Η ευρωζώνη και η στρατηγική του ελληνικού «πόνου»

euro20mayri20trypa                                                            
Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η ευρωζώνη είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της παγκόσμιας οικονομίας. Το 2010, η προσοχή επικεντρώθηκε στον ευρωπαϊκό Νότο (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία). Το 2011, η κρίση μεταφέρθηκε στον πυρήνα, με την Ιταλία και την Ισπανία να στοχοποιούνται, νμε αποτέλεσμα να εντείνονται οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της ίδιας της ευρωζώνης. Το ερώτημα για το 2012 είναι το κατά πόσον αυτοί οι φόβοι θα απομακρυνθούν ή θα υπάρξει νέα, πιο σοβαρή επιδείνωση της δημοσιονομικής κρίσης.

Για άλλη μια φορά, το ελληνικό πρόβλημα βρίσκεται στο επίκεντρο και θα πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους και την παροχή περαιτέρω βοήθειας στην Αθήνα. Και για άλλη μια φορά, οι Ευρωπαίοι πρέπει να παραδεχτούν ότι η κατάσταση είναι πιο σοβαρή από ό,τι νόμιζαν.
Ωστόσο αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως η Ελλάδα είναι μία μικρή οικονομία και, από πολλές απόψεις, μια ακραία, ειδική περίπτωση. Καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει ένα τόσο μεγάλο δημόσιο χρέος και δεν συνδυάζει ένα δυσλειτουργικό κράτος και μια μη ανταγωνιστική ιδιωτική οικονομία.
Επομένως αλλού πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους οι ευρωπαίοι. Η πραγματική μάχη δίνεται στην Ιταλία και την Ισπανία. Το κόστος δανεισμού και των δύο χωρών αυξήθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2011. Και είναι και οι δύο τόσο μεγάλες - αντιπροσωπεύουν το 17% και 11% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, αντίστοιχα – που η χρηματοδότησή από το ευρωπαϊκό ταμείο περιόριζε σημαντικά, αν δεν εξανέμιζε, τους πόρους της Ε.Ε. και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Και στις δύο χώρες υπάρχουν νέες κυβερνήσεις, οι οποίες αγωνίζονται για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, να ενισχυθεί η ανάπτυξη, να επανέλθει δημοσιονομική ισορροπία και να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών. Αν τα καταφέρουν, το ευρώ θα επιβιώσει. Αν όμως αποτύχουν, τότε δεν θα υπάρχει ευρωζώνη, στη σημερινή της, τουλάχιστον μορφή.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών οι συζητήσεις στην Ευρωζώνη, περιστρέφονται σε μεγάλο βαθμό, αν και σιωπηρά, στο ποια μέτρα και ποιες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προωθηθούν στην Ιταλία και την Ισπανία, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Οι προτάσεις για πιο ουσιαστική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις αγορές ομολόγων, ή η αύξηση του μεγέθους του "τείχους προστασίας" με τη μόχλευση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), έχουν ως στόχο να μειωθεί το κόστος δανεισμού της Ρώμης και της Μαδρίτης. Παρομοίως, οι προτάσεις για τη δημιουργία ευρωομολόγων αποσκοπούν στο να απομακρύνουν τις ανησυχίες της αφερεγγυότητας, εξασφαλίζοντας ότι οι χώρες αυτές θα μπορούσαν τελικά να δανειστούν με αξιοπρεπή επιτόκια. Όλες οι συζητήσεις ήταν διατυπωμένες με γενικούς όρους, ωστόσο όλες ,είχαν ως βασικούς αποδέκτες τις δύο συγκεκριμένες χώρες.
Όμως καμία από αυτές τις προτάσεις, δεν φαίνεται, ότι θα υλοποιηθεί σύντομα. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει κάποια ιταλικά και ισπανικά ομόλογα, και μπορεί να αγοράσει περισσότερα, αλλά κατέστησε σαφές ότι δεν είναι έτοιμη να δεσμευτεί για ένα ανώτατο όριο για τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Το μέγεθος του EFSF δεν πρόκειται να αυξηθεί και το μόνο που θα συμβεί είναι η επίσπευση της δημιουργίας του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM). Ετσι η δύναμη πυρός  του EFSF θα παραμείνει στα 500 περίπου δισ. ευρώ, δηλαδή αρκετά κάτω από 1 τρισ., ποσό που σύμφωνα με τους οικονομολόγους χρειάζεται για να το προωθηθεί η λεγόμενη «λύση μπαζούκα». Ομοίως, τα ευρωομόλογα είναι επίσημα εκτός της ημερήσιας διάταξης, τουλάχιστον για την ώρα. Αντίθετα, η Ε.Ε. προωθεί τη δημοσιονομική ενοποίηση για να εξασφαλίσει ότι όλες οι χώρες θα εγκρίνουν και θα εφαρμόσουν αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες.

Οι επιλογές αυτές αντικατοπτρίζουν εν μέρει ότι οι ανησυχίες είναι ρεαλιστικές: Ολα τα χρηματοπιστωτικά συστήματα που έχουν προταθεί για να προστατευτούν η Ιταλία και η Ισπανία από τα αυξημένα επιτόκια δανεισμού δημιουργούν νομικά και πολιτικά ζητήματα ή δυσκολίες διακυβέρνησης. Αλλά υπάρχει μια αρχή στο ζήτημα αυτό, καθώς πιστεύεται (ιδιαίτερα στη Γερμανία) πως η προστασία από την πίεση της αγοράς θα επιτευχθεί μόνο με προσαρμογή και μεταρρυθμίσεις.
Πράγματι, η αντίληψη στη Βόρεια Ευρώπη είναι ότι μόνο σοβαρές δεσμεύσεις  παρέχουν τα απαιτούμενα κίνητρα για να ξεπεραστούν τα εγχώρια πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια για την περικοπή των δημοσίων δαπανών και τη μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας. Για τη Νότια Ευρώπη, χωρίς πόνο δεν έχει κέρδος: μια βαθιά ύφεση και απότομη αύξηση της ανεργίας μπορεί να είναι το τίμημα της διαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.

Αυτή η συλλογιστική δεν είναι χωρίς αιτιολόγηση. Λίγο μετά, αφότου η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει ιταλικά ομόλογα τον περασμένο Αύγουστο, η κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπαναχώρησε στις δεσμεύσεις της για την φορολογική μεταρρύθμιση. Ακόμα κι αν αργότερα αντέστρεψε τη στάση της, το επεισόδιο θεωρήθηκε ευρέως ως σαφή απόδειξη της επίδρασης που έχουν οι υποστηρικτικές κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μόνο μετά την αγορά ομολόγων ενεργοποιήθηκε και πάλι ο Μπερλουσκόνι, και τελικά αντικαταστάθηκε από το μεταρρυθμιστή κ. Μάριο Μόντι.
Αλλά η συγκεκριμένη στρατηγική ενέχει ένα ρίσκο υψηλού κινδύνου. Οι κυβερνήσεις μπορεί να χρειάζονται κίνητρα για να δράσουν, αλλά πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αποδείξουν στους πολίτες ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν καρπούς. Εάν, μετά από μερικά τρίμηνα της δημοσιονομικής προσαρμογής και επώδυνες μεταρρυθμίσεις, η παραγωγή είναι χαμηλότερη, η ανεργία υψηλότερη, και πιο δυσμενής η οικονομική προοπτική, οι κυβερνήσεις μπορεί να χάσουν τη λαϊκή στήριξη, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να σταματήσουν, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Επίσης ομάδες που πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις μπορεί να χάσουν έδαφος απέναντι στους λαϊκιστές. Παράλληλα ένα υποβαθμισμένο μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον που αυξάνει την πιθανότητα χρεοκοπίας των τραπεζών έχει άμεσες συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και στην γενικότερη αξιοπιστία της χώρας.

Οι κίνδυνοι αυτοί επιδεινώνονται από την ανάγκη για μεταρρύθμιση σε πολλές χώρες ταυτόχρονα. Πράγματι, υπάρχει μια σύγχυση γύρω από την τρέχουσα προσέγγιση: Οι χώρες που έχουν ανάγκη από σοβαρές αναπροσαρμογές και βελτίωση της ανταγωνιστικότητά τους είναι το σύνολο της Νότιας Ευρώπης και της Γαλλίας, που από κοινού αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Βέβαια, ο ανταγωνισμός για τις επενδύσεις είναι ένα κίνητρο για να ενεργήσουν. Ωστόσο η  μακροοικονομική και δημοσιονομική αλληλεξάρτηση πιθανόν να μην επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, εάν οι χώρες που προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις, βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα δυσμενές περιφερειακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από στασιμότητα και μείωση της ζήτησης.
Είναι άλλο πράγμα κάποιοι να πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις ενεργούν μόνο υπό πίεση και ότι οι κοινωνίες δέχονται μεταρρυθμίσεις μόνο εάν πιστεύουν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Και εντελώς διαφορετικό να θεωρούμε ότι η προσαρμογή και μεταρρύθμιση θα προχωρήσει, αν όλη η Νότια Ευρώπη παλεύει με την ύφεση. Κρατώντας το Νότο σε «κοντό λουρί» θα ήταν μια πιο αξιόπιστη στρατηγική, αν συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα ανάπτυξης για το σύνολο της ευρωζώνης. Και, σε αυτό το στάδιο, ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν υπάρχει πουθενά στον ορίζοντα.
Είναι άλλο πράγμα να πιστεύει κανείς ότι οι κυβερνήσεις ενεργούν μόνο υπό πίεση, και ότι οι κοινωνίες δέχονται τις μεταρρυθμίσεις μόνο εάν πιστεύουν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, ενώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό να θεωρούμε ότι η προσαρμογή και μεταρρύθμιση θα προχωρήσει, αν ολόκληρη η Νότια Ευρώπη παλεύει με την ύφεση. Μια πιο αξιόπιστη στρατηγική θα ήταν να βρίσκεται σε αυστηρή επιτήρηση ο Νότος, αλλά ταυτόχρονα να εφαρμοζόταν ένα πρόγραμμα ανάπτυξης για το σύνολο της ευρωζώνης. Δυστυχώς, όμως, σε αυτό το στάδιο, δεν υπάρχει πουθενά στον ορίζοντα ένα τέτοιο πρόγραμμα.   sofokleous  10

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!