Κύριες αιτίες της ήττας της Στρατιάς Μ. Ασίας και της καταστροφής του Στρατού τον Αύγουστο του 1922
Το παρόν κείμενο αποτελεί μία ελαφρώς εκτενέστερη έκδοση του άρθρου μας με τίτλο «Κύριες αιτίες της ήττας της Στρατιάς Μ. Ασίας και της καταστροφής του Στρατού τον Αύγουστο του 1922» που δημοσιεύτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2018 στο «Αφιέρωμα Μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή» της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ της Κυριακής.Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, την υπεύθυνη για την έκδοση του «Αφιερώματος Μνήμης στη Μικρασιατική Καταστροφή», δημοσιογράφο κυρία Μαρίνα Ζιώζιου και τον ιστορικό κύριο Βλάση Αγτζίδη που επιμελήθηκε την έκδοση του αφιερώματος, για τη τιμή που μας έκαναν να παρουσιάσουμε τη δική μας άποψη για το τραγικότερο γεγονός της σύγχρονης ιστορίας μας.
Επιχειρήσεις (Σχεδιάγραμμα 1)
Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922 (π.ημ.)2 η 1η Τουρκική Στρατιά επιτέθηκε εναντίον των Ελληνικών μεραρχιών που κάλυπταν τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ. Η Ελληνική διοίκηση υπέστη στρατηγικό αιφνιδιασμό και εξ αιτίας της απουσίας εφεδρείας και άλλων αδυναμιών, η αντίδρασή της υπήρξε ατελέσφορη. Το πρωί της 14ης η άμυνα κατέρρευσε και ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Τρικούπης, διέταξε άμεση απαγκίστρωση. Την επομένη οι υποχωρούσες δυνάμεις διασπάστηκαν στην ομάδα Τρικούπη που συμπτυσσόταν βραδέως βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής και την ομάδα Φράγκου που τη νύκτα της 15ης εγκαταστάθηκε στην οχυρωμένη τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Στις 16/8 η Ομάδα Φράγκου εγκατέλειψε αμαχητί τη τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ, μολονότι προ του μετώπου της η Ομάδα Τρικούπη μαχόταν σκληρά για να συνενωθεί μαζί της. Στις 17 Αυγούστου η Ομάδα Τρικούπη καταστράφηκε στη κοιλάδα του Αλή Βεράν, αιχμαλωτισθέντων και των διοικητών των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού, ενώ η Ομάδα Φράγκου υποχώρησε «εν διαλύσει» προς το Αιγαίο.
Μέχρι και σήμερα, η γενική ιστοριογραφία δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τη ραγδαία ήττα και συντριβή της Μικρασιατικής Στρατιάς των 200.000 ανδρών και των 400 πυροβόλων, που μέχρι και τις 13 Αυγούστου 1922 συνέχιζε να είναι ισοδύναμη (αν όχι ισχυρότερη) του Τουρκικού στρατού. Οι συντάκτες του παρόντος θεωρούν ως σημαντικότερες αιτίες τις παρακάτω:
Επί της πολιτικής διεύθυνσης της εκστρατείας
Μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα τον Αύγουστο του 1921, η κυβέρνηση διέταξε (στις 4 Σεπτεμβρίου 1921) τη συμπτυσσόμενη από τον Σαγγάριο Στρατιά να εγκατασταθεί σε μία γραμμή που θα απέκοπτε την Κωνσταντινούπολη από την υπόλοιπη Τουρκία και θα κάλυπτε μία έκταση μεγαλύτερη της διεκδικούμενης, προκειμένου η επιπλέον να χρησιμοποιηθεί ως αντάλλαγμα στις διαπραγματεύσεις! Είναι πρόδηλο ότι η κυβέρνηση αδυνατούσε να αντιληφθεί ότι μετά την αποτυχία των θερινών επιχειρήσεων για την καταστροφή του Τουρκικού στρατού, η Κεμαλική Τουρκία θα ενισχυόταν πολιτικά και οι αντιλήψεις των «συμμάχων» για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος θα μετατοπίζονταν σε δυσμενέστερες θέσεις για τα Ελληνικά συμφέροντα.
Αν η κυβέρνηση συνεκτιμούσε με ρεαλισμό τις πολιτικοστρατιωτικές επιπτώσεις από την αποτυχία του Σαγγάριου και τη διακηρυγμένη απόφαση των Κεμαλικών να «διώξουν» τα ξένα στρατεύματα από την Μικρά Ασία —ως βασική προϋπόθεση για την συνομολόγηση συμφωνίας ειρήνης— θα αντιλαμβανόταν ότι το ζήτημα της παραμονής της Ελλάδας στη Μικρά Ασία θα λυνόταν αναπόφευκτα και πολύ σύντομα στο πεδίο της μάχης και όχι στις αίθουσες των διαπραγματεύσεων.
Κατόπιν τούτων, για να συνεχιστεί με ασφάλεια η παραμονή του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, επιβαλλόταν η γενική κινητοποίηση των απανταχού της γης δυνάμεων του έθνους, η ανασυγκρότηση και η ενίσχυση της Στρατιάς, η διατήρηση ακμαίου του ηθικού και του επιθετικού πνεύματος, η αξιοποίηση, τόσο στα σχέδια όσο και στην εκπαίδευση, των συμπερασμάτων από τις διεξαχθείσες επιθετικές επιχειρήσεις του θέρους του 1921, η εγκατάσταση των δυνάμεων σε μία ισχυρή αμυντική τοποθεσία που να επιτρέπει την οικονομία δυνάμεων και η τήρηση του μεγαλύτερου μέρους της δύναμης σε εφεδρεία, ώστε η Στρατιά, διατηρώντας ελευθερία ενεργείας, να αντιδρά άμεσα και αποφασιστικά σε οποιαδήποτε ενέργεια του αντιπάλου. Μολονότι στον Σαγγάριο δεν επετεύχθη η καταστροφή του Τουρκικού στρατού, η Στρατιά μπορούσε να κερδίσει την αμυντική μάχη και να αλλάξει τη πορεία των πραγμάτων θετικά για την Ελλάδα. Η «άλλη» λύση, ήταν η ταχεία αποχώρηση του Στρατού και του Ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία.
Παρά ταύτα η κυβέρνηση εναπόθεσε τις ελπίδες της για εξεύρεση λύσης στις διαπραγματεύσεις και ο πρωθυπουργός αναχώρησε στις 4 Οκτωβρίου για το εξωτερικό, όπου και παρέμεινε επί πεντάμηνο, κρούοντας ματαίως κλειστές πόρτες. Στο μεσοδιάστημα από την αποτυχία του Σαγγάριου μέχρι και τη τελική Τουρκική επίθεση, η κυβέρνηση αδιαφόρησε για την ενίσχυση της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς και αγνόησε τις αναφορές των ανωτάτων διοικητών για τα ζητήματα που επηρέαζαν δυσμενώς τη πειθαρχία και το ηθικό και ειδικότερα τη γενικευμένη ανυποταξία και λιποταξία, καθώς και την ανισότητα στο καταβαλλόμενο φόρο αίματος (νοσηρή, δυσώδης και άνομη πρακτική που διαιωνίζεται μέχρι και σήμερα).
Γενική κινητοποίηση των δυνάμεων του έθνους δεν επιχειρήθηκε και ούτε δημιουργήθηκε «Μικρασιατική ιδεολογία» στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.
Ο τετράκις αποτυχών Αρχιστράτηγος Παπούλας διατηρήθηκε στη θέση του, αντικατασταθείς το Μάιο του 1922 από τον «ιδιόρρυθμο» και αυταρχικό αντιστράτηγο Χατζανέστη, που βρισκόταν εκτός στρατεύματος από το 1916.
Επί της στρατιωτικής διεύθυνσης της εκστρατείας (Σχεδιάγραμμα 2)
Μολονότι η κυβέρνηση συνιστούσε στη Στρατιά να διαρρυθμίσει τις αποφάσεις και τις ενέργειές της με βάση το στρατιωτικό συμφέρον, η διοίκηση της Στρατιάς (και η κυβέρνηση) ελκυόμενη από την κατοχή μεγάλων πόλεων, αποφάσισε να εγκατασταθεί σε μία αμυντική γραμμή που θα κάλυπτε τη σιδηροδρομική γραμμή της «Βαγδάτης – Σμύρνης», παρ’ όλο που παραδεχόταν ότι αυτή «ουδέν φυσικόν κώλυμα» διέθετε που να την καθιστά πλεονεκτική για άμυνα. Η περίπτωση εγκατάστασης στην ισχυρή τοποθεσία των ορέων Ακάρ – Μουράτ – Ακτσάλ – 1799 – Τουρκμέν – Τουτλουτζά – Μποζ (ή Ντουμανίτς – Όλυμπος), με παράλληλη ριζική καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής της «Βαγδάτης – Σμύρνης» (εν απουσία της οποίας ο στερούμενος φορτηγών αυτοκινήτων Τουρκικός στρατός δεν θα ήταν σε θέση —για μεγάλο χρονικό διάστημα— να αναλάβει την εκτέλεση ευρέων επιθετικών επιχειρήσεων) ουδέποτε εξετάστηκε.
Η επιλεγείσα αμυντική γραμμή ήταν μεγάλου αναπτύγματος, αντιοικονομική, στερούταν ισχυρών εδαφικών ερεισμάτων και απορρόφησε στη κάλυψή της το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων της Στρατιάς. Η διάταξη των δυνάμεων επί του μετώπου ήταν ανορθολογική, με περιοχές περιορισμένης επικινδυνότητας να απορροφούν δυσανάλογα μεγάλες δυνάμεις. Το πυροβολικό τάχθηκε εφ’ ολοκλήρου του μετώπου, και μετατράπηκε σε τοπομαχικό. Μολονότι η Στρατιά είχε εκτιμήσει ότι επιβαλλόταν η τήρηση «ολοκλήρων Μεραρχιών εν εφεδρεία, ων ο αριθμός κατ’ ελάχιστον δέον να υπολογισθή εις το ήμισυ των διατιθεμένων» —και τούτο επειδή δεν θα υπήρχε επαρκής χρόνος προειδοποίησης περί Τουρκικής επίθεσης— αυτό ουδέποτε επιτεύχθηκε. Το τελικό αποτέλεσμα των παραπάνω επιλογών ήταν η μετάλλαξη της Μικρασιατικής Στρατιάς από εμπειροπόλεμη στρατηγική δύναμη σε μία διοίκηση δυνάμεων προκαλύψεως, κατεσπαρμένων σε ένα μέτωπο 800 χιλιομέτρων, ανίκανη να αντιδράσει αποτελεσματικά σε μία μεγάλη Τουρκική επίθεση.
Η δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας στοιχήθηκε σε έδαφος αμυντικά μειονεκτικό και υποκείμενο στο κατεχόμενο από τον εχθρό έδαφος, οχυρώθηκε πλημμελώς, στερούταν επαρκούς πυροβολικού και εφεδρείας, και οι εκεί αμυντικές δυνάμεις είχαν σοβαρά προβλήματα διοίκησης και αξιοπιστίας. Υποβληθείσα πρόταση από τον Υπαρχηγό του επιτελείου της Στρατιάς για τη μεταφορά της ΙΙας Μεραρχίας στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας ως εφεδρεία, απορρίφθηκε από τον Χατζανέστη.
Τα συμπεράσματα των επιχειρήσεων του 1921 ουδόλως αξιοποιήθηκαν. Το Ιππικό παρέμεινε ο «φτωχός συγγενής» του Πεζικού, η Μεραρχία Ιππικού βρισκόταν μακριά από την εξέχουσα, τα αξιόλογα πυροβόλα Σκόντα των 105 χιλ. διατέθηκαν σε μη κρίσιμης σημασίας περιοχές, τα σύγχρονα βαρέα πυροβόλα Σκόντα μεταφέρθηκαν στην Αν. Θράκη, τα μικρών δυνατοτήτων διατιθέμενα αναγνωριστικά αεροσκάφη δεν αντικαταστάθηκαν από νεώτερα, τα κενά της μάχιμης δύναμης δεν συμπληρώθηκαν και οι διοικήσεις δεν «έμαθαν» από τις προηγηθείσες επιχειρήσεις το πώς ενεργούν οι Τούρκοι.
Η ευθύνη της άμυνας της εξέχουσας ανατέθηκε στον υποστράτηγο Τρικούπη, που αποδεδειγμένα ενεργούσε «συντηρητικά». Ο Τρικούπης είναι ο κύριος υπεύθυνος που η αμυντική μάχη, και κυρίως η υποχωρητική προς το Τουμλού Μπουνάρ, διεξήχθησαν υπό δυσμενείς συνθήκες για τα Ελληνικά όπλα. Πειθαρχώντας στις διαταγές του Χατζανέστη, δεν τόλμησε να αναπτύξει την επιβαλλόμενη εκ της ανάγκης των πραγμάτων πρωτοβουλία, κώφευσε στις εκκλήσεις των υφισταμένων του για ταχεία σύμπτυξη στο Τουμλού Μπουνάρ και καταδίκασε τις άθικτες δυνάμεις που τον ακολουθούσαν σε συντριβή και αιχμαλωσία.
Η πειθαρχία και το ηθικό του Στρατού δεν βρίσκονταν στο απαιτούμενο εκ των περιστάσεων επίπεδο. Η δεκαετής πολεμική προσπάθεια, η μακρά απουσία των στρατιωτών από τις εστίες τους, η αποτυχία των θερινών επιχειρήσεων που στέρησαν την ελπίδα επιτυχούς κατάληξης της εκστρατείας, το άφθονο αίμα που χύθηκε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς και τα αναζωπυρωθέντα πάθη του διχασμού, άσκησαν δυσμενή επιρροή στη πειθαρχία και το ηθικό. Επιπλέον η στασιμότητα και η δεκάμηνη αδράνεια, χαλάρωσαν έτι τη πειθαρχία.
Παρά ταύτα, το μειωμένο ηθικό δεν αποτέλεσε τη κύρια αιτία της ήττας, όπως ισχυρίζονται πολλοί. «Το μειωμένον ηθικόν συνέτεινεν, αλλά δεν έκρινεν. Ο Έλλην στρατιώτης επολέμησεν … γενναίως …». Οι μονάδες που διέθεταν ικανές διοικήσεις, πολέμησαν με ηρωισμό και διατήρησαν τη συνοχή τους. Τα περιστατικά ανυπακοής, διαρροής και εγκατάλειψης θέσεων που παρουσιάστηκαν σε κάποιες μονάδες, ήταν αποτέλεσμα αφ’ ενός των ανίκανων διοικήσεων αυτών των μονάδων και αφ’ ετέρου της κακής διεύθυνσης της μάχης από τις ανώτερες διοικήσεις. Η επιβαλλόμενη απομάκρυνση των ανίκανων αξιωματικών από τη διοίκηση μονάδων, μολονότι ζητήθηκε, δεν εγκρίθηκε και δεν έγινε. [σ.σ.: «Δεν κάνουν όλοι οι αξιωματικοί για διοικητές μονάδων και πολύ λιγότεροι είναι οι ηγέτες». Το «αξίωμα» αυτό, δεν το έχει αποδεχθεί ακόμη ο Ελληνικός Στρατός.]
Παρά τα παραπάνω σοβαρότατα προβλήματα (για τα οποία η κυβέρνηση ήταν ενήμερη), η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι η διάταξη των δυνάμεων και η οχύρωση της αμυντικής τοποθεσίας εγγυόνταν την απόκρουση κάθε Τουρκικής επίθεσης και κατόπιν τούτου διαβεβαίωνε την κυβέρνηση ότι το μέτωπο ήταν ακλόνητο.
Ο Τουρκικός στρατός
Μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου, η Τουρκική ηγεσία μετέφερε τις δυνάμεις της νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ, τηρώντας τη προκάλυψη έναντι της Ελληνικής Στρατιάς με ασθενείς δυνάμεις. Παράλληλα ανέλαβε ένα ευρύ πρόγραμμα ανασυγκρότησης, ενίσχυσης, εξοπλισμού και εκπαίδευσης του Τουρκικού στρατού, προετοιμάζοντας μεθοδικά την τελική επίθεση της. Κύριος συμπαραστάτης στο έργο της ήταν το σώμα των αξιωματικών, που είχαν επιλεγεί με αυστηρά κριτήρια ικανότητας από τα πολυάριθμα στελέχη του πρώην Οθωμανικού στρατού. Διέθεταν συνείδηση της αποστολής τους και ήταν αυτοί που συγκρατούσαν σε συνοχή το Τουρκικό στρατό.
Η επιτυχία του Τουρκικού σχεδίου επιθέσεως στηρίχθηκε στους εξής τέσσερις πυλώνες: 1) Στη προσβολή του ασθενούς της Ελληνικής αμυντικής διάταξης δια δυνάμεων εξαιρετικά υπέρτερης ισχύος. 2) Στη μεταφορά με απόλυτη μυστικότητα του κύριου όγκου του Τουρκικού στρατού (12 μεραρχίες Πεζικού και 3 Ιππικού) νότια της Εξέχουσας του Αφιόν, προς επίτευξη στρατηγικού αιφνιδιασμού της Ελληνικής διοίκησης, όπως και τελικά συνέβη. 3) Στη συγκεντρωτική χρησιμοποίηση του διατιθέμενου βαρέως πυροβολικού κατά περιορισμένων στόχων, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία ρήγματος στην Ελληνική άμυνα. 4) Στην τολμηρή διείσδυση του Τουρκικού Ιππικού στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων για την προσβολή των γραμμών συγκοινωνιών και επικοινωνιών των αμυνομένων με τη Σμύρνη και τη πρόκληση πανικού.
Επίλογος
Η ήττα και η συντριβή της Στρατιάς Μ. Ασίας δεν ήταν αυτονόητη, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα της μη ρεαλιστικής ανάλυσης της γενικής πολιτικοστρατιωτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε μετά την αποτυχία του Σαγγάριου, της μη ενίσχυσης των δυνατοτήτων στης Στρατιάς, της εγκατάστασης της Στρατιάς σε μία αντιοικονομική και μειονεκτική αμυντικά γραμμή, της ανορθολογικής διάταξης των δυνάμεων, της μη ύπαρξης ισχυρών εφεδρειών και ειδικότερα της απουσίας εφεδρείας στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας, της κακής κατανομής και χρησιμοποίησης του πυροβολικού, της μη απομάκρυνσης των ανίκανων αξιωματικών από τη διοίκηση των μονάδων, της αδιαφορίας των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών για την πειθαρχία και το ηθικό του στρατού, της εκμηδένισης του επιθετικού πνεύματος εξ αιτίας της μακρόχρονης αδράνειας και της ισχυρά εδραιωμένης αντίληψης στις ανώτατες ηγεσίες ότι η παθητική άμυνα επί του τεράστιου μετώπου ήταν αδιάσπαστη, και τέλος της σφαλερής διεύθυνσης της αμυντικής και υποχωρητικής μάχης από τους ανώτατους διοικητές. Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι ο στρατός μας ηττήθηκε από τον Τουρκικό, του οποίου δεκάδες άνδρες αυτομολούσαν καθημερινά στις Ελληνικές γραμμές. (Το πρωί της 14ης Αυγούστου, 40 αυτόμολοι της 6ης Τουρκικής μεραρχίας παραδόθηκαν στο Κέντρο Αντιστάσεως Κίρκα).
Σημειώσεις
- Το άρθρο αναφέρεται αποκλειστικά στα κύρια αίτια της ήττας του Ελληνικού Στρατού στις μάχες που διεξήχθησαν στο διάστημα 13-17 Αυγούστου 1922 και όχι στα αίτια της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
- Οι ημερομηνίες που αναφέρονται στο κείμενο είναι με το παλαιό ημερολόγιο.
Σχόλια