Οι κρυφές συγκρούσεις Ελλάδας-Τουρκίας και ο ρόλος της μειονότητας
Πολυδιάστατη και καθημερινή είναι η αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας, αν και τα media εστιάζουν σχεδόν εμμονικά στις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο και στις δηλώσεις αξιωματούχων, διαρκή είναι τα επεισόδια στα σύνορα, στις κοινωνίες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχουν εμπλακεί ακόμα και συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος
Έτσι, όταν ΜΚΟ καταγγέλλουν trafficking μεταναστών, επαναπροωθήσεις και καταπάτηση δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, όταν οι πολιτικοί ασχολούνται με τους μουφτήδες και τα media «ανακαλύπτουν» ξεχασμένους για δεκαετίας πληθυσμούς, σίγουρα οι προφανείς λόγοι δεν είναι αρκετοί για να σκιαγραφήσουν την εικόνα.
Συγκρούσεις, προπαγάνδα, σκοτεινές διαδρομές χρήματος, παρασκηνιακές πολιτικές διεργασίες και η έντονη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο σκηνικό, το οποίο αν και παράγει διαρκώς εντάσεις και εστίες, εν τούτοις αυτές περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο
Αν και τα περιφερειακά media βρίθουν περιστατικών και εντάσεων με τη μειονότητα και πέριξ αυτής, αυτά δεν τα οποία όμως, είτε δεν αξιολογούνται από τα κεντρικά media, είτε υποβαθμίζονται από αρμόδιους και μη, με στόχο να ελεγχθούν αποκεντροποιημένα και να μην αναχθούν σε μείζονα. Η πολιτική αυτή, όμως, αν και βοηθά στον ταχύτερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο των εστιών, ενδεχομένως και στην πρόληψήη τους, περιορίζει το επίπεδο αντίληψης, της εθνικής πολιτικής, δημιουργώντας blind spots σε πολιτικούς, media και κοινή γνώμη, τα οποία προσπαθεί ποικιλοτρόπως να εκμεταλλευτεί ο τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας καθώς και εθνικιστικές ομάδες εντός της Ελλάδας, στρεβλώνοντας συγκυρίες και κατάστασεις και επιχειρώντας να ενεργοποιήσουν τα υπερσυντηρητικά αντανακλαστικά του πληθυσμού στα αστικά κέντρα που δεν έχουν γνώση και επαφή με τα επιμέρους.
Προσφάτως, μάλιστα, ένα περιστατικό σε παρουσίαση βιβλίου για τους Αλεβίτες της Βουλγαρίας, όπου σημειώθηκαν φραστικά επεισόδια, ενδεικτικά των παρανοήσεων για τη δομή της μειονότητας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Βουλγαρία. Επίσης, περιορισμένη ήταν η δημοσιότητα που έλαβαν καταγγελίες ΜΚΟ για επαναπροωθήσεις μεταναστών και προσφύγων και trafficking με τη συμμετοχή ακόμα και αστυνομικών ή συνοριοφυλάκων, καθώς στο θέμα είχαν εμπλακεί ακόμα και άνθρωποι της ελληνικής μαφίας, οι οποίοι φέρονται να εκτελούσαν συμβόλαια για λογαριασμό τουρκικών υπηρεσιών ή παραγόντων που συνδέονται με αυτές.
Τούτων δοθέντων, ερωτηματικά μάλιστα προκάλεσε η εκ βάθρων αναδιάταξη του τοπικού κλιμακίου της ΕΥΠ, κίνηση που ήταν συναρτάται, χρονικά τουλάχιστον, με τα υπόλοιπα περιστατικά στην περιοχή. Το τοπικό γραφείο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ήταν, όπως είθισται, επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της δραστηριότητας των Τούρκων διπλωματών και των υπηρεσιών πληροφοριών, καθώς αφενός δημιούργησε χώρους που νωρίτερα δεν υπήρχαν, αφετέρου απελευθέρωσε τοπικούς παράγοντες που πλέον δρουν ανεξέλεγκτα και δημιούργησε έλλειμμα στον έλεγχο των πληροφοριών.
Πολιτική αναβάθμισης των μειονοτήτων
Αν και οι κινήσεις στην κατεύθυνση αναβάθμισης των μειονοτήτων και διεύρυνσης των ελευθεριών που απολαμβάνουν, έγιναν στο πλαίσιο της διαδικασίας επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, ο τρόπος που εκδηλώνονται στο εσωτερικό, κάθε άλλο παρά ικανοποιεί τις τουρκικές επιδιώξεις. Η χορήγηση, για παράδειγμα, επιπλέον θρησκευτικών ελευθεριών, όχι μόνο στον κορμό της μουσουλμανικής μειονότητας αλλά και στις επιμέρους τάσεις της, όπως οι Αλεβίτες, υπονομεύει την προσπάθεια ομογενοποίησης της και μετατροπής της σε σουνητική αρχικά και εθνική στη συνέχεια, που ήταν πάντα ο υποδόριος τουρκικός σχεδιασμός. Αντιθέτως, πρωτοβουλίες που αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα εντός της θρησκευτικής μειονότητας, εντείνουν να τη διαφοροποίηση, καλλιεργούν την αυτονομία και αποδυναμώνουν στρατηγικές διαχείρισής τους, ενισχύοντας τη σταθερότητα.
Αντιστοίχως, στην υπόθεση του Σαρίας, μπορεί η ελληνική πολιτεία να αποδέχεται προοδευτικά τους εκλεγμένους μουφτήδες, καταργώντας σε βάθος χρόνου το θεσμό των διορισμένων, αλλά η προοπτική αυτή συνοδεύεται με την αποδυνάμωση του θρησκευτικού νόμου, ο οποίος καθίσταται προαιρετικός, ενώ αξιώνεται και κατοχυρώνεται θεσμικά η ισοτιμία ανδρών και γυναικών, έτσι ώστε η προσφυγή στον Μουφτή για την επίλυση διαφορών να είναι δεκτή και ανεκτή μόνο κοινή συναινέσει και όχι με τη βουλή του ενός. Αντ’ αυτού, αναβαθμίζονται τα εθνικά δικαστήρια, καθώς πλέον οι διαφορές που επιλύονταν στα Μουφτεία τίθενται στην αρμοδιότητά τους.
Συνεπώς, αποδυναμώνεται σταδιακά η παρέμβαση της τουρκικής κυβέρνησης στο εσωτερικό της Ελλάδας, μέσω χειραφέτησης και εκσυγχρονισμού της θρησκευτικής μειονότητας, η οποία αναβαθμίζομενη πολυδιασπάται.
Την προοπτική αντιλαμβάνεται και ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος στο πλαίσιο της επίσκεψης που πραγματοποίησε στην Κομοτηνή δήλωσε ότι τα ζητήματα της μειονότητας αφορούν το κυρίαρχο κράτος μέσα στο οποίο αυτή βρίσκεται.
Οι μειονότητες
Για να επισκεφθεί κανείς τα Πομακοχώρια στην Ξάνθη, τη Ροδόπη και τον Έβρο χρειαζόταν να περάσει από στρατιωτικά checkpoints και μπάρες, όχι πολλά χρόνια πριν. Σήμερα, οι απαγορεύσεις αυτές δεν υπάρχουν, αλλά η ένταξη και ενσωμάτωση του πληθυσμού αυτού παραμένει ζητούμενο και αναδεικνύεται πολλές φορές σε επίκεντρο επιχειρήσεων προπαγάνδας, προσπαθειών αποσταθεροποίησης, με αποτέλεσμα μια αρκετά μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα να χαρακτηρίζεται ως μόνιμη εστία έντασης, η οποία δίνει στην Τουρκία την πολυτέλεια να την εργαλειοποιεί.
Δεν είναι όμως η μόνη πληθυσμιακή ομάδα που βρίσκεται στο μεταίχμιο, καθώς σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονται οι Μουσουλμάνοι της περιοχής, οι οποίοι αποτελούν μεν αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα, στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λοζάννης, αλλά το debate για τα δικαιώματα που απολαμβάνει είναι πάντα επίκαιρο. Πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και δηλώσεις του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, έφεραν εκ νέου πτυχές του θέματος στη δημοσιότητα, η προβολή όμως ήταν αποσπασματική και ελλιπής, επιτρέποντας παρερμηνείες και δίνοντας έδαφος για στείρα πολιτικά και ενδεχομένως επιζήμια εθνικά αντιπαράθεση.
Πομακοχώρια ονομάζονται τα χωριά στον ορεινό όγκο της Ροδόπης με Πομακικό πληθυσμό, κατά κύριο λόγο. Στην Ελλάδα, Πομακοχώρια συναντάμε στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου. Λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής αλλά και των προβλημάτων της μειονοτικής εκπαίδευσης, τα Πομακοχώρια είναι αρκετά απομονωμένα και έχουν διατηρήσει το γραφικό χαρακτήρα τους, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών και τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Πομάκων.
Στην Ξάνθη, ο δήμος Μύκης και οι κοινότητες Κοτύλης, Θερμών και Σατρών αποτελούνται αποκλειστικά από Πομακοχώρια. Πομακοχώρια επίσης βρίσκονται και στην βορειοανατολική περιοχή του δήμου Ξάνθης και στη βόρεια περιοχή της κοινότητας Σελέρου. Αντιπροσωπευτικότερα χωριά είναι ο Κένταυρος, η Γλαύκη, το Ωραίο, η Κοτύλη, οι Σάτρες και οι Θέρμες.
Στη Ροδόπη, οι κοινότητες Οργάνης και Κέχρου αποτελούνται αποκλειστικά από Πομακοχώρια. Πομακοχώρια επίσης βρίσκονται και στη βόρεια περιοχή του δήμου Φιλλύρας, στη βόρεια περιοχή του δήμου Αρριανών, στη βόρεια περιοχή του δήμου Σώστου, στη βόρεια περιοχή του δήμου Ιάσμου, καθώς και στις βορειοανατολικές περιοχές των δήμων Κομοτηνής και Σαπών. Αντιπροσωπευτικότερα χωριά είναι η Οργάνη, ο Κέχρος, η Νέδα, η Χλόη, η Άνω Βυρσίνη και η Δρύμη.
Στον Έβρο, Πομακοχώρια βρίσκονται στο δήμο Ορφέα, στο δημοτικό διαμέρισμα Μικρού Δερείου. Αντιπροσωπευτικότερα χωριά είναι το Μέγα Δέρειο, το Σιδηροχώρι, η Ρούσσα και το Γονικό.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί περίπου 160 Πομακοχώρια. Πομακοχώρια υπάρχουν επίσης και στη Βουλγαρία, στις επαρχίες Κάρτζαλι και Σμόλυαν.
Σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων των Πομακοχωρίων είναι η καλλιέργεια και η πρωτοβάθμια επεξεργασία καπνού[1], και συγκεκριμένα, του αρωματικού μπασμά, που είχε κάνει διάσημη την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης τον 19ο αιώνα, με το όνομα «καπνός Μακεδονίας».
Πομάκικη Γλώσσα
Οι Αλεβήδες ή Αλεβίτες (στην τουρκική γλώσσα Alevi) είναι θρησκευτική και πολιτιστική κοινότητα στην Τουρκία και δευτερευόντως σε άλλες χώρες (Ελλάδα,Βουλγαρία, Αλβανία κ.α.) με δεκάδες εκατομμύρια μέλη. Ο Αλεβισμός (ή Αλεβιτισμός) έχει ορισμένες ομοιότητες με το σιιτικό Ισλάμ, αλλά θεωρείται μία ανεξάρτητη μουσουλμανική θρησκεία.
Ονομασία
Η ονομασία των Αλεβήδων προέρχεται από το όνομα του γαμπρού του Μωάμεθ, Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, ο οποίος είχε παντρευτεί την πιο αγαπημένη από τις τέσσερις κόρες του Μωάμεθ, την Φατιμά.
Βασικά χαρακτηριστικά
Όπως όλοι οι Σιίτες, οι Αλεβήδες τιμούν ιδιαίτερα τον Αλή. Όμως η λατρεία τους λαμβάνει χώρα περισσότερο σε οίκους συναθροίσεων (cemevi) παρά σε τζαμιά. Στις τελετές τους έχουν μουσική και χορό υπό τους ήχους μπαγλαμά. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους, που κάνουν τελετές στα αραβικά, οι Αλεβήδες χρησιμοποιούν κυρίως την τουρκική γλώσσα, και λιγότερο τα κουρδικά. Επίσης δεν κάνουν προσκύνημα στην Μέκκα(χατζ), ούτε νηστεύουν στο Ραμαζάνι, ενώ οι γυναίκες τους δεν φορούν μαντήλα.[2] Οι Αλεβήδες ακόμα καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά στην καθημερινότητά τους, πράγμα που θεωρείται απαγορευμένο για τους περισσότερους άλλους μουσουλμάνους.Βασικά χαρακτηριστικά του Αλεβισμού είναι:
- Αγάπη και σεβασμός για όλους τους ανθρώπους («Το σημαντικό δεν είναι η θρησκεία, αλλά το να είσαι ανθρώπινο ον»).
- Ανεκτικότητα απέναντι σε άλλες θρησκείες κι εθνικές ομάδες («αν πληγώσεις κάποιον, οι τελετουργικές προσευχές που έχεις κάνει δεν αξίζουν τίποτα»).
- Σεβασμός για τους εργαζόμενους («η υψηλότερη πράξη λατρείας είναι να εργάζεσαι»).
- Ισότητα ανδρών και γυναικών. Τα δυο φύλα προσεύχονται δίπλα-δίπλα και ασκείται μονογαμία.
Πιστεύω
Χαρακτηριστικό των Αλεβήδων είναι πως δεν ακολουθούν κατά γράμμα τις προσταγές του Κορανίου όπως άλλοι μουσουλμάνοι, αλλά το ερμηνεύουν αλληγορικά, ενώ κάποιοι ακόμα και το αμφισβητούν.
Σε πολλές προσευχές των Αλεβήδων απαντάται η φράση «Για την αγάπη του Θεού, του Μωάμεθ, του Αλή» (Hak-Muhammed-Ali aşkına), που φαίνεται σαν να εξισώνει την εξουσία των τριών αυτών, ή και σαν απόδοση θεότητας στον Μωάμεθ και τον Αλή. Αυτές οι αντιλήψεις είναι αιρετικές για την κλασική ισλαμική σκέψη η οποία τονίζει τον μονοθεϊσμό.
Καθένας από τους 12 Ιμάμηδες θεωρείται ότι μετέχει στο «Φως» (Nur) του Αλή. Έτσι ο Αλή ο γαμπρός του Μωάμεθ αποκαλείται «ο πρώτος Αλή» (Birinci Ali), ο γιος του ο Χασάν «δεύτερος Αλή» (İkinci Ali), κ.ο.κ. μέχρι τον 12ο Αλή (Onikinci Ali), τον Μουχαμμάντ αλ-Μαχντί.
Παρά τον Σιιτικό προσανατολισμό τους, οι Αλεβήδες εμπνέονται από τις παραδόσεις των Σουννιτών. Για παράδειγμα η αρχή του Θεού προέρχεται από τη φιλοσοφία του Ιμπν αλ-Αραμπί και εξελίσσεται σε αλυσίδα στην οποία εκπορεύεται από τον Θεό ο πνευματικός άνθρωπος, ο γήινος άνθρωπος, τα ζώα, τα φυτά και τα ορυκτά. Ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ακολουθηθεί η ατραπός αυτή στην αντίθετη κατεύθυνση, σε ενότητα με τον Θεό (Haqq = Πραγματικότητα, Αλήθεια). Υπάρχει μια τάση πανθεϊσμού. Συχνά οι Αλεβήδες τιμούν τον Μανσούρ αλ-Χαλάτζ, έναν Σούφι του 10ου αιώνα που εκτελέστηκε στη Βαγδάτη για βλασφημία επειδή είπε «Είμαι η Αλήθεια» (Ana al-Haqq).
Άλλη αρχή των Αλεβήδων είναι «το τέλειο ανθρώπινο ον». Οι Αλεβήδες θεωρούν ως τέλειο άνθρωπο τον Αλή και μετά τον Χατζημπεκτασί Βαλή και άλλους αγίους. Ο «τέλειoς άνθρωπος» ταυτίζεται επίσης με την αληθινή ταυτότητα του κάθε ανθρώπου που θεωρείται ότι δεν έχει κάποιο προπατορικό αμάρτημα αλλά αγνή και τέλεια συνείδηση. Το καθήκον του ανθρώπου σύμφωνα με τον Αλεβισμό, είναι να το συνειδητοποιήσει αυτό ενώ ακόμα έχει την υλική ανθρώπινη μορφή. Πολλοί αλεβήδες καθορίζουν την ανθρώπινη τελειότητα με πρακτικούς όρους. Τέλειος γι’ αυτούς είναι ο άνθρωπος που ασκεί ηθικό έλεγχο στα χέρια του, στη γλώσσα του και στην αναπαραγωγική του δραστηριότητα (eline diline beline sahip), αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους (yetmiş iki millete aynı gözle bakar) και υπηρετεί το συμφέρον των άλλων.
Σχέσεις με άλλες ομάδες
Ο Αλεβισμός συνδέεται με τον Μπεκτασισμό, καθώς Αλεβήδες και Μπεκτασήδες τιμούν τον Χατζή Μπεκτάς Βαλή (στην τουρκική Hacibektaş Veli), ο οποίος έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται άγιος. Συνδέεται και με τη λαϊκή κουλτούρα της Ανατολίας. Η σύγχρονη θεολογία του Αλεβισμού έχει επηρεαστεί πολύ από τον ουμανισμό. Σήμερα οι Αλεβήδες υποστηρίζουν το κοσμικό κράτος, όπως το εισήγαγε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Μουσουλμανική μειονότητα Δυτικής Θράκης
Ιστορία
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία πραγματοποίησαν μια ανταλλαγή πληθυσμών: όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι της Τουρκίας υποκείμενοι στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης – τον Έλληνα Πατριάρχη – θα μετανάστευαν στην Ελλάδα εκτός από τις κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, και όλοι οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα θα μετανάστευαν στην Τουρκία εκτός από τους μουσουλμάνους της Θράκης.[9]
Οι πληθυσμοί που ανταλλάχτηκαν δεν ήταν ομοιογενείς, οι χριστιανοί οι οποίοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα δεν ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνοι αλλά περιλάμβαναν και ομιλητές της τουρκικής. Παρομοίως, οι μουσουλμάνοι οι οποίοι μετανάστευσαν στην Τουρκία δεν ήταν αποκλειστικά τουρκόφωνοι, αλλά περιλάμβαναν ομιλητές της αλβανικής, της βουλγαρικής, της βλάχικης και ακόμα και της ελληνικής γλώσσας (αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα).[10] Αυτό οφειλόταν στο σύστημα οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα στο σύστημα διοίκησης των οθωμανικών Μιλέτ όπου ο διαχωρισμός γινόταν με βάση την θρησκευτική ομάδα όπου ανήκε ο πολίτης [4]. Οι μουσουλμάνοι στην Δυτική Θράκη, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, αποτελούσαν ξεκάθαρη πλειονότητα των κατοίκων και αυτή η αναλογία άλλαξε όταν η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε με συστηματικό τρόπο χριστιανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη[11].
Από την συνθήκη της Λωζάνης (1923) μέχρι το 1954 η Ελλάδα αναγνώριζε την μειονότητα ως μουσουλμανική. Την άνοιξη του 1954, η Ελλάδα επικύρωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία αναγνώριζε τα σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά.[12][13] Ο νόμος 3065/1954 (ΦΕΚ Α’ 239, 9.10.1954) ήταν ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα.[14] Στο Νόμο αυτό η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά.[15] Η αλλαγή του χαρακτηρισμού από Τουρκικά σε Μουσουλμανικά ή Μειονοτικά (Μ/ΚΑ) θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1972 κατά την διάρκεια της Χούντας όπου αποφασίστηκε να αλλάξουν όλες οι πινακίδες που ανέφεραν τα σχολεία ως «Τουρκικά» [16]. Ο χαρακτηρισμός των Πομάκων ως Τούρκων ήταν στα πλαίσια πολιτικής κατά της κομμουνιστικής Βουλγαρίας και της πιθανής επεκτατικής πολιτικής στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Οι Πομάκοι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 θεωρούνταν από την ελληνική πολιτική ως πιθανοί συνεργάτες της Σόφιας και των Σοβιετικών μιας και αυτοί βρίσκονται στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας και μιλάνε σλαβική γλώσσα, κοντινή με τα βουλγάρικα και για αυτό εφαρμόστηκε πολιτική τουρκοποίησης. Σήμερα πολλοί Πομάκοι, λόγω αυτής της πολιτικής αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι.
Το 1991 ο ανεξάρτητος βουλευτής Αχμέτ Φαϊκογλου είπε στην βουλή οι Πομάκοι είναι στο αίμα γνήσιοι Τούρκοι και ότι η μειονότητα είναι Τουρκική αλλά με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Αντίστοιχες δηλώσεις είχε κάνει και ο Αχμέτ Σαδίκ αναφέροντας συνέντευξη ότι Κανένας πολιτικός δεν μπορεί να ότι οι Πομάκοι δεν είναι Τούρκοι, επειδή δεν μιλάνε Τούρκικα. Αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε Πομάκικα είναι Τούρκοι, όπως οι Ελληνόφωνοι στην Αλβανία και οι οι Έλληνες της Αμερικής είναι Έλληνες [17]. Η Ελληνική πολιτεία την δεκαετία 1970 (γεγονότα εισβολής Τούρκων στην Κύπρο) και 1980 για την αποφυγή εκμετάλλευσης της «Τουρκοποιημένης Πομάκικης μειονότητας» από την Τουρκία αρχίζει να διαχωρίζει τους Πομάκους από την υπόλοιπη μειονότητα. Σήμερα η μειονότητα χαρακτηρίζεται επίσημα μόνο ως μουσουλμανική.[18]
Με αφορμή την εκλογή του Αχμέτ Σαδίκ και του Αχμέτ Φαϊκογλου το 1993 η Ελλάδα θέσπισε το εκλογικό όριο του 3% καθιστώντας δυσκολότερη την εκλογή ανεξάρτητων βουλευτών / μικρά κόμματα από την μειονότητα. Ο Αχμέτ Σαδίκ το 1991 ένα χρόνο πριν πεθάνει από αυτοκινητιστικό δυστύχημα ίδρυσε το μειονοτικό κόμμα Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη (Τουρκικά: Dostluk-Eşitlik-Bariş Partisi – DEB [19]). [20] Στις Ευρωεκλογές του 2014 ήταν πρώτο σε ψήφους στο Νομό Ροδόπης και στον Νομό Ξάνθης. Το DEB έχει κύριο στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων της «Μουσουλμανικής Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης» και έχει σύνθημα «Ευρώπη, Ευρώπη άκουσε τη φωνή μας, την ανεξάρτητη μειονοτική φωνή μας. Είμαστε και εμείς εδώ». [21] [22] [23]
Η Ελλάδα εφάρμοσε μια πολιτική αφομοίωσης της μειονότητας η οποία παραβίασε τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειονότητας όπως: αφαίρεση ιθαγένειας, απαγόρευση αγοράς γης ή κατοικίας ή ξεκινήματος επιχειρησιακής δραστηριότητας, επιδιόρθωση σχολείων, περιορισμοίσ στην ελευθερίας έκφρασης και στην θρησκευτική ελευθερία. [24] Από την δεκαετία του 1990 η Ελληνική κυβέρνηση αλλά και αργότερα εθνικιστικοί κύκλοι (όπως του ΛΑΟΣ) υποστηρίζουν σωματεία και ομάδες Πομάκων οι οποίοι αναδεικνύουν την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας των Πομάκων ως διαφορετική από την ταυτότητα των Τούρκων. Το 1997 υποστηρίχθηκε η ίδρυση του «Κέντρου Πομακικών Σπουδών» και τότε ξεκίνησε η έκδοση της Εφημερίδας «Ζαγάλισα». Επίσης μέσω του «Κέντρου Πομάκικων Σπουδών» το 2009 ιδρύθηκε ο «Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων» με χρηματοδότηση του επιχειρηματία Εφιετζόγλου [α]. [25] Ο σημερινός εκδότης της πομάκικης εφημερίδας «Ζαγάλισα» Αχμέτ Ιμάμ υπήρξε το 2007 υποψήφιος με το ΛΑΟΣ [26] [27] ενώ μέχρι το 1993 ήταν δάσκαλος (δημόσιος υπάλληλος) σε μειονοτικό σχολείο της Θράκης. To 1993 απολύθηκε λόγω «ανθελληνικής» δράσης / πειθαρχικής παράβασης άρθρων του υπαλληλικού κώδικα (δημοσίων υπαλλήλων). Το 2000 έκανε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Ελλάδας (Νο. 63719/00) υποστηρίζοντας ότι η απόλυσή του έγινε λόγω ότι ήταν μέλος της Τουρκικής Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Η προσφυγή του απορρίφθηκε από το δικαστήριο το 2003. [28] Σήμερα ο Αχμέτ Ιμάμυπερασπίζεται την Πομάκικη ταυτότητα σε διεθνείς οργανισμούς όπως του ΟΑΣΕ [29].
Σήμερα η Ελλάδα αναγνωρίζει την μειονότητα μόνο ως μουσουλμανική (από συνθήκη Λωζάνης) παρόλο που υπάρχουν τρεις εθνοτικές ομάδες οι οποίες αυτοπροσδιορίζονται ως τουρκική, πομακική και Ρομά. Υπάρχουν αναφορές για μέλη που αυτοπροσδιορίζονται ως Πομάκοι (και ανήκουν στην τουρκόφωνη μειονότητα) οι οποίοι δέχονται πίεση να απαρνηθούν την ύπαρξη της πομάκικης εθνότητας (ακόμη και με οικονομικά κίνητρα) ως διαφορετικής από την τουρκική. Η Ελλάδα παρόλο που επιτρέπει τον αυτοπροσδιορισμό, έχουν καταγγελθεί περιστατικά όπου μειονοτικές ομάδες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την εθνική ονομασία «Τούρκος» ή «Τουρκικός» σε πολιτιστικούς οργανισμούς ή οργανώσεις. Το 2012 ο Άρειος Πάγος δεν αναγνώρισε την «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» παρόλο που υπήρχε θετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του 2008. Η αιτιολόγηση του Αρείου Πάγου ήταν όταν η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι δεσμευτική για την Ελλάδα. [30] Στις 30 Νοεμβρίου 2017, μετά από καταγγελία της Χρυσής Αυγής, η εισαγγελία διέταξε προκαταρτική εξέταση για ακαδημαϊκούς που ασχολούνται με τον όρο «τουρκική μειονότητα», αλλά μετά από παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.[31][32] [33] [34][35]
Δημογραφικά
Συνθήκη Λωζάνης
Δημογραφικά στοιχείων κατά το συνέδριο της συνθήκης της Λωζάνης – παρατέθηκαν από την ελληνική αντιπροσωπεία [36] | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Περιοχή – Σύνολο | Έλληνες | Πρόσφυγες(Έλληνες) | Τούρκοι | Βούλγαροι | Εβραίοι | Αρμένιοι | |
Κομοτηνή(104.108) | 11.386 | 33.770 | 50.081 | 6.609 | 1.112 | 1.183 | |
Ξάνθη (64.744) | 18,249 | 18.613 | 27.882 | – | – | – | |
Αλεξανδρούπολη(38.553) | 9.228 | 17.518 | 2.705 | 9.102 | – | – | |
Σουφλί (32.299) | 11,517 | 14.211 | 5.454 | 1.117 | – | – | |
Διδυμότειχο(34.621) | 21.759 | 9.649 | 3.213 | – | – | – | |
Ορεστιάδα(39.386) | 22.087 | 11.677 | 6.072 | – | – | – | |
Σύνολο (314.235) | 94.226 | 105.438 | 95.407 | 16.828 | 1.112 | 1.183 |
Δημογραφικά στοιχείων κατά το συνέδριο της συνθήκης της Λωζάνης – παρατέθηκαν από τον Ισμέτ Ινονού [37]. | |||||
---|---|---|---|---|---|
Πόλη | Αρμένιοι | Τούρκοι | Έλληνες | Εβραίοι | Βούλγαροι |
Κομοτηνή | 360 | 59.967 | 8834 | 1007 | 9997 |
Ξάνθη | 114 | 42.671 | 8728 | 114 | 552 |
Αλεξανδρούπολη | 449 | 11.744 | 4800 | 253 | 10.227 |
Σουφλί | – | 14.736 | 11.542 | – | 5490 |
Το 1922 (πριν την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής που επισφραγίσθηκε με την συνθήκη της Λωζάνης),[36]η μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη αποτελούσε πλειοψηφία [38] [37] και αριθμούσε περίπου 86.000 άτομα (σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών) [2] ή 120.000 άτομα από το σύνολο των 190.000 κατοίκων [38]. Η μουσουλμανική μειονότητα αποτελείται κυρίως από τρεις εθνότητες: Τούρκους ή τουρκόφωνους, Πομάκους (βουλγαρόφωνοι μουσουλμάνοι[39]) και Τσιγγάνους μουσουλμάνους (οι οποίοι μιλούν ρομανί, ελληνικά και μάλιστα με ευχέρεια[40] και τούρκικα [41]), κάθε μια από αυτές τις εθνότητες έχοντας μια ιδιαίτερη γλώσσα και πολιτισμό [42].
Απογραφή 1928
Στην απογραφή του 1928 οι κάτοικοι μουσουλμανικού θρησκεύματος ανέρχονται σε όλη την επικράτεια σε 126.017 δηλαδή περίπου το 2% του συνολικού πληθυσμού. Οι πληθυσμοί αυτοί αποτελούσαν κυρίως τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης (102.621) και τους αλβανικής καταγωγής μουσουλμάνους της Ηπείρου (19.244), οι οποίοι εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην ίδια απογραφή 191.254 κάτοικοι δήλωσαν στο σύνολο της χώρας ως μητρική γλώσσα τα τουρκικά. Από αυτούς 93.793 ήταν κάτοικοι Δυτικής Θράκης. Οι τουρκόφωνοι δηλαδή αποτελούσαν το 91,3% του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης και το 30,9% του συνολικού πληθυσμού της. Στην Δυτική Θράκη (Ξάνθη-Ροδόπη-Έβρος) το 65% ήταν χριστιανοί και το 33,85% μουσουλμάνοι. Στην Αλεξανδρούπολη καταγράφηκαν 176 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 14.019 κατοίκων όπου οι 12.906 ήταν χριστιανοί), στο Διδυμότειχο 1.548 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 8.690 κατοίκων όπου 6.386 ήταν χριστιανοί), στο Σουφλί καταγράφηκαν 160 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 7.744 κατοίκων όπου οι 7.544 ήταν χριστιανοί), στην Κομοτηνή καταγράφηκαν 13.364 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 31.551 κατοίκων όπου οι 16.964 ήταν χριστιανοί) και στην Ξάνθη 11.259 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 35.912 κατοίκων όπου οι 23.824 ήταν χριστιανοί). [43]
Σύμφωνα με τον Αλέξη Αλεξανδρή η απογραφή του 1928 περιγράφει στην Δυτική Θράκη 103.175 μουσουλμάνους από τους οποίους οι 85.585 είναι Τουρκογενείς, οι 16.740 Πομάκοι και οι 850 Ρομά [44]. Τα πρωτογενή δεδομένα των στατιστικών δεν αναφέρονται σε Πομάκους αλλά σε ομιλητές Βουλγαρικής γλώσσας, με λίγο διαφορετικούς αριθμούς. Συγκεκριμένα στον Πίνακα 9 (γλώσσες) της απογραφής αναφέρονται για την Δυτική Θράκη 93.793 Τουρκόφωνοι, 1435 Ρομά και 16.737 Βουλγαρόφωνοι. [43]
Απογραφή 1961 και 1991
Δημογραφικά στοιχεία για το 1961 [45] | ||
---|---|---|
Εθνοτική ομάδα | Φιλ. Δραγούμης | Αλέξης Αλεξανδρής |
Τούρκοι/Τουρκόφωνοι | 62.615 (62%) | 47.250 (45%) |
Πομάκοι | 27.678 (27%) | 37.800 (36%) |
Αθίγγανοι | 19.844 (11%) | 18.900 (18%) |
Σύνολο μουσουλμάνων | 101.137 (100%) | 105.000 (100%) |
Δημογραφικά στοιχεία για το 1991 [45] | ||||
---|---|---|---|---|
Πηγή | «Τουρκογενείς» | Πομάκοι | Τσιγγάνοι | Σύνολο |
Ιστοσελίδα ΥΠΕΞ [2] | 49.000 | 34.300 | 14.700 | 98.000 |
Ακαδημία Αθηνών [46] | 50.400 | 36.750 | 17.850 | 105.000 |
Καθημερινή [47] | 54.000 | 36.000 | 24.000 | 114.000 |
Ιω. Χολέβας [48] | 51.000 | 37.000 | 25.000 | 113.000 |
Οι επίσημες ελληνικές απογραφές από το 1961 δεν συμπεριλαμβάνουν ερωτήματα θρησκεύματος και μητρικής γλώσσας. Παρόλα αυτά έχουν δημοσιευτεί στατιστικά στοιχεία για την μειονότητα τα οποία πολλές φορές έχουν αποκλίσεις. Στον πίνακα φαίνονται στατιστικά στοιχεία για το 1961 δημοσιευμένα από τον Αλέξη Αλεξανδρή (νυν διευθυντή της ΥΠΥ) το 1988 και από τον υπουργό εξωτερικών και άμυνας Φίλιππο Δραγούμη το 1964. [45]Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη κατά το 1991 αριθμεί 98.000 άτομα (σε πληθυσμό 338.000 κατοίκων της Θράκης), εκ των οποίων το 50% της θρησκευτικής μειονότητας είναι τουρκικής καταγωγής, 35% Πομάκοι και μόλις 15% Τσιγγάνοι μουσουλμάνοι.[2] Η μειονότητα σήμερα αποτελεί περίπου το 33% του πληθυσμού της Θράκης. Ανέρχονται σε 64.000 [49] στο Νομό Ροδόπης(σε σύνολο 110.828 κατοίκων [50]), σε περίπου 44.000 [51] στο Νομό Ξάνθης (πληθυσμός νομού 101.856 κάτοικοι) και σε περίπου 9.000 στο Νομό Έβρου(συνολικός πληθυσμός νομού 150.580 κάτοικοι). [2]
Ανιθαγενείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από τα μέσα του 1950 έως το 1998 υπήρχε το Άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας σύμφωνα με το οποίο «αλλογενής εγκαταλιπών το Ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως δύναται να κηρυχθεί απολέσας την Ελληνικήν ιθαγένειαν». Με βάση το Άρθρο αυτό το άρθρο αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια κατοίκων των παραμεθόριων χωριών κατά τον Εμφύλιο πόλεμο οι οποίοι είχαν τότε καταφύγει σε χώρες του ανατολικού μπλοκ. Μετά το 1967 το άρθρο αυτό εφαρμόστηκε σε μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης. Η αφαίρεση Ιθαγένειας γινόταν με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών και το υπηρεσιακό Συμβούλιο Ιθαγένειας. Αφαιρέθηκαν 60.044 ιθαγένειες, από τις οποίες 50.000 εκτιμάται ότι ανήκουν στην Μουσουλμανική μειονότητα Θράκης. Μετά από πίεση του Συμβουλίου της Ευρώπης το Άρθρο 19 καταργήθηκε το 1998.
Σαρία
Στη Δυτική Θράκη, εφαρμόζεται για τους μουσουλμάνους από το Ελληνικό κράτος η Σαρία, ο ιερός νόμος του ισλάμ. Ο νόμος εφαρμόζεται από το κράτος, όπως ορίζει η ισλαμική θρησκεία, αλλά και η Συνθήκη της Λωζάνης. Για το λόγο αυτό, το Ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να διεθέτει δημόσιους λειτουργούς για το σκοπό αυτό, τους μουφτήδες. Μάλιστα, ο ιερός ισλαμικός νόμος είναι ανώτερος από το Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Αστικό Δίκαιο και το γεγονός προκαλεί πολλά προβλήματα στους μουσουλμάνους που καταφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Συμμετοχή σε εκλογές
Το μέγεθος της Μειονότητας -στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης- προσελκύει το ενδιαφέρον των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και των συνδυασμών που δραστηριοποιούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση και αυτό φαίνεται στο γεγονός ότι μειονοτικοί υποψήφιοι συμμετέχουν σε ψηφοδέλτια κομμάτων και συνδυασμών είτε ως επικεφαλής είτε σε άλλες εκλόγιμες θέσεις. Από το 1923 έως το 1933 το βενιζελικό κόμμα κυριαρχούσε στις τάξεις της μουσουλμανικής μειονότητας καθώς εκλέγονταν αποκλειστικά βενιζελικοί βουλευτές, ενώ μετά τον Μάρτιο του 1933 άρχισαν να υποστηρίζουν μαζικότερα τα αντιβενιζελικά κόμματα.
Στις δημοτικές εκλογές του 2010 η Σιμπέλ Μουσταφάογλου είχε διεκδικήσει ως επικεφαλής ανεξάρτητου μειονοτικού συνδυασμού τον Δήμο Κομοτηνής και είχε νικήσει τον πρώτο γύρο με άνεση.Την περίοδο 1985–1993 υπήρχε το φαινόμενο της καθόδου ανεξάρτητων συνδυασμών που απευθύνονταν αποκλειστικά στην μειονότητα με προεξέχοντα τον βουλευτή Ροδόπης Αχμέτ Σαδίκ. Από το 1993 οπότε και καθιερώθηκε το πλαφόν του 3% για εκπροσώπηση στην Βουλή καθιερώθηκε η συμμετοχή της μειονότητας στα ψηφοδέλτια πανελλαδικών κομμάτων κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα. Μερικοί από τους σημαντικότερους μειονοτικούς Βουλευτές της μειονότητας στην μεταπολίτευση είναι οι Αχμέτ Σαδίκ,Αχμέτ Ιλχάν, Αχμέτ Χατζηοσμάν και Αϊχάν Καρά Γιουσούφ από την Ροδόπη και οι Αχμέτ Φαήκογλου,Τετσίν Μανατζή και Χουσεΐν Ζειμπέκ από την Ξάνθη. Σήμερα η μειονότητα εκπροσωπείται στην βουλή από 4 βουλευτές. Τους Αχμέτ Ιλχάν (Δημοκρατική Συμπαράταξη), Μουσταφά Μουσταφά (ΣΥΡΙΖΑ), Αϊχάν Καρά Γιουσούφ (ΣΥΡΙΖΑ) στην Ροδόπη και Χουσεΐν Ζειμπέκ (ΣΥΡΙΖΑ) στην Ξάνθη
Σχόλια