ΟΡΕΣΤΑΙ, ΣΙΘΩΝΕΣ, ΠΕΛΑΓΟΝΕΣ, ΠΙΕΡΕΣ ΚΑΙ ΣΙΝΤΟΙ

Ο κόσμος κατά τον Ηρόδοτον

Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Αναδημοσίευση από το blog Εθνο-λογικά.

Ὀρέσται: Σύμφωνα με το "Λεξικόν Ελληνικής Αρχαιολογίας": «…Λαός Ηπειρωτικός εν Μολοσσίδι, εν τη μεταξύ των ποταμών Αώου και Αλιάκμονος χώρα, ήτις κατ’ αυτήν εκαλείτο Ορεστίς ή Ορεστιάς. Ανεξάρτητοι το πριν, υπετάγησαν έπειτα εις τους Μακεδόνας, αλλ’ οι Ρωμαίοι τοις απέδωκαν την ελευθερίαν. Ελέγοντο δε την επωνυμίαν λαβόντες εκ του Ορέστου, καταφυγόντος παρ’ αυτοίς αφ’ ου εφόνευσε την μητέραν του…».
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σήμερα για τους Ορέστες, δυστυχώς δεν είναι σημαντικά περισσότερες από όσες αναφέρονται στο παραπάνω λήμμα, παρ’ όλο που έχει περάσει παραπάνω από ένας αιώνας από την συγγραφή του. Έτσι, αυτά που είναι γνωστά με βεβαιότητα είναι ότι οι Ορέστες αποτελούσαν ένα ορεσίβιο φύλο, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, αλλά και το όνομα της χώρας τους, που σημαίνει «ορεινή περιοχή/ χώρα». Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι .....

Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 2009

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΝΕΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

Vergina wall 1
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Θεσσαλονίκη, 26/11/2009
Η Πανεπιστημιακή Ανασκαφή του Α.Π.Θ. στο τείχος της Βεργίνας, υπό τον Αν. Καθηγητή Παναγιώτη Φάκλαρη, κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο η οποία ολοκληρώθηκε χθες, Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009, έφερε στο φως νέα, σημαντικά τμήματα του τείχους της αρχαίας πόλης, τα οποία αποτελούν την καλύτερη σωζόμενη οχύρωση της Μακεδονίας

Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που από το 1938 επέλεξε τη Βεργίνα για την ίδρυση πανεπιστημιακής ανασκαφής και την εκπαίδευση των φοιτητών αρχαιολογίας, αποδίδοντας έκτοτε στην ανθρωπότητα μια ....

Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2009

Λυγκησταί, Μύγδονες και Ὀδόμαντες

Απόσπασμα χάρτη της αρχαίας Μακεδονίας επί Ρωμαιοκρατίας (D'Isle 1708)
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη


Λυγκησταί:
Αρχαίο φύλο της άνω (ορεινής) Μακεδονίας. Κατά το Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας (Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή - Αθήναι 1888), οι Λυγκηστές ήσαν: «…Λαός αυτόνομος, την Λυγκηστίδα οικών, χώραν Β.Δ. της Μακεδονίας κειμένην. Κατ’ αρχάς είχον ιδίους βασιλείς εκ του γένους των Βακχιαδών, είτα δε ηνώθησαν μετά της Μακεδονίας. Πρωτεύουσα αυτών ην ο Λύγκος (Θουκυδ. Β, 93 και Δ, 8) ή Λύκος…».
Σύμφωνα με το Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων (Ανέστη Κωνσταντινίδου - Κωνσταντινούπολις 1900) ο Λύγκος παλαιότερα ονομαζόταν Πιερία.
Στέφανο Βυζάντιο «Λύγκος, πόλις Ηπείρου, Στράβων εβδόμη. εκλήθη από Λυγκέως. το εθνικόν Λυγκησταί. το θηλυκόν Λυγκηστίς…».
Κατά τον
Η χώρα των Λυγκηστών εκτεινόταν στα ανατολικά των Πρεσπών, νότια του ποταμού Εριγόνος και περιελάμβανε....... τις πεδιάδες της Φλωρίνης και του Μοναστηρίου (Βιτώλια). (Βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία).
Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι οι Λυγκηστές ήσαν Ιλλυρικό φύλο, αλλά η νεώτερη έρευνα έχει ανατρέψει πλήρως αυτή την άποψη. Σήμερα είναι βεβαιωμένο ότι οι Λυγκηστές ήσαν ένα από τα Δυτικά (Ηπειρωτικά) ελληνικά φύλα (βλ. N. Hammond: The Macedonian State, σελ. 39).
Ο ηγεμονικός οίκος των Λυγκηστών διεκδικούσε την καταγωγή του από το αριστοκρατικό γένος των Βακχιαδών (Στράβων Ζ΄ VII. 8), που βασίλευσε στην Κόρινθο από τον 9ο π.Χ. αιώνα μέχρι το 657 π.Χ. οπότε ανατράπηκε από τον Κύψελο, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία ως τύραννος (=κυβερνήτης) της Κορίνθου, για να τον διαδεχθεί στην εξουσία το 587 π.Χ. ο γιος του Περίανδρος, ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδος.
Ουσιαστικά όμως, ιδρυτής του βασιλικού οίκου των Λυγκηστών θεωρείται ο Αρραβαίος Α΄ (μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.), ο οποίος αντιτάχθηκε σθεναρά στις προσπάθειες του βασιλέως των Μακεδόνων Περδίκκα Β΄ (448-413 π.Χ.), να επαναπροσαρτήσει την περιοχή στο Μακεδονικό Βασίλειο, κάτι που είχε επιτευχθεί επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497 – 454 π.Χ.). Ο Αρραβαίος Α΄ επωφελήθηκε από τις δυναστικές διαμάχες που είχαν ξεσπάσει στην Μακεδονία μετά την δολοφονία του Αλεξάνδρου Α΄, για να εδραιώσει την θέση του. Ο Περδίκκας Β΄ θα εγκαταλείψει την συμμαχία με την Αθήνα και θα στραφεί στους Σπαρτιάτες για να πετύχει την υποταγή των Λυγκηστών (424 π.Χ.). Το 423 ο ένδοξος στρατηγός των Σπαρτιατών Βρασίδας θα φθάσει στην Μακεδονία και θα συνεκστρατεύσει μαζί με τον Περδίκκα Β΄ εναντίον του Αρραβαίου Α΄ (Θουκυδ. Δ΄ 124. 1).
Τα στρατεύματα των συμμάχων θα πετύχουν να κατατροπώσουν τις δυνάμεις του Αρραβαίου στην μάχη που δόθηκε κοντά στο σημερινό Μοναστήρι (Βιτώλια). Διαφωνίες θα ξεσπάσουν μεταξύ του Περδίκκα και του Βρασίδα και η πληροφορία ότι οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τον Αρραβαίο θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα να αποτύχει πλήρως η εκστρατεία και ο Περδίκκας Β΄ να διαλύσει την συμμαχία του με την Σπάρτη και να ζητήσει την βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι θα τον εξαναγκάσουν να συμφιλιωθεί με τον Αρραβαίο Α΄. Οι προσπάθειες των Αργεαδών-Τημενιδών βασιλέων της Μακεδονίας να υποτάξουν τους Λυγκηστές θα συνεχισθούν και επί της βασιλείας του γιου και διαδόχου του Περδίκκα Β΄, Αρχελάου (413 – 399 π.Χ.), ο οποίος για να εξασφαλίσει την στρατιωτική υποστήριξη των Ελιμιωτών και του περίφημου ιππικού τους, θα παντρέψει την μεγαλύτερη κόρη του με τον ηγεμόνα τους Δέρδα Β΄ (το 400 π.Χ.).
Πιθανόν ο γάμος αυτός να έγινε στα πλαίσια μιας μεγάλης εκστρατείας εναντίον του Αρραβαίου Β΄ και του γαμπρού του, ηγεμόνα των Ορεστών Σίρρα ή Ίρρα, που σχεδίαζε ο Αρχέλαος, αλλά θα τον προλάβει η δολοφονία του το 399 π.Χ.
Μετά τον θάνατο του Αρχελάου θα προκληθεί χάος από τις δυναστικές διαμάχες στην αυλή των Αργεαδών. Στο διάστημα 399-391 π.Χ. έξη βασιλείς συνολικά (Ορέστης, Αέροπος Β΄, Αμύντας Β΄ ο Μικρός, Παυσανίας, Αμύντας Γ΄ και Αργαίος Β΄) θα καταλάβουν τον θρόνο της Μακεδονίας και ένας από αυτούς (ο Αργαίος Β΄ 392/1) θα ανέλθει στον μακεδονικό θρόνο με την βοήθεια των Ιλλυριών και των Λυγκηστών, απομακρύνοντας τον νόμιμο βασιλέα Αμύντα Γ΄.
Ο Αμύντας Γ΄ θα υποχρεωθεί να συνδιαλλαγεί με τους Λυγκηστές και θα πάρει ως σύζυγο την εγγονή του Αρραβαίου Α΄ και κόρη του Σίρρα, την δυναμική Ευριδίκη, την μητέρα του Φιλίππου Β΄. Έτσι θα ανακτήσει τον θρόνο (το 391 π.Χ.) και θα λήξει η μακρόχρονη εχθρότητα στις σχέσεις μεταξύ Λυγκηστών και Αργεαδών.
Όταν αργότερα θα ανέβει στον θρόνο ο Φίλιππος Β΄, ο γιος της Ευρυδίκης, θα συντρίψει την δύναμη των Ιλλυριών και θα προσαρτήσει οριστικά την Λυγκηστίδα στο μακεδονικό κράτος.
Σπουδαιότερη πόλη της Λυγκηστίδας ήταν η Ηράκλεια (Ηράκλεια Λυγκηστών/Λύγκου), που κτίσθηκε από τον Φίλιππο, νοτιότερα του σημερινού Μοναστηρίου το 358 π.Χ.
Αναφορικά με τις πόλεις της περιοχής μόνο η Ηράκλεια Λύγκου θεωρείται σήμερα ότι έχει ταυτιστεί με σιγουριά. Για τον προσδιορισμό της υπήρξε διχογνωμία ανάμεσα σε εκείνους που την τοποθετούσαν στο Λόφο του Αγ. Παντελεήμονα (Αντ. Κεραμόπουλος) στην σημερινή πόλη της Φλώρινας και σε όσους τη συσχέτιζαν με τη σημερινή πόλη του Μοναστηρίου (F.Y.R.O.M.). Η διάσταση απόψεων οφείλεται και σε μνεία του Συνεκδήμου του Ιεροκλέους (ένα είδος γεωγραφικού εγχειριδίου, το οποίο πιθανώς εγράφη κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού μεταξύ 528-535 μ.Χ.) σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο Ηράκλειες η Λύγκου και η Πελαγονίας. Η σύγχυση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί στις διοικητικές μεταβολές που επέφεραν οι Ρωμαίοι οι οποίοι υπήγαγαν την πόλη της Ηράκλειας Λύγκου στην περιοχή της Πελαγονίας και οδήγησαν στην ταύτιση πόλης και περιοχής. Σήμερα επικρατούσα και βεβαιωμένη θεωρείται η άποψη ότι η Ηράκλεια Λύγκου βρίσκεται δύο χιλιόμετρα νότια από το Μοναστήρι στα μετόχια του μοναστηριού του Μπουκόβου (Βλ. Κατερίνα Τρανταλίδου: «Αρχαιολογική τοπογραφία του νομού Φλώρινας» Συνοπτική Επισκόπηση – Πρέσπες 1995, σ. 21 και L. Heuzey – H. Daumet: Mission archaeologique de Macedoine – 1876, σελ. 300). Λεπτομέρειες για τις αναφορές στην Ηράκλεια στο ογκώδες και πολύτιμο "An Inventory of Archaic and Classical Poleis" (Oxford University Press, 2004).


Από την Λυγκηστίδα κατάγονταν και τα παρακάτω πρόσωπα, σχετιζόμενα με τον ηγεμονικό της οίκο, που διεδραμάτισαν κάποιον ρόλο στα γεγονότα της περιόδου του Μ. Αλεξάνδρου:
α. Ο Λυγκηστής ευγενής Αέροπος, ο οποίος - κατα πάσα πιθανότητα - είναι το ίδιο πρόσωπο, με τον εξορισθέντα από το βασίλειο της Μακεδονίας, για την εμπλοκή του μαζί με τον Μακεδόνα Δαμάσιππο, με μια γυναίκα κατά την περίοδο της μάχης στην Χαιρώνεια. [Πολυαιν. Στρατηγ. 4.2.3]. Είχε τρεις γιους, τον Ηρομένη, τον Αρραβαίο και τον Αλέξανδρο . Οι δύο πρώτοι εκτελέστηκαν από τον Μ. Αλέξανδρο ως εμπλεκόμενοι στην δολοφονία του Φιλίππου [Αρριανός 1.25.1-2; Ιουστίνος 11.2.1]. Ο W. Heckel (Prosopography of Alexander's Empire, 2006) επισημαίνει για την εκτέλεση "...Οι κατηγορίες ήσαν προφανώς αστήρικτες, εκτός εάν οι Λυγκηστές έτρεφαν ελπίδες να τοποθετήσουν στον θρόνο τον Αμύντα τον γιο του Περδίκκα Γ΄...". Πρόκειται για τον ανήλικο Αμύντα (Δ΄), του οποίου επίτροπος υπήρξε, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Φίλιππος Β΄ μέχρι την αντικατάστασή του στον θρόνο από τον ίδιο.
β. Νεοπτόλεμος, γιος του Αρραβαίου. Πιθανώς μετά τον θάνατο του πατέρα του κατέφυγε στην Περσία και σκοτώθηκε, πολεμώντας εναντίον των Μακεδόνων, στο πλευρό των Περσών[Αρριανός 1.20.10].
γ. Αμύντας, γιός του Αρραβαίου. Ακολούθησε την εκστρατεία του Αλέξανδρου και τα ίχνη του χάνονται μυστηριωδώς στα πρώτα χρόνια της εκστρατείας [Αρρ. 1.27.4]. Εκτός απο την πιθανότητα να σκοτώθηκε σε μάχη, υπάρχει και η σοβαρή υποψία να έχασε την ζωή του για συμμετοχή σε συνομωσία, ως επακόλουθο της εκτέλεσης του θείου του, Αλέξανδρου Λυγκηστή.
δ. Αλέξανδρος ο "Λυγκηστής". Ο τρίτος γιος του Αερόπου. Είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολυτάραχη σταδιοδρομία (βλ. σχετικό λήμμα στο Heckel: Prosopography σελ. 19). Έλαβε ως σύζυγο μια από τις θυγατέρες του Αντιπάτρου και πιθανότητα το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι υπήρξε από τους πρώτους που ζητωκραύγασαν ως βασιλέα τον Μ. Αλέξανδρο αμέσως μετά την δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου Β΄ του έσωσαν την ζωή και δεν ακολούθησε άμεσα την τύχη των αδελφών του. Εκτελέστηκε πάντως το 330 π.Χ. με την κατηγορία της συνομωσίας εναντίον του Μ. Αλεξάνδρου, κατα την διάρκεια της εκστρατείας στην Ασία (Διόδωρος ΙΖ΄80.2, Ιουστίνος ΧΙΙ.14.1).


Μύγδονες:
Αρχαίος λαός εγκατεστημένος στην Μακεδονία, για τον οποίο υπήρχε παλαιότερα η άποψη ότι επρόκειτο για θρακικό φύλο. Σύμφωνα όμως με νεώτερες απόψεις (βλ. τόμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, σελ. 48-49) θεωρούνται φρυγικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην Μακεδονία, όταν ένα μέρος από τους Φρύγες παρέμεινε στην χώρα, στην διάρκεια της μεγάλης φρυγικής μετανάστευσης (γύρω στο 1200 π.Χ.).
Η περιοχή εγκατάστασής τους θα ονομασθεί Μυγδονία και περιελάμβανε τις εκτάσεις γύρω από τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια. Μετά την αποχώρηση των Φρυγών από την Μακεδονία γύρω στο 800 π.Χ., το μεγαλύτερο μέρος από τους Μύγδονες θα παραμείνει στην περιοχή τους. Μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι ήσαν γνωστοί με την γενική ονομασία Βρύγες(Φρύγες), Βρύγοι ή Βρίγες. Έτσι αναφέρονται στον Ηρόδοτο (ΣΤ΄ 45 και Ζ΄ 185, αλλά και 73), ο οποίος όμως τους θεωρεί θρακικό φύλο, πιθανόν λόγω της ανάμειξής τους με γειτονικά θρακικά φύλα.
Στην χώρα των Μυγδόνων θα εξαπλωθούν οι επίσης φρυγικής καταγωγής Ήδωνες ή Ηδωνοί (περιορίζοντας τους εναπομείναντες Μύγδονες στην περιοχή μεταξύ του μυχού του Θερμαϊκού και του Αξιού) και οι οποίοι θα εκδιωχθούν από τους Μακεδόνες, ίσως στην διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497-454 π.Χ.).
Ο Στράβων (αποσπ. 11, εκ του Ζ΄) θεωρούσε τους Μύγδονες φύλο των Ηδωνών: «…Οι Ηδωνοί και οι Βισάλτες κατείχαν την υπόλοιπη Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Από τους λαούς αυτούς, οι Βισάλτες ονομάζονταν έτσι, Βισάλτες, ενώ από τους Ηδωνούς, άλλοι λέγονταν Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…».
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε και την παράδοση (Στέφανος Βυζάντιος) σύμφωνα με την οποία ο Ηδωνός, ο Μύγδων, ο Οδόμας και ο Βιστωνός ήσαν αδέλφια.
Μύγδονες θα εγκατασταθούν και στην περιοχή βορείως της μεγάλης Φρυγίας στην Μ. Ασία, όπου η περιοχή θα ονομασθεί επίσης Μυγδονία (βλ. Στέφανος Βυζάντιος στο σχετικό λήμμα). Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ένας από τους αρχηγούς των Φρυγών, συμμάχων των Τρώων, ονομαζόταν Μύγδων (Ιλιάς, Γ 185), τότε πρέπει να δεχθούμε ότι ένα μέρος από τους Μύγδονες δεν παρέμεινε στην Μακεδονία, αλλά συνέχισε με το υπόλοιπο κύμα της φρυγικής μετανάστευσης και πέρασε στην Μικρά Ασία, όπου εγκαταστάθηκε στην περιοχή βορείως του όρους Όλυμπος της Μυσίας, στην Προποντίδα, μεταξύ των λιμνών Ασκανίας και Δασκυλίτιδος (Στράβων, ΙΒ΄ VIII. 10).
Πιθανόν αργότερα, με την αποχώρηση των Φρυγών από την Μακεδονία, ένα μέρος από τους Μύγδονες της Μακεδονίας να μετακινήθηκαν και να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των συγγενών τους της Μ. Ασίας .
Οι Μύγδονες της Μακεδονίας θα αφομοιωθούν και θα εξαφανισθούν στην διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, ενώ οι Μύγδονες της Μ. Ασίας υπήρχαν μέχρι την εποχή του Στράβωνος (1ος αιών π.Χ.) και αφομοιώθηκαν το αργότερο μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.


Ὀδόμαντες:
Αρχαίος λαός εγκατεστημένος στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου, βορείως του Παγγαίου, η οποία έγινε γνωστή ως Οδομαντίς ή Οδομαντική. Παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι ανήκαν στα θρακικά φύλα, αλλά σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις (βλ. τόμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, σελ. 48-49), θεωρούνται φρυγικής καταγωγής λαός, ο οποίος στην συνέχεια αναμίχθηκε πιθανόν με γειτονικά θρακικά φύλα. Οι Οδόμαντες σχετίζονταν στενά με τα φύλα των Ηδωνών, των Βιστώνων, των Μυγδόνων και των Βισαλτών. Εξ άλλου, στην αρχαιότητα υπήρχε η παράδοση (Στεφ. Βυζ.) σύμφωνα με την οποία ο Ηδωνός, ο Μύγδων, ο Οδόμας και ο Βιστωνός ήσαν αδέλφια.
Η σύγχρονη έρευνα τέλος, έχει επισημάνει ότι η ίδια ρίζα Οδο-, Ωδο- ή Οδω- περιέχεται τόσο στο όνομα και άλλων φύλων (Ώδονες, Ήδωνες), όσο και στην παλαιότερη ονομασία της Θάσου (Οδωνίς, κατά τον Ησύχιο). Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι όλοι αυτές οι ονομασίες άρα και οι λαοί, σχετίζονται στενά μεταξύ τους (βλ. και C. A. H. Vol. III part 2, σελ. 602).
Οι Οδόμαντες μνημονεύονται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει (Ζ΄ 112) ότι εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.
Το 422 π.Χ. στην διάρκεια της εκστρατείας του Αθηναίου στρατηγού Κλέωνος στην Θράκη, ο βασιλιάς των Οδομάντων Πόλλης, έθεσε στην διάθεσή του τους πολεμιστές του (Θουκυδίδης, Ε΄ 6, 2).
Οι Οδόμαντες θα υποταχθούν οριστικά στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας και θα αποτελέσουν τμήμα του Μακεδονικού Βασιλείου, οπότε θα αφομοιωθούν βαθμιαία και θα εξαφανισθούν ως ξεχωριστό φύλο.


Δ.Ε.Ε.
Αναδημοσίευση από το blog Εθνο-λογικά.

Σάββατο, 14 Νοεμβρίου 2009

Ἐλιμιῶται ἤ Ἐλιμειῶται και Ἐορδοί

Ο αρχαιολογικός χώρος της Αιανής


Ἐλιμιῶται ἤ Ἐλιμειῶται: Οι κάτοικοι της Ελίμειας ή Ελιμιώτιδος, περιοχής της αρχαίας άνω Μακεδονίας, η οποία κάλυπτε το νότιο τμήμα του σημερινού Νομού Κοζάνης και το ανατολικό του Νομού Γρεβενών, στην κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού Αλιάκμονος (Βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία). Στην αρχαιότητα ανήκε στο ομώνυμο βασίλειο, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα ''άνωθεν βασίλεια'' (Τυμφαίας, Ορεστίδος, Εορδαίας, Λυγκηστίδος, Πελαγονίας και Δερριόπου) αποτελούσαν την λεγόμενη Άνω Μακεδονία, όπως προαναφέρθηκε.


Σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις θεωρούνται Δυτικό (Ηπειρωτικό) φύλο, που συμμετείχε στην ομοσπονδία των Ηπειρωτών Μολοσσών μαζί με τους Ορέστες, τους Λυγκηστές, τους Πελαγόνες και τους Τυμφαίους, πριν από την δημιουργία του μακεδονικού βασιλείου.


Σπουδαιότερη πόλη της περιοχής και πιθανότατα η πρωτεύουσα ήταν η Αιανή, η οποία γνώρισε μεγάλη ακμή στα αρχαϊκά και κλασσικά χρόνια (6ος και 5ος αι. π.Χ.). Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο ονομάσθηκε έτσι «…από Αιανού παιδός Ελύμου, του βασιλέως Τυρρηνών…». Από τον ίδιο συγγραφέα αναφέρεται και πόλη Ελιμία: «…πόλις Μακεδονίας, Στράβων εβδόμω. από Ελύμου του ήρωος ή από Ελένου ή από Ελύμα του Τυρρηνών βασιλέως…».


Η γεωγραφική θέση της Αιανής ορίζεται δυτικά από το βουνό Βούρινος, νοτιοανατολικά από τα όρη των Καμβουνίων και βορειοανατολικά από την τεχνητή λίμνη του Πολυφύτου. Βρίσκεται 23 χλμ. νότια της Κοζάνης και απέχει 5 χιλ. από τον ποταμό Αλιάκμονα. Η αρχαία πόλη βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του διεθνούς επιστημονικού, αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος εξαιτίας των πολυσήμαντων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν σε αυτή: μνημεία, δημόσια κτήρια, πλούσιες ιδιωτικές κατοικίες, μοναδικά αγάλματα και βασιλικοί τάφοι που περιείχαν πλήθος κτερισμάτων όπως χάλκινα σκεύη, όπλα, σιδερένια ομοιώματα αμαξιών με πήλινα και χάλκινα αλογάκια, πήλινα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία, πήλινα ειδώλια, οστέινα περίτμητα πλακίδια που είναι αριστουργήματα της μικροτεχνίας, γυάλινα και αλαβάστρινα αγγεία. Οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1983 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ-ΜΕΝΤΕΣΙΔΗ


Η οργανωμένη ζωή στην περιοχή ξεκινά από την Ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου, ενώ στα μέσα περίπου της πρώτης χιλιετίας η Ελίμεια καθιστά την ύπαρξη της αισθητή στον ελλαδικό χώρο. Περίφημο στην αρχαιότητα υπήρξε το βαρύ ιππικό των Ελιμιωτών που θα διακριθεί σε πολλές μάχες για την πειθαρχία του και την γενναιότητά του.


Ο πρώτος ηγεμών των Ελιμιωτών και πιθανόν ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας της περιοχής, για τον οποίο έχουμε ιστορική αναφορά (σχολιαστής στον Θουκυδίδη Ι. 57. 3) ήταν ο Δέρδας Α΄, γιος του μέλους της μακεδονικής βασιλικής δυναστείας των Αργεαδών, Αρριδαίου. Ο Αρριδαίος ήταν γιος του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα Α΄ (540 – 498/497 π.Χ.) και επομένως αδελφός του ιδιαίτερα γνωστού από την δράση του στους Περσικούς πολέμους Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497 – 454 π.Χ.). Φαίνεται ότι στον Αρριδαίο είχε ανατεθεί η διοίκηση της Ελιμιώτιδος είτε από τον Αμύντα Α΄ είτε το πιθανότερο από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος είχε συνάψει σχέσεις επιγαμίας (ο ίδιος ή η αδελφή του) με τον προϋπάρχοντα βασιλικό οίκο της Ελίμειας (βλ. E. Borza: The Emergence of Macedon, σελ. 124). Ο Δέρδας Α΄ κληρονόμησε λοιπόν το βασίλειο της Ελιμιώτιδος από τον πατέρα του και θα σπεύσει να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από το Βασίλειο της Μακεδονίας, μάλλον κατά την διάρκεια των ταραγμένων χρόνων που ακολούθησαν την δολοφονία του Αλεξάνδρου Α΄. Ο Δέρδας Α΄ θα εμπλακεί μάλιστα και στην δυναστική διαμάχη των εξαδέλφων του (των υιών του Αλεξάνδρου Α΄), Φιλίππου και Περδίκκα, στηρίζοντας στρατιωτικά τον Φίλιππο εναντίον του αδελφού του, ο οποίος είχε καταλάβει τον θρόνο της Μακεδονίας (Περδίκκας Β΄). Ο διάδοχος του Περδίκκα Β΄, ο Αρχέλαος (413 – 399 π.Χ.), θα ανανεώσει τους συγγενικούς δεσμούς των Αργεαδών με τους Ελιμιώτες δίνοντας την κόρη του ως σύζυγο (το 400 π.Χ. σύμφωνα με τους υπολογισμούς του N. Hammond. Αναφέρεται στο The Emergence of Macedon, σελ. 164) στον Δέρδα Β΄ που ήδη είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, Δέρδα Α΄ (σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ήταν παππούς του και όχι πατέρας του), στον θρόνο της Ελίμειας.


Ο Δέρδας Β΄ θα αποκτήσει από την κόρη του Αρχελάου δυο γιους, τον Δέρδα και τον Μαχάτα και μια κόρη, την Φίλα, την οποία θα πάρει (σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις των ιστορικών) ως πρώτη σύζυγο ο Φίλιππος Β΄ (και όχι την Ιλλυρίδα Αυδάτα, η οποία θεωρείται πλέον ως η δεύτερη κατά σειράν σύζυγός του).


Σημειώνουμε ότι ο γενάρχης της μακεδονικής Δυναστείας των Αντιγονιδών, ο Αντίγονος Α΄ ο ονομαζόμενος Μονόφθαλμος ή Κύκλωψ (382-301 π.Χ.), προερχόταν από το γένος των ηγεμόνων της Ελιμιώτιδος και ήταν γιος του Φιλίππου, γιου του προαναφερθέντα Μαχάτα. Υπενθυμίζουμε ότι ο Φίλιππος διορίστηκε από τον Μ. Αλέξανδρο ως Σατράπης (διοικητής) του τμήματος των Ινδιών, που κατακτήθηκε στην διάρκεια της σχετικής εκστρατείας. Δολοφονήθηκε το 326 π.Χ. μετά την ανταρσία των μισθοφορικών στρατευμάτων που διοικούσε (Αρριανού, Ανάβασις VI.27.2).


Το βασίλειο της Ελιμιώτιδος θα ενσωματωθεί οριστικά επί Φιλίππου Β΄ στο Μακεδονικό Βασίλειο και θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα αυτού σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ύπαρξής του, μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση (168/167 π.Χ.).


Ἐορδοί: Αρχαίο φύλο εντοπιζόμενο στην άνω Μακεδονία. Κατά τις απόψεις των νεώτερων ερευνητών οι Εορδοί ή Εορδαίοι (βλ. Στεφ. Βυζ. στην λέξη Εορδαίαι), διείσδυσαν στην Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δυτικά του Βερμίου, στην διάρκεια της Εποχής του Ορειχάλκου. Θεωρούνταν ως Ιλλυρικό φύλο και σωστότερα Πρωτο - Ιλλυρικό. Σύμφωνα όμως με νεώτερες απόψεις (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σελ. 66), θεωρούνται πλέον ως Παίονες.


Κατά την πρώτη περίοδο της επέκτασης του Μακεδονικού βασιλείου, η περιοχή των Εορδών θα κατακτηθεί από τους Μακεδόνες, οι οποίοι θα τους εξοντώσουν. Όσοι επέζησαν θα καταφύγουν στην Φύσκα της Μυγδονίας (Θουκυδίδης Β΄ 99), απ’ όπου είχαν ήδη εκδιωχθεί οι κάτοικοί της Ήδωνες, που είχαν καταλάβει την χώρα μετά την παλαιότερη (γύρω στο 800 π.Χ.) αποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του φρυγικού φύλου των Μυγδόνων, ενώ στην Εορδαία θα εγκατασταθούν Μακεδόνες. Από τότε η περιοχή θεωρείται ως μια από τις βασικές επαρχίες του Μακεδονικού βασιλείου.


Γύρω στο 350 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ θα ενσωματώσει στην Μακεδονία τους Παραυαίους, τους Τυμφαίους και τους Ορέστες, ενώ στην περιοχή των Πρεσπών (σημερ. πεδιάδα της Κορυτσάς), θα δημιουργήσει από τους κατοίκους της περιοχής και Μακεδόνες αποίκους, ένα νέο φύλο που τους ονόμασε Εορδαίους (N.G.L. Hammond:Macedonian State, σελ.192, καθώς και N.G.L.Hammond “The march of Alexander the Great on Thebes in 335 B.C.” στο συλλογικό έργο «Μέγας Αλέξανδρος: 2300 χρόνια από το θάνατό του» Θεσσαλονίκη 1980, 172-175). Πιθανόν να ταυτίζονται με τους Εορδήτες, που αναφέρονται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Γ΄ 13. 26) στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Δεβόλη (ο ένας από τους δύο μεγάλους παραπόταμους του Άψου-Semeni) και του παραποτάμου του, Εορδαϊκού. Από αυτήν την (μακεδονική πλέον) Εορδαία, καταγόταν (σύμφωνα με τα Λεξικά «ΗΛΙΟΥ» και «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα») ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος ο Λάγου, ο ιδρυτής της περίφημης δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, γνωστότερος με το όνομα Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ, αλλά κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Πτολεμαίος κατήγετο από μια πόλη των Ορεστών, την Ορεστία.


Δ.Ε.Ε.
αναδημοσίευση από το blog Έθνο-λογικά

Τρίτη, 10 Νοεμβρίου 2009

'Αλμωπες, Βίστωνες, Βρίγες-Βρύγοι ή Βρύγες (Φρύγες)


του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Αναδημοσίευση από το blog Έθνο-λογικά

Πολλά από τα τοπωνύμια της αρχαίας Μακεδονίας (βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία) χρησιμοποιήθηκαν (μετά την απελευθέρωσή της το 1912) και πάλι από την ελληνική Πολιτεία, για την ονομασία κυρίως επαρχιών, σύμφωνα με την παλαιότερη διοικητική διαίρεση της χώρας μας.

Μόνον για τους Νομούς Πέλλας, Πιερίας, Ημαθίας και Χαλκιδικής χρησιμοποιήθηκαν αρχαίες ονομασίες, για τον μεν πρώτο το όνομα της νεώτερης πρωτεύουσας του Μακεδονικού βασιλείου, για τον δεύτερο η αρχαία ονομασία της περιοχής, που είχε δοθεί από τους Μάγνητες, για τον τρίτο το αρχαίο τοπωνύμιο [Ημαθία/Ψαμαθία (Ησύχιος) = αιγιαλός, αμμώδης περιοχή/χώρα] με το οποίο ήταν γνωστή σε παλαιότερες εποχές η Μακεδονία (πριν από την εγκατάσταση του φύλου των Μακεδόνων) και για τον τέταρτο η αρχαία ονομασία, που προήλθε από τους αρχαίους Χαλκιδείς αποίκους των παραλίων.

Στις περισσότερες επαρχίες των Νομών της Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκαν, όπως προαναφέραμε τα αρχαία τοπωνύμια, τα οποία είχαν προκύψει, στην συντριπτική τους πλειονότητα, από τα ονόματα διαφόρων φύλων που είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές αυτές. Προφανώς, τα αρχαία τοπωνύμια δεν συνέπιπταν εδαφικά απολύτως με τις νεώτερες επαρχίες, αλλά κάλυπταν σε γενικές γραμμές τις αντίστοιχες περιοχές της αρχαιότητας. Μέχρι πρόσφατα λοιπόν υπήρχαν στους διάφορους Νομούς της Μακεδονίας «Επαρχίες» με αρχαίες ονομασίες όπως Επαρχία Αλμωπίας (στον Νομό Πέλλας), Επαρχίες Σιντικής, Βισαλτίας (στον Νομό Σερρών), Παιονίας (στον Νομό Κιλκίς), Επαρχία Εορδαίας (Νομός Κοζάνης).

Ποιοι ήσαν όμως οι Άλμωπες, οι Βισάλτες, οι Παίονες, οι Εορδοί, οι Σίντοι ή Σιντοί, αλλά και οι Πίερες, οι Σίθωνες, οι Οδόμαντες, οι Ηδωνοί, οι Ορέστες, οι Λυγκηστές, οι Ελιμιώτες, οι Πελαγόνες, οι Μάγνητες κ.λπ.;

Στις αναρτήσεις που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε όσες πληροφορίες έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα για αυτούς τους αρχαίους λαούς και τα φύλα, που κατοικούσαν στον χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Υπενθυμίζουμε ότι για Παίονες και Παιονία υπάρχει πρόσφατη ανάρτηση (Κυριακή, 01 Νοεμβρίου 2009).

Για περισσότερες πληροφορίες, αλλά και για την πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών, συστήνουμε την ανάγνωση του εισαγωγικού κεφαλαίου με τον τίτλο «Ιστορικό Περίγραμμα» από το βιβλίο: «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ (β΄ έκδοση συμπληρωμένη) Θεσσαλονίκη 2004, [Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ] καθώς και το βιβλίο των Σάκη Τότλη-Δημήτρη Ευαγγελίδη: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ χθες και σήμερα (Έκδόσεις Μέτρο, 2009), το οποίο εκδόθηκε αρχικά από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πέλλας και διανεμήθηκε σε Σχολεία, Συλλόγους και πολίτες.

Ἂλμωπες: Στο εξαιρετικό και αναντικατάστατο, παρά την παλαιότητά του, Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων (Ανέστη Κωνσταντινίδου, Κωνσταντινούπολις 1900) αποκαλούνται Ἀλμῶπες και όπως αναφέρει, ήσαν «…Έθνος πελαγονικόν της Μακεδονίας…». Σύμφωνα με την παράδοση η Αλμωπία έλαβε το όνομα από τον γίγαντα Άλμωπο, υιό του Ποσειδώνος και της Έλλης (Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά). Η Αλμωπία υπήρξε η πρώτη χώρα που κατακτήθηκε (Θουκυδίδης, Β΄ 99) από τους Τημενίδες βασιλείς της Μακεδονίας (αμέσως μετά το 550 π.Χ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι στους Βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν Μογλενά (=χώρα της ομίχλης) ενώ επί Τουρκοκρατίας Καρατζόβα από την τουρκική ονομασία του όρους Βόρας (Λεξικό Παπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, Αθήνα 1997).

Σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις, οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Αλμωπίας θεωρούνται ως παιονικής καταγωγής φύλο (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – «Εκδοτική Αθηνών» 1982, σελ. 48), το οποίο εγκαταστάθηκε στην περιοχή, όπου συγχωνεύθηκε με τους γηγενείς κατοίκους (απογόνους Νεολιθικού πληθυσμού) στην διάρκεια της Μέσης Εποχής του Ορειχάλκου(1900-1600 π.Χ.).

Ο γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος (Γ΄ 13. 24) τους αποδίδει τις πόλεις Όρμα, Ευρωπό και Άψαλο. Γύρω στο 1150 π.Χ., η περιοχή θα κατακτηθεί από τους Βρίγες (Φρύγες) και μετά την αποχώρηση των Φρυγών (περί το 800 π.Χ.), θα υποταχθεί στους Ιλλυριούς. Τελικώς, στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. η χώρα των Αλμώπων θα κατακτηθεί από τους Μακεδόνες, οι οποίοι θα τους αφομοιώσουν ή εκδιώξουν από την περιοχή και από τότε θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της Μακεδονίας.

Βισάλτες: Αρχαίο μη-ελληνικό φύλο, θεωρούμενο παλαιότερα ως θρακικό, που εγκαταστάθηκε, γύρω στα τέλη της Χαλκοκρατίας (περίπου 1200 π.Χ.), κυρίως στις δυτικές περιοχές του κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα, αφομοιώνοντας ένα τμήμα του πελασγικού φύλου των Κρηστωναίων και απωθώντας τους υπόλοιπους δυτικότερα, αλλά υπό την κυριαρχία του ηγεμόνα των Βισαλτών (βλ. Ο. Άβελ: Ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 177). Σύμφωνα όμως με νεώτερες απόψεις (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – «Εκδοτική Αθηνών» 1982, σελ. 48), οι Βισάλτες θεωρούνται ως ένα αρχικά φρυγικό φύλο, που αναμίχθηκε στην συνέχεια με τους Θράκες.

Η αρχαία πάντως Βισαλτία, κάλυπτε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. την περιοχή μεταξύ του όρους Βερτίσκος προς Δυσμάς, της Κερκινίτιδος λίμνης προς Ανατολάς, του Στρυμονικού κόλπου προς Νότον και του ποταμού Στρυμόνος προς Α-ΒΑ (Βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία ).

Οι Βισάλτες αναφέρονται από τον Ηρόδοτο (Η΄ 116) και από τον Θουκυδίδη (Β΄ 99 – Δ΄ 106). Ο Ηρόδοτος συγκεκριμένα διηγείται, ότι κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος, ο βασιλεύς των Βισαλτών δεν δέχθηκε να τον ακολουθήσει και κατέφυγε στην Ροδόπη. Οι έξη υιοί του όμως τον παράκουσαν και συνεξεστράτευσαν με τους Πέρσες, αλλά όταν επέστρεψαν τους τιμώρησε σκληρά, τυφλώνοντάς τους.
Αργυρό οκτάδραχμο Βισαλτών (περίπου 475-465 π.Χ.)


Η Βισαλτία κατελήφθη από τον Βασιλέα της Μακεδονίας Αλέξανδρο τον Α΄, μετά την μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και εκτός από μικρά διαστήματα, θα παραμείνει από τότε επαρχία του Μακεδονικού Βασιλείου. Οι Βισάλτες, στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, θα εξελληνισθούν και θα αφομοιωθούν πλήρως.

Βρίγες, Βρύγοι ἤ Βρύγες: Με την ονομασία Βρίγες και Βρύγοι (βλ. Στράβων Ζ΄ VΙΙ. 8), μνημονεύεται στις αρχαίες πηγές ένα μικρό φύλο στην Ιλλυρία. Τα μέλη αυτού του φύλου αναφέρονται ως οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής, σύμφωνα με την παράδοση για την ίδρυση της Επιδάμνου (αποικία των Κερκυραίων, σημερινό Δυρράχιο της Αλβανίας), την οποία κατέγραψε ο Αλεξανδρινός ιστοριογράφος του 2ου μ.Χ. αιώνα Αππιανός και που τους διαδέχθηκαν αργότερα οι Ταυλάντιοι, με τους οποίους, όπως σαφώς συμπεραίνεται, οι Βρίγες δεν είχαν καμιά σχέση ή συγγένεια.

Η νεώτερη έρευνα προσδιόρισε ότι το φύλο αυτό ταυτίζεται με τους Βρίγες του Ηροδότου (Ζ΄ 73), που εντοπίζονται στην Μακεδονία, πριν από την μαζική τους αναχώρηση και εγκατάσταση στην Μικρά Ασία, όπου θα γίνουν γνωστοί με την ονομασία Φρύγες. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει (ΣΤ΄ 45 και Ζ΄ 185) και κάποιους άλλους Βρύγες, «Βρύγοι Θρήικες», οι οποίοι επιτέθηκαν στον στρατό του Μαρδονίου, σε μια νυκτερινή επιχείρηση, κάπου στην «Μακεδονία», χωρίς να προσδιορίζεται ακριβώς η περιοχή (σύμφωνα με τον Ν. Χάμμοντ – «Ιστορία της Μακεδονίας» τομ. Α΄ σελ. 329 - μάλλον στην βόρεια Χαλκιδική), κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος (492 π.Χ.). Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο Στέφανος Βυζάντιος διακρίνει τους Βρίγες «έθνος Θρακικόν», από τους Βρύγες, που τους θεωρεί «Μακεδονικόν έθνος, προσεχές Ιλλυριοίς». Φαίνεται ότι αυτοί οι Βρύγες ή Βρίγες ή Βρύγοι, ήσαν υπόλειμμα των εκτεταμένων φρυγικών εγκαταστάσεων στον βορειοελλαδικό χώρο (βλ. Ιστορικό Περίγραμμα στο «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων»). Όσο για τον χαρακτηρισμό τους, «Θράκες», αυτός οφείλεται μάλλον στις συγκεχυμένες απόψεις του Ηροδότου και της εποχής του, που επαναλαμβάνονται και από άλλους αρχαίους συγγραφείς (π.χ. Στράβων Ζ΄ ΙΙΙ. 2).

Δ.Ε.Ε.

Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2009

Η αρχαία Μακεδονική διάλεκτος ...

1. Εισαγωγή

Oι έρευνες για τη μακεδονική, περισσότερο ίσως από πολλές άλλες γλωσσικές μορφές της ινδοευρωπαϊκής, σημείωσαν εξαιρετική πρόοδο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Aυτό οφείλεται κυρίως στην ένταση των ανασκαφών σε πολλά σημεία της αρχαίας Mακεδονίας - ιδιαιτέρως μετά την ανασκαφή της Mεγάλης Tούμπας στη Bεργίνα, οι συνακόλουθες ανακαλύψεις είχαν ως αποτέλεσμα τη στροφή του ενδιαφέροντος σε μια περιοχή κατά το μάλλον ή ήττον παραμελημένη αρχαιολογικά. Aπό όλες σχεδόν τις θέσεις που ανασκάφηκαν προήλθε, μεταξύ άλλων, άφθονο επιγραφικό υλικό, η ταχεία δημοσίευση και η συστηματική μελέτη του οποίου έδωσε νέα κλειδιά και κατευθύνσεις στην έρευνα.

Για πολλές δεκαετίες υπήρξε έντονη αμφισβήτηση για την ένταξη ή μη της μακεδονικής στις ελληνικές διαλέκτους. Tο πρόβλημα οφειλόταν εν μέρει στην ανεπάρκεια του υλικού, πρώιμων επιγραφών κυρίως, αλλά και σε εξωεπιστημονικούς παράγοντες, καθώς ευθύς εξαρχής η διαμάχη ήταν στενά εξαρτημένη από τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη νότια Bαλκανική κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα - ακόμα και ως τις μέρες μας - και τις εδαφικές διεκδικήσεις των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Σήμερα η μακεδονική εξετάζεται συνήθως στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων - αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα.

1.1. Μακεδονία

O γεωγραφικός χώρος, που αποκαλούμε σήμερα Mακεδονία αντιστοιχεί περίπου στην κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου B΄ έκταση του βασιλείου και εν πολλοίς στα όρια της ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας: από την Πίνδο στα δυτικά ως τον Nέστο στα ανατολικά και από το Hράκλειον στα σύνορα με τη Θεσσαλία έως και την Παιονία στα βόρεια. O εκτεταμένος αυτός χώρος έως τον 3ο αιώνα π.X. τουλάχιστον υπήρξε από γλωσσική άποψη αρκετά ετερόκλητος: το βασίλειο της Κάτω Mακεδονίας υπό τους Aργεάδες επεκτάθηκε σταδιακά ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.X. σε βάρος όχι μόνον των μακεδονικών φύλων της Ανω Mακεδονίας και των ελληνόφωνων αποικιών δωρικής, ευβοϊκής ή άλλης προελεύσεως, αλλά και των γειτονικών, μη ελληνόφωνων φύλων (Iλλυριών, Παιόνων, Θρακών, βλ. Θουκυδίδης 2.99). Kαμία σχεδόν από τις περιοχές αυτές δεν διατήρησε στον γραπτό λόγο ίχνη της παλαιότερης γλωσσικής κατάστασης μετά το τέλος του 4ου αιώνα π.X.- όλα τα κείμενα από την εποχή αυτή και έπειτα είναι γραμμένα στην κοινή. Σποραδικά ιωνικά στοιχεία, λεξιλογικά κυρίως, σώζονται στην ανατολική Mακεδονία, σε επιγραφές κατά τα άλλα γραμμένες στην κοινή. Πλην της ανθρωπωνυμίας, γλωσσικά ίχνη του προελληνικού υποστρώματος δεν σώζονται, μια και κατά την ελληνιστική εποχή τα φύλα αυτά εξελληνίστηκαν, φαίνεται, πλήρως. Eθνολογικά και ιστορικά συμπεράσματα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν λόγου χάρη από τα θρακικής προελεύσεως ανθρωπωνύμια, τα οποία συνυπάρχουν με τα ελληνικής προελεύσεως, ακόμα και στην ίδια οικογένεια: θέμα συρμού; μετακινήσεως φύλων; αδιαφορίας ή άγνοιας ως προς τις εθνικής ταυτότητας πληροφορίες που φέρουν σε πολλές αρχαίες κοινότητες τα ονόματα;

2. Πηγές

2.1. Οι αρχαίοι συγγραφείς

Oι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται μάλλον σπάνια σε αυτή καθαυτή τη γλώσσα των Mακεδόνων. Συνοψίζοντας (βλ. τελευταία Παναγιώτου 1992 - Kapetanopoulos 1995) θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσουμε τις σχετικές μαρτυρίες ως εξής:

α. Για τον χαρακτήρα της μακεδονικής διαλέκτου: Kατά τον Tίτο Λίβιο Mακεδόνες, Aιτωλοί και Aκαρνάνες μιλούν την ίδια διάλεκτο - παραπλήσια διαπίστωση κάνει και ο Στράβων για τη διάλεκτο Hπειρωτών και Mακεδόνων. Ως γνωστόν, τα ιδιώματα όλων των παραπάνω φύλων ανήκουν στη βορειοδυτική διαλεκτική ομάδα. Oι μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνονται πλέον από τις διαλεκτικές επιγραφές και με τη σειρά τους συνδυάζονται με έμμεσες μαρτυρίες των πηγών για τη συγγένεια Mακεδόνων και Δωριέων: ο Hρόδοτος (1.56) ταυτίζει Mακεδόνες και Δωριείς - ο ίδιος (5.20, 5.22, 8.137, 8.138), όπως και ο Θουκυδίδης (2.99.3) και άλλες μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουν τον μύθο που συνδέει τον βασιλικό οίκο των Tημενιδών με το Άργος και τον Hρακλή, πληροφορίες που επιβεβαιώνονται εμμέσως από αρχαιολογικά ευρήματα (π.χ. τον κατάδεσμο που δημοσίευσε ο Tιβέριος (1989), καθώς και τον τρίποδα, άθλον από τα Hραία του Αργους, που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου του B΄ στις Aιγές - SEG XXIX, 652). Aντίθετα, γενεαλογικοί μύθοι του Hσιόδου και του Eλλανίκου συνδέουν τους Mακεδόνες με τους Aιολείς, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία ενισχυτικά αυτής της παράδοσης.

β. Για την προοδευτική περιθωριοποίηση της μακεδονικής διαλέκτου: Ήδη στο στράτευμα του M. Aλεξάνδρου, ένα διαλεκτικό σύνολο διαφορετικών προελεύσεων, οι Mακεδόνες εκφράζονται στην κοινή - η διάλεκτος χρησιμοποιείται μόνο μεταξύ Mακεδόνων ή σε στιγμές έντονης συγκίνησης. H νεότερη χρονολογικά μαρτυρία για τη διάλεκτο είναι των μέσων του 1ου αιώνα π.X. και αναφέρεται στην υποχώρησή της ήδη πριν από την περίοδο αυτή στην πτολεμαϊκή αυλή. Oι μαρτυρίες των πηγών επιβεβαιώνονται και από τις επιγραφές.

γ. Για τη μακεδονική διάλεκτο και την κοινή: H κοινή διαδόθηκε μέσω των μακεδονικών κατακτήσεων και επικράτησε, χωρίς ανάσχεση, χάρη στα ελληνιστικά βασίλεια. Έτσι συνδέθηκε αργότερα στη συνείδηση ορισμένων αττικιστών πολύ στενά με τους Mακεδόνες, σε βαθμό που ο όρος μακεδονίζειν να αποκτήσει σε ορισμένους από αυτούς την έννοια 'ομιλώ την κοινή' (π.χ. Aθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3.121f-122a) - για τον λόγο αυτό προκάλεσε και τα ειρωνικά τους σχόλια. Ως απόδειξη επίσης αυτής της σημασίας του μακεδονίζειν μπορούν να αντιπαρατεθούν χωρία αττικιστών, όπου ο ίδιος τύπος χαρακτηρίζεται από τους μεν ως «μακεδονικός» και από τους δε ως τύπος «ευτελής» που χρησιμοποιούν οι «αμαθείς» ή οι «νεώτεροι».

3. Γλώσσα και Γραφή

Στη Mακεδονία έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα λίγα κείμενα αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Tο γεγονός ίσως είναι τυχαίο για τις αποικίες, στα μακεδονικά όμως βασίλεια η διάδοση της γραφής υπήρξε πολύ περιορισμένη για πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους: αν πιστέψουμε την έστω και με στοιχεία συναισθηματισμού και ρητορικής υπερβολής διήγηση που αποδίδει στον Aλέξανδρο ο Aρριανός (Αλεξάνδρου Ανάβασις 7.9.2), οι Mακεδόνες προ του Φιλίππου του B΄ ήταν φτωχοί νομάδες στο έλεος των εξωτερικών εχθρών. Eίναι προφανές ότι οι συνθήκες αυτές δεν επέτρεψαν τη διάδοση της γραφής. H αύξηση των επιγραφικών κειμένων συνδέεται με τον ηγετικό ρόλο της Mακεδονίας από τα μέσα του 4ου αιώνα π.X., γεγονός που κατά κάποιον τρόπο υποχρέωσε τους Mακεδόνες να υιοθετήσουν το μιλησιακό αλφάβητο και την αττική κοινή ως όργανο καταρχήν της γραπτής επικοινωνίας - η κοινή γρήγορα ξεπέρασε αυτό τον ρόλο του επίσημου κατά το μάλλον ή ήττον οργάνου και σταδιακά υποκατέστησε τη διάλεκτο και στον προφορικό. Oι νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες κατά την ελληνιστική εποχή ανάγκασαν στην ίδια επιλογή ακόμα και εκείνες τις ελληνικές περιοχές των οποίων η διάλεκτος είχε μακρά παράδοση στον γραπτό λόγο και στη λογοτεχνία. Έτσι, από τα 6.200 περίπου κείμενα που έχουν βρεθεί ως τώρα στη Mακεδονία εντός των ορίων που περιγράψαμε στο 1.1, ίσως το 99% είναι γραμμένο στην κοινή και μόνο το υπόλοιπο σε διάλεκτο (μακεδονική και των αποικιών). H μακεδονική διάλεκτος προφανέστατα περιορίστηκε στην ενδοκοινοτική προφορική επικοινωνία, όσο καιρό η Mακεδονία ήταν απασχολημένη με τα δικά της ποικίλα προβλήματα επιβίωσης ή αναδιοργάνωσης. Όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν, πέρασε μεν στον γραπτό λόγο αυτή η γλωσσική μορφή, περιορίστηκε όμως σε ιδιωτικά κείμενα, όπως καταδέσμους, κείμενα κατεξοχήν λαϊκά και προορισμένα να μείνουν κατά το μάλλον ή ήττον κρυφά: διαλεκτικοί κατάδεσμοι από την Πέλλα (Bουτυράς 1993, 1996, 1998) και από την Aρέθουσα του τέλους του 4ου/αρχών του 3ου αιώνα π.X. (Mοσχονησιώτη, Xριστίδης & Γλαράκη 1997).

H ως πριν από μία δεκαετία έλλειψη μακεδονικών διαλεκτικών κειμένων, οι εξωεπιστημονικοί παράγοντες που αναφέρθηκαν στο 1, καθώς και το πρόβλημα της προέλευσης των φθόγγων της μακεδονικής που αποδίδονται με Β, Δ, Γ, συνέβαλαν στη διατύπωση αρκετών θεωριών για τη θέση της μακεδονικής στο πλαίσιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: ιλλυρικό κατά βάση «μείγμα», ελληνοθρακοϊλλυρικό «συνονθύλευμα», ελληνική διάλεκτος -με διαφορετικές όμως απόψεις για τη διαλεκτική της συνάφεια- ή παραλλαγές αυτών. Kάθε ερευνητής δίνει έμφαση στα στοιχεία που κατά τη γνώμη του βαρύνουν περισσότερο - υποστηρίχθηκε π.χ. ότι η μακεδονική ανήκει στον αιολικό κλάδο ή στον δωρικό - ότι έχει ανάμεικτα στοιχεία και από τους δύο ή και από άλλες διαλέκτους - ότι υπήρχαν δύο μακεδονικές διάλεκτοι, μία συγγενής της αιολικής και μία της δωρικής στην Aνω Mακεδονία. Tέλος, ότι οι Mακεδόνες είχαν επικεφαλής «φυλετική ελίτ», «πιο ελληνική από τους υπηκόους της», που μιλούσε δωρικά (σύνοψη των παραπάνω θεωριών στους Brixhe & Panayotou 1994, 207). Eίναι γεγονός ότι η έλλειψη ή η σιωπή των πηγών σχετικά με την αρχαία μακεδονική αλλά και τα προβλήματα ερμηνείας οδήγησαν συνήθως σε υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις, πλήρεις προσωπικών και αρκετά επισφαλών εκτιμήσεων.

Oι επιδράσεις της λατινικής και των σημιτικών γλωσσών στην ελληνική της Mακεδονίας λόγω εγκαταστάσεων κατά τη ρωμαϊκή εποχή Pωμαίων και Eβραίων ήταν περιορισμένη, καθώς τα φύλα αυτά εξελληνίστηκαν σε διάστημα που δεν ξεπέρασε τις τρεις γενιές, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα γραπτά τους κατάλοιπα.

3.1 Τα αλφάβητα

Mε τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το κορινθιακό αλφάβητο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στη «Mακεδονία» (με τα σύνορα που περιγράφονται στο 1) τον 6ο αιώνα π.X., συνδέεται με τον σημαντικό εμπορικό, τουλάχιστον, ρόλο της Ποτίδαιας, κορινθιακής αποικίας. Aπό τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. παρατηρείται σταδιακή αύξηση των κειμένων σε ιωνικό αλφάβητο σε περιοχές που ιστορικά δεν δικαιολογούσαν ιωνική παρουσία και σε βάρος του κορινθιακού αλφαβήτου, το οποίο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή μετά τους Περσικούς Πολέμους. H διάδοση του ιωνικού αλφαβήτου αλλά και γενικότερα της ιωνικής τέχνης πρέπει να συνδέεται με τη διείσδυση και πιθανότατα την πολιτιστική υπεροχή των Iώνων στο πλαίσιο της Περσικής Aυτοκρατορίας, τμήμα της οποίας αποτέλεσαν οι εν λόγω περιοχές από τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. H περσική αναδίπλωση μετά το τέλος των Mηδικών Πολέμων σηματοδοτεί και τη βαθμιαία υποχώρηση των ιωνικών αυτών στοιχείων από τη Mακεδονία και την άμεση - γλωσσική μεταξύ άλλων - διείσδυση των Aθηνών (Παναγιώτου 1996).

3.2 Φωνητική και φωνολογία

Bάσει των μέχρι σήμερα γνωστών κειμένων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής χαρακτηριστικά της μακεδονικής (βλ. εν εκτάσει Brixhe & Panayotou 1994, 213-215 - Παναγιώτου 1997, 204-205):

  • Διατήρηση του */a:/, π.χ. Αδίστα, Bουλομάγα.
  • [a:] ως αποτέλεσμα συναίρεσης [a:] + [o:], π.χ. ταν αλλάν πασάν/αττ. των άλλων πασών.
  • Συγκοπή βραχέων φωνηέντων στις προθέσεις κατά τη σύνθεση, παρκαττίθεμαι/ αττ. παρακατατίθεμαι.
  • Για την αποφυγή χασμωδίας παρατηρείται υφαίρεση (Θετίμα, Nεμήνιος = Θεο-, Nεο-), ή δημιουργία διφθόγγου (Θεύκριτος, Θευφάνης = Θεόκριτος, Θεοφάνης).
  • Διατήρηση της προφοράς [u] του /u:/ σποραδικά σε τοπικά λατρευτικά επίθετα, π.χ. Kουναγίδας = Kυναγίδας, ή παρωνύμια, π.χ. Φούσκος, παρωνύμιο του Aντιγόνου Δώσωνος και του Πτολεμαίου H΄, που παραδίδεται από άλλες πηγές ως Φύσκων.
  • Στένωση του /ο:/ σε /u:/ σε περιβάλλον έρρινου: ουνή, Kάνουν/αττ. ωνή, Kάνων.
  • Aπλοποίηση σε /i:n/ της ακολουθίας /ign/: γίνομαι/γίγνομαι.
  • Aποδάσυνση του συμφωνικού συμπλέγματος /sth/ > /st/ (γενέσται/γενέσθαι). Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά απαντούν επίσης στις βορειοδυτικές διαλέκτους, το τελευταίο όμως αποκλειστικά σε αυτές από τον δωρικό κλάδο.

3.2.1 Τα Μακεδονικά Β,Γ,Δ

Oρισμένες αρχαίες (από τον Πλούταρχο και μετά) καθώς και βυζαντινές πηγές επισημαίνουν ότι οι Mακεδόνες «χρφνται» B αντί του Φ (και κάποτε Δ αντί του Θ) σε ανθρωπωνύμια, σε λατρευτικά επίθετα, σε μήνες του μακεδονικού ημερολογίου και σε μακεδονικές «γλώσσες» - οι γραμματικοί και οι λεξικογράφοι υποστηρίζουν ότι το ανθρωπωνύμιο Φίλα ([phνla]) π.χ. αντιστοιχούσε στο μακεδονικό Bίλα [bνla] (ή ήδη από το τέλος της κλασικής εποχής [vνla] σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, κυρίως Babiniotis 1992). Aυτή η διαφορά θεωρήθηκε από τους περισσότερους γλωσσολόγους και φιλολόγους ως απολύτως βασική, διαχώριζε δε τη μακεδονική από το σύνολο των ελληνικών διαλέκτων - της μυκηναϊκής ελληνικής συμπεριλαμβανομένης -, διότι υποδήλωνε διαφορετική εξέλιξη συμφώνων στο φωνολογικό σύστημα της μακεδονικής: δηλαδή, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα ινδοευρωπαϊκά ηχηρά δασέα *bh, *dh, *gh έχουν τραπεί στην ελληνική σε άηχα δασέα [ph th kh] (γραφήματα Φ, Θ, X αντίστοιχα) έχοντας χάσει την ηχηρότητά τους, ενώ στη μακεδονική έχουν τραπεί αντίστοιχα σε [b d g] (γραφήματα B, Δ, Γ αντίστοιχα), έχουν δηλαδή χάσει τη δασύτητά τους. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, η διαφορά απηχεί εξέλιξη στο εσωτερικό της ελληνικής (αποκλειστοποίηση), θέση που μάλλον δύσκολα συμβιβάζεται με τα νεότερα δεδομένα από τα διαλεκτικά κείμενα (βλ. τελευταία Brixhe & Panayotou 1994, 211 και 216-218, Παναγιώτου 1997, 202). Ίσως είναι οικονομικότερο να υποθέσει κανείς ότι τα ονόματα που παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό είναι γλωσσικά κατάλοιπα ενός φύλου που έζησε στην περιοχή και το οποίο αφομοιώθηκε γλωσσικά από τους Mακεδόνες, είναι σαφές ότι ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. τα μόνα ίχνη αυτής της γλώσσας είχαν περιοριστεί σε ένα τομέα κατεξοχήν συντηρητικό, την ονοματολογία. Ήδη τον 4ο αιώνα π.X., όταν η γραφή αρχίζει να διαδίδεται στη Mακεδονία, στο γλωσσικό αίσθημα των Mακεδόνων τα ονόματα αυτά αποτελούσαν, χωρίς διάκριση προφανώς, τμήμα του μακεδονικού γλωσσικού υλικού και της παράδοσης.

3.3 Μορφολογία

Aπό τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

  • Aρσενικά και θηλυκά πρωτόκλιτα σε -ας και -α αντίστοιχα: π.χ. Πευκέστας, χειριστα/αττ.-ιων. χειριστί, Λαομάγα.
  • Γενική ενικού σε -α των πρωτόκλιτων αρσενικών: Mαχάτα/αττ. -ου.
  • Γενική πληθυντικού σε -αν των πρωτοκλίτων: ταν αλλάν πασάν/αττ. των άλλων πασών.
  • α΄ πρόσ. προσωπικής αντωνυμίας εμίν/αττ. εμοί.
  • Xρονικός σύνδεσμος οπόκα [τόκα]/αττ. οπότε.

Ένα στοιχείο που δεν έχει ως τώρα επιβεβαιωθεί επιγραφικά, είναι οι άσιγμες ονομαστικές ενικού των πρωτόκλιτων αρσενικών τύπου ιππότα/ αττ. ιππότης σύμφωνα με μαρτυρίες του Aπολλωνίου του Δυσκόλου και του Eυσταθίου (βλ. Παναγιώτου 1992, 190).

3.4 Σύνταξη

H επίδραση της αττικής σύνταξης είναι εμφανής ακόμα και στους δύο διαλεκτικούς καταδέσμους, πράγμα που δείχνει αναμφισβήτητα την πρώιμη (δηλαδή από τα παλαιότερα σχετικώς κείμενα) επίδρασή της επί της μακεδονικής.

3.5 Ονοματολογία

Mε εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στην ονοματολογία, η μακεδονική διάλεκτος δεν θα αφήσει ίχνη στον γραπτό λόγο. Πάντως, η συντριπτική πλειονότητα των ονομάτων αυτών έχει ελληνική προέλευση. Aναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τις δεκάδες χαρακτηριστικών ανθρωπωνυμίων: Αδίστα, Αδυμος, Αντιγόνα, Ατταλος, Δρύκαλος, Eυρυδίκα, Λάανδρος, Nικάνωρ, Πάτυλλος, Περίτας, Πευκόλαος, Πτολεμαίος, ή ευρέως διαδεδομένων ονομάτων: Αλέξανδρος,Δημήτριος, Ιόλαος, Παράμονος, Περσεύς, Φίλιππος. Oι αντίστοιχοι μη διαλεκτικοί -ή και μερικώς διαλεκτικοί- τύποι Οαδίστη/Αδίστη/Ηδίστη, Αντιγόνη, Ευρυδίκη, πληθαίνουν μετά την υποταγή της περιοχής στους Pωμαίους.

  • Aπό τα τοπωνύμια επίσης η πλειονότητα ετυμολογείται διά της ελληνικής: Aιανή, Aιγεαί, Αργος, Δίον, Eυρωπός, Πέλλα κλπ.
  • Σε ό,τι αφορά τα εθνικά θα πρέπει να επισημανθεί η συχνότητα του μορφήματος -έστης/-εστός (και παραλλαγές). Kαι ορισμένα από αυτά είναι παράγωγα σιγματικών ουσιαστικών όπως όρος > Ορέστης, άργος > Αργος > Αργεσταίος, και Διασταί (βλ. Στέφανος Bυζάντιος - εθνικά, λ. Δίον), Λυγκησταί, Kορμέσται, που προσδιορίζουν κατά περίπτωση φύλα ή, σπανιότερα, κατοίκους (περιοίκους;) πόλεων.

4. Μακεδονία και κοινή

H αττική κοινή, όπως είναι φυσικό, μετά τη διάδοσή της στη Mακεδονία και αλλού θα επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό από το υπόστρωμά της. H κοινή των ελληνιστικών χρόνων είναι ως προς τη γραμματική, τη σύνταξη και εν πολλοίς τη φωνολογία μια απλοποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου. Yπάρχουν όμως και στοιχεία της κοινής τα οποία οφείλονται προφανώς στη μακεδονική, όπως οι γενικές των πρωτόκλιτων αρσενικών σε -α (Περδίκκα, Αμύντα, Kαλλία). Ήδη στα κείμενα του 4ου αιώνα π.X. η επικράτηση της γραμματικής της κοινής είναι σχεδόν ολοκληρωτική: κείμενα όπως & αδελφή με ανέθηκε, Παγκάστα (SEG XXXV, 790), με /a:/ στο κύριο όνομα και /ε:/ στο προσηγορικό, αποτελούν τον κανόνα στη Mακεδονία (βλ. Brixhe & Panayotou 1988, 250).">Ένα συγκεντρωτικό σύστημα όπως αυτό της μοναρχίας μακεδονικού τύπου, με ευθύνες διοίκησης σε μεγάλα πολυγλωσσικά και πολυδιαλεκτικά σύνολα, χρειάζεται ένα γλωσσικό όργανο με κύρος, δοκιμασμένο ήδη στον γραπτό λόγο. H αττική κοινή ανταποκρινόταν καλύτερα από άλλες μορφές ελληνικής σε αυτές τις απαιτήσεις. Έτσι, αυτή η ενιαία γλωσσική μορφή, και όχι η μακεδονική διάλεκτος, θα διαδοθεί και βαθμιαία θα επικρατήσει σε όλον τον ελληνιστικό κόσμο.


http://stavrochoros.pblogs.gr/2008/01/h-makedonikh-dialektos-.html

Κυριακή, 04 Οκτωβρίου 2009

Μακεδόνες: Καταγωγή – Γλώσσα – Αρχικές εγκαταστάσεις

του εθνολόγου-βιολόγου Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Αναδημοσίευση από το blog εθνο-λογικά

Οι Μακεδόνες υπήρξαν ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιοελληνικά φύλα, που με τις κατακτήσεις τους του 4ου αιώνα π.Χ. θα διαδώσουν σε τεράστιες εκτάσεις της Ασίας και της Αφρικής, τον ελληνικό πολιτισμό. Οι Μακεδόνες, όπως αποδεικνύουν στοιχεία της νεώτερης έρευνας (βλ. Ιστορία Ελληνικού ΄Εθνους «Εκδοτική Αθηνών» 1971, τομ. Β΄ σελ. 237), ήσαν συγγενείς με τους Μάγνητες, ένα άλλο αρχαιοελληνικό φύλο.

Η ονομασία και των δύο φύλων προέρχεται από την ρίζα μακ- που σημαίνει μέγεθος, με την ειδικότερη έννοια ύψος, την οποία συναντάμε και στις ελληνικές λέξεις μάκος-μήκος, μακρός κ.λ.π. Οι Μάγνητες θεωρούνται μάλιστα από ορισμένους ερευνητές (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – «Εκδοτική Αθηνών» 1982, σελ. 63) ως κλάδος των Μακεδόνων, προερχόμενοι από την περιοχή του όρους Λάκμων ή Λάκμος, στην κεντρική Πίνδο, όπου είχαν εγκατασταθεί, από την εποχή της εισόδου των Πρωτο-ελληνικών φύλων (μεταξύ 2200/2100 π.Χ.) στον ελλαδικό χώρο. Επομένως, Μακεδόνες = υψηλόσωμοι ή αυτοί που ζουν σε ψηλά μέρη, οι ορεσίβιοι.

Ο μεγάλος επικός ποιητής του 8ου-7ου αιώνα π.Χ. Ησίοδος, εμφανίζει στις Ηοίες [Μεγάλο επικό έργο στο οποίο απαριθμούνται οι «γενάρχισσες» των ηρωϊκών γενών, τοποθετημένες σε μια σειρά, όπου η κάθε περίπτωση εισάγεται με την στερεότυπη φράση «ἢ οἵη…» (= ή όπως η...) κάτι που έδωσε και τον ανεπίσημο τίτλο στο κείμενο αυτό, που είναι γνωστό στην αρχαία γραμματεία ως «Κατάλογος Γυναικών»] του, τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα ως γιους της Θυΐας, της κόρης του Δευκαλίωνος και επομένως πρώτα εξαδέλφια των γιων του Έλληνος (γιου του Δευκαλίωνος και αδελφού της Θυΐας) και της νύμφης Ορσηΐδος, δηλαδή του Δώρου, του Ξούθου και του Αιόλου:


«…ἥ δ’ ὑποκυσαμένη Διῒ γείνατο τερπικεραύνῳ υἷε δύω,
Μάγνητα Μακηδόνα θ’ ἱππιοχάρμην,
οἳ περί Πιερίην καί Ὄλυμπον δώματ’ ἒναιον
…»



(απόσπ. 7)
(…Αυτή συνέλαβε με τον Δία, τον Θεό που χαίρεται τον κεραυνό, και του γέννησε δυο γιους, τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα, που πολεμάει πάνω σε άρμα, και αυτοί κατοικούσαν στην περιοχή της Πιερίας και του όρους Όλυμπος…).
Υπενθυμίζουμε ότι κατά την Μυθολογία (Απολλόδωρος, Α΄ VΙΙ. 3), ο Ξούθος (=ξανθός) ήταν ο πατέρας του Αχαιού και του Ίωνος και έτσι έχουμε τους μυθικούς γενάρχες των ελληνικών φύλων δηλ. των Δωριέων, των Αχαιών, των Αιολέων και των Ιώνων. Από την πρώϊμη λοιπόν αρχαιότητα, αναγνωρίζανε τους στενούς δεσμούς αίματος μεταξύ των Μακεδόνων και των υπολοίπων ελληνικών φύλων δηλ. την κοινή τους καταγωγή, που αποδόθηκε τόσο εύστοχα με μεταφορικό τρόπο, στους ωραιότατες διηγήσεις της ελληνικής μυθολογίας. Η διήγηση του Ησίοδου που προαναφέραμε αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της συνήθειας, να διατηρούνται παλαιότατες μνήμες και παραδόσεις με την μορφή μύθων.

Η συγγένεια Μακεδόνων και Μαγνήτων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την πλευρά μιας ακόμη επιβεβαίωσης της καταγωγής των Μακεδόνων ως ενός αδιαμφισβήτητα ελληνικού φύλου. Εκτός από το γεγονός της κοινής προέλευσης των δύο εθνικών ονομάτων από την ίδια ρίζα μακ- που ήδη αναφέραμε παραπάνω, οι αρχαίοι Έλληνες προφανώς αναγνώριζαν αυτή την συγγένεια και κατά την άποψή μας έτσι ερμηνεύεται και το ότι ο Ησίοδος παρουσίασε τον Μακεδόνα και τον Μάγνη ως αδελφούς.

Αλλά η συγγένεια επιβεβαιώνεται και από δύο ακόμη αδιάσειστα στοιχεία του θρησκευτικού και κοινωνικού βίου, όπως το ότι και τα δυο φύλα τελούσαν μια εορτή τα Εταιρείδια, άγνωστη στα υπόλοιπα ελληνικά φύλα της εποχής, καθώς και το ότι είχαν έναν ιδιαίτερο χορό, την Καρπαία, με την παρατήρηση ότι τον ίδιο χορό εκτός από τους Μακεδόνες και τους Μάγνητες είχαν και οι Αινιάνες, από τη εποχή που το φύλο αυτό γειτόνευε μαζί τους (βλ. λεπτομέρειες στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ό.π. σελ. 49-63)

Με τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου «Περιήγησις» του περίφημου γεωγράφου της αρχαιότητας Εκαταίου του Μιλησίου (6ος - 5ος αιώνας π.Χ.), περνάμε σε πιο χειροπιαστές και άμεσες πληροφορίες για τις χώρες και τους λαούς της εποχής του. Υπήρξε πάντως μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι το έργο αυτό χάθηκε και το γνωρίζουμε μόνο από αποσπάσματα που διασώθηκαν σε έργα μετέπειτα συγγραφέων.

Ειδικότερα οι πληροφορίες από το τμήμα όπου περιέγραφε την Μακεδονία θα ήσαν ασφαλώς πολυτιμότατες, αφού θα είχαμε πρωτογενή στοιχεία για τα πρώτα χρόνια του Μακεδονικού Βασιλείου και τους κατοίκους του. Έτσι, περιοριζόμαστε σήμερα στα ελάχιστα αποσπάσματα, που διασώθηκαν σε κείμενα του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και του Στράβωνος.

Από την μελέτη πάντως όσων πληροφοριών κατάφεραν να συγκεντρώσουν από κείμενα αρχαίων συγγραφέων, καθώς και των αρχαιολογικών ευρημάτων, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αρχαία Μακεδονική γλώσσα ήταν ένα δωρικό ιδίωμα, που ανήκε στην ομάδα των λεγομένων Δυτικών ελληνικών διαλέκτων, ενώ παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι οι Μακεδόνες ήσαν ένα αιολόφωνο [Όπως π.χ. ο A. Fick (1874) και ο Γερμανός γλωσσολόγος Otto Hoffmann (Die Makedonen, ihre Sprache und ihr Volkstum – Göttingen, 1906). Βλ. περισσότερα στο N. G. L. Hammond : The Macedonian State 1989, σελ. 13. Υπάρχουν όμως επιγραφές του 4ου και 3ου αιώνα π. Χ. από την Βεργίνα και την Πέλλα (π.χ. κατάδεσμος), των οποίων η γλώσσα παρουσιάζει γνωρίσματα Δωρικής (Δυτικής) διαλέκτου (βλ. Eugene N. Borza: The emergence of Macedon 1990, σελ. 93). Για μια διεξοδική διερεύνηση του ζητήματος της γλώσσας των αρχαίων Μακεδόνων βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ό.π., σελ. 54 – 59] κατά βάση φύλο, εγκατεστημένο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην περιοχή του όρους Λάκμων ή Λάκμος, στην κεντρική Πίνδο.

Υπενθυμίζουμε, ότι στην διάρκεια των αιώνων που μεσολάβησαν από τις εγκαταστάσεις των Πρωτοελλήνων, μέχρι την έναρξη των μετακινήσεών τους νοτιότερα ( 2200/2100 - 1900 π.Χ.), η αρχικώς ενιαία πρωτο-ελληνική γλώσσα διαφοροποιείται σε ορισμένες διαλέκτους, που η γεωγραφική τους εξάπλωση και τα μεταξύ τους όρια (κατά προσέγγιση) αποτυπώνονται στον Χάρτη 1.

Γύρω στο 1900 π.Χ., με την έναρξη της περιόδου που είναι γνωστή ως «Μέση Εποχή του Ορειχάλκου», αρχίζουν μαζικές μετακινήσεις ορισμένων πρωτοελληνικών φύλων προς την Νότια Ελλάδα.

Από την περιοχή της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας μετακινούνται τα φύλα των Πρωτο-Αρκάδων και των Πρωτο-Αιολέων, τα οποία μιλούσαν τις αντίστοιχες παραλλαγές της λεγομένης Κεντρικής Διαλέκτου της Πρωτοελληνικής.

Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στην Βόρεια Πίνδο, θα παραμείνουν, το φύλο των Βοιωτών (το οποίο εντοπίζεται στο όρος Βοίον ή Βόϊον, στα σύνορα των σημερινών Νομών Καστοριάς, Κοζάνης και Ιωαννίνων και που σύντομα θα εγκαταλείψει και αυτό την περιοχή) και νοτιότερα, στην Κεντρική Πίνδο και συγκεκριμένα στο όρος Λάκμων ή Λάκμος (σημερ. Περιστέρι, στα σύνορα των σημερινών Νομών Τρικκάλων και Ιωαννίνων, νοτίως του Μετσόβου), το φύλο των Μακεδόνων.

Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία που διαθέτουμε, φαίνεται ότι μετά την αποχώρηση των Πρωτο-Αρκάδων από τον χώρο της σημερινής Νοτιοδυτικής Μακεδονίας (Ελιμιώτις, Ελίμεια = περιοχή Κοζάνης-Γρεβενών), οι Μακεδόνες θα εξαπλωθούν αρχικά προς τις περιοχές αυτές. Οι Βοιωτοί, εγκατεστημένοι ήδη στην κεντρική Πίνδο, θα εγκαταλείψουν την περιοχή τους προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού (γύρω στο 1200 π.Χ.) και θα μεταναστεύσουν στην Άρνη, στο κέντρο της περιοχής που θα ονομασθεί αργότερα Θεσσαλία (από το ομώνυμο φύλο των Θεσσαλών, οι οποίοι θα εισβάλουν μεταξύ 1125-1100 π.Χ. και θα κατακτήσουν βαθμιαία ολόκληρη την περιοχή). Οι Βοιωτοί θα εκδιωχθούν από τους Θεσσαλούς και θα καταλήξουν στην Βοιωτία.

Το κενό που άφησαν στην Δυτ. Μακεδονία οι Βοιωτοί, θα καλύψουν ελληνικά φύλα που εξόρμησαν από την Ήπειρο και στην συνέχεια θα εξαπλωθούν στις περιοχές που αργότερα ονομάζονταν Ορεστίς, Λυγκηστίς και Πελαγονία (Βλ. Χάρτη 2). Τα φύλα αυτά θα απορροφηθούν αρκετά αργότερα από τους Μακεδόνες.

Χάρτης 2

Οι υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας κατέχονται πριν από το τέλος της Εποχής του Ορειχάλκου (13ος /12ος αιώνας π.Χ.) από τους Παίονες, τους Βοττιαίους, τους Εορδούς, τους Άλμωπες, μη ελληνικά φύλα και τους Δουρίοπες ή Δευρίοπες, ένα μικρό φύλο, συγγενές με το ελληνικό φύλο των Πελαγόνων, όπως αποδείχθηκε.

Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου 2009

Η Καταγωγή των Μακεδόνων και των υπόλοιπων Ελλήνων μέσω συμβατικών θεωριών.

Για να καταλάβουμε τη σχέση των αρχαίων Μακεδόνων με τους νότιους Έλληνες πρέπει πρώτα να κάνουμε δυο βασικές ερωτήσεις : Ποιοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες και ποιοι ακριβώς ήταν οι Μακεδόνες ;

1) Το παρασκήνιο : Η εξάπλωση των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών στα Βαλκάνια

Η Ελληνική γλώσσα ανήκει στην ευρύτερη ομάδα των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών , δηλαδή της μεγαλύτερης γλωσσικής οικογένειας ανά την υφήλιο που περιλαμβάνει την πλειοψηφία των σημερινών -αλλά και των αρχαίων- γλωσσών που μιλιούνται από την Ισλανδία μέχρι την Ινδία. Οι γλώσσες αυτές συνδέονται με φυλογενετική συγγένεια , δηλαδή προέκυψαν από μία αρχέγονη μητρική πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (PIE) γλώσσα με συνεχείς διαδικασίες διάσπασης και διαφοροποίησης που πραγματοποιήθηκαν ιστορικά μέσα από την εξάπλωση , διάσπαση καί απομόνωση των διαφόρων ινδοευρωπαϊκών λαών. Η διαφορετικές συνθήκες που ο κάθε λαός συνάντησε κατά την ιστορική του πορεία ευθύνονται για την αποκλειστική αλλαγή της γλώσσας του.

Από πότε μέχρι πότε και πού ομιλιόταν η PIE γλώσσα ; Οι πλειοψηφία των ιστορικών , αρχαιολόγων και γλωσσολόγων (Marija Gimbutas , Jim Mallory , DQ Adams , David Anthony κλπ) δέχεται σαν αρχική εστία των PIE τις στέπες που βρίσκονται βορείως του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας θάλασσας. Βέβαια , υπάρχουν και άλλες υποθέσεις , όπως π.χ. η «ανατολιακή» υπόθεση του Colin Renfrew ή η «Βαλκανική» υπόθεση του Diakonoff. Για μια σειρά αρχαιολογικών , χρονολογικών και γλωσσολογικών επιχειρημάτων η «Στεπική» υπόθεση ξεχωρίζει από όλες τις άλλες και είνα ιαυτή που θα δεχθώ εδώ.

Έτσι το σενάριό μας ξεκινά στις Ρωσικές Στέπες , όπου η PIE γλώσσα μιλιόταν από το 5000 π.Χ. περίπου και μετά. Γλωσσολογικά χωρίζεται σε δύο φάσεις : Πρώιμη (5000-4000 π.Χ περίπου) και Όψιμη (4000-3000 π.Χ. περίπου) PIE. Με διαδοχικά κύματα και προς διάφορες κατευθύνσεις οι Ινδοευρωπαίοι εξαπλώθηκαν σε Ευρώπη και Ασία καταφέρνοντας να αφομοιώσουν γλωσσικά τους προϊνδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς που συνάντησαν , αλλά και να επηρεαστούν σημαντικά -τουλάχιστον πολιτισμικά και λεξικολογικά- από αυτούς.

Οι ΙΕ μετακινήσεις στα Βαλκάνια μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής :

i) Περί το 4200 π.Χ. μια πρώτη ομάδα ΙΕ που μιλούσε ακόμα διαλέκτους της πρώιμης PIE γλώσσας εγκαταστάθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης (ανατολικά Βαλκάνια) και από εκεί μετά το 3000 π.Χ. διέσχισε τον Ελλήσποντο και εποίκησε την μικρά Ασία. Η γλώσσα τους ονομάζεται πρωτο-Ανατολιακή και αργότερα θα διασπαστεί στις λεγόμενες Ανατολιακές γλώσσες (Παλαϊκή , Χιττική , Λεβιτικές: Καρική , Λυδική κα). Ένα μέρος των πρωτο-Ανατολιακών παρέμεινε στα Βαλκάνια και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την «ελληνογένεση» όπως θα δούμε παρακάτω.

ii) Περί το 3300 π.Χ. μια δεύτερη ομάδα ΙΕ διήθησε τα Βαλκάνια (Early Yamnaya) αφήνοντας αρχαιολογικά κατάλοιπα στο Karanovo IV της Βουλγαρίας , αλλα κυρίως στην μεγάλη Αυστρουγγρική πεδιάδα (Baden Culture). Ενώ το σύμπλεγμα Baden θα δώσει ον Ιταλο-Κελτικό κλάδο (και πιθανώς τον Ιλλυρικό) , οι κάτοικοι του Karanovo ΙV θα μετακινηθούν δυτικά στον Νότιο Μοράβα (South Morava , Juzna Morava) και αφού αφομοιώσουν και επηρεαστούν από τους προηγούμενους νεολιθικούς κατοίκους της περιοχής (Vinca) θα σχηματίσουν στη νοτιοανατολική Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο τον πολιτισμό Bubanj-Hum I που θα δώσει αργότερα τους ιστορικούς Παίονες.

iii) Περί το 3000 π.Χ. μια τρίτη ομάδα (Late Yamnaya , Pit grave- Red Ochre Kurgan) θα έρθει από τις ρωσικές Στέπες και θα δημιούργήσει ένα πολιτισμικό σύμπλεγμα στα κεντρικά Βαλκάνια (γύρω από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη) που ονομάζεται Salcutsa-Krivodol-Bubanj complex. Αυτοί οι γλωσσικοί φορείς φθάνοντας στον Μοράβα και το Κοσσυφοπέδιο θα απωθήσουν τους πρωτο-Παίονες φορείς του πολιτισμού Bubanj-Hum I νότια στην ιστορική Παιονία (σημερινή πΓΔΜ , πολιτισμός Zelenikovo II νότια της πόλης των Σκοπίων) και θα δημιουργήσουν τον δικό τους πολιτισμό Bubanj-Hum II (ξεκινάει περίπου το 2800 π.Χ.). Οι νεοφερμένοι αποτελούν την Ελληνο-Φρυγική ομάδα , δηλαδή την ομάδα απ'όπου θα προκύψουν οι φορείς της πρωτο-Ελληνικής και πρωτο-Φρυγικής Γλώσσας. Για το λόγο αυτό , θα επανέλθουμε στον πολιτισμό Bubanj-Hum II αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες.

iv) Μέχρι τώρα όλες οι ΙΕ γλώσσες που αναφέραμε έχουν το κοινό ότι ανήκουν στην ομάδα Centum. Οι ΙΕ που παρέμειναν στις στέπες της Ρωσίας μετά το 3000 π.Χ. θα υποστούν μια ριζική γλωσσολογική αλλαγή και θα δώσουν την ομάδα Satem. Στην ομάδα Satem ανήκουν : ο Ινδο-Ιρανικός κλάδος (Αρμενική , Περσική και Σανσκριτική) , ο Βαλτο-Σλαβικός και ο ευρύτερος Θρακικός κλάδος (Θρακική , Μοισική και Δακική). Οι λαοί Satem και οι Ινδο-Ιρανοί πιο συγκεκριμένα θα ανακαλύψουν το δίτροχο πολεμικό άρμα γύρω στο 2300 π.Χ , ενώ οι Θρακο-Δακο-Μοίσιοι θα το εισάγουν στα Βαλκάνια μετά το 2000 π.χ. όταν εγκαθίστανται στην δυτική Transylvania (πολιτισμός Otomani) και στην Muntenia (πολιτισμός Monteorou) της σημερινής Ρουμανίας. Επόμενα «Θρακοειδή» φύλα θα ακολουθήσουν το 1600 π.Χ. (Noua culture) ωθώντας τα προηγούμενα νότια («Θρακοποίηση της Θράκης») και δυτικά. Από την πρώτη Θρακική διήθηση του 1900 π.Χ. ένα φύλο Θα συνεχίσει μέχρι το Μοράβα και το Κοσσυφοπέδιο δημιουργώντας τον πολιτισμό Bubanj-Hum III (1900 π.Χ.) ο οποίος θα δημιουργήσει την Θρακική συνιστώσα των ιστορικών Δαρδάνων , ενός Θρακοιλλυρικού φύλου του οποίου τη θρακική συνιστώσα σχημάτιζαν οι Θουνάκιοι και την Ιλλυρική οι Γάλαβροι.

2) Η Ελληνο-Φρυγική ομάδα και ο ερχομός των Ελλήνων στην Ελλάδα

Είδαμε προηγουμένως ότι ο πληθυσμός που δημιούργησε τον πολιτισμό Bubanj-Hum II στ νότιο Μοράβα και το Κοσσυφοπέδιο μιλούσε τον Ελληνο-Φρυγικό γλωσσικό πρόδρομο , δηλαδή τη μητρική γλώσσα από την οποία προέκυψαν η Ελληνική και η Φρυγική γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι έχουν από καιρό διαπιστώσει τις ομοιότητες μεταξύ των δύο γλωσσών και η σχέση αυτή «επισημοποιήθηκε» το 1984 με την μνημιώδη εργασία του Claude Brixhe. Παρατηρήστε την ομοιότητα της Φρυγικής επιγραφής "Midai Lavagtaei Vanaktaei" με την ελληνική της μετάφραση «Μίδᾳ ΛαFαγέτι Fάνακτι». Γιατί ταυτίσαμε τον κοινό γλωσσικό πρόγονο των Ελλήνων και των Φρυγών με τον πολιτισμό Bubanj-Hum II ;

i) Διότι η ομοιότητα των δύο γλωσσών είναι τέτοια ώστε οι γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι χωρίστηκαν λίγο εντός των Βαλκανίων λίγο πριν εισέλθουν οι πρωτο-Έλληνες στην Ελλάδα.

ii) Ο πολιτισμός Bubanj-Hum II σχετίζεται με μια σειρά αρχαιολογικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την «έλευση των Ελλήνων στην Ελλάδα» και είναι αρχαιολογικά αποδεδειγμένο ότι ο πολιτισμός αυτός μετανάστευσε νοτίως φθάνοντας στην Πελαγονία (Supljevac-Bakarno Gumno , FYROM) και την βόρεια Ήπειρο (Maliq , Albania) κατά το 2500 π.Χ. .

Επί Bubanj-Hum II στον νότιο Μοράβα και το Κοσσυφοπέδιο γεννήθηκε η «Ψευδομινυακή» κεραμική , η οποία στην Πελαγονία και την Βόρεια Ήπειρο θα «ωριμάσει»σε Μινυακή που είναι η Κεραμική που φέρανε στην Ελλάδα οι πρωτο-Έλληνες κατά το 2000 π.Χ. . Στην ίδια περιοχή πάντα επί καιρό Bubanj-Hum II καταφθάνει η «μόδα» των αψιδωτών σπιτιών που θα εισέλθουν στην Ελλάδα μαζί με την Μινυακή κεραμική. Το παλαιότερο αγαλματίδιο «Κενταύρου» στα Βαλκάνια έχει βρεθεί στην περιοχή του Νότιου Μοράβα και χρονολογείται περίπου στο 3000 π.Χ. Γνωρίζοντας ότι η ελληνική μυθολογία είναι επαρκώς εμπλουτισμένη με Κενταύρους , είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι πρωτο-Έλληνες φέρανε μαζί τους στην Ελλάδα τους "Bubanj-Hum" «Κενταυρικούς μύθους». Τέλος , το παλαιότερο Μέγαρο (κατοικία των Μυκηναίων Βασιλέων πριν υιοθετήσουν τις Μινωικές παλατιακές δομές) βρέθηκε στον Λόφο Gradac του χωριού Vucedol (πολύ κοντά στην πόλη των Σκοπίων , στην δυτική όχθη του Αξιού) και χρονολογείται κατά το 2500 π.Χ. . Στην Ελλάδα το συναντούμε μετά το 1900 π.Χ. .

Μέχρι στιγμής είδαμε ότι ο Ελληνοφρυγικός κλάδος αρχικά κατοίκησε την περιοχή του νότιου Μοράβα και του Κοσσυφοπεδίου δημιουργώντας τον πολιτισμό Bubanj-Hum II λίγο μετά το 3000 π.Χ. . Κατά το 2500 π.Χ. ένα μέρος του πληθυσμού Bubanj-Hum II θα μεταναστεύσει νότια σε Πελαγονία και Βόρεια Ήπειρο , αποτελώντας τους λεγόμενους Πρωτο-Έλληνες , ενώ το κλάσμα του πληθυσμού που παρέμεινε στην αρχική θέση εν μέρει θα διατηρήσει κάποια πολιτισμικά στοιχεία Bubanj-Hum ΙΙ , αλλά και θα δεχθεί βόρειες (Lausitz , Urnfield Baden) και «Θρακικές» (Cerna Voda III) επιδράσεις και θα μεταπέσει στον πολιτισμό Mediana σαν σφήνα μεταξύ πρωτο-Δαρδάνων (Μοίσιοι Θούνακες , Bubanj-Hum III) , Παιόνων (Zelenikovo II) και πρωτο-Ιλλυρικών φύλων (Belotica-Bela Crkva). Οι φορείς του πολιτισμού Mediana αποτελούν τους πρωτο-Φρύγες τους οποίους θα ξανασυναντήσουμε παρακάτω όταν σαν ώριμοι Φρύγες πλέον κατά το 1150 π.Χ. θα εισβάλουν στην Μακεδονία και την βόρεια Ήπειρο εισάγοντας σε αυτές τις περιοχές τον αρχαιολογικό ορίζοντα Lausitz.

3) Ελληνογένεση : Υβριδισμός μεταξύ Πρωτο-Ελλήνων και Προ-Ελλήνων

Μέχρι τώρα είδαμε τους πρωτο-Έλληνες να φτάνουν στην Πελαγονία και την Βόρεια Ήπειρο λίγο μετά το 2500 π.χ. . Ο πολιτισμός που δημιούργησαν εκεί ονομάζεται από τον πρωτότυπο αρχαιολογικό χώρο Maliq κοντά στην Κοριτσά επί της ελώδους και νυν αποξηραμένης λίμνης που δημιουργούσε ο Εορδαϊκός ποταμός (Devol) λίγο πριν τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα. Θα προσέξατε επίσης ότι μέχρι τώρα μιλάμε για πρωτο-Έλληνες και όχι για Έλληνες. Γιατί ; Γιατί ο ιστορικός αρχαιοελληνικός πληθυσμός θα προκύψει μετά την πολιτισμική και ανθρωπολογική ανάμειξη πρωτο-Ελλήνων και προ-Ελλήνων. Οι πρωτο-έλληνες είναι απλά οι εισαγωγείς στην Ελλάδα της γλώσσας που θα εξελιχθεί στο ιστορικό σύνολο των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων.

Αφού μιλήσαμε για τους πρωτο-Έλληνες καλό είνα ινα πούμε και δυο κουβέντες για τους προέλληνες. Οι Προέλληνες είναι ο ετερογενής πληθυσμός που οι πρωτοέλληνες συνάντησαν στον Ελλαδικό χώρο. Αποτελούνται από δύο βασικά στοιχεία : ένα μη ινδοευρωπαϊκό (νεολιθικό) και ένα ινδοευρωπαϊκό (Ανατολιακοί). Οι Νεολιθικοί κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου ήρθαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία κατα΄το 6500 π.Χ. φέρνοντας την Νεολιθική αγροτική επανάσταση στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αφού εγκαταστάθηκαν σε όλες τις εύφορες περιοχές της Ελλάδας (Ημαθία-Νέα Νικομήδεια , Θεσσαλία- Σέσκλο/Διμήνι κλπ) , όμοια φύλα επεκτάθηκαν προς βορά ολοκληρώνοντας τον «Νεολιθισμό» των Βαλκανίων και της Ρουμανίας κατά το 5500 π.Χ. Οι Ανατολιακοί ΙΕ πληθυσμοί που δεν πέρασαν στην Μικρά Ασία κατά το 3000 π.Χ. μερικούς αιώνες αργότερα ωθήθηκαν νοτίως από τους Late Yamnaya ΙΕ που εκείνη την περίοδο διηθούσαν τα βαλκάνια. Κατά το 2600 π.Χ. -λίγους αιώνες πριν από την κάθοδο των πρωτοελλήνων- εισέβαλαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο ανατολικό μέρος της. Τους βρίσκουμε στην Ημαθία , τη Θεσσαλία και την Αργολίδα. Η εισβολή τους ίσως αποτελεί τον ιστορικό πυρήνα του μύθου του Πέλοπα , ενός Λύδου (και εσφαλμένα κατά κάποιες εκδοχές Φρύγιου) βασιλιά που κυρίεψε την Πελοπόννησο πολύ πριν τον τρωικό πόλεμο.

Οι Προέλληνες μιλούσαν ΙΕ και μη ΙΕ ιδιώματα όμοια με τα αντίστοιχα της Μικράς Ασίας και ευθύνονται για μια σειρά τοπονυμίων και άλλων λεξιλογικών δανείων που κληροδότησαν στην ελληνική γλώσσα. Έτσι οι καταλήξεις -νθος (-nda) , -σσα/σσος και το αττικό ανάλογο -ττα/ττος αναγνωρίζονται σαν προελληνικές και συναντούνται συχνά και στα τοπονύμια της Μικράς Ασίας. Π.χ. τ οόνομα Κόρινθος πιθανόν σημαίνει «τόπος σταφίδων» , Παρνασσός σημαίνει «τόπος οικίας» , ενώ οι Χιττιτικές επιγραφές μας έδωσαν το προελληνικό όνομα της Μιλήτου ως Miluwanda και το όνομα της Τροίας ως Wilussa (Fίλιον , Ιλιάδα).

Τον καιρό που οι νομαδικοί πρωτοέλληνες ξεκινούσαν την διήθηση του ελλαδικού χώρου από την βόρεια Ήπειρο (2100 π.Χ.) στην Κρήτη ξεκινούσε η περίοδος ακμής του προελληνικού Μινωικού Πολιτισμού , ενώ ήδη από το 2700 π.Χ. είχε ηκμάσει ο Κυκλαδιτικός πολιτισμός. Η εξάπλωση των πρωτοελλήνων στον ελλαδικό χώρο σημειώνεται με την εξάπλωση του πολιτισμού Maliq IIb. Η φάση Maliq I είναι καθαρά προελληνική και δημιουργήθηκε από Νεολιθικούς πληθυσμούς που διώχθηκα ναπό την Ημαθία κατά την ανατολιακή εισβολή του 2600 π.Χ. περίπου . Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα περνάμε στην φάση Maliq IIa όπου συνεχίζει να είναι Νεολιθικής φύσεως , αλλά για πρώτη φορά συναντάμε στοιχεία Kurgan (τύμβους ΙΕ βασιλιάδων). Το 2300 π.Χ. ξεκινά η φάση Maliq IIb όπου για πρώτη φορά οι φορείς Bubanj-Hum II εκδηλώνονται πολιτισμικά και αφομοιώνουν (και όπως πάντα και επηρεάζονται από) τους Νεολιθικούς πληθυσμούς Maliq I. Ταυτόχρονα ο γειτονικός ανατολιακός πολιτισμός του Αρμενοχωρίου επηρεάζει και επηρεάζεται από τον Maliq IIb και το νέο κράμα αρχίζει να διηθεί τον ελλαδικό χώρο με΄τα το 2200 π.Χ. Έτσι ήδη στην βόρεια Ήπειρο κα ιτην δυτική Μακεδονία τα συστατικά των ιστορικών ελλήνων έχουν «αναμειχθεί» και κατά συνέπεια , η «ελληνογένεση» έχει ξεκινήσει. Το 2100 π.Χ. οι πρώτοι φορείς Maliq IIb φτάνουν στην Βεργίνα (φυσικά είναι πολύ νωρίς για να είναι οι Μακεδόνες) , το 2000 π.Χ. στο Λιανοκλάδι Λαμίας και στην Λευκάδα και κατά το 1900 π.Χ. στην Λέρνα της Πελοποννήσου. Έτσι κατά το 1900 π.Χ. ο εξελληνισμός της ελληνικής χερσοννήσου έχει συντελεστεί.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμηθούμε ότι το «πολιτισμικό σύμπλεγμα Maliq» αποτελείτο από δύο στοιχεία : Ένα βορειοηπειρωτικό που εκτεινόταν από την Δασσαρέτιδα (νοτίως της Λυχνιδού λίμνης , στη θέση Maliq) μέχρι τα παράλια της νοτίοκεντρικής Αλβανίας και ένα Πελαγονικό (Supljevac-Bakarno Gumno). Το κλάσμα που διήθησε την Ελλάδα μετά το 2100 π.χ. ήταν το Βορειοηπειρωτικό , ενώ το Πελαγονικό για μερικούς αιώνες παρέμεινε στη θέση του μέχρι που ωθήθηκε από βόρεια μη ελληνικά φύλα νοτιοδυτικά και κατέλαβε τις θέσεις που πριν κατείχε το βορειοηπειρωτικό. Το βορειοηπειρωτικό κλάσμα διήθησε την Ελλάδα με δύο τρόπους : Χερσαίως και μέσω του Ιονίου πελάγους. Τα φύλα που βρισκόταν στην Δασσαρέτιδα μετακινήθηκαν χερσαίως στη Μακεδονία και την κεντρική Ήπειρο και από εκεί αργότερα στο Λιανοκλάδι και την Πελοπόννησο , ενώ τα φύλα που βρισκόταν στις νοτιοκεντρικιές αλβανικές ακτές μετακινήθηκαν εν πλω χρησιμοποιώντας το Ιόνιο και τα Επτάνησα (τάφοι στην Λευκάδα) , για να καταλήξουν στην δυτική Πελοπόννησο και μέσα από τον Κορινθιακό κόλπο στην Κορινθία , την Αργολίδα και από εκεί στην Αττική , τη Βοιωτία , τα νησιά του Σαρωνικού και την Εύβοια.

Σε αυτή τη φάση μπορούμε να ονομάσουμε το βορειοηπειρωτικό κλάσμα «Νότια Ελληνική Ομάδα» και το Πελαγονικό που παρέμεινε στο βορρά «Βόρεια ελληνική Ομάδα». Η νότια ελληνική ομάδα δέχθηκε την πολιτισμική επικουρία του ανεπτυγμένου «Αιγιακού» πολιτισμού και εξελίχθηκε στον Μυκηναϊκό Πολιτισμό , ενώ η Βόρεια ελληνική Ομάδα παρέμεινε απομονωμένη στον νομαδικό ποιμενικό βίο στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία.

Στα μέσα του 1950 δύο έξοχοι γερμανοί γλωσσολόγοι , οι Ernst Risch και Walter Porzig , μετά από έναν εξονυχιστικό έλεγχο των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων και χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους κατέληξαν σε ένα βασικότατο συμπέρασμα : Η Μυκηναϊκή ελληνική της Γραμμικής Β , η Αττικο-Ιωνική και η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτι σχηματίζουν ένα σύνολο νοτίων διαλέκτων , ενώ η Δωρική , η Βορειοδυτική ελληνική και η Αιολική διάλεκτοι σχημάτιζαν ένα σύνολο βόρειων διαλέκτων. Πιο συγκεκριμένα , απέδειξαν ότι οι Αιολικές και οι Δυτικές διάλεκτοι (Δωρική και Βορειοδυτική) κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο που μπορούμε να ονομάσουμε «Βόρεια Ελληνική» , ο οποίος διασπάστηκε περίπου το 1200 π.Χ. , ενώ η Αττικο-Ιωνική και η Αρκαδοκυπριακή κατάγονται από την Μυκηναϊκή ελληνική (Νότια ελληνική) και διασπάστηκαν κατά το 1000 π.χ. όταν η Αττικο-Ιωνική άρχισε να αναπτύσσει τους νεοτερισμούς που τη χαρακτηρίζουν στην ιστορική περίοδο.

Ἐχοντας αυτά υπόψη μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η βορειοηπειρωτική ομάδα που κατοικούσε στη νότιο και κεντρική Αλβανία μιλούσε την «νότια ελληνική διάλεκτο» και ότι ο παράλιος πληθυσμός που κατέβηκε από το Ιόνιο αντιστοιχεί στους πρωτο-Ίωνες (Ιάονες όπως τους λέει ακόμα ο Σόλων και προφανώς αυτοί ονόμασαν τ οπέλαγος Ιόνιο και τον κόπλ της μελλοντικής Επιδάμνου Ιόνιο) , ενώ το χερσαίο κλάσμα νοτίων Ελλήνων που έφτασε στην Μακεδονία και στην κεντρική Ήπειρο είναι οι πρόγονοι των Αχαιών. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ιλιάδα όλοι οι ελληνόφωνοι καλούνται Δαναοί , Αχαιοί και Αργείοι , αλλά Έλληνες είναι μόνο μερικοί από τους υπηκόους του Αχιλλέα που βασιλεύει στην Αχαϊκή Φθιώτιδα. Το όνομα Αχαιοί (Ομηρική μορφή με δίγαμμα ΑχαιFοί) σημαίνει «από τα νερά του Αία» (παλιό όνομα του Αώου ποταμού) , ενώ το όνομα Έλληνας προκύπτει από τους Ηελλούς/Σελλούς που κατοικούν στην Hελλοπία/Σελλοπία που είνα ιη περιοχή της Δωδώνης , γύρω από την λίμνη των Ιωαννίνων. Πράγματι το όνομα Σελλοπία σημαίνει «ελώδη νερά» και κατά συνέπεια , οι Σελλοί είναι οι «κάτοικοι της περιοχής με τα ελώδη νερά» στην Δωδώνη της Ηπείρου. Αυτοί οι Αχαιοί είναι οι γλωσσολογικοί πρόγονοι των Αρκαδοκυπριακών ισοτρικών πληθυσμών.

Τι γίνεται με την Βόρεια Ελληνική ομάδα ; Είπαμε ότι παρέμειναν στην Πελαγονία μέχρι που άρχισαν να ωθούνται από «υπερβόρεια» φύλα προς τα νοτιοδυτικά. Τελικά κατέληξαν νοτίως του «Τετραλιμνίου» (Πρέσπες , Λυχνιδός/Οχρίδα και Maliq) και με τον καιρό κάποιο από αυτούς διήθησαν την κεντρική Ήπειρο.Οι πληθυσμοί αυτοί μιλούσαν την «Βόρεια ελληνική διάλεκτο» και ο Αώος ποταμός (διαλεκτική μορφή Αίας , παλαιότερο ΑίFας) σχημάτισε το κύριο γεωγραφικό σύνορο που ευθυνόταν για την μετέπειτα διάσπασή τους σε Αιολικές (κάτω από τον Αώο) και ευρύτερη βορειοδυτική ελληνική ομάδα (Δωρική , Βορειοδυτική , Ηπειρωτική και Μακεδονική). Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι οι Θεσσαλοί κατοικούσαν στην Θεσπρωτία και διώξαν τους Βοιωτούς από την ιστορική Θεσσαλία «60 χρόνια μετά την τον Τρωικό πόλεμο» , ενώ οι Δωριείς κατείχα ντην Πελοπόννησο « 80 χρόνια μετά τα τρωικά». Το όνομα των Αιολόφωνων Περραιβών που στην ιστορική περίοδο κατοικούσαν στην Ελασσόνα κυριολεκτικά σημαίνει «Πέρρας ΑίFου» , «άκρη/πηγή του Αώου» , ενώ ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας πληροφορεί ότι οι Περραιβοί και οι Αινιάνες αρχικά κατοικούσαν στη Δωδώνη. Τέλος , το όνομα των Βοιωτών σχετίζεται με το όρος Βόιον , που αποτελεί το ανατολικότερο μέρος της βορείου Πίνδου στην Δυτική Μακεδονία.

4) Οι Φρύγες και η Κάθοδος των Δωριέων

Μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου ξεκινά η μεταβατική περίοδος μεταξύ της Ύστερης Χαλκοκρατίας και της Πρώιμης Σιδηροκρατίας . Μετά το 1200 π.Χ. οι Φρύγες είναι αρκετά ισχυροί και εισβάλουν στη Μακεδονία και τη Βόρεια Ήπειρο. Εγκαθίστανται κύρίως κατά μήκος της αρχαίας Εγνατίας οδού (η οποία φυσικά προϋπήρχε πολυ πριν την χαλικοστρώσουν οι Ρωμαίοι) από την Κεντρική Πεδιάδα της Μακεδονίας (Βεργίνα) , στην Εορδέα (Πατέλι) , στην Πελαγονία , στην βόρειο Ήπειρο και στην μελλοντική Επίδαμνο στην ακτή της Αλβανίας. Οι Φρύγες επιδίδοντα ιστο εμπόριο μεταξύ του Αιγαίου , των βαλκανίων και της Αδριατικής. Μαθαίνουν τη χρήση του Σιδήρου μέσω των έμπορικών σχέσεων που έχουν αναπτύξει με την Ανατολή.

Ο ερχομός των Φρυγών υποκίνησε ένα μεγάλο μεταναστευτικό φαινόμενο που ο Hermann Bengtson ονομάζει «Μεγάλη Αιγιακή Μετακίνηση». Η πίεση των Φρυγών ώθησε τα βόρεια ελληνικά φύλα να μετακινηθούν νοτίως. Έτσι τα ΒΔΕΦ βορείως του Αώου κινήθηκαν νότια από τον ποταμό ωθώντας τους Αιολούς ανατολικά στη Θεσσαλία. Έτσι η πλειοψηφία των Ηπειρωτικών και Βορειοδυτικών φύλων βρέθηκε νοτίως του Αώου , ενώ οι Δωριείς και οι Μακεδόνες που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο [1,56] «συζούσαν στην Πίνδο» διασπάστηκαν με τους πρώτους να κινούνται νότια και τους δεύτερους ανατολικά. Οι Δωριείς θα καταλήξουν στην Πελοπόννησο μέσω Δωρίδας (πρώην Δρυώπιδα) , ενώ οι Μακεδόνες μαζί με τους αιολόφωνους Μάγνητες θα καταλήξουν στην Πιερία. Ο ερχομός Θρακικών φύλων στην παράλια Πιερία θα διώξει τους Μάγνητες νοτίως του Πηνιού και θα απομονώσει τους Μακεδόνες στην δυτική ορεινή Πιερία. Η όλη κινητικότητα θα πιέσει τα νότια ελληνικά φύλα τα οποία θα οδηγηθούν στον προωτο ελληνικό αποικισμό : Οι πρώτοι Αιολόφωνοι της Θεσσαλίας θα Οδηγηθούν στην Λέσβο , ενώ οι Ίωνες λίγο αργότερα θα αποικίσουν τα νησιά του Αιγαίου και την Ιωνία. Μερικοί Αχαιοί θα μεταναστεύσουν στην Παμφυλία και την Κύπρο , ενώ όσοι παρέμειναν στην Πελοπόννησο απομονώθηκαν στην ορεινή Αρκαδία και αποτέλεσαν τους ιστορικούς Αρκάδες. Τέλος , μερικοί Δωριείς θα ακολυθήσου ντην τύχη τους στη θάλασσα εποικώντας την Κρήτη μέσω Κυθήρων και αντικυθήρων και από εκεί τη Θήρα , την Κώ , τη Ρόδο και την νότια ακτή της Μικράς Ασίας (Αλικαρνασσός).

5) H Ιλλυρική Επέκταση

Κατά το 1050 π.Χ. στην βόρεια άκρη του τετραλιμνίου κάνει την εμφάνισή του ένας πολεμοχαρής λαός που οι Έλληνες ονόμαζαν Ιλλυριούς. Το όνομα προέκυψε από τους "Illyrii proprie dicti" που κατοικούσαν στην κοιλάδα Zeta στη βόρειο Αλβανία και πιθανώς αποτέλεσαν το πρώτο κύμα Ιλλυριόφωνων λαών που συνάντησαν οι Έλληνες όταν ακόμη κατοικούσαν στην Κεντρική Αλβανία . Σύντομα , ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πληθυσμό των βορειοδυτικών Βαλκανίων μέχρι το μυχό της Αδριατικής. Οι Φρύγες της Επιδάμνου χάνουν την πόλη τους κατά το 1000 π.Χ. και μεταναστεύουν προς τη Θράκη άπου θα αποτελέσουν τα πρώτα Φρυγικά φύλα που θα περάσουν στην Μικρά Ασία. Οι Φρύγες στην Κεντρική Πεδιάδα της Μακεδονίας θα αντέξουν περισσότερο , γιατί αρχαιολογικά φαίνετα ιότ ιβρισκόταν στην φάση μέγιστης ακμής κατά την περίοδο 1000-900 π.Χ. . Λίγο αργότερα , απότομα παρακμάζουν και ακολουθούν τα αδέλφια τους στη Μικρά Ασία κατά το 850 π.Χ. . Μετά την Φρυγική αναχώρηση , η Μακεδονία -εκτός από την Πιερία- γίνεται πεδίο προέλασης και εγκατάστασης των Ιλλυριών. Στην Βεργίνα εμφανίζονται Ιλλυρικοί τάφοι και πολιτισμική παρακμή.

Από το 700 π.Χ. και μετά οι Θράκες ενισχύονται από Κιμμέριους που εκδιώχθηκαν από τους Σκύθες και αρχίζουν να επεκτείνονται προς τα δυτικά. Οι Ιλλυριοί βίσκονται ταυτόχρονα αντιμέτωποι με Θράκες , Παίονες και Βόρειους Έλληνες και αρχίζουν να οπισθοχωρούν προς την ιστορική Ιλλυρίδα. Ηπειρωτικά φύλα ανακτούν περιοχές βορείως του Αώου ενώ οι Πελαγόνες ανακτούν τον Πελαγονικό κάμπο. Την ίδια εποχή είναι ενεργός ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός , κατά τον οποίο Ιωνικοί κυρίως πληθυσμοί εποικούν την ακτή της Πιερίας (Πύδνα και Μεθώνη) , τη Χαλκιδική , τις ακτές της Θράκης , την Προποντίδα και τον Πόντο , ενώ ταυτόχρονα πραγαμτοποιείται και ο Αποικισμός της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας.

6) Οι Μακεδόνες

Έχοντας όλο το παραπάνω ιστορικό προσκήνιο υπόψη μπορούμε να μιλήσουμε για την καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων. Το πρώτο πράγμα που πρέπε ινα επισημάνουμε είναι η διάκριση μεταξύ «Ετεομακεδόνων» (γνήσιων Μακεδόνων) και «δευτερομακεδόνων» και αυτό γιατί καθώς οι Μακεδόνες επεκτείνονταν , αναμφίβολα , αφομοίωναν γειτονικούς ελληνικούς και μη πληθυσμούς. Πρέπει επίσης να διακρίνουμε μεταξύ Μακεδονίας και της ευρύτερης περιοχής όπου εκτεινόταν η εξουσία του εκάστοτε Μακεδόνα βασιλιά.

Ξεκινώντας με τους «Ετεομακεδόνες» πρώτα τους βρίσκουμε να κατοικούν στην περιοχή της Καστοριάς σαν ένα από τα πολλά αδιαφοροποίητα βόρεια ελληνικά φύλα. Το όνομά τους είναι Μάκετες και η περιοχή τους ονομάζεται Μάκετα ή Μάκεδα (Μάκε + δα = ψηλή/ορεινή γή). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο [1,56] : «οι Δωριείς ήταν ανέκαθεν ελληνικό φύλο που αρχικά κατοικούσε στην Πίνδο με το όνομα Μακεδνοί και τελικά κατέληξε στην Πελοπόννησο με το όνομα Δωριείς»

Είδαμε ότι οι Φρύγες κατά το 1200 π.Χ. αναστάτωσαν τα βόρεια ελληνικά φύλα τα οποία άρχισαν το ένα να πιέζει το άλλο προς το νότο. Οι Μακεδόνες ωθήθηκαν από τους Ορέστες -ένα ελληνικό βορειοδυτικο φύλο- και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Μάκεδα και την Άνω κοιλάδα για τη Μέση κοιλάδα του Αλιάκμονα. Οι Ορέστες ονόμασαν τη Μάκεδα Ορέστιδα και από εκεί προήλθε το ιστορικό τους όνομα. Οι Μακεδόνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και τη Μέση κοιλάδα του Αλιάκμονα μιας και δύο άλλα βορειοελληνικά φύλα , οι Τυμφαίοι και οι Ελιμιώτες, τους ώθησαν επάνω στα Πιέρια όρη , όπου βρέθηκαν γείτονες με τους Αιολόφωνους Μάγνητες που κατοίκησαν για λίγο την παράλια Πιερία -μέχρι να τους διώξουν οι Θράκες νοτίως του Πηνιού- και με τους επίσης Αιολόφωνους Περραιβούς που κατοικούσαν στον Κάτω Όλυμπο (όρος Δώτιον).

Στα Πιέρια οι Μακεδόνες ασκούσαν διαχειμάζουσα ποιμενική , δηλαδή χρησιμοποιούσαν το νότιο μέρος του Ημαθιώτικου κάμπου για χειμαδιό και τα Πιέρια και Καμβούνια όρη για θερινά υψιβόσκια. Έτσι κάθε χειμώνα βρισκόταν σε στενή επαφή με τους ανεπτυγμένους Φρύγες στην Ημαθία και κάθε καλοκαίρι συναντιώταν με τα υπόλοιπα ποιμενικά ελληνικά φύλα της περιοχής (Μάγνητες , Περραιβοί , Ελιμιώτες). Δυτικά από αυτά τα φύλα κατοικούσαν άλλα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα -ή μολοσσικά όπως τα ονομάζει ο Εκαταίος το 520 π.Χ.- που από νότο προς βορρά είναι : Τυμφαίοι , Παραυαίοι , Ορέστες , Λυγκηστές και Πελαγόνες. Εκτός από τους αιολόφωνους Μάγνητες και Περραιβούς , τα άλλα μολοσσικά (δηλαδή Ηπειρωτικά) ελληνικά φύλα θα γίνουν οι Άνω Μακεδόνες της Άνω Μακεδονίας όταν ο Φίλιππος Β΄ θα τους προσαρτήσει πολιτικά στο Βασίλειό του μετά την ιστορική νίκη του επί του Δαρδάνου Βαρδύλιος.

Είδαμε παραπάνω ότι η Ιλλυρική επέκταση ήταν η αιτία που οι Φρύγες αναχώρηασαν για την Μικρά Ασία και ότι Θράκες , Έλληνες και Παίονες περιόρισαν τους Ιλλυριούς στην ιστορική Ιλλυρία μετά το 700 π.Χ.

Την ίδια εποχή -7ος π.Χ. αιώνας- ξεκινάει η βασιλεία των Τημενίδων βασιλέων της Μακεδονίας. Παραδοσιακά (Ηρόδοτος 5,22 , Θουκυδίδης 2,98) οι Τημενίδες βασιλείς της Μακεδονίας κατάγονταν από τον Δωριέα κατακτητή του Άργους Τήμενο ,ο οποίος με τη σειρά του καταγόταν από τον Ηρακλή. Ο Περδίκκας Α΄ είναι ο εξόριστος Τημενίδης που θα γίνει βασιλιάς των Μακεδόνων -θα τους βρει να βόσκουν τα πρόβατά τους στην Λεβαία πόλη , στα δυτικά Πιέρια , κοντά στον ποταμό Αλιάκμονα. Με τους Τημενίδες ξεκινά η επέκταση των Μακεδόνων. Ο Θουκυδίδης περιγράφει τα στάδια επέκτασης στο (ΙΙ,98) : πρώτα διώξαν τους «Πίερες» Θράκες από την Παράλια Πιερία , έπειτα τους Βοττιείς από την Βόττια (προφρυγικοί κάτοικοι του Ημαθιώτικου κάμπου που συμβίωναν με τους Φρύγες) , ενώ τέλος εξόντωσαν σχεδόν εξολοκλήρου τους Εορδούς από την Εορδέα. Με τον τρόπο αυτό οι Μακεδόνες υπό την ηγεσία των πρώτων Τημενιδών δημιούργησαν ένα συμπαγές ελληνόφωνο βασίλειο που θα ονομάσουμε «Παλαιό Βασίλειο» τα σύνορα του οποίου ήταν :

-Ανατολικά ο Αξιός
-Βόρεια ο Βαρνούντας (Καϊμάκτσιαλάν)
-Δυτικά το όρος Βίτσι
-Νότια ο Κάτω Όλυμπος

Ο 6ος π.Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται από την περίοδο Παιονικής ισχύος καστά την οποία οι Μακεδόνες θα χάσουν η βόρεια Βόττια και τα βόρεια σύνορά τους θα είναι προσορινά ο Λουδίας ποταμός. Μόλις όμως οι Πέρσες κατατροπώσουν τουςς Παίονες κατά το 515 π.Χ. περίπου , οι Μακεδόνες εκμεταλλευόμενοι την Παιονική αδυναμία θα ανακτήσουν τη βόρεια Βόττια και την Αλμωπία , ενώ για πρώτη φορά θα επεκταθούν ανατολικά του Αξιού ποταμού.

Σε αυτήν την κατάσταση θα προσφέρουν «γη και ύδωρ» στους Πέρσες κατοχυρώνοντας τις κτήσεις τους με αυτόν τον τρόπο και κερδίζοντας την εύνοια των Περσών. Οι Πέρσες θα ανταμείψουν τους Μακεδόνες βασιλείς Αμύντα Α΄ και Αλέξανδρο Α΄ κάνοντάς τους «Υπάρχους» μιας καινούριας Σατραπείας που εκτεινόταν πολύ περισότερο από το Παλαιό βασίλειο. Έτσι για πρώτη φορά ο Μακεδόνας βασιλιάς κυβερνά μη Μακεδόνες υπηκόους τόσο Έλληνες -Μολοσσικά φύλα Άνω Μακεδονίας- όσο και Θρακοπαιονικά φύλα ανατολικά του Αξιού.

Μετά το τέλος των ελληνοπερσικών πολέμων και την αποχώρηση των Περσών η βασιλεία του Αλέξανδρου Α και του υιού Περδίκκα Β χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια διατήρησης και σταθεροποίησης του εκτεταμένου «βασιλείου». Κατά την εισβολή του Οδρύσιου Θράκα Σιτάλκη οτ 429 π.Χ. στη Μακεδονία που περιγράφει ο Θουκυδίδης , τα περισσότερα Θρακοπαιονικά φύλα ανατολικά του Αξιού είνα ιπάλι αυτόνομα ενώ ο Θουκυδίδης πάντα μας περιγράφει τον πόλεμο μεταξύ του Περδίκκα Β και του Λυγκηστή Αρραβαίου , γεγονός ενδεικτικό της αυτονομιστικής τάσης των βασιλείων της «΄Ανω Μακεδονίας».

Κατά το 400 π.Χ. ο βασιλιάς Αρχέλαος Α θα μεταφέρει την πρωτεύουσα του από τις Αιγές (Βεργίνα) στην Πέλλα και θα καλέσει τον Ευριπίδη , τον Χοίριλο και τον Ζεύξιππο στο παλάτι του.Μετά τον θάνατο του Αρχελάου ξεκινάει μια περίοδος αστάθειας η οποία επουλώνεται μερικώς από τον Αμύντα Γ. Ο γάμος μεταξύ του Αμύντα Γ και της Βακχιάδας πριγκίπισσας Ευρυδίκης από τη Λυγκηστίδα θα σημάνει το τέλος του χρόνιου Μακεδονο-Λυγκηστικού πολέμου , ενώ το Βασίλειο της Δαρδανίας υπό τον Βάρδυλη εξελίσσεται σε Βαλκανική υπερδύναμη και εισβάλει στη Μακεδονία. Ταυτόχρονα το Κοινό των Χαλκιδέων στη Χαλκιδική εξελίσσεται σε επικίνδυνο γείτονα των Μακεδόνων.

Το βασίλειο της Μακεδονίας βρίσκεται στην πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του , σε έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης. Το 359 π.Χ. στην πιο κρίσιμη στιγμή εκλέγεται βασιλιάς ο Φίλιππος Β , ο οποίος μέσα σε λίγα μόνο χρόνια καταφέρνει να μετατρέψει τη Μακεδονία από ετοιμοθανατο βασίλειο σε Ηγεμόνα του Ελληνικού κόσμου και του ευρύτερου Βαλκανικού χώρου , ετοιμάζοντας το δρόμο για τα ασιατικά κατορθώματα του γιού του Αλεξάνδρου Γ.

ΠΗΓΗ: AMAC φόρουμ

Πέμπτη, 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ που έχουν βρεθεί σε επιγραφές αλλά και σε αρχαίες ιστορικές πηγές

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

Παρασκευή, 18 Σεπτεμβρίου 2009

Το νεκροταφείο της Πέλλας «γεννά» χρυσάφι

Αριστερά, ένας από τους 50 τάφους σε έκταση μικρότερη του ενός στρέμματος που ερευνήθηκαν ενδελεχώς εφέτος. Μεταξύ άλλων διακρίνεται και το κράνος του θαμμένου πολεμιστή. Δεξιά, ασημένιες περόνες από στολή γάμου- δύο από τα εντυπωσιακά κοσμήματα που εντοπίστηκαν στις γυναικείες ταφές στην περιοχή του Αρχοντικού Πέλλας
Αναδημοσίευση από το ΒΗΜΑ

Χρυσοφόρα ήταν η σοδειά των αρχαιολόγων και κατά την εφετινή, δέκατη, συνεχή ανασκαφική χρονιά στο δυτικό νεκροταφείο του αρχαίου οικισμού στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Αρχοντικό της Πέλλας και οι αρχαιολόγοι εικάζουν (καθώς δεν έχει εντοπισθεί ακόμη επιγραφή που να την ταυτοποιεί) ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη Τύρισσα- την πόλη του τυριού.

Στους 50 τάφους πολεμιστών των αρχαϊκών χρόνων, σε έκταση μικρότερη του ενός στρέμματος, που κατάφεραν να ερευνήσουν εφέτος οι αρχαιολόγοι ανασκαφείς εντοπίστηκαν και πάλι δεκάδες χρυσά, σιδερένια και χάλκινα κτερίσματα (μάσκες πολεμιστών, κράνη, ελάσματα και εντυπωσιακά κοσμήματα στις γυναικείες ταφές). «Ορισμένοι πολεμιστές εντυπωσιάζουν με τα σύμβολα της υπεροχής τους και την τεχνολογία του οπλισμού τουςαποτελώντας εξαιρετικά παραδείγματα ταφών της αρχαϊκής περιόδου που, μαζί με τις αντίστοιχες γυναικείες, πιστοποιούν την ευημερούσα κοινωνία του Αρχοντικού, αλλά και τον ηρωικό χαρακτήρα και τον ηγετικό ρόλο ορισμένων οικογενειών της στρατιωτικής αριστοκρατίας οι οποίες ήλεγχαν και ρύθμιζαν την ανταλλαγή των αγαθών. Οι εξέχουσες δέσποινες ήταν ενταφιασμένες με τη στολή του γάμου, συνοδευόμενες, εκτός των άλλων κτερισμάτων, με χρυσά, ασημένια, χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα» τονίζει ο επικεφαλής της ανασκαφής αρχαιολόγος της ΙΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Παύλος Χρυσοστόμου.

O ι νεκροί που ανήκαν στις ίδιες κοινωνικές ομάδες ενταφιάζονταν κατά οικογενειακές συστάδες- πατριές και γένη- επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη «κοινωνικών» και «οικονομικών» διακρίσεων πριν από 25 και πλέον αιώνες. Οι περισσότερες συστάδες τάφων περιλαμβάνουν, εκτός από τις αρχαϊκές ταφές (580-480 π.Χ.), ταφές της ύστερης εποχής του σιδήρου (δεύτερο μισό του 7ου- αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.) αλλά και των κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (480-279 π.Χ.).

Ο οικισμός του Αρχοντικού βρίσκεται σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την Πέλλα και δέκα χιλιομέτρων από τον Αξιό και κατοικείται από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία) ως και τα υστεροβυζαντινά χρόνια (14ος αιώνας). Κατά τη διάρκεια των προϊστορικών και των ιστορικών χρόνων ως και το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., οπότε η Πέλλα επιλέχθηκε από τον βασιλιά Αρχέλαο ως νέα πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αποτελούσε τη σημαντικότερη πόλη της Βόρειας Βοττιαίας (περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Λουδία).


Εντεκα στρέμματα γης γεμάτα Ιστορία
Με βάση τα ως τώρα δεδομένα από τις ανασκαφές, οι ερευνητές αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι η προέλαση των Μακεδόνων ως τον Αξιό είχε συντελεστεί πολύ παλαιότερα και όχι μετά τους Περσικούς Πολέμους, όπως υποστηριζόταν ως πρόσφατα. Σύμφωνα μάλιστα με τον Θουκυδίδη, οι Μακεδόνες επεκτάθηκαν αρχικώς στην πεδινή Πιερία και στη συνέχεια (μετά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ.) στη Βοττιαία, τη χώρα των Βουκόλων, δηλαδή την πεδιάδα ανάμεσα στους ποταμούς Αλιάκμονα και Αξιό. Από το 2000 που ξεκίνησε η ανασκαφική έρευνα στο νεκροταφείο του αρχαίου οικισμού στη σημερινή θέση Αρχοντικό της Πέλλας, συνολικής έκτασης 200 στρεμμάτων, έχουν ανασκαφεί 965 τάφοι σε έκταση μόλις έντεκα στρεμμάτων.

Δευτέρα, 07 Σεπτεμβρίου 2009

Το βυθισμένο νησί των Πτολεμαίων και ο τάφος του Αλέξανδρου



Τεράστιος αρχαιολογικός πλούτος βρίσκεται στο βυθό του Μεγάλου Λιμένα της Αλεξάνδρειας. Εντυπωσιακές είναι οι λίθινες επιγραφές στα ιερογλυφικά και στα ελληνικά. (Δυστυχώς δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη)

αναδημοσίευση από το blog του.

Μια σημαντική υποβρύχια αρχαιολογική εξερεύνηση του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δέκα επτά χρόνια.
Δύτες-αρχαιολόγοι μένουν έκθαμβοι μπροστά σε έναν βυθό που παρόμοιο δεν έχουν συναντήσει, αφού πρόκειται για μια ολόκληρη βυθισμένη αρχαία πόλη.
Τα βασιλικά παλάτια και τα κτήρια τα οποία περιγράφει με εξαιρετική ευγλωττία ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων βρίσκονται στο βυθό του Μεγάλου Λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Σύμφωνα με τον γεωφυσικό Άμος Νουρ, η περιοχή βρίσκεται επάνω στο ρήγμα Σικελίας-Καΐρου, και υπέστη σοβαρότατες ζημιές, ειδικά από τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ.
Όπως μας γίνεται γνωστό από τη βυζαντινή ιστοριογραφία περισσότεροι από 23 σεισμοί χτύπησαν την αιγυπτιακή ακτή από το 320 μ.Χ. έως το 1303. Μεγαλύτερη από όλες ήταν αυτή του 365 μ.Χ.

Ενδεικτικά χαρτογραφούνται τα βυθισμένα σημεία της αρχαίας πόλης και κυρίως το βυθισμένο νησί της Αντιρόδου, μέσα στο σημερινό λιμάνι της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.


Με την πάροδο του χρόνου ο βυθός του λιμανιού υποχώρησε γύρω στα επτά μέτρα, τα βασιλικά οικοδομικά τετράγωνα κατέρρευσαν και βυθίστηκαν κάτω από τα κύματα.
Οι πεσμένοι κίονες, τα κιονόκρανα, τα αγάλματα, οι λίθινες επιγραφές με ιερογλυφική και ελληνική γραφή, οι εναπομείναντες οδοί, τα πλινθώματα μολύβδου, και οι αμφορείς ρυπαίνονται στο βυθό του σύγχρονου λιμανιού, όπου έχει επικαθήσει μια βρώμικη κρούστα 16 αιώνων, η οποία, επιπρόσθετα, βομβαρδίζεται καθημερινά από τα βοθρολύματα που ρίχνονται στη θάλασσα του λιμανιού.
Προς έκπληξη όλων, αρκετά από τα αρχαία οικοδομικά τετράγωνα έχουν διασωθεί, ώστε να επιτρέψουν στους αρχαιολόγους, να επιχειρήσουν μια σοβαρή χαρτογράφηση όλης της βυθισμένης περιοχής.
Ο επικεφαλής όλης αυτής της προσπάθειας, Φράνκ Γκόντιο, του Ινστιτούτου της Ευρωπαϊκής υποθαλάσσιας Αρχαιολογίας που εδρεύει στο Παρίσι, τονίζει πως:
«Πολλοί κλασσικοί συγγραφείς,- ο Στράβων, ακόμη και ο Ιούλιος Καίσαρ, στα σχόλιά τους, περιγράφουν την Αλεξάνδρεια όπως την είδαν στις επισκέψεις τους σε αυτήν, αλλά είναι αδύνατο να καθοριστεί κάτι ή να προσομοιάσει με την ιδιαίτερη περιγραφή των κειμένων τους».
Σημειώνεται πως από την εποχή της κατάκτησης της Αιγύπτου από τον Ναπολέοντα το 1789, ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουν δημιουργήσει περισσότερους από 30 χάρτες της Πτολεμαϊκής και Ρωμαϊκής Αλεξάνδρειας. Όλοι, όμως οι χάρτες αυτοί, έχουν αποδειχθεί ανακριβείς κυρίως για την περιοχή του λιμανιού.
Ο Φ. Γκόντιο και η ομάδα του σε συνεργασία με το Ανώτατο Συμβούλιο της Αιγυπτιακής Αρχαιολογίας (και ειδικότερα με το τμήμα της υποβρύχιας αρχαιολογίας) άρχισαν να χαρτογραφούν την βυθισμένη πόλη, στο ανατολικό λιμάνι από το 1992.
Προσδιορίζουν, μάλιστα, τη θέση του παλατιού της Κλεοπάτρας της Ζ΄, της πιο διάσημης από τους Πτολεμαίους, στο τωρινό βυθισμένο νησί της Αντιρόδου, μιας βασιλική ιδιοκτησίας καθ’ όλη την πτολεμαϊκή περίοδο (305 έως 30 π.Χ.).
Επειδή εξάλλου σύμφωνα με τις πηγές ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, δεν αποκλείεται η τοποθεσία του να βρίσκεται στα υποθαλάσσια βασιλικά οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία συν τω χρόνω θα ερευνηθούν λεπτομερώς.

Παρασκευή, 04 Σεπτεμβρίου 2009

Σπάνια Ομιλία του Κορυφαίου Ιστορικού N.G.L Hammond για τους Αρχαίους Μακεδόνες

Απόσπασμα απο την Ομιλία του Ξένου Εταίρου της Ακαδημίας Αθηνών κ. Nicholas G.L. Hammond

Ό Φίλιππος ήταν Βασιλεύς ένός έθνους που είχε πολύ γερά χαρακτηριστικά. Στην αρχή, ‘ως λέγει ό Ησίοδος, οι Μακεδόνες έ’ζησαν περί τόν “Ολυμπο και τήν Πιερία. Φαίνεται ότι ήταν βοσκοί και κατείχαν τά βοσκοτόπια καί τά δάση τών βουνών. Ή κοινωνική μονάδα τών βοσκών, όπως ξέραμε σήμερα άπο τούς Σαρακα­τσάνους, εΐναι ενότητα περίπου 300 ανδρών καί γυναικών, πού μετακινούνται μέ τά πρόβατα και άλλα ζώα απο τα βουνά στά πεδινά βοσκοτόπια τό Φθινόπωρο, και γυρίζουν τήν Άνοιξη στά βουνά. Κάθε ομάδα Μακεδόνων ήτο μία αυτάρκης κοινότης πού είχε απο κοινού την ιδιοκτησία τών προβάτων και δασών, ύπό την προ­στασία επίλεκτων ένοπλων ανδρών, πού έξέλεγαν τον ηγέτη τους, ο όποιος διοικούσε τις υποθέσεις τους μέ αυστηρότητα. Το έθνος τών Μακεδόνων είχε το ίδιο σύστημα, δηλαδή ό εκλεγόμενος Βασιλεύς τους και οϊ πολεμιστές του αποτελούσαν τήν κυβέρ­νηση. Ή γλώσσα τών Μακεδόνων ήταν μία ιδιαίτερη διάλεκτος τής ελληνικής, που δεν εχρησιμοποιεΐτο αλλού.

Μετά το 650 π.Χ. οι περισσότεροι άπο τους Μακεδόνες άρχισαν νά εγκαθίστανται στις πεδιάδες της Κάτω Μακεδονίας. “Απομάκρυναν τους παλαιότερους κατοίκους και έγιναν αγρότες. Μία ή περισσότερες ομάδες βοσκών ίδρυσαν πόλεις, τήν κάθε μιά μέ τή δική της πολιτική οργάνωση καί τους ένοπλους άνδρες της, με αυτονομία καί αυστηρή διοίκηση. Αυτές οι πόλεις δέν πολέμησαν μεταξύ τους, διότι ό Βασιλεύς καί οί πολεμιστές του αποτελούσαν τήν κεντρική κυβέρνηση, Οι πόλεις αυτές είχαν εσωτερική ειρήνη και στις σχέσεις μεταξύ τους, γιατί ήταν υποταγ­μένες στην κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή στον Βασιλέα καί τους επίλεκτους στρα­τιώτες του, καί ή κυβέρνηση αποφάσιζε για όλα τά θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Το 358 π.Χ. ό Φίλιππος νίκησε τους Ιλλυριούς — τους προγόνους των “Αλβα­νών — καί τούς έδιωξε προς τή βόρεια άκρη της λίμνης Άχρίδος. Μέ μιάν ενέργεια διπλασίασε τήν έκταση τοΰ βασιλείου του. Πώς θά έπρεπε νά οργανώσει τήν άμυνα τών απομακρυσμένων συνόρων του; “Η λύση στό πρόβλημα ήταν νά εγκαταστήσει ολό­κληρες πόλεις με πληθυσμούς Μακεδόνων από τήν Κάτω Μακεδονία στις πιό εύφο­ρες κοντά στά σύνορα. Πληροφορηθήκαμε πώς αυτό έγινε άπό μιάν έπιγραφή—ό Βασιλεύς κατέχει ώς “δορύκτητον» τή χώρα πού νίκησε καί παραχώρησε στή Συνέ-λευση -ών έκλεκτών στρατιωτών Μακεδόνων ένα κομμάτι της γης. Και ή —συνέλευση ίδρυσε μιά κατάλληλη πόλη στά σύνορο. ‘Λλλά τί θα έκανε μέ τούς κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας, ττού οί περισσότεροι ήταν ελληνόφωνοι βοσκοί, άλλά μέ άλλη διάλεκτο; Ό Φίλιππος καί οί Μακεδόνες τούς προσκάλεσαν νά γίνουν καί αυτοί Μακεδόνες μέ όλα τά δικαιώματα τών Μακεδόνων καί νά κτίσουν πόλεις στά πεδία της Δυτικής Μακεδονίας. Ή πρόσκληση έγινε δεκτή. “Έτσι ό Φίλιππος διπλασίασε τήν έκταση τοΰ βασιλείου καί τόν αριθμό τών στρατιωτών. Έτσι ό στρατός του Βασιλέως αυξήθηκε άπό 10.000 σέ 20.000 καί στο τέλος τής βασιλείας του σέ 28.000 συνολικά, 25.000 καί 3.000 Ιππείς.

Στή Βόρεια καί Ανατολική Μακεδονία ένίκησε στη συνέχεια τούς Παίονας στήν περιφέρεια Σκοπιή καί τις φυλές τών Θρακών έως τό Νέστο. Τούς άφησε όλους αυτόνομους μέ τους δικούς τους Θεούς, τή γλώσσα καί θρησκεία. Γιά παράδειγμα οί Παίονες εϊχαν ακόμα τό δικό τους Βασιλέα, καθώς καί νόμους, πολιτοφυλακή καί νόμισμα. Άλλά ώς υπήκοοι τοΰ Φιλίππου εισέφεραν φόρους καί εργάτες καί έστει­λαν επίλεκτους ιππείς στύ στρατό τοΰ Φιλίππου. Οί Παίονες καί οί θράκες δέχθη­καν την εξουσία του Φιλίππου, γιατί ήταν ασφαλείς καί μέ τήν ειρήνη έγιναν εύδαί-μονες. Ό Φίλιππος τώρα είχε τήν ευκαιρία νά οργανώσει τό εσωτερικό τοΰ μεγά­λου βασιλείου του. “Ολα τά μεταλλεία ήταν δικά του και τά νομίσματα άπό χρυσό καί άργυρο εϊχαν μεγάλη αξία στην Ευρώπη καί τή Δυτική Ασία. “Ολη ή ξυλεία τοΰ βασιλείου άνηκε στό Βασιλέα. Έτσι μπόρεσε νά εξοπλίσει τό στρατό μέ τις σάρισσες άπό κράνεια καί τις ασπίδες άπό ξύλο καϊ χαλκό.


“Εξω άπό τό βασίλειο του στά Βαλκάνια, ίδρυσε τήν πρώτη αυτοκρατορία στήν ιστορία τής Εΰρώπης καί άφησε τις φυλές τών Ιλλυριών καί τών Θρακών νά αυτο­διοικούνται καί νά διατηρούν ή κάθε μία τή γλώσσα καί τή θρησκεία καί τήν πολι­τοφυλακή της. Δέν υπήρχε στρατός κατοχής τών Μακεδόνων καί δέν εγκατέστησε πουθενά φυλάκια. Ώς υπήκοοι τών Μακεδόνων οί Ιλλυριοί καί οί Θράκες πλήρω­ναν μία δεκάτη επί τής παραγωγής όλων τών προϊόντων καί διέθεταν εργάτες καί στρατιώτες κατά τή διαταγή τοΰ Φιλίππου. Οί υπήκοοι αυτοί άρχισαν νά είναι εύδαί-μονες μέ τήν ειρήνη καΐ την πολιτική τοΰ Φιλίππου. Ό ίδιος άλλωστε έκτισε και­νούργιες πόλεις μέ μικτούς πληθυσμούς — Μακεδόνων καί Θρακών Ιλλυριών — καί ενθάρρυνε τό εμπόριο καί τήν αγροτική παραγωγή. Στις πόλεις αυτές οί εντό­πιοι πολίτες έμαθαν τήν ελληνική γλώσσα καί απέκτησαν τή μακεδόνικη παιδεία. Ένα τέτοιο κέντρο ήταν ή Φιλιππούπολη – σήμερα Πλόβδιβ. Στό Νότο οί πόλεις τών Ελλήνων πολεμούσαν μεταξύ τους καί μερικές μέ τή Μακεδονία. To 338 π Χ. ό Φίλιππος νίκησε τή συμμαχία Θηβαίων, Αθηναίων καΐ άλλων πόλεων. Δέν έδιωξε τούς ηττημένους. Έθαψε τά παλληκάρια τών Θηβαίων τοΰ Ίεροϋ Λόχου μέ τιμές ηρώων, καί τούς έστησε ένα μνημείο — τό Λεοντάρι τής Χαιρώνειας. Ό Άλέξανδρος καί δύο στρατηγοί μετέφεραν τά λείψανα τών Αθηναίων νεκρών στήν Άίγινα. Ό Φίλιππος δέν ήθελε τον πόλεμο, άλλά νά ενώσει ειρηνικά τους “Έλληνες. Στούς εκπροσώπους τών πόλεων πρόσφερε τό σχέδιο της Ένωσης για νά γίνει «Τό Κοι­νόν τών “Ελλήνων», μέ σκοπούς τήν ειρήνη καί ευδαιμονία στην Ελλάδα και την δικαιο­σύνη στην πολιτική όλων τών πόλεων. “Ολες οί πόλεις δέχτηκαν το χέδιο τοΰ Φιλίππου. Κάθε πόλη έστειλε αντιπροσώπους σιήν Κοινή Βουλή σέ αναλογία με τό μέγεθος τών Ενόπλων Δυνάμεων της. Η Βουλή αποφάσιζε μέ πλειοψηφία. “Οταν εΐχε ανάγκη, ή Βουλή διέτασσε τις πόλεις νά στείλουν είρηνοφύλακες καί στρατιώτες και τριήρεις, όσες δυνάμεις ήταν αναγκαίες.

Το 337 π.Χ. ή ελληνική κοινότης καί το Βασίλειο των Μακεδόνων έγιναν σύμ­μαχοι μέ τη συμφωνία νά υποστηρίξουν το καθεστώς στην κάθε χώρα. Άφου ή Μα­κεδονία πολεμούσε κατά τών Περσών, ή Ελληνική Κοινότης έλαβε μέρος στον πό­λεμο καϊ έστειλε στρατιώτες και Τριήρεις. Ποιός πρέπει νά είναι ό “Αρχιστράτηγος τών ενωμένων δυνάμεων; Η Ελληνική Κοινότης εκήρυξε τον πόλεμο κατά της ΙΙερσίας καϊ εξέλεξε τον Φίλιππο αρχηγό τών ενωμένων δυνάμεων τών Ελλήνων. Ό Φίλιππος δολοφονήθηκε πριν φθάσει στην “Ασία.


Ο Φίλιππος και ό “Αλέξανδρος ήταν πολύ άφοσιωμένοι. στή θρησκεία. Πίστευαν οτι ο Ζευς ζοΰσε στον “Ολυμπο και ήταν Βασιλεύς τών Θεών καί τών ανθρώ­πων. Για αυτό απεικόνισαν στά νομίσματα τις κεφαλές του Δία, τοΰ “Απόλλωνα, της ‘Αθηνάς και τοΰ Ηρακλή. Οί θεοί αυτοί έδωσαν τήν νίκη στο Φίλιππο και ό Αλέ­ξανδρος επίστεψε ότι οί θεοί του έδωσαν τήν κυριαρχία ολόκληρης της “Ασίας. “Οταν αποβιβάστηκε στήν ΜικράΑσία αμέσως έριξε κάτω την σάρισα και φώναξε “Δέχομαι άπό τους Θεούς την Ασία”.

Πηγή : Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών

από το history-of-macedonia.com

Τετάρτη, 01 Ιουλίου 2009

Η ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-Ιστορικό και Γεωγραφικό Πλαίσιο


Της Δρ Αρχαιολογίας Γεωργίας Καραμήτρου-Μεντεσίδη
αναδημοσίευση από το περιοδικό Φιλόλογος, τεύχος 134, σελ 580-583


Οι Σκοπιανοί και οι φίλα προσκείμενοι τους γνωρίζουν την ιστορία και διεκδικούν.
Εμείς γνωρίζουμε; Αν ναι, τότε η άλλη πλευρά επιβάλλει, αν όχι, τότε «η εσχάτη πλάνη εί­ναι χείρων της πρώτης».
Πάντως η Άνω Μακεδονία ήταν η ΒΔ Μακεδονία (σημερινή Δυτική και μέρος της εκτός Ελλη­νικών συνόρων), όρος που χρησιμοποιείται από τον Ηρόδοτο ως και τον Κωνσταντίνο Πορφυ­ρογέννητο και ως σήμερα στην εκκλησιαστική ορολογία. Η ονομασία προήλθε για να διαχωρί­σει ως άνω, την ορεινή και υψηλή (σε υψόμετρο) Μακεδονία σε αντίθεση με την κάτω-πεδινή και παραθαλάσσια. Υπήρξε η αφετηρία και το ορμητήριο των Μακεδόνων, η αρχέγονη πατρίδα, απ' εδώ κατέβηκαν προς τον Όλυμπο και ίδρυσαν το κράτος των Αιγών και προς την κεντρική Ελλά­δα (Δρυπίδα-Δωρίδα) και την Πελοπόννησο και ονομάστηκαν Δωριείς.
ΔΕΝ είναι γεωγραφικός όρος, είναι ιστορικός. Δεν σημαίνει άνω και κάτω πάτωμα. Συνε­πώς, κάτι παραπάνω γνωρίζουν και προσδοκούν οι Σκοπιανοί και ο Νίμιτς που το προτείνουν.

Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, χώρα που ορίζεται από μικρούς και μεγάλους ορεινούς όγκους και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα, ανήκει στην Άνω -ορεινή- Μακεδονία των αρχαίων, η οποία εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιελάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές μέχρι τα όρη Dautika, Babuna, Dren στα βόρεια. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε σταθμός της πορείας του "πολυπλάνητου" έθνους των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες και οι Δωριείς (Ηρόδοτος 1.56, 8.137-139, Θουκυδίδης 2.99). Ένας κλάδος τους, οι Αργεάδες Μακεδόνες, στους οποίους βασίλευαν οι Τημενίδες, απόγονοι του Τημένου γιου του Ηρακλή, μετά από διαδοχικές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αι., με πρώτο γνωστό βασιλιά τον Περδίκκα, ίδρυσαν το κράτος των Αιγών. Από τις Αιγές, που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αργείο Κάρανο τον 8ο π.Χ. αι., και αργότερα την Πέλλα, γύρω στο 400 π.Χ., συνέχισαν την επεκτατική τους δράση για πολλούς αιώνες.

Η Άνω Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο και συγκεκρι¬μένα σε δύο χωρία. Στο πρώτο (7.173.4) περιγράφει την εισβολή των στρατευμάτων του Ξέρξη στη Θεσσαλία: "ώς έπύθοντο καί άλλην έοΰσαν έσβολήν ές Θεσσαλούς κατά τήν 'Άνω Μακεδονίην διά Περραιβών κατά Γόννον πόλιν, τή περ δή καί έσέβαλε ή στρατιή ή Ξέρξεω". Στο δεύτερο (8.137-139) αφηγείται την περιπέτεια του ιδρυτή του βασιλείου των Αιγών και απογόνου του Ηρακλή, Περδίκκα, ο οποίος, μαζί με τους αδερφούς του Γαυάνη και Αέροπο, "έξ 'Άργεος έ'φυγον ές Ιλλυριούς (...) έκ δέ Ιλλυριών ύπερβαλόντες ές τήν Άνω Μακεδονίην άπίκοντο ές Λεβαίην πόλιν". Σαφέστερο διαχωρισμό μεταξύ άνω και κάτω Μακεδονίας συ¬ναντάμε στον Θουκυδίδη κατά την εξιστόρηση των συγκρούσεων των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στον βορειοελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου (2.99.1): "ξυνηθροίζοντο ούν έν τη Δοβήρω καί παρε-σκευάζοντο, όπως κατά κορυφήν έσβαλοΰσιν ές τήν Κάτω Μακεδονίαν, ής ό Περδίκκας ήρχεν. των γάρ Μακεδόνων είσί καί Λυγκησταί καί Έλιμιώται καί άλλα έθνη έπάνωθεν, ά ξύμμαχα μέν έστι τούτοις καί ύπήκοα, βασιλείας δ' έ'χει καθ' αυτά. τήν δέ παρά θάλασσαν νΰν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ό Περδίκκου πατήρ και οί πρόγονοι αύτοϋ, Τημενίδαι τό άρχαΐον όντες έξ 'Άργους...". Και στα επόμενα δύο χωρία (1.59 και 2.100) ο διαχωρισμός είναι εξίσου σαφής: "καί καταστάντες <οί Άθηναΐοι> έπολέμουν μετά Φιλίππου και των Δέρδου αδελφών άνωθεν στρατιά εσεβληκότων", "ΟΊ δε Μακεδόνες πεζώ μεν ουδέ διενοοϋντο άμυνασθαι ίππους δέ προσμεταπεμψάμενοι άπό των άνω συμμάχων... ολίγοι πρός πολλούς έσέβα-λον ες τό στράτευμα των Θρακών".

Ο Στράβων (7, C326) κατονομάζει τέσσερις περιοχές που ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, στην οποία, οι Ρωμαίοι διατήρησαν καθεστώς "ελευθερίας" και αυ¬τονομίας: "καί δή καί τά περί Λυγκον καί Πελαγονίαν και Όρεστιάδα καί Έλίμειαν την 'Άνω Μακεδονίαν έκάλουν, οι δέ ύστερον καί έλευθέραν". Ο ίδιος (7, από-σπ.12), αναφερόμενος σε ποταμούς ως φυσικά γεωγραφικά όρια μεταξύ Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, τη συνδέει με τον Αλιάκμονα: «ότι Πηνειός ορίζει την Κάτω καί πρός τη θαλάττη Μακεδονίαν άπό Θετταλίας καί Μαγνησίας, Άλιάκμων δέ την 'Άνω Μακεδονίαν».

Ο Λίβιος (45.29.9 και 45.30.6) αναφερόμενος στη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις "μερίδες" μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο, ορίζει ως τέταρτη μερίδα την Άνω Μακεδο¬νία "trans montem Boram", με έδρα την Πελαγονία και σύνορα την Ιλλυρία και την Ήπειρο. Αναφέρει σ' αυτήν, ως κατοίκους, τους Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει, ως περιοχές, την Ατιντανία, την Τυμφαία και την Ελιμιώτιδα. Από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσονται σ' αυτήν η Ελιμιώτις με την Τυμφαία, η Λυγκηστίς, η Ορεστίς, η Πελαγονία με τη Δερρίοπο, η Εορδαία, η Ατιντανία και η Δασσαρήτις. Ομοφωνία μελετητών υπάρχει για τις περισσότερες περιοχές, ενώ οι ανένταχτες περιοχές στα δυτικά-βορειοδυτικά, κυρίως, της Άνω Μακεδονίας και γύρω από την Αχρίδα μπορούν να συμπεριληφθούν στα "άλλα έθνη πάνωθεν" του Θουκυδίδη (2.99), αν ήταν μακεδόνικες και όχι ηπειρωτικές. Οπωσδήποτε, τμήμα της θεωρούμενης Δασσαρήτιδας, όπως και της Ατιντανίας, ανήκε στην Ήπειρο, ενώ η περιοχή γύρω από τη Λυχνίτιδα-Αχρίδα μπορεί να ενταχθεί στην Άνω Μακεδονία. Για τα νέα αυτά όρια της Άνω Μακεδονίας, τα οποία αποτυπώθηκαν πάνω σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού), στηρίχθηκα αφενός στην ιστορική έρευνα, παλαιότερη και νεότερη, και αφετέρου στα πορίσματα της νεότερης αρχαιολογικής-ανασκαφικής έρευνας, η οποία έδωσε νέα διάσταση στην πολιτισμική φυσιογνωμία της Μακεδονίας.

Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε την αφετηρία, το ορμητήριο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία στο βόρειο χώρο ονομάστηκαν μακεδόνικα και στο νότιο δωρικά, κατά τον Ηρόδοτο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα, γιοί και οι δυο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα. Κατά τον Ελλάνικο, συγγραφέα του 5ου π.Χ. αι., ο Μακεδών ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του Έλληνα. Η σημασία των αρχαίων αυτών πηγών, που δεν εξαντλούνται στις παραπάνω, έγκειται στο ότι μας δείχνουν με ποιον τρόπο οι νότιοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν, ήδη από τα ομηρικά χρόνια, την ενότητα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ανήκαν και οι Μακεδόνες -ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι θεοί κατοικούσαν στον Όλυμπο.

Η Άνω Μακεδονία με τα βασίλεια της Ελίμειας, Ορεστίδας, Εορδαίας, Λυγκηστίδας και Πελαγονίας, δεν είχε αποδυναμωθεί και απομονωθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, όπως δυστυχώς αρχικά, από έλλειψη αρχαιολογικών-ιστορικών δεδομένων, είχε γραφεί. Αυτό αποδεικνύεται από την υψηλή χρονολόγηση, τον πλούτο, την ποιότητα και το χαρακτήρα των αρχαιολογικών ευρημάτων, μετά τη συστηματική έρευνα στην Αιανή και αλλού, που επέβαλε την επανεξέταση, κάτω από νέο πρίσμα, παλαιότερων αρχαιολογικών ευρημάτων.

Η αποκάλυψη στην Αιανή οικοδομημάτων και μνημειακών τάφων με ανάλογα κινητά ευρήματα, που δηλώνουν αυτόματα ενιαίο ελληνικό πολιτισμό και χρονολογούνται στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, οδηγεί αναγκαστικά στη διαπίστωση ότι υπήρχαν οργανωμένες πόλεις με λαμπρή αρχιτεκτονική πολύ πριν από την ενοποίηση όλης της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.), στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων- αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία. Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασικών επιγρα¬φών, από τις πρωιμότερες του μακεδόνικου χώρου, αποτελούν απτά τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων. Κατά τρόπο λογικό και αναγκαίο συμπεραίνουμε ότι, παράλληλα με τους Αργεάδες Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα "έπάνωθεν", κατά το Θουκυδίδη, ελληνικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζει τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, σύμφωνα με το διαχωρισμό της Μακεδονίας από τους αρχαίους συγγραφείς σε ορεινή - Άνω- και πεδινή -Κάτω. Η Άνω Μακεδονία, λοιπόν, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες - έθνη με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισης τους στις αρχές του αγροτοποιμενικού βίου. Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, Λυγκηστές, Εορδοί, Τυμφαίοι, Ελιμιώτες, οι οποίοι μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, παρόλη την ενοποίηση του μακεδόνικου βασιλείου, την ανάπτυξη των πόλεων ως διοικητικών κέντρων και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διατήρησαν τη φυλετική τους οργάνωση, όπως φαίνεται και από τις αναφορές του εθνικού της περιοχής στον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων τους π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης, Εορδαίας κτλ. Η οριστική ενοποίηση επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία του Φιλίππου Β', ο οποίος με συνεχείς νίκες και άριστες διπλωματικές μεθόδους πέτυχε την ενσωμάτωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας, την κατάταξη των ευγενών στην τάξη των εταίρων, και συνεπώς την εξασθένηση και κατάργηση των ηγεμονικών οίκων. Η προσάρτηση της Ελίμειας, όπως και των άλλων «έπάνωθεν» περιοχών, πραγματοποιήθηκε μάλλον ειρηνικά και εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση και συντριβή των Ιλλυριών τόσο από τον Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και τον στρατηγό του Παρμενίωνα (356 π.Χ.), ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι στρατηγοί, καταγόταν από την Άνω Μακεδονία και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, βορείως του Εριγώνα, σημερινού Cerna.

Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των "έπάνωθεν" στη νικηφόρα εκστρατεία ως τις Ινδίες, που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων "πλήν Λακεδαιμονίων", υπήρξε καθοριστική. Από τις έξι ταξιαρχίες του Μ. Αλεξάνδρου στα 330 π.Χ. τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, δηλαδή την Ελίμεια, την Ορεστίδα μαζί με τη Λυγκηστίδα και την Τυμφαία (Διόδωρος 17. 57. 2). Επιπλέον διοικούνταν γιο πολλά χρόνια από ταξίαρχους (ο Κοίνος Πολεμοκράτους, Ελιμιώτης, ο Περδίκκας Ορόντου από την Ορεστίδα και ο Αμύντας Ανδρομένους και Πολυπέρχων Σιμμία αργότερα από την Τυμφαία), μέλη των βασιλικών οίκων της Άνω Μακεδονίας. Επιπλέον ταξίαρχοι, όπως ο Κρατερός και άλλοι, διοικούσαν ταξιαρχίες που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος άσθέταιροί. Το όνομα δόθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο και συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητες τους σε σκληρές δοκιμασίες. Κατά το 2ο π.Χ. αι., και συγκεκριμένα μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., σύμφωνα με το διακανονισμό του Αιμιλίου Παύλου στην Αμφίπολη η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, την τέταρτη μερίδα. Το ίδιο καθεστώς διατηρήθηκε πιθανότατα και μετά την ήττα του σφετεριστή του μακεδόνικου θρόνου Ανδρίσκου στα 148 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχε ως συνέπεια και τη μεταβολή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Τετάρτη, 01 Απριλίου 2009

Νέες Επιγραφές και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα στην Μακεδονική πόλη της Πέλλας

Ημερομηνία: 31/3/2009 - Σελίδα: 32
αναδημοσίευση από τον αγγελιοφόρο

Τίτλος: Αρχείο - πρότυπο 2.400 ετών

Το άριστα οργανωμένο δημόσιο Αρχείο της Πέλλας θα το ζήλευαν ακόμη και τα γραφειοκρατικά συστήματα των σύγχρονων πρωτευουσών. Το περίπλοκο αλλά αποτελεσματικό σύστημα διακίνησης επίσημων εγγράφων του Μακεδονικού Βασιλείου αποκαλύπτουν τα πολύτιμα ευρήματα που έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφή. Ανάμεσά τους στυλογράφοι και μελανοδοχεία, καθώς και πολυάριθμες σφραγίδες και σφραγίσματα, που έφεραν μορφές θεών και σατύρων. Ενα από αυτά απεικονίζει την ίδια την Πέλλα με τη μορφή γυναίκας και φέρει την επιγραφή: «ΠΕΛΛΗΣ ΠΟΛΙΤΑΡΧΩΝ».

Το διώροφο οικοδόμημα του Αρχείου, που κατασκευάστηκε στον ύστερο 4ο αι. π.Χ. και καταστράφηκε στο σεισμό που ερείπωσε την πόλη στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς της Πέλλας, έκτασης πάνω από 70.000 τ.μ. Μέρος του κτιρίου καταστράφηκε από φωτιά. «Τέτοιου είδους οικοδόμημα από πλευράς τεκμηρίωσης ευρημάτων δεν έχουμε πουθενά αλλού στη Μακεδονία», τονίζει στον «Α» ο υπεύθυνος της ανασκαφής, καθηγητής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ιωάννης Ακαμάτης, ο οποίος θα παρουσιάσει τα νέα ευρήματα στην ΚΒ Επιστημονική Συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη (2-4 Απριλίου, Παλαιό Κτίριο Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ). «Αποδεικνύεται ότι εκεί γινόταν η συγγραφή, το σφράγισμα και η αποστολή των επίσημων εγγράφων του Μακεδονικού Βασιλείου», εξηγεί.

Το συγκρότημα περιλαμβάνει ένα σύνολο χώρων διατεταγμένων γύρω από το κεντρικό περιστύλιο. Γλυπτά, κοσμήματα και αγγεία από πολύτιμο μέταλλο δηλώνουν τη σπουδαιότητά του, όπως και ένα χάλκινο εξάρτημα από τη θύρα του, εξαιρετικό δείγμα της μακεδονικής χαλκοπλαστικής.

Εκατοντάδες πήλινα σφραγίσματα από έγγραφα παπύρων έπεσαν στο περιστύλιο και στη νότια στοά από τον πάνω όροφο, όπου ήταν αποθηκευμένα. Στους ίδιους χώρους βρέθηκαν κομμάτια στυλογράφων, μεταλλικά και πήλινα μελανοδοχεία (ανάμεσά τους και ένα με την επιγραφή: ΦΙΛΙΠΠΟΥ) και μάζες καθαρού πηλού, που χρησιμοποιούνταν όπως το σημερινό βουλοκέρι. Μερικές μάζες φέρουν... δακτυλικά αποτυπώματα.Στα αποτυπώματα των σφραγίδων απεικονίζονται ο Δίας και άλλοι θεοί, ανδρικές, γυναικείες και ζωικές μορφές και πορτρέτα. Επίσης, βρέθηκε σφραγίδα με κεφαλή Σατύρου, που χρησιμοποιήθηκε για τη σφράγιση από αξιωματούχους προφανώς απόρρητων εγγράφων.

Αρκετά σφραγίσματα παρουσιάζουν το αποτύπωμα της σφραγίδας των επιμελητών του εμπορίου, άλλα των αρχόντων της Εδεσσας και της Ευρωπού. Αρκετές φορές επαναλαμβάνεται η μορφή μιας αγελάδας που βόσκει με την επιγραφή: «ΠΕΛΛΗΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ».

Και νεκροταφείο

Μία ακόμη έκπληξη επιφύλασσε το Αρχείο της Πέλλας, καθώς κάτω από αυτό αποκαλύφθηκε εκτεταμένο νεκροταφείο της προαλεξάνδρειας περιόδου. Λακκοειδείς, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί, και τάφοι λαξευμένοι στο βράχο με αναβαθμό ή και κλίμακα καθόδου στο εσωτερικό των μεγαλύτερων από αυτούς καθορίζουν την τυπολογική σειρά της ταφικής πρακτικής κατά τα χρόνια της βασιλείας του Αρχελάου, αλλά κυρίως στα χρόνια της μακράς βασιλείας του Αμύντου, του πατέρα του Φιλίππου Β', και του αδελφού του Περδίκκα Γ'.

ΧΡΥΣΑ ΝΑΝΟΥ

Και εργαστήριο κεραμικής

Εργαστήριο κεραμικής του 4ου αιώνα π.Χ., εμβαδού τουλάχιστον 400 τ.μ., που διέθετε μάλιστα προηγμένο σύστημα δεξαμενών για τον καθαρισμό του πηλού, εντοπίστηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας.

Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιάσουν στο αρχαιολογικό συνέδριο η προϊσταμένη της ΙΖ' ΕΠΚΑ, Μαρία Λιλιμπάκη - Ακαμάτη, και ο αρχαιολόγος Νίκος Ακαμάτης. Οι στοές και τα δωμάτια του εργαστηρίου αναπτύσσονται γύρω από λιθόστρωτη αυλή, στο κέντρο της οποίας βρέθηκε πηγάδι, καθώς και η βάση ενός βωμού προς τιμήν των θεών των κεραμέων. Εντοπίστηκαν ακόμη χώρος με δύο κεραμικούς κλιβάνους, όπου ψήνονταν τα αγγεία, δωμάτια στα οποία αποθηκεύονταν ο πηλός και τα σκεύη του εργαστηρίου και ένας μικρός χώρος υγιεινής.

Στο εργαστήριο κατασκευάζονταν κυρίως αβαφή αγγεία καθημερινής χρήσης και πολυτελή μελαμβαφή σκεύη που χρησιμοποιούνταν στα συμπόσια. Βρέθηκαν ακόμη μήτρες για την κατασκευή ανάγλυφων αγγείων, τμήματα ειδωλίων και πολλά αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το εργαστήριο λειτούργησε αδιάκοπα ώς και το τρίτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ.Τα πρωιμότερα στοιχεία ανθρώπινης εγκατάστασης στη θέση αυτή, κυρίως κινητά ευρήματα, ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3000 -2000 π.Χ.). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εύρεση πέντε τάφων της Εποχής του Σιδήρου (10ος -7ος αιώνα π.Χ.). Τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι σημαντικά, καθώς οι πανάρχαιες αυτές περίοδοι ήταν μέχρι πρότινος άγνωστες για την Πέλλα και αποδεικνύουν τη διαχρονική κατοίκηση της περιοχής.

Γ.Σ.

Τρίτη, 31 Μαρτίου 2009

Περίλαμπρο ανάκτορο του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποκαλύπτεται στην Πέλλα

Ως το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο ανάκτορο της Μακεδονίας, όπου γεννήθηκε, εκπαιδεύτηκε και ανδρώθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, περιγράφουν οι αρχαιολόγοι το ανάκτορο που εντοπίστηκε στην αρχαία Πέλλα, έπειτα από τρία χρόνια ανασκαφών.


Τα ευρήματα, που θα παρουσιαστούν στη φετινή επιστημονική συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, είναι εντυπωσιακά: Χώροι συμποσίων, δεκάδες κοιτώνες και εστιατόρια, παλαίστρα με ψηφιδωτά δάπεδα, πισίνα, λουτρά και χώροι προετοιμασίας και εκπαίδευσης των νεαρών γόνων των Μακεδόνων αριστοκρατών που χρονολογούνται στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Το συνολικής έκτασης 70 στρεμμάτων ανάκτορο (μήκους 400 μ. και πρόσοψης 160 μ.) αποκαλύπτεται δυτικά του σημερινού χωριού και βόρεια του σημείου όπου βρίσκεται το νεοανεγερθέν Μουσείο Πέλλας.


Σύμφωνα με τα Νέα, στο εσωτερικό του ανακτόρου οι ανασκαφείς εντόπισαν χώρους δείπνων και συμποσίων και γύρω από την ενσωματωμένη στο κτίριο παλαίστρα ελαιοθέσια (χώροι όπου οι εκπαιδευόμενοι νεαροί βασιλόπαιδες άλειφαν με λάδι τα σώματά τους προετοιμαζόμενοι για αθλοπαιδιές).


Ο πυρήνας του κτιρίου των ανακτόρων χρονολογείται στα πρώιμα χρόνια, όπως και ολόκληρη η πόλη της Πέλλας.


«Πρόκειται για το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο ανάκτορο στον μακεδονικό χώρο» δηλώνει ο αρχαιολόγος Παύλος Χρυσοστόμου, ανασκαφέας της ευρύτερης περιοχής την τελευταία 25ετία, που μετέχει στη φετινή επιστημονική συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, με εισήγηση υπό τον τίτλο «Πέλλης βασίλειον».



πηγή:in.gr

Πέμπτη, 19 Μαρτίου 2009

Το Αφγανιστάν απαιτεί την Ελληνική του κληρονομιά που κατέστρεψαν οι μουλάδες της USAID



Χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή στο Αφγανιστάν


“Έχουμε το μεγαλύτερο Ελληνικό θέατρο στον κόσμο μετά την Επίδαυρο”

, δηλώνει με σθένος ο Αφγανός καθηγητής Χαρζί. Καταστράφηκε και αυτό μαζί με όλα τα μνημεία μας από τους Μουτζαχεντίν και τους Ταλιμπάν. Τώρα θέλουμε τη βοήθεια των πολιτισμένων χωρών για να μαζέψουμε ότι απέμεινε.

Πραγματικά σ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται όλη η αλήθεια για τον ξεριζωμό του Ελληνικού παρελθόντος που οι Αφγανοί θεωρούν εθνική τους κληρονομιά. Η USAID διέθεσε πακτωλούς χρημάτων για να μεταλλάξει το πολιτισμικό υπόβαθρο των Αφγανών. Να ξεριζώσει την “Σοβιετική παιδεία” και να φτιάξει φυτώρια μουτζαχεντίν σε Ισλαμικά σχολεία στα σύνορα με το Πακιστάν όπου οι Αφγανοί προσερχόντουσαν για να αποκτήσουν ψωμί και μίσος. Απάνθρωποι μουλάδες αναλάμβαναν την προπαγάνδα της Σαρίας και τα μιαρά Σοβιετικά βιβλία γινόντουσαν ιερά αναγνώσματα όπου τα παιδιά (μόνο τα αγόρια βέβαια), μάθαιναν να μετρούν όχι με προβατάκια αλλά με βόμβες στα αναγνωστικά τους για να πολεμήσουν τους απίστους. Η ίδια η USAID που τώρα χρηματοδοτεί τα εκπαιδευτικά βιβλία της Κύπρου για να συμφιλιώσει τις δύο κοινότητες!!

Και η οργή των Αφγανών επιστημόνων ξεχειλίζει όταν εξηγούν πως οι Αμερικάνοι έστελναν ανιχνευτές μετάλλου με πρόσχημα την αποναρκοθέτηση, μα στην ουσία χρησίμευαν για να εντοπιστούν οι Αρχαίοι Μακεδονικοί Τάφοι και τα πολύτιμα κτερίσματα που έκρυβαν. Οι Αμερικανοί μεσάζοντες περίμεναν την πραμάτεια για να την μοσχοπουλήσουν σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Εκτενής χρήση εκρηκτικών κατέστρεφε ναούς και μνημεία για να διευκολυνθούν οι παράνομες ανασκαφές. Πλιατσικολόγοι ενεθάρρυναν τους μουλάδες να ξεφορτωθούν κάθε τι ειδωλολατρικό. Ότι δεν μπορούσε να μεταφερθεί απλά γινόταν ερείπια από το μίσος και την απληστία.


'Μακεδονικό

Μακεδονικό εύρημα σε Αφγανικό χαρτονόμισμα. Μήπως δεν ήταν "σφαγέας";


Οι Ελληνικοί θησαυροί εκλάπησαν ακόμα και από το μουσείο της Καμπούλ παρά τις εκκλήσεις των εργαζομένων που ένιωθαν τον πολιτισμό τους να χάνεται στο επερχόμενο σκοτάδι. Η περηφάνεια τους για την Μακεδονική τους καταγωγή άλλωστε ήταν εμφανής σε όλη τη νεώτερη ιστορία, γεγονός που σεβάστηκαν και οι Σοβιετικοί στο εκπαιδευτικό σύστημα που εγκαθίδρυσαν. Και η Αφγανική Γη έδινε απλόχερα τους θησαυρούς. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούνται από τους νεώτερους Ελληνιστικούς στον πλανήτη, αφού οι τεχνίτες διατήρησαν τη γνώση ζωντανή ακόμα και μετά την έλευση του Βουδισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολλές προτομές και τα αγάλματα του Ηρακλή αφού το υπέροχο γυμναστήριο του Ai Khanoum ήταν αφιερωμένο στη Θεϊκή του μορφή. Ένα τέτοιο Χάλκινο αριστούργημα πουλήθηκε σε παζάρι του Πακιστάν το 2002.


Σάκοι με Μακεδονικά νομίσματα βάρους 50 κιλών!

Σάκοι με Μακεδονικά νομίσματα βάρους 50 κιλών!


Χιλιάδες νομίσματα εκποιήθηκαν σε τσουβάλια (!), προξενεί δέος βέβαια ο μεγάλος όγκος των ευρημάτων που δείχνει πραγματικά την πολυετή παρουσία των Βασιλέων της Βακτριανής και τη λαϊκή τους αποδοχή. Ναοί, γυμναστήρια, πολιτείες θαμμένα στο ημίφως των παραδόσεων πριν τα σκεπάσει ανεπανόρθωτα το σκοτάδι της εξουσιαστικής σκοπιμότητας και του θρησκευτικού φανατισμού.


Τώρα, Αφγανοί επιστήμονες προσπαθούν να ανακτήσουν τον χαμένο πολιτιστικό πλούτο. Δυστυχώς είναι αναγκασμένοι να ζητήσουν την βοήθεια της Unesco και της “πολιτισμένης” Δύσης. Δύση που ακόμα και την “έδρα Αφγανικών σπουδών” στο πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, τη χρησιμοποίησε για να τροφοδοτεί την CIA και τις άλλες μυστικές υπηρεσίες με πληροφορίες για τις κινήσεις των Σοβιετικών, τις αλληλεπιδράσεις των διαφόρων φυλών και την απόδοση χρισμάτων σε αξιωματούχους των Ταλιμπάν. Σε αυτό το κατ’ ευφημισμόν πανεπιστήμιο δεν ήταν λίγες οι φορές που οι “τρομοκράτες” κλήθησαν στο πανεπιστήμιο για να συναντηθούν με Αμερικανούς αξιωματούχους. Με την αμέριστη συμβολή της USAID βεβαίως. Εκεί, τσακίστηκαν και οι όποιες προσπάθειες οργάνωσης των κινημάτων για τα δικαιώματα των γυναικών του Αφγανιστάν.

Τα φρικτά παιδικά βιβλία της USAID που απεικόνιζαν μέχρι και χρήση ρουκετών, βομβών και όπλων μαζί με στίχους από το Κοράνι μπήκαν στο στόχαστρο μετά την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν. Ζητήθηκε ευθέως η αντικατάσταση ή έστω η αφαίρεση βίαιων εικόνων και στίχων της Τζιχάντ. Η απάντηση του Μπους αποστομωτική: Παρ’ ότι η Αμερικανική νομοθεσία απαγορεύει τη διάθεση πόρων για βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου, δεν μπορούμε να στερήσουμε από τους Αφγανούς την ισλαμική τους κληρονομιά (!!!)

Μπόρεσαν όμως κάλλιστα να ξεριζώσουν την Ελληνική…

Διαβάστε επίσης:

Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα: Οι τρομερές καταγγελίες για τη USAID

Η καταστροφή της Πολιτιστικής κληρονομιάς του Αφγανιστάν

Η φωτό του νομίσματος από τον Επανελληνισμό

αναδημοσίευση από το olympia.gr

Σάββατο, 28 Φεβρουαρίου 2009

Αρχαιολογική έκθεση με τίτλο «Μακεδονίας νόμισμα»

Μακεδονικά «ευρώ» και αθηναϊκά «δολάρια»

Πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία του μακεδονικού βασιλείου, τους βασιλείς, τις πόλεις του αλλά και την οικονομική πολιτική που ασκούσαν μέσω των νομισμάτων τους οι εκάστοτε μακεδόνες άρχοντες προσφέρει η μεγάλη έκθεση με τίτλο «Μακεδονίας νόμισμα» που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζονται 270 αργυρά και χρυσά μακεδονικά νομίσματα που χρονολογούνται από τον 6ο ως τον 1ο π.Χ. αιώνα και αποτελούν μέρος της συλλογής 4.000 μακεδονικών νομισμάτων και 10.000 συνολικά νομισμάτων του αρχαίου κόσμου που απαριθμεί η πολύτιμη συλλογή της Αlpha Βank. Χαρακτηριστικότερα είναι τα περίφημα αλεξάνδρεια τετράδραχμα, τα «διεθνή» νομίσματα της Αρχαιότητας, ενώ το σπανιότατο οκτάδραχμο του Αλεξάνδρου Α΄ (498- 454 π.Χ.) που εκτίθεται είναι ένα από τα μόλις τρία που έχουν εντοπισθεί και καταγραφεί διεθνώς. Ως «το ευρώ της

Το αργυρό τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το ευρώ της εποχής τού... μεγαλύτερου τραπεζίτη όλων των εποχών, που νίκησε κατά κράτος το αθηναϊκό τετράδραχμο, δηλαδή το αντίστοιχο δολάριο εποχής του» χαρακτήρισε ο πρόεδρος του ΔΣ της Αlpha Βank κ. Ι. Κωστόπουλος το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ το σύγκρινε κάνοντας αναγωγή στη σημερινή εποχή με το δολάριο, το οποίο ταύτισε με το αρχαίο αθηναϊκό τετράδραχμο. «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Δεν μπορούσε όμως να το κάνει με το νόμισμα των 14,5 γραμμ. που “κληρονόμησε” από τον πατέρα του και ήταν ελαφρύτερο από το αντίστοιχο αθηναϊκό των 17,5 γραμμ. που ήταν ήδη γνωστό στον τότε εμπορικό κόσμο.

Σαν μεγαλοτραπεζίτης της εποχής του λοιπόν άλλαξε το νομισματικό σύστημα, με αποτέλεσμα το αλεξάνδρειο νόμισμα να εντοπίζεται ακόμη και σήμερα, ακόμη και στην Ινδία και στην Αίγυπτο» είπε κατά τα χθεσινά εγκαίνια ο κ. Κωστόπουλος.

Η έκθεση «Μακεδονίας νόμισμα» θα φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ως τις 8 Ιουνίου.
πηγή : Το Βήμα
=============================================================

Η ιστορία της νομισματοκοπίας στη Μακεδονία

Γιωτα Συκκα

ΕΚΘΕΣΗ. Μια επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη είναι ευκαιρία να προγραμματίσουμε αυτές τις ημέρες. Περιήγηση στα μνημεία της αλλά κυρίως στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Η ιστορία της νομισματοκοπίας στη Μακεδονία είναι το θέμα της έκθεσης που εγκαινιάζεται την Πέμπτη και έχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον. Aλλωστε, η Μακεδονία υπήρξε μια από τις πρώτες περιοχές της Ελλάδας που υιοθέτησε το νόμισμα, περί το 525 - 510 π.Χ.

Το υλικό προέρχεται από τη συλλογή της Alpha Bank που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες διεθνώς και αριθμεί περισσότερα από 10.000 νομίσματα από τον αρχαίο κόσμο. Ξεχωρίζουν σπάνια κομμάτια, μοναδικά δείγματα της αρχαίας σφραγιστικής αλλά και τα αρχαία νομίσματα της Μακεδονίας που ξεπερνούν ήδη τις 4.000.
«Θησαυροί»

Στην έκθεση που θα διαρκέσει από τις 27 του μηνός ώς τις 8 Ιουνίου, θα παρουσιασθούν συνολικά 270 αργυρά και χρυσά νομίσματα της Μακεδονίας, τα οποία χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 1ο αι. π.Χ.

Διοργανώνεται στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του μουσείου, στην οδό Μ. Ανδρόνικου 6 και έχει τίτλο «Μακεδονίας Νόμισμα από τη συλλογή της Alpha Bank». Τα νομίσματα χωρίζονται σε πέντε θεματικές ενότητες. Η νομισματοκοπία των περίφημων «θρακομακεδονικών» εθνών που κατοικούσαν στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία, είναι η αρχή. Ακολουθεί η ενότητα των Μακεδόνων βασιλέων που αρχίζει με τον Αλέξανδρο Α’ (498 -454 π.Χ.) με τον οποίο εγκαινιάζεται η βασιλική μακεδονική νομισματοκοπία και κλείνει με τον Περσέα (179 - 168 π.Χ.), τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας.

Η επόμενη ενότητα περιλαμβάνει τα νομίσματα που κυκλοφόρησαν κατά τον δεύτερο και πρώτο αι.π.Χ. Παρουσιάζεται η αυτόνομη νομισματοκοπία των τελευταίων ετών του βασιλείου, η νομισματοκοπία μετά το 168 π.Χ., όταν η Μακεδονία χωρίσθηκε σε τέσσερις Μερίδες, καθώς και η νομισματοκοπία μετά το 148 π.Χ., όταν πλέον η περιοχή ενσωματώθηκε ως επαρχία στο ρωμαϊκό κράτος, με την ονομασία provincia Macedonia.

Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει νομίσματα των πόλεων γεωγραφικά, από τις πιερικές ακτές, διατρέχοντας ολόκληρη τη Χαλκιδική και φθάνοντας ανατολικά έως τη Νεάπολη και τη Θάσο. Εδώ το κοινό μπορεί να κάνει και τις συγκρίσεις. Αλλωστε όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η σπουδαιότητα των μακεδονικών νομισμάτων αποδεικνύεται και από τις απομιμήσεις που κυκλοφόρησαν αιώνες μετά την αρχική έκδοση των πρωτότυπων. Οι Κέλτες της δυτικής και της Kεντρικής Eυρώπης αλλά και οι κάτοικοι της Αραβικής Χερσονήσου αντέγραψαν μακεδονικές εκδόσεις. Τα νομίσματα λ.χ. του Φιλίππου Β’ αλλά και του Μεγάλου Αλεξάνδρου τα οποία παρουσιάζονται σε ξεχωριστή ενότητα της έκθεσης προκειμένου να κατανοήσει το κοινό πόσο επηρέασαν απομακρυσμένους λαούς, αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη.

Τα περίφημα «αλεξάνδρεια τετράδραχμα» που χαρακτηρίζονται ως διεθνή νομίσματα της αρχαιότητας είναι αυτά που κλείνουν την έκθεση. Ο επισκέπτης πάντως έχοντας τη βοήθεια ενός χάρτη μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς την ανατολή και να δει τα νομισματοκοπεία που εξέδιδαν νομίσματα στο όνομά του και μετά το θάνατό του.

Την επιμέλεια της νομισματικής συλλογής έχει εκ μέρους της Τράπεζας η δρ Δήμητρα Τσαγκάρη και ο προϊστάμενος του τμήματος Δημοσίων Σχέσων Τεκμηρίωσης και Δημοσιευμάτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Χρήστος Γκατζόλης.

Τετάρτη, 07 Ιανουαρίου 2009

Οι Μακεδόνες «βάρβαροι»

Η ύπαρξη του όρου «βάρβαρος», ο οποίος σαφώς οφείλει τη γένεσή του σε κάποιου είδους αντιπαράθεση μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και των «άλλων», σχετί­ζεται άμεσα με την διαδικασία εξάπλωσης του Ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολική περιοχή της μεσογείου(και όχι μόνο). Στο πλαίσιο αυτό, έχουν προηγηθεί πολλές συζητήσεις σχετικά με τα υποκει­μενικά κριτήρια που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για τον καθορισμό της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία τους , την «Ελληνικότητα» τους. [1] Αυτή η ελληνική συνείδηση αναδύθηκε στο διάστημα μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ. και καθορίστηκε από διάφορες παραμέτρους, όπως η ίδρυση των αποικιών, η οποία έφερε τους Έλληνες σε επαφή με τους λαούς της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου, η διάδοση του αλφαβήτου και η θέσπιση πανελληνίων γιορτών.

Με την ίδρυση των νέων ανεξαρτήτων πολιτειών χαρακτήριζε συ­νάμα το γεγονός ότι οι άποικοι, με την σωστή πολιτική πού ακολού­θησαν προς τούς ντόπιους, απέφευγαν κατά κανόνα την φυλετική ανά­μιξη με αυτούς και διατηρήσαν όσο μπορούσαν στην ξένη γη την ελ­ληνικότητα τους. Επειδή δε ότι δημιουργούσαν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της πόλεως τους αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο να γίνουν «πο­λιτιστικό λίπασμα» για άλλους λαούς. Η επαφή με τόσους πολλούς και διαφορετικούς συνάμα ξένους λαούς είχε έξ άλλου ένα πολύ σημαν­τικό θετικό αποτέλεσμα : υπερνικώντας την διάσπαση σε διάφορα φύλα οι αρχαίοι Έλληνες συνειδητοποίησαν εκείνο πού είχαν όλοι κοινό σε αντίθεση προς τούς διαφορετικής προελεύσεως ξένους : την Ελληνι­κότητα τους, όπως εκφραζόταν στην ποίηση και στην θρησκεία, στα ήθη και στις αντιλήψεις τους. Έτσι ό αποικισμός αυτός συνέβαλε πολύ στην πρώιμη εκδήλωση του εθνικού ελληνικού αισθήματος, που παρουσιάζεται στον 7ο π.Χ., κατά χαρακτηριστικό τρόπο πρώτα στους ποιητές, με την λέξη «Πανέλληνες». Κατόπιν έλεγαν συνήθως «Έλληνες». Ήδη πριν χαρακτήριζαν τούς άλλους λαούς πού δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά «ψέλλιζαν ακατανόητα», κατά ονοματοποίια μέ την λέξη «βάρβαροι». Ό χαρακτηρισμός αυτός βασιζόταν λοιπόν στην διαπίστωση τής γλωσσικής και όχι τής φυλετικής διαφοράς.[2]

Οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν τον πέρα από τα σύνορα τους κόσμο «βάρβαρο», λέξη που καταρχήν δήλωνε μόνο το ακατανόητο της ομιλίας του. Κατά τον 5ο όμως αιώνα η λέξη προσέλαβε την αρνητική σημασία που έχει και σήμερα, δηλαδή, εκτός από «αλλοδαπός», σήμαινε επίσης «καθυστερημένος» και «κτηνώδης». Αν ρωτούσαν έναν Έλληνα τι ξεχωρίζει το δικό του έθνος από τα υπόλοιπα, πιθανή απάντηση θα ήταν ότι οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, ενώ οι βάρβαροι είναι δούλοι. αυτή η αίσθηση υπεροχής ήταν πιθανό να εξογκωθεί σε σοβινισμό και να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την υποδούλωση φυλών που τις θεωρούσαν κατώτερες. Οι Έλληνες του 4ου αιώνα είχαν σαφέστερα τη συνείδηση ότι ανήκουν σ' έναν πολιτισμό με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Ισοκράτης, επαινώντας σε λόγο του τα διανοητικά επιτεύγματα της Αθήνας, να διακηρύσσει ότι ο όρος «Έλληνες» δεν αναφέρεται πια στη φυλή, αλλά στην οποιαδήποτε εξοικείωση με την αθηναϊκή παιδεία.[3]

Η ετυμολογική ερμηνεία που δίνουν τα λεξικά για την λέξη «βάρβαρος» είναι ότι είναι μία ονοματοποιημένη λέξη που χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό της συλλαβής βαρ- ,Ταυτίζεται με το αρχ. ινδ. barbara = ψελλίζω, τραυλίζω και συνδέεται με σουμερ. barbar «ξένος», σημιτ.-βαβυλ. barbaru «ξένος». Το λατ. barbarus, από το οποίο προήλθαν οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί τύποι (αγγλ. barbarian, γαλλ. barbare, γερμ. Barbar), είναι δάνειο από την Ελληνική.[4]


Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε [Όρνιθες, 199 ]. Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους «αγράμματος» ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος» [Νεφέλες, 492 ].

Σύμφωνα με το Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από ένα βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους [Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 1, 89, 4 ]. Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή.

Ο Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το Ευαγγέλιο, «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους» [«Προς Ρωμαίους επιστολή», 1, 14 ].

Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά [«Ιφιγένεια εν Αυλίδι», 1400 ].

Ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως « η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό» [Πολιτεία, I, 5 ]. Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο Ισοκράτης.

Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφεραν την ελληνική επιρροή στην Ανατολή, εξάγοντας τον ελληνικό πολιτισμό και μεταβάλλοντας την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών. Ο Ισοκράτης ανέφερε στον Πανηγυρικό του: "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι" [Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 50 ]. Όταν ο Ισοκράτης μιλούσε για παιδεία εννοούσε την Παιδεία της εποχής του, Παιδεία Ελληνική, παιδεία ήθους, χαρακτήρος και αρετών, παιδεία που προετοίμαζε τους αυριανούς πολίτες της να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες της πόλεως και να την δοξάσουν


ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ «ΒΑΡΒΑΡΟΙ»

Οι θεσμοί του κράτους, η θρησκεία και τα ήθη των Μακεδόνων δείχνουν καθαρότερα από τα πράγματι πολύ λίγα γλωσσικά τους κατάλοιπα ότι δεν ήταν ιλλυρικής ή θρακικής ή άλλης καταγωγής «βάρ­βαροι», αλλά ότι αποτε­λούσαν ένα Ελληνικό φύλλο. [5] Αποκομμένοι στις βόρειες περιο­χές όπου ζούσαν από την μεγάλη ανάπτυξη των άλλων ελληνικών φύ­λων πού κατοικούσαν νοτιώτερα είχαν τήν δική τους εντελώς διαφο­ρετική εξέλιξη: διατηρήσαν επί αιώνες τους παλαιούς, αρχικά κοινούς σε όλους τούς "Έλληνες, θεσμούς αλλά παρέλαβαν βέβαια και μερικά στοιχεία από τούς Ιλλυριούς και τούς Θράκες γείτονες τους, στις περιο­χές των οποίων σιγά-σιγά επεκτείνονταν έτσι όταν αργότερα, κατά τον 5ο π.Χ., πήραν ενεργό μέρος στην ιστορία των άλλων Ελλήνων έδιναν σ' αυτούς την εντύπωση — όπως συνέβη άλλωστε και με τους Αιτωλούς και τους Μολοσσούς— ότι ήταν «βάρβαροι». [6] Στους Μακεδόνες π.χ. διατηρήθηκε η παλαιά πατριαρχική βασιλεία τής ομηρικής εποχής, ως τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο· έλειπε ή πόλη - κράτος πού αποτελούσε στοιχείο πολιτικής διασπάσεως). Στον Μακεδόνα μονάρχη πού αντλούσε την εξουσία από τον λαό και ήταν συγχρόνως αρχηγός του στρατού, δικαστής και ιερέας, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν ως ιππείς τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους οι μεγαλογαιοκτήμονες ευγενείς, αυτοί αποτελούσαν την ακολουθία του και χαρακτηρίζονταν, ακόμη και στην εποχή τοΰ Μ. Αλεξάνδρου, με την παλαιά ομηρική ονομασία «εταίροι» —όπως οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα.

Υπήρχε όμως Ελληνικότητα στους «βαρβάρους Μακεδόνες» όπως αμφισβητούν αρκετοί συγγραφείς και ειδικά τους Αμερικανικού κατεστημένου ;
Γιατί αυτοί οι συγγραφείς επιμένουν στις αποσπασματικές πηγές που αναφέρουν τους Μακεδόνες ως μη «Έλληνες» προσπαθούν να καθορίσουν την «εθνικότητα», τείνουν να θεσπίσουν με κριτήρια του 20ού αιώνα και τα οποία δεν νομιμοποιούνται για χρήση σε σχέση με την αρχαιότητα ;

Ο Jonathan Hall στο μνημειώδες συλλογικό έργο «Ancient Perceptions of Greek Ethnicity» αμφισβητεί την άποψη αυτών [7] ότι η Μακεδονία ήταν περιθωριακή ή περι­φερειακή σε σχέση με ένα ελληνικό κέντρο ή πυρήνα, για τον απλούστατο λόγο ότι τέτοιος ελληνικός σκληρός πυρήνας δεν υπήρξε ποτέ, καθώς «η Ελληνικό­τητα συγκροτείται από το σύνολο των πολυεστιακών, καταστασιακά περιορι­σμένων και ενσυνείδητων διαπραγματεύσεων της ταυτότητας, όχι μόνον μετα­ξύ πόλεων και εθνών, αλλά και στο εσωτερικό αυτών», και επειδή μια τέτοια άποψη «προϋποθέτει έναν διιστορικά στατικό ορισμό της ελληνικότητας» [8].

Όπως ισχυρίζεται αναλυτικότερα στο Hellenicity o Jonathan Hall στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως ως συνέπεια των Περσικών Πολέμων, ο ορισμός της ελληνικής ταυτό­τητας εξελίχθηκε από μια «αθροιστική» αποκλειστική επινόηση βασισμένη στην πλασματική καταγωγή από τον επώνυμο Έλληνα και σε κατασκευασμένες γενεαλογίες οι οποίες μπορεί να μην περιλαμβάνουν όχι μόνον τους Μακεδόνες και τους Μάγνητες, αλλά και άλλες ομάδες όπως τους Αρκάδες ή τους Αιτω­λούς σε μια «αντιθετική» επινόηση, στραμμένη κατά των εξωτερικών ομά­δων, υποβιβάζοντας με τον τρόπο αυτό την πλασματική κοινότητα αίματος στο ίδιο επίπεδο —εάν όχι σε κατώτερο— με το γλωσσολο­γικό, το θρησκευτικό και το πολιτισμικό κριτήριο. Ο καθηγητής Μιλτιάδης Χατζόπουλος θεωρεί ότι από την άποψη αυτή, δεν έχει νόημα να αντιπαραθέτουμε μια υποτιθέμενη συμπαγή, ομοιογενή και αμετάβλητη «ελληνικότητα» στις αμφισβητούμενες ταυτότητες ομάδων όπως οι Αιτωλοί, οι Λοκροί, οι Ακαρνάνες, οι Θεσπρωτοί, οι Μολοσσοί, οι Χάονες, οι Ατιντάνες, οι Παραυαίοι, οι Ορέστες, οι Μακεδόνες. [9]


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ύπαρξη του όρου βάρβαρος, ο οποίος σαφώς οφείλει τη γένεσή του σε κάποιου είδους αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων και των «άλλων», σχετί­ζεται άμεσα με αυτή τη διαδικασία εξάπλωσης της Ελληνικότητας. Ο όρος, ωστόσο, χρήζει ιδιαίτερης προσο­χής, ιδιαίτερα στη φάση της μετάβασης από την αρχαϊκή στην κλασική περίο­δο. Ο Hall προβαίνει σε μια διεισδυτική ανάλυση των μεταβαλλόμενων ορισμών της Ελληνικότητας στον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Ισοκράτη, τις κύριες πηγές που διαθέτουμε όσον αφορά την εξέλιξη της έννοιας στην κλασική περίο­δο. Για τον Θουκυδίδη [4.124.1 και 4.125.1], ειδικότερα, γράφει ότι, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο, δεν θεωρούσε τους Έλληνες και τους βαρβάρους «ως αμοιβαίως αποκλειόμενες κατηγορίες», αλλά ως «αντίθετους πόλους ενός ενιαίου, γραμμικού συνεχούς». Έτσι, οι κάτοικοι της βορειοδυτικής Ελλάδας (Μακεδόνες και Ηπειρώτες) «είναι «βάρβαροι» όχι υπό την έννοια ότι οι πολιτισμοί, τα έθιμα ή η συμπεριφορά τους βρίσκονται σε άμεση, διαμετρική αντίθεση προς τα ελληνικά πρότυπα, αλλά μάλλον υπό την έννοια ότι ο κατά τα φαινόμενα πιο πρωτόγονος τρόπος ζωής τους τους καθιστά Hellenes manques». [10]

Σημαντική παράμετρος εκτός από τις γραμματειακές πηγές είναι και οι επιγραφικές όπου από την σύγκριση αυτών προκύπτει ότι από ένα μεγάλο μέρος των πρώτων δεν συνάγεται το ίδιο συμπέρασμα και δεν δίνεται η αντίστοιχη εικόνα που προκύ­πτει αβίαστα από τις τελευταίες, ότι δηλαδή οι Μακεδόνες είναι ένα ελληνικό φύλο. [11]

Μεγαλύτερη σημασία όμως από όλες αυτές τις διαπιστώσεις ή παρατηρή­σεις έχει το συμπέρασμα που προκύπτει σαφώς από εκείνες τις μαρτυρίες, όπου δηλώνεται από τους ίδιους τους Μακεδόνες η ελληνική τους ταυτότητα: Η επιστολή του Αλεξάνδρου στον Δαρείο, το κείμενο της συμφωνίας του Φιλίππου Ε' με τον Αννίβα και η αναθηματική επιγραφή του Δάμωνα, γιου του Νικάνο­ρα, στην Ολυμπία, αποτελούν στοιχεία με τα οποία θα έπρεπε προ πολλού να είχε σταματήσει οποιαδήποτε εξωεπιστημονική συζήτηση για το θέμα των σχέσεων των Μακεδόνων με τους νότιους Έλληνες. [12]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]-Για πλήρη ανάλυση του όρου Ελληνικότητας στο καταπληκτικό βιβλίο του Jonathan Hall (Hellenicity, Chicago Press, 2002]
[2]- Urlich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, σελ 120
[3[-«Αρχαία Ελληνική Κοινωνία» , ΜΙΕΤ, σελ. 363
[4]- Lidell & Scott, Αλ. Φραγκούλης, Δημητράκος, Oxford English Dictionary .
[5]- Urlich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, σελ 213
[6]- Simon Hornblower στο Hellenism, σελ 55-58
[7]- E. N. Borza στα «In the Shadow of Olympus: The Emergence of Macedon» και «Before Alexander: Constructing Early Macedonia. Publications of the Associations of Ancient Historians» και ο E. Badian, «Greeks and Macedonians».
[8]-I. Malkin(επιμέλεια), Ancient Perceptions of Greek Ethnicity, σελ 166
[9]- Η αντίληψη του εαυτού και του άλλου: η περίπτωση της Μακεδονίας στο συλλογικό έργο Μακεδονικές Ταυτότητες, 2008
[10]- I. Malkin(επιμέλεια), Ancient Perceptions of Greek Ethnicity, σελ 169-172
[11]- Μιλτιάδης Χατζόπουλος στο «Macedonian institutions under the kings,1996» και Γιάννη Ξυδόπουλος στο «Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων, 2006»
[12]- Γιάννη Ξυδόπουλος, Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων, 2006

Κυριακή, 04 Ιανουαρίου 2009

Χατζόπουλος και Χάμμοντ για την γλώσσα των Μακεδόνων

Σήμερα το Κυριακάτικο Βήμα έχει αφιέρωση για την αρχαία Μακεδονία. Ανάμεσα στα άλλα έχει και δύο άρθρα από τους Καθηγητές Μιλτ. Χατζόπουλο και NGL Hammond όπου μιλάνε για την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Όσοι ενδιαφέρεστε να πάρετε μία σφαιρική και περιληπτική άποψη για την ιστορία της Μακεδονίας αλλά κια για τις τελευταίες ανακαλύψεις αξίζει να πάρετε την εφημερίδα.

Τα αρχαία κείμενα μιλάνε
του Μιλτιάδη Χατζόπουλου
Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

ΕΠΙ ΣΧΕΔΟΝ διακόσια χρόνια η λαλιά των αρχαίων Μακεδόνων έχει αποτελέσει αντι­κείμενο αρχικά επιστημονικής έρευνας και, εν συνεχεία, και πολιτικής, αλλά και διπλω­ματικής εκμεταλλεύσεως. Ο λόγος είναι αφ' ενός ότι η γλώσσα λογίζεται ως ένα από τα κύρια, αν όχι και το κυριότερο κριτήριο της εθνικής ταυτότητας, αφ' ετέρου ότι το επι­χείρημα της ιστορικής συνέχειας μιας πλη­θυσμιακής ομάδας σ' έναν τόπο εξακολου­θεί να είναι πρωτεύουσας σημασίας για την προβολή ή κατοχύρωση εδαφικών διεκδι­κήσεων. Ετσι, από μεν τους Ελληνες θεω­ρείται ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα των αρχαίων Μακεδόνων δικαιώνει την ενσωμά­τωση του μεγαλύτερου μέρους της αρχαίας Μακεδονίας στην ελληνική επικράτεια, από δε τους βόρειους γείτονες τους ότι τυχόν απόδειξη πως οι αρχαίοι Μακεδόνες ανήκαν σε άλλη εθνική ομάδα από τους Ελληνες συ­νηγορεί υπέρ των δικών τους διεκδικήσεων επί της περιοχής αυτής. Επειδή τα σωζόμενα τεκμήρια τπς λαλιάς των αρχαίων Μακε­δόνων ως πολύ πρόσφατα ήσαν από λίγα ως ελάχιστα, το έδαφος ήταν ελεύθερο για την ανάπτυξη γλωσσολογικών θεωριών βασι­σμένων περισσότερο σε επιστημονικές προ­καταλήψεις ή πολιτικές υστεροβουλίες πα­ρά σε ασφαλή δεδομένα.

Δεν σώζονται - αν ποτέ υπήρξαν - φιλολο­γικά κείμενα γραμμένα στη μακεδόνικη. Οι Μακεδόνες, όταν άρχισαν να παράγουν λο­γοτεχνικά έργα κατά τον 4ο αι. π.Χ., χρησι­μοποίησαν, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες, όχι τη δική τους διάλεκτο αλλά τη λεγόμενη «αττική κοινή», τη γλώσσα των Αθηνών. Το μοναδικό κείμενο από λογοτεχνικό έργο σε μακεδόνικη διάλεκτο σώζεται στην κωμωδία του 4ου αι. π.Χ. «Μακεδόνες», του Αθηναίου Στράττιδος, όπου στην ερώτηση ενός Αθη­ναίου «σφύραινα δ' έστι τις;» (τι είναι η σφύ-ραινα;) ένας Μακεδών αποκρίνεται «κέστραν μεν ύμμες, ωττικοί, κικλήσκετε» (σεις, ω Ατ­τικοί, την αποκαλείτε κέστρα). Οι Αθηναίοι δηλαδή αποκαλούν «κέστρα» ένα ψάρι που οι Μακεδόνες ονομάζουν «σφύραινα». Ο κω­μικός ποιητής δεν είναι βέβαια γλωσσολόγος, αλλά είναι προφανές ότι παρουσιάζει τον Μα­κεδόνα να μιλάει μια αδιαμφισβήτητα ελλη­νική διάλεκτο με στοιχεία τόσο της αρχαίας θεσσαλικής όσο και της αρχαίας ηπειρωτικής.

Εκτός από το χωρίο αυτό δεν μας παραδί­δονται παρά μεμονωμένες «γλώσσες», δηλα­δή λέξεις σπάνιες που κίνησαν την περιέργεια και θυσαυρίστηκαν από φιλολόγους της ελ­ληνιστικής εποχής. Ο χαρακτήρας εξαιρέσε­ως των λέξεων αυτών καθώς και τα σφάλμα­τα των εκάστοτε γραφέων των χειρογράφων, που τις αντέγραφαν χωρίς να τις κατανοούν, καθιστούν τη χρήση τους επισφαλή. Πάντως οι λίγες ασφαλείς περιπτώσεις που παραδί­δονται επιβεβαιώνουν την ελληνική προέ­λευση των λέξεων:

1) Λέξεις καθημερινής χρήσεως, π.χ. καρπαία (από τον καρπό) όρχησις μακεδόνικη.
2) Ορολογία θεσμών, π.χ. πελιγάνες (από το «πέλειος»=γέρος) οι ένδοξοι, παρά δε Σύροις οι βουλευταί.
3) Επίθετα θεών, π.χ. Κυνηγάδας (Κυνηγίης), Πασικράτα, Αγεμόνα (Ηγεμόνη) κ.ά. I
4) Ονόματα μηνών, όπως Δίος (από τον ΙΜα), Περίτιος (από τον Ηρακλή Περίτα, δηλαδή Φύλακα), Αρτεμίσιος (από την Άρτεμι) κ.ά.

Από τις φιλολογικές πηγές αντλούμε επί­σης τα ονόματα των αρχαιότερων μακεδό­νων βασιλέων (του 7ου και του 6ου αι. π.Χ., προτού δηλαδή αναπτυχθούν οι σχέσεις με την νοτιότερη Ελλάδα), που είναι όλα ελλη­νικά, δηλαδή έχουν ελληνική ετυμολογία: Περδίκκας, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αμύντας. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί η εξέ­ταση των τοπωνυμίων που εισήχθησαν από τους κατακτητές Μακεδόνες στη χώρα που ονομάστηκε από το εθνικό τους όνομα Μα­κεδονία: Αιγεαί (δηλαδή η πόλη των αιγών), Ευπορία, Ηράκλειον, Ευρωπός κ.ά.

Πέρα όμως από τις φιλολογικές πηγές, έρ­χεται διαρκώς στο φως άφθονο επιγραφικό υλικό. Το πρόβλημα, όπως και με τα φιλολο­γικά κείμενα, είναι ότι, όταν επί Φιλίππου Β', τον 4ο αι. π.Χ., οι Μακεδόνες άρχισαν να γρά­φουν σε λίθο ή σε μέταλλο εκτενή κείμενα, δεν χρησιμοποίησαν τη διαλεκτό τους αλλά την αττική κοινή. Στη Μακεδονία ωστόσο έχουν ανευρεθεί χιλιάδες επιτύμβιες στήλες που μας παραδίδουν εκατοντάδες ανθρωπωνύμια, πολλά από τα οποία μπορούν να χα­ρακτηρισθούν μακεδόνικα, είτε διότι απα­ντούν (είτε αποκλειστικά είτε κατά κύριο λόγο και νωρίτερα από αλλού) στη Μακεδονία (Αλέξανδρος, Φίλιππος, Παρμενίων, Αντίπα­τρος, Αρσινόη κ.ά.), είτε διότι παρουσιάζουν ιδιαίτερα φωνητικά φαινόμενα (π.χ. τη δια­τήρηση του αρχαίου μακρού /α/, τη σπορα­δική τροπή των άηχων συμφώνων σε ηχη­ρά), που αποκλείουν την περίπτωση δανεισμού από την αττική διάλεκτο, όπως Πτολεμαίος, Αμύντας, Μαχάτης, Αλκέτας, Βερενίκα (Φερενίκη), Βάλαγρος (Φαλακρός) κ.ά. Δεδομένου ότι τα αρχαία ελληνικά ανθρωπωνύμια σχηματίζονται, παράγονται ή συντίθενται από προσηγορικά (π.χ. Φίλιππος = ο φιλών τους ίππους), αποτελούν πρώτης τάξεως πηγή για τη γνώση της μακεδόνικης διαλέκτου.

Οι επιγραφές μάς προσφέ­ρουν όμως και άλλες μαρτυρίες για τη μακεδόνικη διάλεκτο. Παρ' όλον ότι ο Φίλιππος Β' ει­σήγαγε τη χρήση της αττικής κοινής στα επίσημα κείμενα αντί της μακεδόνικης διαλέκτου, οι συντάκτες ή οι χαράκτες των επιγραφών οι οποίοι χρησιμο­ποιούσαν τη μακεδόνικη στην καθημερινή ομιλία τους υπέκυπταν αναπόφευκτα σε σφάλ­ματα και αντικαθιστούσαν σπο­ραδικά τύπους της αττικής κοινής με τύπους της μητρικής διαλέκτου των. Ετσι σε επιγραφή της Αμφιπόλεως του 3ου αι. π.Χ. διαβάζουμε τη δοτική «χείριστα» αντί του αναμενόμενου «χειριστή». Σε τρεις δια­φορετικές επιγραφές βρίσκομε τον διαλε­κτικό τύπο «κόρα» αντί του αττικού «κόρη». Και οι δύο περιπτώσεις επιβεβαιώνουν τη διατήρηση του μακρού /α/. Σε άλλη επι­γραφή σώζεται ο διαλεκτικός τύπος του απα­ρεμφάτου «ανατιθήμειν» αντί του αττικού «ανατιθέναι».

Η πλούσια αυτή τεκμηρίωση θα έπρεπε να είχε θέσει τέρμα σε κάθε αμφιβολία σχετικά με τη λαλιά των αρχαίων Μακεδόνων. Η ανα­κάλυψη τα τελευταία χρόνια όχι μόνο λέξε­ων αλλά και συνεχών κειμένων στη μακεδό­νικη διάλεκτο αίρει και την τελευταία δικαιολογία για καλόπιστες αμφιβολίες. Αρ­κεί κανείς να διαβάσει τους δύο πρώτους στί­χους του εκτενέστερου και καλύτερα σωζό­μενου από αυτά τα κείμενα: [Θετί]μας και Διονυσιφώντος το τέλος και τον γάμον/καταγράφω και των άλλων πασάν γυ/[ναικ]ών και χηρών και παρθένων, μάλιστα δε Θετϊμας, και / παρκαττίθεμαι Μάκρωνι...

Πρόκειται για έναν «κατάδεσμο», μαγι­κό κείμενο γραμμένο σε μολύβδινο έλασμα του πρώτου ημίσεος του 4ου αι. π.Χ. Οπως αναμενόταν, η διάλεκτος παρουσιάζει συ­νάφεια με τις διαλέκτους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και είναι αδιαμφισβήτητα ελληνική.




Τα γράμματα ήταν ελληνικά

Στο ερώτημα «ποια γλώσσα μιλούσαν οι Μακεδόνες;» ο Νίκολας Χάμοντ, ιστορικός, ειδικός ερευνητής της ιστορίας της Αρχαίας Μακεδονίας (και γενικότερα της Βαλκανικής) υπήρξε κατηγορηματικός στα κείμενα του:

Τέτοιο ζήτημα δεν φαίνεται να υπήρξε στην αρχαιότητα. Γιατί η γλώσσα των αρ­χαίων Μακεδόνων ήταν η ελληνική. Ο Ησίο­δος θεωρούσε τον Μάγνητα και τον Μακε­δόνα πρώτα εξαδέρφια των Ελλήνων και κατά συνέπεια τους θεωρούσε χρήστες μιας διαλέκτου (ή διαλέκτων) της ελληνικής γλώσσας. Οτι είχε δίκιο στην περίπτωση των Μαγνητών έχει αποδειχθεί από τις ανασκα­φές, από την ανεύρεση πρώιμων επιγραφών σε αιολική διάλεκτο στην περιοχή τους, στην Ανατολική Θεσσαλία. Επειτα προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ. ένας έλληνας ιστορι­κός, ο Ελλάνικος, που επισκέφθηκε την αυ­λή της Μακεδονίας, θεώρησε πατέρα του Μακεδόνα όχι τον Δία αλλά τον Αίολο, μια λεπτομέρεια που δεν θα μπορούσε να την έχει υιοθετήσει αν δεν γνώριζε ότι οι Μακε­δόνες μιλούσαν ελληνική γλώσσα, την αιο­λική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας.

Μια αξιοπαρατήρητη επιβεβαίωση του ελ­ληνικού λόγου των Μακεδόνων προέρχεται από τους Πέρσες, που κατέλαβαν τη Μακε­δονία ως τμήμα των κατακτήσεων τους στην Ευρώπη γύρω στα 510-480 π.Χ.: Στον πίνακα των υπηκόων τους «στις χώρες πέ­ρα από τη θάλασσα» μνημονεύουν «τους Ελληνες που φορούσαν ένα είδος καπέλου με μορφή ασπίδας, ένα σκιάδιο σαν την ασπίδα». Αυτοί είναι απίθανο να ήταν οποι­αδήποτε άλλη φυλή εκτός από εκείνη των Μακεδόνων, που είναι πολύ γνωστό ότι φο­ρούσαν ένα τέτοιο σκιάδιο.

Παρεξηγήσεις στη σημερινή εποχή προ­κάλεσαν εξάλλου κάποια αρχαία κείμενα όπως του Θουκυδίδη, ο οποίος στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσε τους ημινομαδικούς, οπλισμένους κατοίκους της Βόρειας Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας ως «βαρβάρους». Λέξη η οποία ερμηνεύθηκε από ορισμένους μελετητές ότι σημαίνει «μη ελληνόφωνοι». Μόνο που επιγραφές του 370-368 π.Χ. που βρέθηκαν το 1956 στη Δω­δώνη περιέχουν πίνακες ελληνικών ονομά­των, καταγράφοντας παράλληλα, σε ελληνι­κή πάντα γλώσσα, ενέργειες των Μολοσσών. Αυτή η ανακάλυψη απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι μία από τις πιο βάρβαρες φυλές της Ηπείρου, όπως τις ονόμαζε ο Θου­κυδίδης, οι Μολοσσοί, μιλούσαν ελληνικά στην εποχή που εκείνος έγραφε την ιστορία του. «Βαρβάρους» αποκαλούσε τους Μακε­δόνες και ο Δημοσθένης κατά το 350-340 π.Χ. Η ανακάλυψη των Αιγών όμως τον διέ­ψευσε πέραν των άλλων και για το γεγονός ότι βρέθηκαν 74 ελληνικά ονόματα και ένα θρακικό σε επιτύμβιες στήλες και ήταν όλα γραμμένα με ελληνικά γράμματα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γνωρίζατε ότι το Εθνικό Ζώo της Ελλάδας είναι το δελφίνι;

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΑ!