Ανάλυση της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στην Τουρκία και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων
Ε. Κ. Πολυχρονιάδης*
Ας αρχίσουμε χαλαρά με μια γελοιογραφία από την Καθημερινή:
Και κάτι ακόμη, στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε ο Πρόεδρος Ερντογάν στον Πρωθυπουργό μας την Τρίτη (5/2) το βράδυ στην Άγκυρα, όπου αιφνιδίως προσκάλεσε και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ακούστηκε το τραγούδι «Μεσ’ του Βοσπόρου τα Στενά». Εξαιρετικό το κλίμα φιλίας που επικρατούσε και μακάρι να μην δούμε καμιά νέα «συμφωνία του Έβρου», μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στο εγγύς μέλλον. Για να είμαι όμως ειλικρινής δεν μου άρεσε η εκτέλεση του τραγουδιού. Γι’ αυτό σας παραθέτω μια εκτέλεση από τον Γιώργο Νταλάρα, που περιέχεται στο δίσκο «Μικρά Ασία», μαζί με ένα ακόμη τραγούδι, όλα συμβολικά (ακούστε με προσοχή τα λόγια των τραγουδιών, Τούρκος εγώ και συ Ρωμιός, και εγώ λαός και συ λαός…):
Μεσ’ του Βοσπόρου τα Στενά-Γ. Νταλάρας
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω – Γ. Νταλάρας
Αν επισκεφθεί κανείς τα μικρασιατικά παράλια, ιδιαίτερα τα Μοσχονήσια, όπου εγκαταστάθηκαν, μετά την ανταλλαγή, Κρητικοί μουσουλμάνοι (ουσιαστικά Έλληνες που είχαν αλλάξει θρησκεία) θα δει στην πράξη το «και εγώ λαός και συ λαός» και θα δακρύσει!
Στο επίσημο αυτό δείπνο που αναφέραμε, συνόδεψαν τον Πατριάρχη, προσκληθέντες και αυτοί από τον Τούρκο Πρόεδρο, ο πρώην εκπρόσωπος των μειονοτήτων στο Συμβούλιο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων Λάκης Βίγκας, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ιμβρίων Αθηνών Στέλιος Πούλαδος και ο πρόεδρος του Ρωμαίικου Πνευματικού και Πολιτιστικού Συνδέσμου Σμύρνης Γιώργος Θεοδωρίδης.
Στη φωτογραφία με τη σειρά ο Στέλιος Πούλαδος, ο Λάκης Βίγκας, ο Πατριάρχης και ο Γιώργος Θεοδωρίδης.
Ο κ. Βίγκας, κορυφαίος εκπρόσωπος της ρωμαίικης Κωνσταντινούπολης, χαίρει εκτιμήσεως τόσο από το Πατριαρχείο και τη Ρωμαίικη κοινότητα, όσο και από την Τουρκική κυβέρνηση, αλλά και τις άλλες μειονοτικές κοινότητες.
Ο κ. Πούλαδος εκπροσωπεί τους Ίμβριους, που πραγματοποίησαν, στην κυριολεξία, ένα θαύμα. Μέσα σε μια φθίνουσα κοινότητα γερόντων έχουν δημιουργήσει σήμερα στην Ίμβρο τέσσερα σχολεία με 47 παιδιά. Η ελληνική κοινότητα που μόλις το 2013 απέκτησε και πάλι Δημοτικό στους Αγίους Θεοδώρους, το 2015 Γυμνάσιο και Λύκειο στα Αγρίδια και το 2017 νηπιαγωγείο επίσης στους Αγίους Θεοδώρους, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι το κουδούνι που χτύπησε στα ελληνικά σχολεία βρήκε στην Ίμβρο συνολικά 47 μαθητές. Πραγματικό θαύμα.
Χορηγός των σχολείων, αλλά και της όλης προσπάθειας οι απανταχού Ίμβριοι, που πήραν το θέμα της αναβίωσης της Ελληνορθόδοξης Ίμβρου στα χέρια τους (μακριά από την Ελληνική πολιτεία, που επί χρόνια άφησε την Ίμβρο και τους Ιμβρίους στην τύχη τους, όπως άλλωστε και όλες τις Ελληνικές μειονότητες στα όμορα κράτη) καθώς και η Turkcell. Θέλει πολύ σθένος, κουράγιο και πατριωτισμό για να αφήσεις τον καναπέ σου στην Αθήνα και να εγκατασταθείς οικογενειακά στην Ίμβρο! Αυτός είναι Πατριωτισμός και σίγουρα χρωστάμε ακόμη μια επίσκεψη εκεί για να δούμε τα σχολεία από κοντά.
Στη φωτογραφία, το ανακαινισμένο σχολείο, με τα παιδιά και τον Πατριάρχη στο μπαλκόνι. Ούτε σε όνειρο δεν θα μπορούσαν να το δουν αυτό, οι Ιμβριώτες πριν 10 χρόνια, αλλά τα κατάφεραν. Αυτό είναι το θαύμα.
Τέλος, ο νεαρός κ. Θεοδωρίδης και η νέα Ρωμαίικη κοινότητα της Σμύρνης, καλείται να κάνει και αυτή το θαύμα της.
Το πρόγραμμα του Πρωθυπουργού ήταν ιδιαίτερα πλούσιο και σίγουρα η επίσκεψη δεν ήταν τουριστική.
Πρωταρχικός στόχος η συνέχιση της τήρησης της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας. Όλοι ξέρουν ότι ο Ερντογάν κρατά τη στρόφιγγα των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία στην Ευρώπη. Ο Ερντογάν παραπονιέται ότι η Ευρώπη δεν του έδωσε ακόμη όλα τα χρήματα που του υποσχέθηκαν. Θα μπορούσε να εκβιάσει την Ευρώπη και ένας μόνο μήνας είναι αρκετός. Το θέμα όμως είναι ότι τον εκβιασμό αυτό θα τον υποστεί η Ελλάδα και ο Τσίπρας το ξέρει καλά. Το ότι ο Ερντογάν δεν προχωρεί στον εκβιασμό, δεν είναι γιατί σκέφτεται την Ελλάδα και τον Τσίπρα, αλλά γιατί δεν θέλει να έχει απέναντή του μια «θυμωμένη» Ευρώπη. Τα οικονομικά συμφέροντα που έχει μαζί της (ιδιαίτερα με τη Γερμανία) είναι μεγάλα και δεν θέλει να ανοίξει νέα μέτωπα, τώρα που η Τουρκική οικονομία δεν πάει καλά.
Γενικά, τα διμερή θέματα (και αυτά που η Τουρκία τα έκανε διμερή) είναι πολλά, τα περισσότερα μάλιστα (όπως το Αιγαίο και η ανατολική Μεσόγειος) είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Η Τουρκία, παρ’ όλη τη μεγάλη ακτογραμμή που διαθέτει, είναι «αδικημένη» από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και γι’ αυτό δεν το αναγνωρίζει. Για το λόγο αυτό με καλά σχεδιασμένη στρατηγική και μακροχρόνια συνέπεια, αλλά και «τσαμπουκά» (διότι ξέρει τη δύναμή της) προσπαθεί να «επιβάλει» το εθνικό της συμφέρον. Το θέμα είναι το τι κάνουμε εμείς. Εμείς, χωρίς στρατηγική και πολιτική συναίνεση, αλλά και μεγάλη σπατάλη πόρων (χρημάτων, που τα πλήρωσαν οι Έλληνες φορολογούμενοι) περιμένουμε τους Αμερικάνους να μας σώσουν. Αλλά, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, οι Αμερικάνοι κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον. Και αυτό, διαχρονικά και μέχρι σήμερα, γέρνει προς τη μεριά της Τουρκίας. Ένα δείγμα των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων (που αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις) είναι το ότι ούτε τολμούμε να ζητήσουμε τη στήριξη των ΗΠΑ σε κρίσιμα θέματα, όπως είναι το δικαίωμά μας στην επέκταση του ορίου της αιγιαλίτιδος ζώνης μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια και την άρση του casus belli, που ψήφισε η Τουρκική Βουλή το 1995. Θα μου πείτε, είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά μεταξύ χωρών μελών του ΝΑΤΟ; Και όμως είναι και είναι ενδεικτικά του παραλογισμού που επικρατεί στον κόσμο, με την ανοχή των ισχυρών.
Όσο και αν πασχίζουμε να είμαστε το «καλό παιδί» με τους Αμερικάνους, τελικά πιστεύω ότι δίνουμε περισσότερα απ’ ότι παίρνουμε, περιμένοντας μόνο την υποστήριξή τους σε μια ενδεχόμενη «εμπλοκή». Και αυτή η υποστήριξη πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι προς τη μεριά μας. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα των Ιμίων, όπου, με ανάμειξη των Αμερικανών, χάσαμε κυριαρχικά μας δικαιώματα, εκφράζοντας μάλιστα και ευχαριστίες. Μέχρι που μπορεί να κατρακυλήσει η εθνική μας αξιοπρέπεια;
Σε όλα τα θέματα, με κυρίαρχα βέβαια τα εθνικά, χρειάζεται στρατηγικός σχεδιασμός, για να αναζητήσουμε, να βρούμε και να προωθήσουμε τα θέματα στα οποία υπάρχει αμοιβαίο συμφέρον, με τους ισχυρούς της γης, έτσι ώστε η επίλυσή τους να παράγει αμοιβαίο όφελος. Αυτή είναι η μοναδική περίπτωση να πετύχουμε κάτι χρήσιμο για την Πατρίδα μας. Δυστυχώς όμως και στο θέμα αυτό (όπως άλλωστε σε όλα τα θέματα, μικρά και μεγάλα) είμαστε «χύμα». Είναι κατάντια ότι ακόμη και στα εθνικά ακόμη θέματα, ελάχιστες φορές καταφέραμε να δημιουργήσουμε πολιτική συναίνεση, που θα έδινε συνέπεια, συνέχεια και κύρος στην εξωτερική μας πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Αντ’ αυτού, με τις κομματικές προτεραιότητες, που συνήθως υπερισχύουν έχουμε γίνει διεθνώς ανυπόληπτοι, με αποτέλεσμα να τρώμε «σφαλιάρες», χωρίς διαμαρτυρία. Ας μην ξεχνάμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, την πρόσφατη «δολοφονία» ενός Έλληνα, του Κωνσταντίνου Κατσίφα από την Αλβανική Αστυνομία. Θυμηθείτε τα γεγονότα και δείτε ποια χώρα συμπεριφέρθηκε ως ισχυρή και ποια ως αδύναμη και φοβική;
Μετά την μεγάλη αυτή παρένθεση, ας γυρίσουμε ξανά στην επίσκεψη του Πρωθυπουργού μας στην Τουρκία.
Την επομένη, 6 Φεβρουαρίου, εκτός της Αγίας Σοφίας, ο Πρωθυπουργός επισκέφτηκε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η επίσκεψη στη Χάλκη ήταν μια κίνηση υψηλού συμβολισμού.
Ήταν ο πρώτος Έλλην εν ενεργεία πρωθυπουργός που επισκέπτεται τη Θεολογική Σχολή. Η επίσκεψη αυτή καθώς και η πρόσκληση του Παναγιωτάτου στο επίσημο δείπνο στο Προεδρικό μέγαρο συμβαίνουν για πρώτη φορά. Και τα δύο μαζί αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν συνδυαστούν με τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν, ότι η ατζέντα των συνομιλιών περιλαμβάνει θέματα μειονοτήτων στη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Βλέπουμε και πάλι το πανταχού παρόν «παζάρι» των Τούρκων, που γίνεται ευθαρσώς και καθόλου καλυμμένα. Πάντοτε μπαίνει και η Θράκη στο λογαριασμό. Και μιλάμε για δυο πράγματα που σήμερα πλέον δεν συγκρίνονται. Από την μια μεριά υπάρχει μια Ορθόδοξη μειονότητα 2000 περίπου ατόμων, στο μεγαλύτερό της ποσοστό υπερηλίκων, στην Πόλη και από την άλλη μια ηλικιακά ακμαία μουσουλμανική μειονότητα 120000 περίπου ατόμων στη Θράκη.
Να πούμε εδώ ότι η αριστερή «κουλτούρα» του κ. Τσίπρα δεν είναι «αυστηρή» με την «τουρκοποίηση» της μουσουλμανικής μειονότητος, που αποτελεί την κύρια και συστηματική επιδίωξη της Άγκυρας, εδώ και πολλά χρόνια. Η αριστερή ιδεολογία δεν «σκάει» για τους Πομάκους, που κατά πλειοψηφία έχουν ήδη απορροφηθεί από το Τουρκικό Προξενείο. Εδώ δεν έσκασαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις «επιβάλλοντας» σε όλους τους μουσουλμάνους την Τουρκική γλώσσα (βλέπε προγράμματα Φραγκουδάκη – Δραγώνα, με χρήματα της ΕΕ, 80 %, αλλά και Ελληνική οικονομική συμμετοχή, 20%). Είναι επίσης χρήσιμο να θυμηθούμε εδώ την παρουσία της κας Δραγώνα στην εκδήλωση που πραγματοποιήσαμε στην Κομοτηνή για την «εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων». Η κα Δραγώνα ταξίδεψε τότε μέχρι την Κομοτηνή για να σιγουρευτεί ότι δεν θα λέγαμε «κακό λόγο» για τα προγράμματά της. Είναι βέβαια γεγονός αναμφισβήτητο ότι στη Θράκη μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας και δεν φταίει μόνο η κα Δραγώνα γι’ αυτό. Απλά το συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι το τελευταίο (2014) «επίσημο» παράδειγμα.
Επανερχόμενοι στη Θεολογική Σχολή, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κ. Ερντογάν (ή ο όποιος Ερντογάν) δεν πρόκειται να επιτρέψει την επαναλειτουργία της, εάν δεν πάρει ανταλλάγματα στη Θράκη. Άλλωστε το δήλωσε με ειλικρίνεια. Μην εκπλαγείτε λοιπόν αν δείτε κάτι σχετικό με τους Μουφτήδες να περνάει «απαρατήρητο» σε κάποιο νομοσχέδιο «σκούπα» του Υπουργείου Παιδείας. Όπως απαρατήρητη πέρασε η «υποχρεωτική συνταξιοδότηση» των προηγούμενων νόμιμων Μουφτήδων, που είχε διορίσει η Ελληνική κυβέρνηση.
Συγχρόνως, η επαναλειτουργία της Χάλκης αποτελεί πάγιο αίτημα (όχι βέβαια πρώτης προτεραιότητος) των ΗΠΑ, που υποστηρίζουν την Πατριαρχική πρωτοκαθεδρία στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έναντι της Ρωσικής Εκκλησίας, που διεκδικεί επίσης τα ηνία της Ορθοδοξίας. Είθε να βοηθήσει ο Θεός για να μην έχουμε και άλλες εθνικές απώλειες.
Στην παρακάτω φωτογραφία το πρωθυπουργικό ζεύγος με τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Προύσης Κ. Ελπιδοφόρο, που είναι και Ηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη. Ο Κ. Ελπιδοφόρος είναι συγχρόνως και Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το Κυπριακό είναι επίσης ένα άλλο θέμα ύψιστου Ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια, με την ανακάλυψη των ενεργειακών πηγών στην ανατολική Μεσόγειο, έχει πάρει άλλες διαστάσεις, διότι οι μεγάλες δυνάμεις (του Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου) ενδιαφέρονται για την σταθεροποίηση (διάβαζε αμερικανοποίηση) της περιοχής και βέβαια δεν τους νοιάζουν τα δικά μας εθνικά δίκαια, όπως άλλωστε έγινε και με τις Πρέσπες. Όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια καλή συμφωνία, που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο και για την επίλυση του Κυπριακού. Ο Ερντογάν βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία και πρότεινε για τις δύο χώρες να αγνοήσουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εναλλακτικά, οι δυο πλευρές θα μπορούσαν να συγκροτήσουν διμερείς ερευνητικές επιτροπές που θα καταλήξουν στην τελική διευθέτηση του όλου θέματος, που για τους Τούρκους είναι να έχουν λόγο σε ολόκληρο το νησί. Όπως επίσης να διατηρήσουν τη δυνατότητα για μελλοντικές επεμβάσεις. Ο Ερντογάν μίλησε για πολιτική ισότητα και ο Τσίπρας για ομοσπονδιακή λύση.
Στο Κυπριακό η πίεση του διεθνούς παράγοντος είναι μεγάλη διότι τα «λεφτά είναι πολλά». Το όλο θέμα βέβαια το γνωρίζει πολύ καλά η Τουρκία και το χειρίζεται συνδυαστικά, παζαρεύοντας όλα με όλους. Συγχρόνως οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν πολύ καλά ότι τον Τσίπρα (με ότι αυτό συνεπάγεται) δεν θα τον έχουν για πολύ ακόμη. Εδώ είναι που χρειάζεται, ακόμη περισσότερο, ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Γενικά, στις διαπραγματεύσεις δεν ήμασταν ποτέ καλοί. Είμαστε επιρρεπείς στις πιέσεις έναντι υποδεεστέρων ανταλλαγμάτων. Προτάσσουμε δυστυχώς το κομματικό συμφέρον και δεν επιδιώκουμε την τελείως απαραίτητη στα εθνικά θέματα πολιτική συναίνεση. Μας «κυβερνούν» ιδεοληψίες και οδηγούμαστε από το συναίσθημα και όχι από τη λογική και το συμφέρον. Έχουμε δηλαδή όλα τα «προσόντα» για να είμαστε οι χαμένοι.
Εν κατακλείδι, σε όλα τα προηγούμενα να προσθέσουμε ότι τόσο η Τουρκία, όσο και η Ελλάδα βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Κλείνοντας την ανάλυση αυτή, θα πρέπει να πούμε ότι τα θέματα είναι πολλά και ότι όλα είναι πολυπαραμετρικά και αλληλοσυνδεόμενα. Έχουμε μάλιστα ένα δύσκολο «συνομιλητή». Η επίσκεψη στην Ουάσιγκτον οδήγησε στην συμφωνία των Πρεσπών. Ας ελπίσουμε ότι η επίσκεψη στην Άγκυρα δεν θα καταλήξει σε κάτι αντίστοιχο με την Τουρκία, που μάλλον είναι και το πιο πιθανό, λόγω της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία η κυβέρνηση δεν θέλει να ανοίξει νέα μέτωπα.
*Ο Στάθης Πολυχρονιάδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Φυσικού τμήματος του ΑΠΘ.
http://www.anixneuseis.gr
Σχόλια