Οι μύθοι και οι λύσεις για το ελληνικό πρόβλημα

Περίληψη:
Η ελληνική κρίση υποφέρει από συγκεκριμένες αντιλήψεις που κυριάρχησαν στην διαμόρφωση της πολιτικής, τόσο εγχωρίως όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αντιλήψεις αυτές και οι αποφάσεις στις οποίες οδήγησαν έφεραν την χώρα σε βαθιά ύφεση, από την οποία πολύς κόπος πρέπει να γίνει για να ανατραπεί. Ωστόσο, οι ευκαιρίες δεν λείπουν. Αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση.

--------------------
Ο σκοπός αυτού του σύντομου άρθρου είναι διττός. Ο πρώτος είναι η ανάδειξη εκείνων των «μύθων» που καθιστούν την μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή παρέμβαση στην ελληνική κρίση αμφισβητήσιμη και, δεύτερον, η ανάδειξη εκείνων των συστατικών στοιχείων που οριοθετούν την πραγματικότητα με συγκεκριμένες προτάσεις και μέτρα πολιτικής. Τέλος, αναπτύσσεται σε μια ενότητα η εικόνα της θέσης της Ελλάδας στον κόσμο, όπως αυτή διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των συνεπειών της οικονομικής κρίσης.
ΜΥΘΟΣ ΠΡΩΤΟΣ: Η ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Η χώρα περνάει, την δυσκολότερη, ίσως, περίοδο στη σύγχρονη ιστορία της. Άποψη μου είναι ότι οι αναλύσεις που βλέπουν το φώς της καθημερινότητας είναι μονομερείς διότι δεν λαμβάνουν υπόψιν μια ιδιαίτερα σημαντική διάσταση, αυτή της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας, όπως διαμορφώνεται από τη σχέση ΗΠΑ-Κίνα. Σκοπός της σύντομης αυτής παρέμβασης είναι να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο αυτής της σχέσης στη διαμόρφωση της υφιστάμενης κατάστασης διαχείρισης της ελληνικής κρίσης από την ελληνική κυβέρνηση και, παράλληλα, να αναδείξει την ευκαιρία που έχασε η ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τους όρους του Μνημονίου Ι , αλλά και του ΙΙ.
Πιο συγκεκριμένα, η διατήρηση της ισχυρής ευρωζώνης και κατ’ επέκταση του ισχυρού ευρώ είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση της έστω και σχετικής ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ με τη Κίνα δεν επιτρέπει την «πολυτέλεια» δημιουργίας εστίας ανισορροπίας στην Ευρώπη. Σε αυτό τον άτυπο Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διατήρηση της ευρωζώνης και μάλιστα η ενίσχυση του Ευρώ, συνιστούν προϋποθέσεις της όποιας ανταγωνιστικότητας του δολαρίου, κυρίως έναντι του κινεζικού γουάν. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρξουν μιας σειρά από δυσμενείς συνέπειες ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες: οι ΗΠΑ θα χάσουν μια σημαντική αγορά για τα προϊόντα τους, το έλλειμμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο με δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία τους, η Κίνα θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγορές και πρώτες ύλες.
Είναι, λοιπόν, απόλυτη η ανάγκη για τις ΗΠΑ να στηρίξουν την ευρωζώνη στη κρίση που διέρχεται και, βέβαια, μέσα σε αυτό το πλαίσιο να γίνει αντίστοιχη διαχείριση και για την περίπτωση της ελληνικής κρίσης. Στο σημείο αυτό αποκτά σημασία και το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύθηκε , ενώ μπορούσε, το περιεχόμενο του Μνημονίου Ι.
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνουν γιατί η ορθότητα των πολιτικών που προτείνονται δεν πρέπει να βασίζεται σε μύθους ή επικίνδυνες παραδοχές και καταστροφολογία. Η επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου, η αλλαγή του μείγματος πολιτικών, είναι μονόδρομος. Η ανάγκη λήψης άμεσων αναπτυξιακών μέτρων και πρωτοβουλιών, η επανεκκίνηση της οικονομίας και η αναζήτηση μιας νέας εθνικής αξιοπρέπειας είναι το κύριο ζητούμενο.
ΜΥΘΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Η ΚΡΙΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Οι διαφορετικές συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί έχουν παρουσιασθεί κατά καιρούς, τόσο από τις ελληνικές κυβερνήσεις όσο και από τους Ευρωπαίους ηγέτες ως μια ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία και βάση για τη περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, της ευρωπαϊκής ιδέας. Παρουσιάστηκαν, επίσης, ως το υπόβαθρο, το βασικό σημείο εκκίνησης, για τη δημιουργία μόνιμων μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης, τουλάχιστον εντός της ευρωζώνης. Πολλοί, πρόλαβαν να μιλήσουν ακόμη και για ένα κοινό Υπουργείο των Οικονομικών σε σύντομο, μάλιστα, χρονικό διάστημα. Όμως, υπάρχουν σημεία και μεταβλητές που πρέπει να καταγραφούν και να αξιολογηθούν πριν φθάσουμε σε οριστικά συμπεράσματα σχετικά με το βαθμό επιτυχίας της συμφωνίας προς τη κατεύθυνση που προαναφέρθηκε.
Οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας επιβεβαίωσαν την ανάδειξη μιας νέας πραγματικότητας της οποίας τα συστατικά στοιχεία είναι τα εξής:
1) Οι όποιες εξελίξεις στην πορεία διάσωσης της ελληνικής οικονομίας θα έπρεπε να λάβουν υπόψιν τα δεδομένα όπως αυτά διαμορφώνονται στο περιβάλλον της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας και ιδιαίτερα στο πλαίσιο των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.
2) Σε συνέχεια του παραπάνω οι ΗΠΑ θα ζητούσαν επίμονα από την Ευρώπη να παρέμβει στο ελληνικό ζήτημα, αφού δεν αντέχουν μια εστία ανισορροπίας στην Ευρωζώνη λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων τους, της συρρίκνωσης της παραγωγικής τους βάσης και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους στο παγκόσμιο περιβάλλον.
3) Το ζητούμενο στην ελληνική περίπτωση είναι η απουσία πολιτικών και πόρων για τη τόνωση της πραγματικής οικονομίας που συνιστά και τον βασικό παρανομαστή για την επιτυχία ή την αποτυχία των όποιων πρωτοβουλιών αναλαμβάνονται.
4) Στο προαναφερόμενο πλαίσιο μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει ασάφειες και γκρίζες ζώνες αφού στην προσπάθεια τους να κάμψουν τις αντιρρήσεις των εθνικών εκλογικών τους σωμάτων και να εξυπηρετήσουν τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα των χωρών τους, οι ηγέτες της Ευρωζώνης δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα διαρκή και βιώσιμο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, γεγονός που κατέστησε το Ευρώ ακόμη πιο ευάλωτο στις αγορές.
Τελικά: Πρώτον, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας επισήμαναν με όση δύναμη διέθεταν ότι η συγκεκριμένη λύση αφορά στην Ελλάδα και μόνον. Με αυτόν τον τρόπο αγνόησαν για μία ακόμη φορά την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια διάσταση της κρίσης. Περιορίζοντας την αντίδρασή τους στην περίπτωση της Ελλάδας και μόνον, μετέφεραν θολά μηνύματα στις αγορές. Δεν ανέδειξαν την κατάλληλη βούληση συνολικής αντιμετώπισης του προβλήματος στην Ευρωζώνη. Η πολιτική συναίνεση που επιτεύχθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας δεν σημαίνει αυτόματα ενεργοποίησή της και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στο βαθμό που στις περιπτώσεις των κρίσεων σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία απαιτούνται πολλαπλάσιοι πόροι. Ακόμη όμως και στην περίπτωση της Ισπανίας επιμένουν να οριοθετούν τη κρίση εντός των ορίων του τραπεζικού συστήματος την στιγμή που τουλάχιστον δύο ανεξάρτητες κυβερνήσεις, της Καταλονίας και της Βαλένθιας έχουν (σχεδόν) κηρύξει στάση πληρωμών. Παρόμοια είναι η προσέγγιση και στην περίπτωση της Κύπρου, εμμονή δηλαδή στις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος, ενώ το επίσημο Κυπριακό κράτος με αγωνία αναζητά πόρους από τη Ρωσία και τη Κίνα.
Δεύτερον, η καταγραφή και διάθεση πόρων δεν λειτουργεί αποτρεπτικά στην περίπτωση ασύμμετρων σοκ και ανισορροπιών στην οικονομία Τείνουν, βραχυπρόθεσμα, να απαλύνουν τον πόνο του ασθενή χωρίς, όμως, να επιλύουν τις διαρθρωτικές αιτίες εμφάνισης του νοσήματος. Ακόμη λοιπόν και εάν ο ασθενής προσωρινά βγει από την εντατική δεν σημαίνει ότι η αρρώστια δεν θα εμφανισθεί εκ νέου. Σε αυτή την περίπτωση οι πιθανότητες θεραπείας θα είναι περιορισμένες αφού η συνταγή έχει ήδη δοκιμασθεί χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Τρίτον, η επιβεβαίωση των θέσεων της Γερμανίας είναι εμφανής στο νέο πλαίσιο που δημιουργήθηκε. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που οι αρχές του οικονομικού εθνικισμού επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων στην Ευρώπη περισσότερο από ποτέ. Η καγκελάριος της Γερμανίας έπρεπε να πείσει το εκλογικό της σώμα και τον εθνικό της περίγυρο ότι η διάθεση εθνικών πόρων εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα του. Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό αφού:
• διατήρησε την ευρωζώνη στο πλαίσιο της οποίας η Γερμανία έχει κυρίαρχο ρόλο και διαμορφώνει τη κεντρική θέση της στην παγκόσμια πολιτική οικονομία,
• δανειοδότησε ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης με επικερδείς χρηματοοικονομικούς όρους,
• εξασφάλισε τους πόρους που διέθεσε μέσα από εμπράγματες εξασφαλίσεις και άλλες διευθετήσεις (ιδιωτικοποιήσεις, κ.ο.κ.),
• μοιράστηκε το κόστος της «επένδυσης» σε ποσοστό, τουλάχιστον 30%, μέσα από τη συμμετοχή των ιδιωτών.
Με βάση τα παραπάνω, η Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση είναι ακόμη το ζητούμενο. Πολλά πρέπει να γίνουν προς αυτή τη κατεύθυνση και πάνω από όλα να βρεθεί η πολιτική βούληση και η κατάλληλη ηγεσία για αυτή την πορεία.
ΜΥΘΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: ΚΑΝΤΟ ΟΠΩΣ Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, Η ΤΟΥΡΚΙΑ
Η συνεχής επιχειρηματολογία περί της ανάγκης μείωσης των μισθών αλλά και του εσωτερικού αποπληθωρισμού ως προϋποθέσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και, άρα, της προσέλκυσης επενδύσεων ως λύση για την επίτευξη της πολυπόθητης ανάπτυξης, συνιστά μια ακόμη ουτοπική προσέγγιση στη σημερινή πραγματικότητα. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται τα παραδείγματα της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας ως εκείνα που αποδεικνύουν ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία είναι ορθή.
Οι υποστηρικτές της εν λόγω άποψης αγνοούν η ξεχνούν να αναφέρουν ότι:
α) Η Ρουμανία ακόμη και σήμερα βρίσκεται υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και δεν προβλέπεται να διαφύγει από αυτή στο άμεσο χρονικό διάστημα,
β) Στις τρεις προαναφερόμενες χώρες οι μισθοί ήταν ήδη ιδιαίτερα χαμηλοί, όπως και το βιοτικό επίπεδο, που σημαίνει ότι και οι προσδοκίες των πολιτών για το μέλλον ήταν από ανύπαρκτες έως και ιδιαίτερα περιορισμένες,
γ) Τα δημοσιονομικά χαρακτηριστικά είναι εντελώς διαφορετικά, αφού, για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος της Ρουμανίας για το 2011 υπολογίζεται σε 38,6% του ΑΕΠ και για τη Βουλγαρία στο 17,5%,
δ) Οι προαναφερόμενες χώρες είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν νομισματική πολιτική ενώ η Ελλάδα όχι,
ε) Η λήψη των αποφάσεων και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας, διαφοροποιείται από την αντίστοιχη ελληνική αφού είναι πολύ ποιο συγκεντρωτική και η συμμετοχή των πολιτών περιορισμένη,
στ) Το διεθνές οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που αφορούσε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αφού τη τελευταία τριετία βρισκόμαστε σε μια συνεχή ύφεση, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει τη μηχανιστικά αισιόδοξη προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό στην Ελλάδα.
ΜΥΘΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: ΚΑΝΤΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΝΤ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Αυτό, όμως, που πρέπει να μας εκπλήσσει, ανάμεσα σε άλλα, είναι ότι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και την πρόοδο των οποίων καλείται η Τρόικα να πιστοποιήσει, είναι ταυτόσημα με αυτά που τέθηκαν από το ΔΝΤ στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στο πλαίσιο των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής. Όμως, πως είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν αντίγραφα των ίδιων προγραμμάτων προσαρμογής σε χώρες και λαούς που διαβιούν σε διαφορετικές συνθήκες;
Πιο συγκεκριμένα, σε σύγκριση με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η Ελλάδα, ανάμεσα σε άλλα:
• Είναι κράτος –μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας προηγμένων πολιτικά και οικονομικά κρατών, με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επίπεδο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής.
• Βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικό νομισματικό πλαίσιο, με τη νομισματική πολιτική να υλοποιείται από την ΕΚΤ, άρα χωρίς να διαθέτει κάποια από τα εργαλεία προσαρμογής .
• Διαθέτει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ενώ άλλες μορφές άσκησης της εξουσίας, ευτυχώς, ανήκουν στο παρελθόν.
• Διαθέτει υψηλότερο ποσοστό χρέους και εξυπηρέτησής του έναντι του ΑΕΠ.
• Δεν διαθέτει την παραγωγική βάση και τις εξαγωγικές δυνατότητες πρωτογενών αγαθών αλλά και πρώτων υλών που διαθέτουν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Οι παραπάνω λόγοι καθιστούν αντιληπτό ότι η εφαρμογή πανομοιότυπων προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής, βασισμένων σε κοινές νόρμες και πρότυπα δεν είναι εφικτή ούτε αποδεκτή λύση. Η άμεση επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου είναι παραπάνω από ανάγκη. Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι τα αντίστοιχα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής στην περίπτωση των κρατών της Λατινικής Αμερικής επέφεραν τραγικές συνέπειες στους λαούς των κρατών που «τα εφάρμοσαν». Είναι, επίσης, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας πρόκειται για μια κόπια της οποίας η εφαρμογή επιβάλλεται σε τελείως διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Η όλη συζήτηση, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από μία μονοδιάστατη και μονομερή προσέγγιση. Η «διαπραγματευτική» συλλογιστική εστιάζει αποκλειστικά στην διάσταση του χρέους και του ελλείμματος, δηλαδή, στην χρηματοοικονομική και δημοσιονομική παράμετρο της κρίσης που, όμως, αποτελούν τα αποτελέσματα και όχι την αιτία της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα προτείνεται η ανάληψη των πιο κάτω πρωτοβουλιών:
1. Δημιουργία ενός μόνιμου και θεσμικού Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανατροφοδότησης, ο οποίος θα είναι σε θέση να συντονίζει όλες τις γραμμές χρηματοδότησης και να εστιάζει σε αναπτυξιακές δράσεις με ανταποδοτικό χαρακτήρα, σε τομείς όπου η χώρα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα ανάπτυξης, δυνατότητα βέλτιστης αξιοποίησης πόρων (τουρισμός, ναυτιλία,) και μεγαλύτερη οικονομική ανταποδοτικότητα.
2. Αύξηση των διαθέσιμων πόρων μέσω του Δ’ Πλαισίου Στήριξης, επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος υλοποίησής του, καθώς και τροποποίηση των ποσοστών χρηματοδοτικής ενίσχυσης, αφού αποδείχθηκε ότι η οικονομική σύγκλιση για πολλές από τις περιφέρειες της χώρας μας ήταν ονομαστική και όχι πραγματική, όπως στην περίπτωση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
3. Δημιουργία Ευρωπαϊκών Αναπτυξιακών Ομολόγων (με bonus αναπτυξιακής ρήτρας) για επιλεγμένα Μεγάλα Δημόσια Έργα με ανταποδοτικό χαρακτήρα (μόχλευση δηλ. των κεφαλαίων της ΕΤΕπ και ουσιαστικότερη εμπλοκή της στην αναπτυξιακή διαδικασία της Ελλάδας). Τέτοια έργα μπορεί να είναι αυτά που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας ολοκληρώνοντας και στηρίζοντας τις υποδομές της όπως λιμάνια, οδικοί άξονες και δίκτυα, καθώς και αυτά που αφορούν σε τομείς με συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα, όπως για παράδειγμα, η παιδεία, ο πολιτισμός, η καινοτομία και η ενέργεια.
4. Επαναφορά του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο τόσο πολύ διαφημίσθηκε στην συμφωνία του Ιουλίου, αλλά τόσο, επίσης, εύκολα ξεχάσθηκε. Σε αυτή την περίπτωση το Σχέδιο θα πρέπει να αφορά την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας με έμφαση στην ανάπτυξη κοινών επιχειρηματικών σχεδίων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης και θα μπορούσε να δημιουργήσει συνέργιες με το πρόγραμμα της επόμενης προγραμματικής περιόδου 2013-2020.
Η χώρα μπορεί να διαφύγει την περαιτέρω ύφεση αποκλειστικά και μόνον μέσα από μέτρα πολιτικής που στοχεύουν στην ανάκαμψη. Η κρίση μπορεί και πρέπει να μετατραπεί σε ευκαιρία. Η εισαγωγή ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, η εφαρμογή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat tax), η αξιοποίηση των τομέων στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα (παιδεία, πολιτισμός, τουρισμός, ενέργεια, ναυτιλία, κ.ο.κ.), ο περιορισμός του κράτους στον επιτελικό και ρυθμιστικό του ρόλο και μόνον, η καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης, είναι μερικά μόνον από τα μέτρα πολιτικής που ήλθε η ώρα να υιοθετηθούν και να εφαρμοσθούν.
Παράλληλα, όμως, είναι απαραίτητη η ανάδειξη του Νέου Οράματος για τη χώρα για την Ελλάδα του 2021. Ένα Νέο Όραμα που μέσα από προκαθορισμένα και με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης στάδια, καινοτόμες πολιτικές και κοστολογημένες δράσεις θα προσδώσει στον πολίτη , έστω, μέρος της χαμένης του αισιοδοξίας και θα συνιστά πυξίδα ανάπτυξης και προοπτικής για όλους, για την πατρίδα.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες συνδυαζόμενες μεταξύ τους δημιουργούν ένα ρεαλιστικό, τεκμηριωμένο και επιβεβλημένο από τις έκτακτες συνθήκες και προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και η οικονομία πλαίσιο συζήτησης με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Οριοθετούν έναν οδικό χάρτη πάνω στον οποίο επιβάλλεται να συνεχίσουμε τη κοινή μας ευρωπαϊκή πορεία και την στήριξη των εθνικών επιλογών με αξιοπρέπεια και συνέπεια.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Αξίζει να δούμε και μερικές σκέψεις σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στο νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας σε τρία επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο αναφέρεται στις μεταβλητές που διαμορφώνουν αυτό το περιβάλλον. Το δεύτερο επίπεδο αξιολογεί τη θέση της χώρας μας στη σημερινή πραγματικότητα, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Το τρίτο αναφέρεται σε εκείνες τις πολιτικές και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν από την πλευρά της χώρας μας.
Το βασικό επιχείρημα σε ότι αφορά στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης είναι ότι η χώρα κινείται σε ένα νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνεται μια νέα οικονομική τάξη με κύριο χαρακτηριστικό την οικονομική αντιπαράθεση ανάμεσα στη Κίνα και τις ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του οικονομικού πολέμου. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου αυτού περιβάλλοντος πολιτικής οικονομίας είναι:
• Η ενίσχυση την πορείας διαμόρφωσης κυρίως άτυπων μορφωμάτων παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, με σκοπό την έστω και ελάχιστη ρύθμιση των όρων, κανόνων και των διαδικασιών της διεξαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου και των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ενδεχομένως μέσα από την ενδυνάμωση διεθνών fora όπως το G7 και το G20.
• Η ενίσχυση της τάσης για τη διαμόρφωση νέων περιφερειακών συνεργασιών, με πρωταγωνιστές τη Κίνα και τις ΗΠΑ, στη προσπάθεια δημιουργίας συμμαχιών στη νέα ισορροπία οικονομικής και πολιτικής ισχύος.
• Είναι, ίσως, η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που η Ευρώπη φαίνεται να έχει δευτερεύοντα ρόλο στη παγκόσμια σκηνή. Εκλαμβάνεται, τουλάχιστον από τις ΗΠΑ, ως ένας «παθητικός» παράγοντας ισορροπίας σε μια νέα τάξη οικονομικής ισχύος. Οι ΗΠΑ, σε αυτό το πλαίσιο, δεν αναμένουν από την Ευρώπη παρά μια φιλική προς τα συμφέροντα τους στάση.
Στο προαναφερόμενο πλαίσιο η πολιτική οικονομία της θέσης της χώρας μας, κρίνεται δυσχερέστερη, σε σχέση με την αντίστοιχη που κατείχε πριν από μερικά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα:

• Βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση.
• Διαθέτει περιορισμένη πολιτική ισχύ και, άρα, περιορισμένη διαπραγματευτική ικανότητα στο παγκόσμιο περιβάλλον.
• Το παραδοσιακό πλεονέκτημα της χώρας μας, δηλαδή η στρατηγική γεωγραφική της θέση σε αυτή τη φάση μπορεί να αποβεί μέρος της πολυπλοκότητας της σημερινής πραγματικότητας αφού οι παγκόσμιοι οικονομικοί παίκτες έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες με αποτέλεσμα η «ένταξη» σε ένα στρατόπεδο και η αντίστοιχη αξιοποίηση αυτής της θέσης προς όφελος του, αυτόματα σημαίνει αντιπαράθεση με το άλλο.
• Τέλος, το αρχικό πλαίσιο διαμόρφωσης ισορροπίας της ισχύος στην περιοχή μας έχει διαφοροποιηθεί υπέρ της Τουρκίας, η οποία αυτή τη στιγμή αναδεικνύεται σε «ανεξάρτητη» περιφερειακή δύναμη με βασικές αναφορές στον μουσουλμανικό κόσμο του οποίου εμφανίζεται ο κύριος συνομιλητής, ειδικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην πολιτική σκηνή του Ισραήλ.
Βασική επιλογή της Ελλάδας πρέπει να είναι η ανάδειξή της σε περιφερειακή «Ήπια Δύναμη» με προώθηση θεσμικών, κυρίως, παρεμβάσεων, οι οποίες, μάλιστα, δεν απαιτούν ιδιαίτερα σημαντικούς πόρους. Πιο συγκεκριμένα:
• Η χώρα πρέπει να διαμορφώσει ένα θετικό κλίμα υποδοχής επενδύσεων με τη δημιουργία αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου.
• Ενίσχυση του ρόλου της χώρας ως φορέας διευκόλυνσης διεξαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και μεταφοράς ενέργειας, ιδιαίτερα μέσα από τη δημιουργία και λειτουργία διαμετακομιστικών κέντρων και υποδομών και την αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης.
• Ανάδειξη και ενίσχυση των εξωστρεφών τομέων της οικονομίας με συγκριτικό πλεονέκτημα, με έμφαση στη Ναυτιλία, την Παιδεία και την Ενέργεια. Η κατάργηση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μόνον παράλογη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Επίσης, η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας ως χώρος παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών και έρευνας είναι απόλυτα συμβατός τόσο με τη γεωγραφική θέση της χώρας όσο και με την παράδοσή μας. Τέλος, η αξιοποίηση των τεράστιων (εναλλακτικών) ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας μπορεί να αποτελεί μοχλό ανάδειξης της χώρας μας σε σημαντικό παίκτη στη διεθνή σκηνή.
• Ανάδειξη του διαμεσολαβητικού ρόλου της Ελλάδας σε κρίσιμες περιοχές και περιπτώσεις, αξιοποιώντας τις φιλικές σχέσεις της χώρας με μια σειρά από κράτη αλλά και την απουσία βεβαρυμμένου αποικιοκρατικού παρελθόντος.
• Εντατικοποίηση των ελληνικών παρεμβάσεων στο χώρο της κοινωνίας και της δημόσιας διοίκησης σε υπό ανάπτυξη οικονομίες της περιοχής μας, αλλά και σε χώρες με εθνικό ενδιαφέρον, όπως αυτές με έντονο το ελληνικό στοιχείο.
Η Ελλάδα καλείται να κινηθεί σε ένα νέο περιβάλλον παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας του οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνεται να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο που περιορίζουν το ρόλο της και αυξάνουν τον βαθμό της πολυπλοκότητας στις κινήσεις της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα περιθώρια υπάρχουν, καθώς επίσης και οι ευκαιρίες, για μια σειρά από πρωτοβουλίες που είναι σε θέση να καταστήσουν την Ελλάδα περιφερειακή δύναμη ήπιας ισχύος, γιατί όχι και παγκόσμιας. Αυτό που απαιτείται, δεν είναι τόσο οι χρηματικοί πόροι, αλλά η πολιτική βούληση για τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Το μέρος αυτό του άρθρου σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στο κόσμο στηρίζεται σε κοινή παρουσίαση σε διεθνές συνέδριο με τον Σπύρο Ρουκανά.
----------------------
Foreign Affairs
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΚΛΙΑΣ είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
 
Greek Finance Forum

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!