουν στις παραδοσιακές τους παγανιστικές γιορτές ακόμη και μετά τη βάπτισή τους (είναι αντίστοιχο του ότι ένα σωρό Χριστιανοί σήμερα εορτάζουν λόγω εθίμου το Halloween ή της Απόκριες, γιορτές που δεν ανήκουν στον Χριστιανισμό και είναι παγανιστικής προέλευσης). Κάπως, λοιπόν, έπρεπε να υποχρεωθούν όλοι αυτοί οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί να σταματήσουν τις προηγούμενες 'αμαρτωλές' τους συνήθειες και να ωθηθούν προς έναν χριστιανικό τρόπο ζωής απηλλαγμένο από το ειδωλολατρικό στοιχείο.
Ο πιο εύκολος τρόπος για να το πετύχεις αυτό ήταν μέσω θεσμικής αντικατάστασης της ειδωλολατρικής εορτής με μια χριστιανική. Έτσι λοιπόν, η καθιέρωσή της 25ης Δεκεμβρίου ως εορτή των Χριστουγέννων ξεκίνησε από τη Δύση, όταν γύρω στο 135 μ.Χ. ο πάπας Τελεσφόρος θέλοντας να καταπολεμήσει τις παγανιστικές λατρείες αποφάσισε να αλλάξει την ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, να τα διακρίνει από τα Θεοφάνια και να τα θέσει ακριβώς πάνω στην ημερομηνία της παγανιστικής εορτής του ήλιου, ώστε να υποχρεώνονται οι πιστοί να πηγαίνουν εκεί και να μην λοξοδρομούν προς ειδωλολατρικές ατραπούς. Με άλλα λόγια, αν μια χριστιανική εορτή πέφτει την ίδια μέρα που μέχρι τότε εόρταζες λόγω εθίμου μια ειδωλολατρική εορτή, ως Χριστιανός προφανώς δεν θα επιλέξεις να πας στην ειδωλολατρική. Αν πήγαινες θα σε στιγμάτιζαν οι αρχαίες γιαγιάδες που μετά θα το έκαναν βούκινο παντού και θα σε απομόνωνε η κοινωνία.
Με αυτόν τον τρόπο, όλοι οι προσήλυτοι από ειδωλολατρικά περιβάλλοντα ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις παλιές τους λατρείες. Κατόπιν, η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε και από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το πρώτο βήμα κάνει ο Μ. Κωνσταντίνος το 336 μ.Χ. και γύρω στο 378 μ.Χ. καθιερώνεται πλέον οριστικά η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτής της γέννησης του Ιησού. Κομβικό ρόλο έπαιξε και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος επιχείρησε να πείσει τους πιστούς πως ξανατσεκάροντας κανείς τα αρχεία, συμπεραίνει πως ο Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δεκέμβρη. Συνεπώς, η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Ιησού καθιερώθηκε καθαρά για πολιτικούς λόγους και δεν σχετίζεται με ιστορικά γεγονότα. Όσον αφορά τώρα το ποια εποχή πρέπει να γεννήθηκε ο Ιησούς, η αναφορά των ευαγγελίων σε βοσκούς και κοπάδια φαίνεται να υπονοεί άνοιξη. Γεννάται όμως ένα ακόμη ερώτημα: Γεννήθηκε όντως ο Ιησούς; Είναι ιστορικό πρόσωπο;
Όσον αφορά την ύπαρξη του Ιησού, είναι γνωστές οι ενστάσεις και οι σοβαρές αμφισβητήσεις της ιστορικότητάς του από αρκετούς επιστήμονες. Το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι κανένας ιστορικός της εποχής δεν τον αναφέρει με ρητό και μη αμφίβολο τρόπο ενώ ακόμη και σε αυτούς τους λίγους που κάνουν λόγο για τον Ιησού, τα κείμενά τους παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα. Αν συγκέντρωνε κανείς τις κύριες πηγές που κάνουν λόγο για τον Ιησού και τις οποίες επικαλούνται οι περισσότεροι πιστοί, αυτές είναι οι εξής:
-Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία.
-Τάκιτος, Χρονικά.
-Πλίνιος ο Νεότερος, Επιστολή προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό στο πλαίσιο της υπηρεσιακής αλληλογραφίας τους.
-Γάιος Σουητώνιος, Οι βίοι των Καισάρων.
-Μάρα μπαρ Σεραπίων, Επιστολή προς τον γιο του.
-Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, Περί της Περεγρίνον τελευτής.
-Κέλσος, Αληθής λόγος (από παραθέματα στο Κατά Κέλσου του Ωριγένη).
-Θαλλός, Ιστορία.
Όλες τους αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Ξεκινώντας απ' τον Ιώσηπο, ο οποίος ως σύγχρονος του Ιησού θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική απόδειξη της ύπαρξής του, γνωρίζουμε από φιλολογικές μελέτες ότι δυστυχώς το χωρίο στο οποίο αναφέρει τον Ιησού (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18.63–64) αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Στη φιλολογική έρευνα είναι γνωστό ως Testimonium Flavianum. Έχει δειχτεί από σοβαρούς ερευνητές σαν τον Olson, ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που το βρίσκουμε στον Ιώσηππο και ότι το λεξιλόγιό του είναι αυτό των έργων του Ευσέβιου. Με άλλα λόγια, ο Ευσέβιος ή κάποιος άλλος μεταγενέστερος και συναφής με τον Ευσέβιο Χριστιανός συγγραφέας πρόσθεσε στο έργο του Ιώσηπου την αναφορά στον Ιησού για να δώσει μεγαλύτερο κύρος και απόδειξη στην ύπαρξη του τελευταίου. Ο ίδιος ο Ιώσηπος όμως δεν αναφερόταν στον Ιησού. Ήταν σύνηθες για την εποχή που μιλάμε να παρεμβαίνουν μεταγενέστεροι συγγραφείς σε έργα παλιότερων και να προσθέτουν ή να αφαιρούν πράγματα.
Πάμε τώρα στους υπόλοιπους. Πρώτα απ' όλα, όλοι τους έρχονται έναν ή δύο αιώνες μετά τη δράση του Ιησού και άρα δεν μιλάμε για μάρτυρες. Σε αντίθεση με τον Ιώσηππο, οι υπόλοιποι δεν ήταν σύγχρονοι του Ιησού. Πέρα απ' αυτό, ο Τάκιτος και ο Πλίνιος ο Νεώτερος δεν λένε ότι υπήρξε Χριστός. Όσοι επικαλούνται τα χωρία τους, δεν τα έχουν διαβάσει. Αν διαβάσετε τα κείμενά τους, θα δείτε ότι τα σημεία στα οποία αναφέρουν τον Ιησού τον αναφέρουν μεταφέροντας το τι λένε οι Χριστιανοί γι' αυτόν. Δηλαδή περιγράφουν στο κοινό τους τα πιστεύω των Χριστιανών και δεν μιλάνε οι ίδιοι για τον Ιησού υποστηρίζοντας ότι υπήρξε. Είναι σαν να σας λέω εγώ ότι οι Χριστιανοί πιστεύουν σε ύπαρξη του Ιησού και εσείς να χρησιμοποιείται τα λεγόμενά μου για να δείξετε ότι ο Αστέρης επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Ιησού. Παρομοίως, ο Σουητώνιος επίσης αναφέρεται στους χριστιανούς λέγοντας ότι υποστηρίζουν πως είναι οπαδοί κάποιου Chrestus (ίσως δεν γνώριζε καν το όνομα του Ιησού και μπέρδεψε το Christus με το Chrestus). Η αναφορά του δεν αφορά κάποια πιστοποίηση του ότι ο ίδιος πίστευε ή ήξερε πως υπάρχει Ιησούς.
Αν πάμε στον Μάρα τώρα, ούτε εκείνος μνημονεύει το όνομα του Ιησού. Υπάρχει ένα χωρίο στο οποίο αναφέρεται σε δίκαιες προσωπικότητες που αδικήθηκαν και σε αυτές περιλαμβάνει τρεις: Πυθαγόρα, Σωκράτη και ''τον σοφό βασιλιά των Ιουδαίων''. Δεν αναφέρεται ρητώς στον Ιησού. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο σοφός βασιλιάς των Ιουδαίων είναι ο Ιησούς (και δεν βρίσκω λόγους να μην το δεχτούμε παρότι θα μπορούσε π.χ. να εννοείται ο Σολομώντας που άλλωστε του αποδίδονται και βιβλία σοφιολογικής γραμματείας όπως η Σοφία Σολομώντος), αυτό δεν μας πιστοποιεί την ύπαρξή του. Απλώς αναφέρει προσωπικότητες που παρουσιάζονται ως δίκαιες. Δεν παραθέτει ο ίδιος κάποια απόδειξη ή ιδία γνώση που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Ιησού.
Από τον Λουκιανό και μετά απομακρυνόμαστε πολύ σε ημερομηνία. Ο Λουκιανός αναφέρεται στον Ιησού λέγοντας απλώς ότι οι Χριστιανοί πιστεύουν σε αυτόν. Άρα και αυτός δεν μας πιστοποιεί τίποτα. Ο Κέλσος έγραψε μια πραγματεία στην οποία επιτίθεται διαρκώς στον Χριστιανισμό και σε γενικές γραμμές λέει για τον Ιησού ότι θεωρεί πως ήταν ένας αγύρτης που είπε ψέματα ότι μπορούσε να κάνει θαύματα κ.λπ. Δεν πιστοποιεί την ύπαρξή του αφού έζησε δύο αιώνες μετά. Απλώς λέει ότι πρέπει να ήταν ένας απατεώνας. Ο Κέλσος βέβαια ήταν αντιχριστιανός.
Πάμε τώρα στον Θαλλό, ο οποίος τοποθετείται χρονικά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Καταρχάς, γραπτά του Θαλλού δεν μας σώθηκαν. Μας τα παραθέτει ο Ιούλιος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ.) του οποίου επίσης τα κείμενα δεν μας σώθηκαν και αποσπάσματά τους διασώζει ο Ευσέβιος δύο αιώνες μετά. Είναι δηλαδή σπασμένο τηλέφωνο αλλά σε κάθε περίπτωση τις πηγές μας πρέπει να τις εξετάζουμε αλλά κριτικά. Ο Ευσέβιος μας έχει διασώσει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για πολλά πράγματα αλλά όπως σας είπα παραπάνω πρέπει να έβαλε το χεράκι του στο κείμενο του Ιωσήππου προσθέτοντας τις αναφορές στον Ιησού. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Αφρικανό, ο Θαλλός αναφέρθηκε στο σκοτείνιασμα του ουρανού που υποτίθεται ότι συνέβη τη μέρα της σταύρωσης του Ιησού και το ερμηνεύει ως έκλειψη ηλίου. Ο ίδιος ο Αφρικανός, αναφερόμενος στον Θαλλό, αμφισβητεί τα λεγόμενά του περί εκλείψεως, διότι μάλλον ήθελε να δώσει πιο μεταφυσικό νόημα στο σκοτείνιασμα. Ο Θαλλός όμως, λόγω αυτής της ερμηνείας του περί έκλειψης, θεωρεί ότι αν τη χρονολογήσει, θα μπορεί να ξέρει πότε συνέβη η σταύρωση του Ιησού. Εν τέλει τη χρονολογεί το 52 μ.Χ. Ο ίδιος δεν επιμένει σε ύπαρξη Ιησού, απλώς εστιάζει σε ένα αστρονομικό φαινόμενο, προσπαθώντας να το χρησιμοποιήσει σαν μέσο βοήθειας στη χρονολόγηση της δράσης του Ιησού. Αν λέει αλήθεια, τότε ο Ιησούς ζούσε το 52 μ.Χ. και άρα τα ευαγγέλια παρουσιάζουν ορισμένα προβλήματα. Όλη αυτή η συλλογιστική όμως ξεκινάει από την υπόθεση ότι το σκοτείνιασμα ήταν έκλειψη. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε αν όντως συνέβη κάποια έκλειψη ή αν συνέβη κάποιο σκοτείνιασμα, το οποίο μπορεί να ήταν μια εικόνα για να προσδώσει περισσότερη γλαφυρότητα στη διήγηση. Όλα αυτά βασίζονται σε μια υπόθεση για την οποία δεν μπορούμε να είμαστε καν σίγουροι αν την έκανε ο ίδιος ο Θαλλός.
Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, όλες οι παραπάνω πηγές που φαίνεται να αναφέρονται στον Ιησού, παρουσιάζουν πολλά προβλήματα και μερικές απλώς μεταφέρουν λόγια άλλων και δεν πιστοποιούν τίποτα. Βλέποντας το θέμα από μια καθαρά λογική πλευρά, νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς για την ιστορικότητα του Ιησού για τον απλούστατο λόγο ότι αν όλα ήταν απλώς ένα κόλπο των μαθητών του για χ πονηρούς λόγους, αν δηλαδή ο Ιησούς ήταν δημιούργημα που εξυπηρετούσε σκοπούς, τότε νομίζω ότι κανείς απ' τους μαθητές του δεν θα ήταν χαζός να δώσει τη ζωή του για ένα πράγμα που ξέρει ότι είναι ψέμα, αφού ο ίδιος θα το είχε δημιουργήσει. Να δημιουργώ ο ίδιος ένα ψέμα και κατόπιν να πεθαίνω γι' αυτό; Δεν με πείθει. Θα αντιτείνει κάποιος, ''ναι αλλά ένα σωρό φανατικοί θρήσκοι δίνουν τη ζωή τους εύκολα για την πίστη τους και υπάρχουν άτομα που έδωσαν τη ζωή τους βασισμένοι σε ένα ψέμα''. Ναι, οκ, σωστό αλλά νομίζω πως υπάρχει μια βασική διαφορά. Είναι διαφορετικό πράγμα να με φανατίσει κάποιος και εγώ να δώσω τη ζωή μου πιστεύοντας ότι αυτό με το οποίο με φανάτισε ήταν η αλήθεια, και είναι διαφορετικό πράγμα το να δημιουργήσω εγώ ο ίδιος ένα ψέμα και να πεθάνω για το ψέμα που δημιούργησα. Χαζός είμαι να δώσω τη ζωή μου για κάτι που ξέρω από πρώτο χέρι ότι είναι ψέμα αφού εγώ το έφτιαξα; Το παραπάνω επιχείρημα θα μπορούσε να καταρριφθεί μόνο αν σε μια υποθετική προκείμενη, αποδεικνυόταν ότι οι μαθητές δεν ήταν οι δημιουργοί όλου αυτού και ότι ήταν κάποιος άλλος που απλώς τους ''φανάτισε'', αλλά για κάτι τέτοιο δεν έχουμε ενδείξεις.
Η αποδοχή βέβαια της ιστορικότητας του Ιησού δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση αποδοχή του ότι αυτός ο ιστορικός Ιησούς ήταν όπως τον περιγράφουν τα ευαγγέλια, ότι έκανε θαύματα, ότι ήταν θεός, ότι αναστήθηκε κ.λπ. Για όλα αυτά ο καθένας έχει κάθε λόγο να αμφιβάλλει καθώς και τα ίδια τα ιερά κείμενα, αν τα εξετάσει κανείς προσεκτικά και στην ιστορική τους συνάφεια, θα δει πως δεν μιλούν ξεκάθαρα και με ομοφωνία για τα παραπάνω περιστατικά, με αποτέλεσμα να ευνοούν τις αμφιβολίες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ευάγγελιο του Μάρκου, το αρχαιότερο ευαγγέλιο που μας έχει διασωθεί, το οποίο τελειώνει με τον θάνατο του Ιησού και δεν αναφέρεται καθόλου στην ανάστασή του! Αν δείτε βέβαια τις επίσημες μεταφράσεις, θα βρείτε αναφορά στην ανάσταση στο Ευαγγέλιο του Μάρκου αλλά η πρώτη μορφή του δεν εμπεριείχε τέτοια αναφορά. Με άλλα λόγια, το αρχαιότερο κείμενο που έχει η Καινή Διαθήκη, τελειώνει χωρίς να αναφέρεται στην ανάσταση του Ιησού. Αυτό το γεγονός οδήγησε ορισμένους απολογητές να δικαιολογήσουν αυτή την απουσία αναφοράς, λέγοντας ότι ''ο Μάρκος δεν αναφέρεται σε αυτό γιατί το Ευαγγέλιό του είχε άλλη σκοπιμότητα και εστίαζε αλλού''. Πρόκειται προφανώς για μπαρμπούτσαλα (δεν βρήκα πιο ευπρεπή και εξίσου ακριβή όρο), καθώς το γεγονός της ανάστασης ενός νεκρού, αν μη τι άλλο, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε έτσι απλά να το αφήσει κάποιος ασχολίαστο επειδή ''εστίαζε αλλού''. Είναι δυνατόν να δεις έναν νεκρό να επανέρχεται και να μην το αναφέρεις καθόλου τη στιγμή που στο Ευαγγέλιό σου αναφέρεις ένα σωρό άλλες ασήμαντες λεπτομέρειες όπως ότι έτρεχες έξω γυμνός εγκαταλείποντας το σεντόνι σου;
Επιπλέον, πολλά στοιχεία της δράσης του Ιησού είναι πέραν πάσης αμφιβολίας προϊόν μυθοπλασίας κληρονομημένης από πολύ αρχαιότερους μύθους και θρησκευτικά στοιχεία. Εντοπίζω, βέβαια, πολλά προβλήματα στις βιαστικές συνδέσεις του Zeitgeist (π.χ. όντως υπάρχει συσχέτιση των παραδόσεων του Ιησού με τις παραδόσεις του Κρίσνα αλλά από έρευνα που έκανα, φαίνεται πως οι σχετικές παραδόσεις του Κρίσνα έπονται χρονικά και δεν προηγούνται αυτών του Ιησού) αλλά πέρα απ' τα προβλήματα που υπάρχουν στο ντοκιμαντέρ, επισημαίνει ορθώς τις συσχετίσεις πολλών διηγήσεων για τον Ιησού με αρχαιότερες μυθολογικές διηγήσεις άλλων χαρακτήρων.
Συμπερασματικά, υπάρχουν πολλά σημεία εύλογων αμφιβολιών για τα πιο μεταφυσικά στοιχεία της δράσης του Ιησού. Με την ιστορικότητά του όμως ίσως να είναι λίγο πιο απλά τα πράγματα, από την άποψη ότι δεν βρίσκω κάποιον τόσο φοβερό λόγο να μην τη δεχτεί κανείς. Ο Ιησούς δεν αποκλείεται όντως να υπήρξε και να είχε ένα κοινό που τον εμπιστευόταν για χ δικούς του λόγους. Υπήρχαν πολλοί παρόμοιοι περιπλανώμενοι προφήτες εκείνη την εποχή· δεν ήταν ο μοναδικός. Ασφαλώς, δεν μπορεί να είναι ποτέ κανείς εντελώς σίγουρος για τέτοια ζητήματα καθώς δεν υπάρχουν σχετικά τεκμήρια ή αξιόπιστες ιστορικές καταγραφές. Ουδείς ιστορικός της εποχής αναφέρεται στον Ιησού από τη Ναζαρέτ και στις θαυματουργικές του δυνάμεις. Αν όντως ένας νεκρός είχε σηκωθεί απ' τον τάφο, δεν θα γινόταν σάλος; Δεν θα κυκλοφορούσε παντού αυτό το συνταρακτικό νέο; Θα υπήρχε τόση σιωπή τριγύρω; Υπάρχουν καταγραφές ένα σωρό ασήμαντων γεγονότων εκείνης της εποχής και δεν θα έγραφαν για κάτι τέτοιο; Αν απ' την άλλη ο Ιησούς υπήρξε αλλά χωρίς να έχει κάνει τόσο τρελά θαύματα, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να τον αναφέρει κάποιος ιστορικός. Οπότε είναι εύλογο το ότι δεν αναφέρεται από ιστορικούς. Το μεγαλύτερο μέρος του απλού πληθυσμού μιας χώρας ή πόλης, άλλωστε, δεν αναφέρεται ονομαστικά απ' τους ιστορικούς αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν.
Σε αυτό το σημείο, ορισμένοι καταφεύγουν στο επιχείρημα του Σωκράτη για να δείξουν ότι και ο Σωκράτης δεν έγραψε κάτι αλλά δεν αμφισβητείται η ύπαρξή του, όμως πρόκειται για εντελώς επιφανειακή ομοιότητα. Ο Σωκράτης όντως δεν φαίνεται να έγραψε κάτι και παρ' όλ' αυτά δεν αμφισβητείται η ύπαρξή του (κάποιοι ερευνητές βέβαια την αμφισβητούν). Οι λόγοι όμως για τους οποίους δεν αμφισβητείται είναι διότι αναφορές σε αυτόν υπάρχουν αρκετές από άτομα της εποχής του και μαθητές ή μαθητές μαθητών (Πλάτωνας, Ξενοφώντας, Αριστοφάνης, ολίγον τι Αριστοτέλης), οι οποίοι ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Είχαν σχολές, είχαν μαθητές, δεν αμφισβητείται η ύπαρξή τους και μάλιστα, ο Αριστοφάνης, ο οποίος σατιρίζει τον Σωκράτη στις Νεφέλες, δεν ήταν μαθητής του. Άρα η ύπαρξη του Σωκράτη πιστοποιείται και από ''εχθρικούς'' προς αυτόν. Στην περίπτωση του Ιησού, δεν έχουμε ''εχθρικούς'' ή μη οπαδούς του που να πιστοποιούν την ύπαρξή του ενώ ακόμη κι αυτοί που αναφέρονται σε αυτήν, παρουσιάζουν τα προβλήματα που απαρίθμησα παραπάνω.
Υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στην ιστορικότητα του Ιησού και στις μεταφυσικές διαστάσεις που πήρε ο Ιησούς στην πορεία. Για την πρώτη ίσως δεν χρειάζεται να αμφιβάλλουμε, για τις δεύτερες έχουμε κάθε λόγο. Για την πρώτη δεν απαιτείται πίστη. Οι δεύτερες μόνο μέσω της πίστης μπορούν να υποστηριχθούν.

Αναδημοσίευση απο FB

Asterios Kechagias

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

Ο Ερντογάν κάλεσε σε τζιχάντ για την Ιερουσαλήμ – Jerusalem Post: «Τώρα η Άγκυρα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο»